Κυριακή Μπεϊόγλου
Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η μικρή παραλία δεν είναι μόνο η παραλία όπου κάθε μέρα στις 7 π.μ., χειμώνα καλοκαίρι, ο ηλικιωμένος κύριος έβγαζε βόλτα τον σκύλο του ή τα αγόρια φιλούν για πρώτη φορά τα γυμνασιοκόριτσα ή κάνουν το πρώτο τους μπάνιο τα μωρά της περιοχής. Η παραλία έχει γίνει ο τόπος όπου ξενυχτούν κάθε βράδυ παρέες προσφύγων κουβεντιάζοντας, τραγουδώντας και κοιτώντας ολόκληρη τη νύχτα τη θάλασσα του Αιγαίου.
Τώρα, στις ετησίες του Αυγούστου, το αέρι φέρνει ομιλίες από άλλους τόπους, ονόματα που προφέρονται δύσκολα. Δεν καταλαβαίνω τι λένε. Μόνο νιώθω πως δεν ήρθαν για να μείνουν εδώ, γιατί το βλέμμα τους ταξιδεύει κάπου μακριά. Εδώ είναι ένας προσωρινός τόπος που θα οδηγήσει στον επόμενο. Ισως γι' αυτό επιλέγουν την παραλία με τη θάλασσα σε διαρκή κίνηση, ποτέ σταθερή, πάντα περιπλανώμενη.
Πάντως, μια δική μας λέξη ανταλλάσσεται από στόμα σε στόμα, με την προφορά που είναι βαριά γιατί έχει πάνω της το χώμα της ερήμου. Η λέξη αυτή είναι: δουλειά. Ν-τ-ο-υ-λ-ι-α, χωρίς τόνο, χωρίς τους περιορισμούς της ορθογραφίας. Νέτη, σκέτη, ανορθόγραφη, ό,τι να 'ναι δουλειά. Είναι το εισιτήριο, είναι η τροφή, είναι η αξιοπρέπεια ανάμεσά τους.
Οσοι έχουν καταφέρει να βρουν αυτό το πολυπόθητο αγαθό συμβουλεύουν και τους άλλους. Στο τέλος της μέρας θέλουν να είναι σε ένα ασφαλές μέρος όπου θα κοιμηθούν. Ερχεται χειμώνας. Οπότε…ντουλια… οπωσδήποτε. Το ίδιο ισχύει και για τους ντόπιους της περιοχής. Το καλοκαίρι θα πάρει μαζί του τους τουρίστες. Η δουλειά καθορίζει τη ζωή τους. Η ανεργία είναι προσφυγιά ακόμα και στην πατρίδα σου.
Προχθές το βράδυ, στη μικρή παραλία, εκτός από τους πρόσφυγες ήταν και μια παρέα νεαρών αγοριών. Ενα φορητό ηχείο άπλωνε στον τόπο έναν μονότονο ρυθμό ραπ και ο χειμαρρώδης λόγος ξεχυνόταν στη θάλασσα, τον έπαιρναν τα κύματα και τον έφερναν πίσω. Σαν απαγγελία μυστηριώδης, ενός παράξενου προφήτη.
Είμαι σίγουρη πως αν οι πρόσφυγες τον καταλάβαιναν θα τραγουδούσαν μαζί του. Ελεγε κάτι σαν:
«Κάνουμε θαύματα / γράφουμε να δείξουμε πώς έχουνε τα πράγματα
διαχρονικοί σαν αγάλματα / μόνοι αληθινοί ενάντια στα μεταλλάγματα
γινόμαστε ρέμα και σπάμε τα φράγματα…».
Σύγχρονες ραψωδίες στην παραλία. Βλέπω τις παρέες δίπλα δίπλα. Λίγα πράγματα θέλουν οι άνθρωποι τελικά για να είναι ευτυχισμένοι. Η ασφάλεια είναι ένα από τα βασικά. Θυμάμαι και τον μέγα ραψωδό, ανυπολόγιστα χρόνια πριν, κι εκείνος, για μια μικρή παραλία απάγκιο να μιλά:
«Μόλις εφτάσαμε, καθίσαμε στον άμμο το καράβι,
κι εμείς εβγήκαμε στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω
και καρτερούσαμε κοιμάμενοι τη θείαν Αυγή να φέξει.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
στης Κίρκης το παλάτι πρόσταξα να δράμουν οι συντρόφοι…»
Πηγή: efsyn.gr
Κυριακή Μπεϊόγλου: Σχετικά με τον συντάκτη
Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η μικρή παραλία δεν είναι μόνο η παραλία όπου κάθε μέρα στις 7 π.μ., χειμώνα καλοκαίρι, ο ηλικιωμένος κύριος έβγαζε βόλτα τον σκύλο του ή τα αγόρια φιλούν για πρώτη φορά τα γυμνασιοκόριτσα ή κάνουν το πρώτο τους μπάνιο τα μωρά της περιοχής. Η παραλία έχει γίνει ο τόπος όπου ξενυχτούν κάθε βράδυ παρέες προσφύγων κουβεντιάζοντας, τραγουδώντας και κοιτώντας ολόκληρη τη νύχτα τη θάλασσα του Αιγαίου.
Τώρα, στις ετησίες του Αυγούστου, το αέρι φέρνει ομιλίες από άλλους τόπους, ονόματα που προφέρονται δύσκολα. Δεν καταλαβαίνω τι λένε. Μόνο νιώθω πως δεν ήρθαν για να μείνουν εδώ, γιατί το βλέμμα τους ταξιδεύει κάπου μακριά. Εδώ είναι ένας προσωρινός τόπος που θα οδηγήσει στον επόμενο. Ισως γι' αυτό επιλέγουν την παραλία με τη θάλασσα σε διαρκή κίνηση, ποτέ σταθερή, πάντα περιπλανώμενη.
Πάντως, μια δική μας λέξη ανταλλάσσεται από στόμα σε στόμα, με την προφορά που είναι βαριά γιατί έχει πάνω της το χώμα της ερήμου. Η λέξη αυτή είναι: δουλειά. Ν-τ-ο-υ-λ-ι-α, χωρίς τόνο, χωρίς τους περιορισμούς της ορθογραφίας. Νέτη, σκέτη, ανορθόγραφη, ό,τι να 'ναι δουλειά. Είναι το εισιτήριο, είναι η τροφή, είναι η αξιοπρέπεια ανάμεσά τους.
Οσοι έχουν καταφέρει να βρουν αυτό το πολυπόθητο αγαθό συμβουλεύουν και τους άλλους. Στο τέλος της μέρας θέλουν να είναι σε ένα ασφαλές μέρος όπου θα κοιμηθούν. Ερχεται χειμώνας. Οπότε…ντουλια… οπωσδήποτε. Το ίδιο ισχύει και για τους ντόπιους της περιοχής. Το καλοκαίρι θα πάρει μαζί του τους τουρίστες. Η δουλειά καθορίζει τη ζωή τους. Η ανεργία είναι προσφυγιά ακόμα και στην πατρίδα σου.
Προχθές το βράδυ, στη μικρή παραλία, εκτός από τους πρόσφυγες ήταν και μια παρέα νεαρών αγοριών. Ενα φορητό ηχείο άπλωνε στον τόπο έναν μονότονο ρυθμό ραπ και ο χειμαρρώδης λόγος ξεχυνόταν στη θάλασσα, τον έπαιρναν τα κύματα και τον έφερναν πίσω. Σαν απαγγελία μυστηριώδης, ενός παράξενου προφήτη.
Είμαι σίγουρη πως αν οι πρόσφυγες τον καταλάβαιναν θα τραγουδούσαν μαζί του. Ελεγε κάτι σαν:
«Κάνουμε θαύματα / γράφουμε να δείξουμε πώς έχουνε τα πράγματα
διαχρονικοί σαν αγάλματα / μόνοι αληθινοί ενάντια στα μεταλλάγματα
γινόμαστε ρέμα και σπάμε τα φράγματα…».
Σύγχρονες ραψωδίες στην παραλία. Βλέπω τις παρέες δίπλα δίπλα. Λίγα πράγματα θέλουν οι άνθρωποι τελικά για να είναι ευτυχισμένοι. Η ασφάλεια είναι ένα από τα βασικά. Θυμάμαι και τον μέγα ραψωδό, ανυπολόγιστα χρόνια πριν, κι εκείνος, για μια μικρή παραλία απάγκιο να μιλά:
«Μόλις εφτάσαμε, καθίσαμε στον άμμο το καράβι,
κι εμείς εβγήκαμε στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω
και καρτερούσαμε κοιμάμενοι τη θείαν Αυγή να φέξει.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
στης Κίρκης το παλάτι πρόσταξα να δράμουν οι συντρόφοι…»
Πηγή: efsyn.gr
Κυριακή Μπεϊόγλου: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου