Του Σαράντου Φράγκου
«Ξέραμε για ναούς με στέγες και σκάλες από χρυσάφι. Είχαμε δει δοχεία και στολίδια και μανδύες από καθαρό χρυσάφι. Μας είχαν ιστορήσει για κήπους με λουλούδια καμωμένα αριστοτεχνικά από χρυσάφι… Το χρυσάφι φαίνεται πως ήταν σε αυτή τη χώρα τόσο συνηθισμένο όπως σε μας το σίδερο και το μολύβι, και πραγματικά οι περουβιανοί δεν τα γνώριζαν, ούτε το σίδερο ούτε το μολύβι.
Το ακατανόητο, βασανιστικά παράξενο, ήταν ότι το χρυσάφι, ο ύστατος σκοπός και ο πιο καυτός πόθος της υπόλοιπης ανθρωπότητας, δεν σήμαινε τίποτα γι ‘ αυτούς τους ανθρώπους. Δεν ήταν ανταλλακτικό μέσο ούτε τίτλος ιδιοκτησίας ούτε μέτρο ούτε σύμβολο, δεν ήταν κίνητρο για δράση, δεν γοήτευε και δεν τυραννούσε και δεν έκανε κανέναν κακό ούτε κανέναν καλό ούτε δυνατό ούτε αδύναμο.
Καλά, τότε, αφού δεν είναι το χρυσάφι, θα είναι κάποιο άλλο μέταλλο ή ευγενές στοιχείο. Κι όμως δεν ήταν έτσι. Η ιδιοκτησία ανάμεσά τους ρυθμιζόταν με άλλους κανόνες από κείνους που έχει όλος ο άλλος κόσμος, μ’ έναν τρόπο παραμυθένιο, που συντάραξε το νου μας…
Κοινό κτήμα ήταν το άροτρο, ο αχυρώνας, ο σπόρος και το ψωμί. Κοινό κτήμα ήταν τα κοπάδια. Σε ορισμένη εποχή κουρεύονταν τα πρόβατα, το μαλλί παραδινόταν στις δημόσιες αποθήκες και κάθε οικογένεια έπαιρνε όσο χρειαζόταν, και το δίναν στις γυναίκες για να το γνέσουν και να το υφάνουν. Όλοι δούλευαν, από το παιδί μέχρι τη γριά, αν είχε ακόμη αρκετή δύναμη για να κρατήσει τη ρόκα. Σε κανέναν δεν επιτρεπόταν να κάθεται αργός. Το καθισιό ήταν έγκλημα.
Κοινό κτήμα ήταν τα μεταλλεία, τα χυτήρια, τα πριονιστήρια, οι ανεμόμυλοι, τα λατομεία, οι γέφυρες, οι δρόμοι, τα δάση, τα σπίτια, οι κήποι. Κανένας δεν μπορούσε να πλουτίσει, κανένας να φτωχύνει. Δεν υπήρχαν άσωτοι, δεν υπήρχαν κερδοσκόποι, δεν υπήρχαν ζητιάνοι, δεν υπήρχαν παράσιτα. Αν κάποιος ξέπεφτε από ατυχία, μια κι ήταν αδύνατο να ξεπέσει από δικό του φταίξιμο, το κράτος τον βοηθούσε αμέσως, και χωρίς να τον ταπεινώνει μ’ ελεημοσύνες αλλά ανορθώνοντάς τον στην ίδια στάθμη με τους υπόλοιπους, όπως απαιτούσε ο νόμος. Άγνωστες ήταν η φιλοδοξία κι η φιλαργυρία, η ανησυχία κι η αρρωστημένη βαρυγκώμια, το πολιτικό πάθος κι οι εγωιστικές επιδιώξεις. Κανένας δεν είχε ιδιοκτησία, όλα ανήκαν σε όλους, και όλα, όχι μόνο η γη, ήταν κτήμα του Ίνκα, του όντος με την ουράνια καταγωγή.
Και γεννιόταν τώρα η απορία αν αυτό ήταν αγριότητα ή εξέλιξη, μορφή βαρβαρικής και παιδικής ύπαρξης ή προοδευμένης και ανώτερης. Είχαμε το δικαίωμα να την απεχθανόμαστε, κι επομένως να την αφανίσουμε ή έπρεπε να την διαφυλάξουμε, ίσως ακόμα και να την παινέσουμε πως είναι η επιθυμητή κατάσταση της ανθρώπινης συμβίωσης; Δεν ήταν δυνατό να μας είναι αδιάφορο αν είχαμε να κάνουμε με άξεστους και ηλίθιους σκλάβους, όργανα ενός τυράννου με πρωτόφαντη εξουσία, ή με πλάσματα πιο ευγενή και ηθικά σε σύγκριση με το χριστιανικό κόσμο.
Εγώ δεν μπορούσα να βρω ούτε ναι ούτε όχι… Να παραιτηθούμε από την ιδιοκτησία σήμαινε να παραιτηθούμε από την αμοιβή και την τιμή, από την άμιλλα και τη διάκριση, την καριέρα και όλες τις ηδονές του τυχαίου, καθώς και ό,τι διακρίνει το δικό μου απ’ το δικό σου και το εγώ απ’ το εσύ. Ιδέα τόσο φρικτή και βλάσφημη, ώστε να μην τη διανοείται κανείς παρά μόνο με την ακλόνητη απόφαση να την αφανίσει απ’ το πρόσωπο της γης.
Έτσι μου φαινόταν εκείνη τη νύχτα. Στριφογύριζα ανήσυχος πάνω στα λιτά μου στρωσίδια και περίμενα να χαράξει η μέρα».
Γιάκομπ Βάσερμαν, «Το χρυσάφι της Καχαμάλκα»
Είναι πλέον βεβαιωμένο, ανήσυχοι στριφογυρίζουμε πάνω στα λιτά μας στρωσίδια… Το ερώτημα, αν και απλό, δύσκολο ν’ απαντηθεί. Ο χρυσός και ο «κανόνας» του που διέπει την κοινωνική συμβίωση, την καπιταλιστική σχέση, που ρυθμίζει τον «χριστιανικό» κόσμο μας, τι σόι κανόνας είναι; Αιώνιος, άφθαρτος, ένας κανόνας «ελέω θεού»;
Πόσοι Φραντσέσκο Πιζάρο έχουν εισβάλει στη ζωή μας; Όπως τότε, στο μακρινό 1532 που πέρασαν τις Κορδιλιέρες για να διαγουμίσουν έναν περήφανο λαό, έναν αρχαίο πολιτισμό. Να διαγουμίσουν το χρυσάφι που για εκείνους τους ιθαγενείς δεν σήμαινε τίποτα, τίποτα απολύτως, ήταν μονάχα ένα υλικό αισθητικής ανάπλασης ίδιο και ίσο με όλα τα υπόλοιπα όπως το ξύλο και η πέτρα.
Ο «κανόνας του χρυσού», που μετατρέπεται σε γενικευμένη θέαση και σε υλικό ανασυγκρότησης της θρησκευτικής ψευδαίσθησης. Που έχει καταστήσει τη γήινη ζωή αδιαφανή και αποπνικτική. Που αποθεώνει την εξορία των ανθρώπινων δυνάμεων και το οδυνηρό σχίσμα στο εσωτερικό μας.
Ανατρέποντας τον «κανόνα του χρυσού», καταργούμε την αυτοπροσωπογραφία της εξουσίας που ολοκληρωτικά διαχειρίζεται τις συνθήκες της ύπαρξης. Ανατροπές όμως –μικρές ή μεγάλες- δεν μπορούν να τις κάνουν αιχμάλωτες συνειδήσεις, εθισμένες να υπακούν σε πλασματικούς συνομιλητές που τους επιβάλουν τον μονόδρομο μονόλογό τους. Το μονόδρομο του εμπορεύματος-θεάματος και του ειδώλου του. Δεν μπορούν να τις κάνουν ψευδή επαναστατικά απομεινάρια και μεταρρυθμιστικοί συμβιβασμοί. Το είδαμε, το εισπράξαμε. Είδαμε πως η κυρίαρχη οπτική γωνία της «επικαιρότητας» καταβροχθίζει και την πιο ανεπαίσθητη ανάσα ριζοσπαστισμού.
Η απώλεια της επικοινωνίας ανάμεσα στους παραγωγούς, ο διαχωρισμός του εργαζόμενου απ’ το προϊόν του είναι η επιτυχία του καπιταλιστικού συστήματος, αυτή η δολοφονική επιτυχία του διαχωρισμού, η προλεταριοποίηση του κόσμου.
Ποτέ ξανά στο παρελθόν, όσο σήμερα, αυτή η αφθονία της παραγωγής, αυτή η τεχνική που ίπταται στα ουράνια, δεν επέστρεφε στον παραγωγό σαν ανείπωτη αφθονία της στέρησης. Ποτέ ξανά ο χώρος και ο χρόνος του κόσμου μας δεν ήταν τόσο αλλότριοι μέσα στην υπερσυσσώρευση των αλλοτριωμένων προϊόντων του. Γιατί ο πυρήνας παραμένει ο ίδιος, γιγαντώνεται και αφομοιώνει ό,τι κινείται στην επιφάνεια. Ο «κανόνας του χρυσού»…
Κάτω απ’ αυτή τη συνθήκη πώς να ερμηνεύσουμε τα συμβαίνοντα, πώς να προφέρουμε τα καθ’ ημάς; Οι σκέψεις πυκνές, οι πράξεις αδύναμες. Οι ρυτίδες πληθαίνουν, τα μέτωπα της ξαστεριάς ξεθωριάζουν. Παραμένουμε φρυγμένοι από δίψα σ’ έναν κόσμο πλημμυρισμένο από νερό.
Οι ανήμπορες μέρες είναι μπροστά μας. Δύσκολο να ξεχωρίσεις τα σκουπίδια απ’ τα διαμάντια που οργώνουν τους δρόμους. Οδεύουμε τη στενωπό της πεσιμιστικής αποτίμησης, με το μυστικισμό να καραδοκεί, καθώς συλλέγουμε τα θραύσματα της σύγχρονης ιστορίας μας. Νιώθουμε το χρόνο που συρρικνώνεται, την επικοινωνία που νοσεί κι έναν ορίζοντα που δεν διαγράφει εικόνες από υγιή σύνολα.
Παραμένουμε μάρτυρες της «εσωτερικής μας διαμάχης», προσκρούομε συνεχώς στα προϊόντα ενός ανενεργού πολιτισμού που γεννά ο «κανόνας του χρυσού», χωρίς να καταφέρνουμε να ξεδιπλώνουμε τους δικούς μας θαμμένους ‘’θησαυρούς’’.
Ο καθένας μας ζει και παιδεύεται με το δικό του σβωλαράκι. Με τον δικό του πηλό, με τους δικούς του «θεούς» και «δαίμονες».
Πολλά ωστόσο έχουμε να κάνουμε. Πρώτα- πρώτα να κατεβάσουμε τους «θεούς» στο ανάστημά μας και τότε θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπάρχουν.
Να αποκαλύψουμε ότι υπάρχει η «μέλλουσα ζωή» και ότι ανήκει στα παιδιά και τα εγγόνια μας. Κι ας είναι τα σβωλαράκια μας μικρά και καταφρονεμένα.
Οι άλλοι, οι αντίπαλοι, οι «νικητές», οι τροπαιοφόροι, συνεχίζουν να σκάβουν λάκκους όπου θάβεται το μαγικό ταξίδι της ζωής μετατρέποντας την ύπαρξη σε υποπροϊόν της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Δε θα τους κάνουμε το χατίρι. Δε θα ανταλλάξουμε τα δικά μας κτερίσματα με το «χρυσό» τους. Δε θα αγοράσουμε τα φίδια τους που δαγκάνουν τα παιδιά μας.
Είμαστε το σβωλαράκι μας, παιδιά της άμμου που χτίζουν τον κόσμο απ’ την αρχή. Οι άλλοι, οι εισβολείς, δε σκέφτονται, ούτε μπορούν να κατανοήσουν πως ο κόσμος είναι πάντα παιδικός, ζυμωμένος με ιδρώτα, τόσο παιδικός και τόσο αληθινός. Πως ο χρυσός είναι μόνο για να στολίζει και όχι ν’ αγοράζει.
Τα σβωλαράκια μας έχουν ανάγκη από παραπανίσια φροντίδα, από συντρέχτες του νερού και του σταριού. Είναι ικανά ζυμώνοντάς τα να φτιάξουν ολόκληρο το ψωμί.
Κι ας ζούμε σε δυσοίωνη ώρα, σε δυσοίωνους τόπους. Κι ας λιγοστεύουν όσοι διψούν για το φως. Κι ας συνεχίζει ο «χρυσός κανόνας» να εμπεδώνει την μηδαμινότητα του «Έχειν». Εμείς και μέσα απ’ τις χαραμάδες θα τραγουδάμε την αιωνιότητα του Είναι.
Απέναντί μας ένα παγκόσμιο σύστημα που πιο ολοκληρωτικά επιβάλλει την ψυχεδελική ομοιομορφία του, μια εξουσία με την υποκρισία της πιο αποτελεσματική απ’ όλες τις μεθόδους καταστολής κι ένας υποσιτισμένος κόσμος πιο ηττημένος από κάθε άλλη φορά εξακολουθεί να ματώνει κάτω απ’ την παραπαίουσα σημαία της καταναλωτικής του συνείδησης.
Βρισκόμαστε ανάμεσα στην προαίσθηση και τη γνώση, ανάμεσα στην αδράνεια, τον πόθο και το κάλεσμα. Είναι ώρα να σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι, να συνδεθούμε ξανά με την παγκόσμια ιστορία. Διαφορετικά ο γενικευμένος αυτισμός θα μας καρφώσει κατάστηθα τη σημαία του.
Πηγή: kommon.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
«Ξέραμε για ναούς με στέγες και σκάλες από χρυσάφι. Είχαμε δει δοχεία και στολίδια και μανδύες από καθαρό χρυσάφι. Μας είχαν ιστορήσει για κήπους με λουλούδια καμωμένα αριστοτεχνικά από χρυσάφι… Το χρυσάφι φαίνεται πως ήταν σε αυτή τη χώρα τόσο συνηθισμένο όπως σε μας το σίδερο και το μολύβι, και πραγματικά οι περουβιανοί δεν τα γνώριζαν, ούτε το σίδερο ούτε το μολύβι.
Το ακατανόητο, βασανιστικά παράξενο, ήταν ότι το χρυσάφι, ο ύστατος σκοπός και ο πιο καυτός πόθος της υπόλοιπης ανθρωπότητας, δεν σήμαινε τίποτα γι ‘ αυτούς τους ανθρώπους. Δεν ήταν ανταλλακτικό μέσο ούτε τίτλος ιδιοκτησίας ούτε μέτρο ούτε σύμβολο, δεν ήταν κίνητρο για δράση, δεν γοήτευε και δεν τυραννούσε και δεν έκανε κανέναν κακό ούτε κανέναν καλό ούτε δυνατό ούτε αδύναμο.
Καλά, τότε, αφού δεν είναι το χρυσάφι, θα είναι κάποιο άλλο μέταλλο ή ευγενές στοιχείο. Κι όμως δεν ήταν έτσι. Η ιδιοκτησία ανάμεσά τους ρυθμιζόταν με άλλους κανόνες από κείνους που έχει όλος ο άλλος κόσμος, μ’ έναν τρόπο παραμυθένιο, που συντάραξε το νου μας…
Κοινό κτήμα ήταν το άροτρο, ο αχυρώνας, ο σπόρος και το ψωμί. Κοινό κτήμα ήταν τα κοπάδια. Σε ορισμένη εποχή κουρεύονταν τα πρόβατα, το μαλλί παραδινόταν στις δημόσιες αποθήκες και κάθε οικογένεια έπαιρνε όσο χρειαζόταν, και το δίναν στις γυναίκες για να το γνέσουν και να το υφάνουν. Όλοι δούλευαν, από το παιδί μέχρι τη γριά, αν είχε ακόμη αρκετή δύναμη για να κρατήσει τη ρόκα. Σε κανέναν δεν επιτρεπόταν να κάθεται αργός. Το καθισιό ήταν έγκλημα.
Κοινό κτήμα ήταν τα μεταλλεία, τα χυτήρια, τα πριονιστήρια, οι ανεμόμυλοι, τα λατομεία, οι γέφυρες, οι δρόμοι, τα δάση, τα σπίτια, οι κήποι. Κανένας δεν μπορούσε να πλουτίσει, κανένας να φτωχύνει. Δεν υπήρχαν άσωτοι, δεν υπήρχαν κερδοσκόποι, δεν υπήρχαν ζητιάνοι, δεν υπήρχαν παράσιτα. Αν κάποιος ξέπεφτε από ατυχία, μια κι ήταν αδύνατο να ξεπέσει από δικό του φταίξιμο, το κράτος τον βοηθούσε αμέσως, και χωρίς να τον ταπεινώνει μ’ ελεημοσύνες αλλά ανορθώνοντάς τον στην ίδια στάθμη με τους υπόλοιπους, όπως απαιτούσε ο νόμος. Άγνωστες ήταν η φιλοδοξία κι η φιλαργυρία, η ανησυχία κι η αρρωστημένη βαρυγκώμια, το πολιτικό πάθος κι οι εγωιστικές επιδιώξεις. Κανένας δεν είχε ιδιοκτησία, όλα ανήκαν σε όλους, και όλα, όχι μόνο η γη, ήταν κτήμα του Ίνκα, του όντος με την ουράνια καταγωγή.
Και γεννιόταν τώρα η απορία αν αυτό ήταν αγριότητα ή εξέλιξη, μορφή βαρβαρικής και παιδικής ύπαρξης ή προοδευμένης και ανώτερης. Είχαμε το δικαίωμα να την απεχθανόμαστε, κι επομένως να την αφανίσουμε ή έπρεπε να την διαφυλάξουμε, ίσως ακόμα και να την παινέσουμε πως είναι η επιθυμητή κατάσταση της ανθρώπινης συμβίωσης; Δεν ήταν δυνατό να μας είναι αδιάφορο αν είχαμε να κάνουμε με άξεστους και ηλίθιους σκλάβους, όργανα ενός τυράννου με πρωτόφαντη εξουσία, ή με πλάσματα πιο ευγενή και ηθικά σε σύγκριση με το χριστιανικό κόσμο.
Εγώ δεν μπορούσα να βρω ούτε ναι ούτε όχι… Να παραιτηθούμε από την ιδιοκτησία σήμαινε να παραιτηθούμε από την αμοιβή και την τιμή, από την άμιλλα και τη διάκριση, την καριέρα και όλες τις ηδονές του τυχαίου, καθώς και ό,τι διακρίνει το δικό μου απ’ το δικό σου και το εγώ απ’ το εσύ. Ιδέα τόσο φρικτή και βλάσφημη, ώστε να μην τη διανοείται κανείς παρά μόνο με την ακλόνητη απόφαση να την αφανίσει απ’ το πρόσωπο της γης.
Έτσι μου φαινόταν εκείνη τη νύχτα. Στριφογύριζα ανήσυχος πάνω στα λιτά μου στρωσίδια και περίμενα να χαράξει η μέρα».
Γιάκομπ Βάσερμαν, «Το χρυσάφι της Καχαμάλκα»
Είναι πλέον βεβαιωμένο, ανήσυχοι στριφογυρίζουμε πάνω στα λιτά μας στρωσίδια… Το ερώτημα, αν και απλό, δύσκολο ν’ απαντηθεί. Ο χρυσός και ο «κανόνας» του που διέπει την κοινωνική συμβίωση, την καπιταλιστική σχέση, που ρυθμίζει τον «χριστιανικό» κόσμο μας, τι σόι κανόνας είναι; Αιώνιος, άφθαρτος, ένας κανόνας «ελέω θεού»;
Πόσοι Φραντσέσκο Πιζάρο έχουν εισβάλει στη ζωή μας; Όπως τότε, στο μακρινό 1532 που πέρασαν τις Κορδιλιέρες για να διαγουμίσουν έναν περήφανο λαό, έναν αρχαίο πολιτισμό. Να διαγουμίσουν το χρυσάφι που για εκείνους τους ιθαγενείς δεν σήμαινε τίποτα, τίποτα απολύτως, ήταν μονάχα ένα υλικό αισθητικής ανάπλασης ίδιο και ίσο με όλα τα υπόλοιπα όπως το ξύλο και η πέτρα.
Ο «κανόνας του χρυσού», που μετατρέπεται σε γενικευμένη θέαση και σε υλικό ανασυγκρότησης της θρησκευτικής ψευδαίσθησης. Που έχει καταστήσει τη γήινη ζωή αδιαφανή και αποπνικτική. Που αποθεώνει την εξορία των ανθρώπινων δυνάμεων και το οδυνηρό σχίσμα στο εσωτερικό μας.
Ανατρέποντας τον «κανόνα του χρυσού», καταργούμε την αυτοπροσωπογραφία της εξουσίας που ολοκληρωτικά διαχειρίζεται τις συνθήκες της ύπαρξης. Ανατροπές όμως –μικρές ή μεγάλες- δεν μπορούν να τις κάνουν αιχμάλωτες συνειδήσεις, εθισμένες να υπακούν σε πλασματικούς συνομιλητές που τους επιβάλουν τον μονόδρομο μονόλογό τους. Το μονόδρομο του εμπορεύματος-θεάματος και του ειδώλου του. Δεν μπορούν να τις κάνουν ψευδή επαναστατικά απομεινάρια και μεταρρυθμιστικοί συμβιβασμοί. Το είδαμε, το εισπράξαμε. Είδαμε πως η κυρίαρχη οπτική γωνία της «επικαιρότητας» καταβροχθίζει και την πιο ανεπαίσθητη ανάσα ριζοσπαστισμού.
Η απώλεια της επικοινωνίας ανάμεσα στους παραγωγούς, ο διαχωρισμός του εργαζόμενου απ’ το προϊόν του είναι η επιτυχία του καπιταλιστικού συστήματος, αυτή η δολοφονική επιτυχία του διαχωρισμού, η προλεταριοποίηση του κόσμου.
Ποτέ ξανά στο παρελθόν, όσο σήμερα, αυτή η αφθονία της παραγωγής, αυτή η τεχνική που ίπταται στα ουράνια, δεν επέστρεφε στον παραγωγό σαν ανείπωτη αφθονία της στέρησης. Ποτέ ξανά ο χώρος και ο χρόνος του κόσμου μας δεν ήταν τόσο αλλότριοι μέσα στην υπερσυσσώρευση των αλλοτριωμένων προϊόντων του. Γιατί ο πυρήνας παραμένει ο ίδιος, γιγαντώνεται και αφομοιώνει ό,τι κινείται στην επιφάνεια. Ο «κανόνας του χρυσού»…
Κάτω απ’ αυτή τη συνθήκη πώς να ερμηνεύσουμε τα συμβαίνοντα, πώς να προφέρουμε τα καθ’ ημάς; Οι σκέψεις πυκνές, οι πράξεις αδύναμες. Οι ρυτίδες πληθαίνουν, τα μέτωπα της ξαστεριάς ξεθωριάζουν. Παραμένουμε φρυγμένοι από δίψα σ’ έναν κόσμο πλημμυρισμένο από νερό.
Οι ανήμπορες μέρες είναι μπροστά μας. Δύσκολο να ξεχωρίσεις τα σκουπίδια απ’ τα διαμάντια που οργώνουν τους δρόμους. Οδεύουμε τη στενωπό της πεσιμιστικής αποτίμησης, με το μυστικισμό να καραδοκεί, καθώς συλλέγουμε τα θραύσματα της σύγχρονης ιστορίας μας. Νιώθουμε το χρόνο που συρρικνώνεται, την επικοινωνία που νοσεί κι έναν ορίζοντα που δεν διαγράφει εικόνες από υγιή σύνολα.
Παραμένουμε μάρτυρες της «εσωτερικής μας διαμάχης», προσκρούομε συνεχώς στα προϊόντα ενός ανενεργού πολιτισμού που γεννά ο «κανόνας του χρυσού», χωρίς να καταφέρνουμε να ξεδιπλώνουμε τους δικούς μας θαμμένους ‘’θησαυρούς’’.
Ο καθένας μας ζει και παιδεύεται με το δικό του σβωλαράκι. Με τον δικό του πηλό, με τους δικούς του «θεούς» και «δαίμονες».
Πολλά ωστόσο έχουμε να κάνουμε. Πρώτα- πρώτα να κατεβάσουμε τους «θεούς» στο ανάστημά μας και τότε θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπάρχουν.
Να αποκαλύψουμε ότι υπάρχει η «μέλλουσα ζωή» και ότι ανήκει στα παιδιά και τα εγγόνια μας. Κι ας είναι τα σβωλαράκια μας μικρά και καταφρονεμένα.
Οι άλλοι, οι αντίπαλοι, οι «νικητές», οι τροπαιοφόροι, συνεχίζουν να σκάβουν λάκκους όπου θάβεται το μαγικό ταξίδι της ζωής μετατρέποντας την ύπαρξη σε υποπροϊόν της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Δε θα τους κάνουμε το χατίρι. Δε θα ανταλλάξουμε τα δικά μας κτερίσματα με το «χρυσό» τους. Δε θα αγοράσουμε τα φίδια τους που δαγκάνουν τα παιδιά μας.
Είμαστε το σβωλαράκι μας, παιδιά της άμμου που χτίζουν τον κόσμο απ’ την αρχή. Οι άλλοι, οι εισβολείς, δε σκέφτονται, ούτε μπορούν να κατανοήσουν πως ο κόσμος είναι πάντα παιδικός, ζυμωμένος με ιδρώτα, τόσο παιδικός και τόσο αληθινός. Πως ο χρυσός είναι μόνο για να στολίζει και όχι ν’ αγοράζει.
Τα σβωλαράκια μας έχουν ανάγκη από παραπανίσια φροντίδα, από συντρέχτες του νερού και του σταριού. Είναι ικανά ζυμώνοντάς τα να φτιάξουν ολόκληρο το ψωμί.
Κι ας ζούμε σε δυσοίωνη ώρα, σε δυσοίωνους τόπους. Κι ας λιγοστεύουν όσοι διψούν για το φως. Κι ας συνεχίζει ο «χρυσός κανόνας» να εμπεδώνει την μηδαμινότητα του «Έχειν». Εμείς και μέσα απ’ τις χαραμάδες θα τραγουδάμε την αιωνιότητα του Είναι.
Απέναντί μας ένα παγκόσμιο σύστημα που πιο ολοκληρωτικά επιβάλλει την ψυχεδελική ομοιομορφία του, μια εξουσία με την υποκρισία της πιο αποτελεσματική απ’ όλες τις μεθόδους καταστολής κι ένας υποσιτισμένος κόσμος πιο ηττημένος από κάθε άλλη φορά εξακολουθεί να ματώνει κάτω απ’ την παραπαίουσα σημαία της καταναλωτικής του συνείδησης.
Βρισκόμαστε ανάμεσα στην προαίσθηση και τη γνώση, ανάμεσα στην αδράνεια, τον πόθο και το κάλεσμα. Είναι ώρα να σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι, να συνδεθούμε ξανά με την παγκόσμια ιστορία. Διαφορετικά ο γενικευμένος αυτισμός θα μας καρφώσει κατάστηθα τη σημαία του.
Πηγή: kommon.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου