Του Chris McGreal*
Η Johnson & Johnson καλείται να πληρώσει 572 εκατομμύρια δολάρια, ως υπεύθυνη για την τροφοδότηση της κρίσης οπιοειδών στην Οκλαχόμα, σύμφωνα με δικαστική απόφαση.
Η Οκλαχόμα γίνεται η πρώτη πολιτεία που μηνύει επιτυχώς μια εταιρεία παρασκευής οπιοειδών, με μια δικαστική απόφαση που είναι βέβαιο ότι θα έχει αντίκτυπο και σε άλλες φαρμακευτικές εταιρείες.
Ο φαρμακευτικός γίγαντας Johnson & Johnson διεξήγαγε μια «ψευδή και επικίνδυνη» εκστρατεία πωλήσεων, που προκάλεσε εθισμό και θάνατο, πρωτοστατώντας στην έξαρση της χρήσης οπιοειδών στην Αμερική, έκρινε δικαστήριο της Οκλαχόμα στην πρώτη τέτοιου χαρακτήρα απόφαση κατά της βιομηχανίας φαρμάκων.
Με μια καταδικαστική ετυμηγορία 42 σελίδων, ο δικαστής Thad Balkman αποφάνθηκε ότι η εταιρεία φέρει εκτεταμένη ευθύνη για την πρόκληση της χειρότερης έξαρσης χρήσης ναρκωτικών στην ιστορία των ΗΠΑ. Ανέφερε ότι η εταιρεία όχι μόνο προώθησε με επιθετικό τρόπο ψευδείς ισχυρισμούς σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των δικών της ναρκωτικών παυσίπονων, αλλά και άλλαξε την ιατρική πρακτική με «παραπειστικούς» ισχυρισμούς, που αποσκοπούσαν να καταλαγιάσουν τις επιφυλάξεις μεταξύ των γιατρών όσον αφορά τη συνταγογράφηση οπιοειδών. Αυτό περιλάμβανε τη χρήση των κολοσσιαίων πόρων της για τη χρηματοδότηση οργανισμών και ερευνών, ώστε να προωθούνται τα ναρκωτικά.
Ο Balkman έδωσε εντολή στην εταιρεία να καταβάλει αρχικά 572 εκατομμύρια δολάρια για αποζημίωση, ενώ υπό διαπραγμάτευση πρόκειται να τεθούν και πρόσθετες καταβολές για την κάλυψη εξόδων θεραπείας, πρόληψης υπερβολικής δόσης και άλλων δαπανών για τη μετρίαση της έξαρσης της χρήσης στην Οκλαχόμα, τα επόμενα χρόνια. Η Πολιτεία είχε αξιώσει 17 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Johnson & Johnson δήλωσε ότι θα κάνει έφεση.
Η ετυμηγορία συνιστά πλήγμα για μια μεγάλη σειρά άλλων παρασκευαστών οπιοειδών, διανομέων και αλυσίδων φαρμακείων, που αντιμετωπίζουν περισσότερες από 2.000 άλλες αγωγές κοινοτήτων σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς θα αποδυναμώσει τις προσπάθειές τους να επιρρίψουν την ευθύνη –για μια έξαρση της χρήσης που έχει στοιχίσει περισσότερες από 400.000 ζωές τις τελευταίες δύο δεκαετίες– στους γιατρούς που συνταγογράφησαν οπιοειδή ή στους ίδιους τους χρήστες.
Ο γενικός εισαγγελέας της Οκλαχόμα, Mike Hunter, δήλωσε ότι η δικαστική απόφαση επιβεβαίωσε τον ισχυρισμό του πως «η Johnson & Johnson δημιούργησε, με τρόπο κακόβουλο και σατανικό, την επιδημία οπιοειδών στην Πολιτεία μας», συμβάλλοντας στην πρόκληση 6.000 θανάτων μόνο στην Οκλαχόμα, από το 2000 και μετά.
«Σήμερα έχουμε μια εξαιρετικά σημαντική νίκη της Πολιτείας της Οκλαχόμα, του έθνους και όλων όσοι έχουν χάσει κάποιον αγαπημένο τους από υπερβολική δόση οπιοειδών», ανέφερε. «Τα αποδεικτικά στοιχεία μας έδειξαν πειστικά ότι η εταιρεία αυτή δεν είπε απλώς ψέματα, δεν παραπλάνησε απλώς, αλλά συνέργησε με άλλες εταιρείες στην πορεία προς την πιο θανατηφόρα ανθρωπογενή έξαρση χρήσης, που το έθνος μας έχει ποτέ ζήσει».
Ο Hunter μήνυσε, επίσης, την Purdue Pharma, που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην έναρξη της έξαρσης χρήσης οπιοειδών στη δεκαετία του 1990, με το υψηλής ισχύος οπιοειδές της, το Oxy Contin. Η Purdue πέτυχε εξωδικαστικό συμβιβασμό 270 εκατομμυρίων δολαρίων πριν τη δίκη, αλλά αντιμετωπίζει εκατοντάδες άλλες δικαστικές προσφυγές.
Η Sabrina Strong, μία από τους συνηγόρους της Johnson & Johnson στη δίκη, δήλωσε ότι η απόφαση ήταν προβληματική. Η εταιρεία ισχυρίστηκε πως τα φάρμακα που πούλησε ήταν εγκεκριμένα από τις ομοσπονδιακές ρυθμιστικές αρχές και πως δεν μπορούσαν να συνδεθούν άμεσα με κάποιον από τους θανάτους στην Οκλαχόμα.
«Συμπονούμε όλους όσους πάσχουν από κατάχρηση ουσιών. Αλλά η Johnson & Johnson δεν προκάλεσε την κρίση κατάχρησης οπιοειδών, εδώ στην Οκλαχόμα ή οπουδήποτε αλλού στη χώρα», ανέφερε.
Η απόφαση του Balkman, όμως, βασίστηκε στην εξέταση της γενικότερης εικόνας, που προσέκρουε στην προσπάθεια της εταιρείας να απεικονίσει τα θύματα της έξαρσης χρήσης οπιοειδών ως χρήστες ναρκωτικών και μόνον.
Ο δικαστής διαπίστωσε ότι η παρασκευάστρια εταιρεία οπιοειδών ενέργησε σε συντονισμό με άλλες εταιρείες,προκειμένου να κλιμακωθεί η αύξηση των συνταγογραφήσεων, πλασάροντας την ψευδή αφήγηση ύπαρξης μιας απεγνωσμένης ανάγκης για παυσίπονα και «ύπαρξης χαμηλού ρίσκου κατάχρησης και χαμηλής επικινδυνότητας της συνταγογράφησης οπιοειδών».
«Ένα κομβικό στοιχείο στη στρατηγική του μάρκετινγκ οπιοειδών (της Johnson & Johnson), για την υπέρβαση φραγμών που έμπαιναν στη φιλελεύθερη συνταγογράφηση οπιοειδών, ήταν η προώθηση μιας αντίληψης πως ο χρόνιος πόνος υπο-θεραπευόταν (δημιουργώντας πρόβλημα) και πως η λύση ήταν η αυξημένη συνταγογράφηση οπιοειδών», έγραψε ο Balkman στην ετυμηγορία του.
«Ανάμεσα σε άλλα, έστειλαν εμπορικούς αντιπροσώπους στα ιατρεία της Οκλαχόμα, για να μεταδώσουν παραπλανητικά μηνύματα, διέσπειραν παραπλανητικά φυλλάδια, κουπόνια και άλλο έντυπο υλικό για ασθενείς και γιατρούς, και διαφήμιζαν με τρόπο παραπλανητικό τα φάρμακά τους στο διαδίκτυο».
Η συνταγογράφηση οπιοειδών κλιμακώθηκε για περισσότερο από μια δεκαετία, μέχρι να κορυφωθεί, το 2012, σε περίπου 250 εκατομμύρια συνταγές, μία για κάθε αμερικανικό ενήλικα. Περίπου 18 εκατομμύρια συνταγές οπιοειδών γράφτηκαν στην Οκλαχόμα, μια Πολιτεία με πληθυσμό μικρότερο των 4 εκατομμυρίων ανθρώπων, στην τριετία μέχρι το 2018.
Ο δικαστής δήλωσε ότι η Johnson & Johnson επιδίωξε, επίσης, να επηρεάσει την ιατρική πρακτική με «σημαντικές χρηματικές πληρωμές προς πολλές και διάφορες ομάδες συνηγορίας [advocacy groups] και οργανώσεις, όλες ασχολούμενες με τη θεματική του πόνου, οι οποίες ασκούσαν επιρροή σε γιατρούς που συνταγογραφούσαν καθώς και σε άλλους επαγγελματίες υγείας». Ανέφερε ότι η εταιρεία χρησιμοποίησε ακαδημαϊκά ευρήματα «με παραπλανητικούς τρόπους», για να υποβαθμίσει τους κινδύνους εθισμού.
Ο Balkman αποφάνθηκε, επίσης,ότι η Johnson & Johnson αγνόησε τις προειδοποιήσεις του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων, αλλά και του ίδιου του γνωμοδοτικού συμβουλίου της, σχετικά με τις μεθόδους μάρκετινγκ τού υψηλής ισχύος της φαρμάκου φαιντανύλης, του Duragesic, καθώς και ότι δεν υπήρχαν δεδομένα που να στοιχειοθετούν ορισμένους από τους ισχυρισμούς στους οποίους προέβαινε η εταιρεία.
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, οι εμπορικοί αντιπρόσωποι της εταιρείας εκπαιδεύτηκαν να κατευνάζουν τις ανησυχίες των γιατρών σχετικά με τον εθισμό,δίχως να παρέχονται οι απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους.
Σε ένα σημείωμα της εταιρείας, που παρουσιάστηκε ως αποδεικτικό στοιχείο στη δίκη, μία εμπορικός αντιπρόσωπος έλεγε ότι απέκρουσε τους φόβους ενός γιατρού, ότι οι ασθενείς μπορεί να εξαρτηθούν, λέγοντάς του ότι όσοι δεν πέθαναν, πιθανότατα δεν θα εθίζονταν.
Αποκαλύφθηκε, επίσης, ότι η Johnson & Johnson προσέλαβε τους συμβούλους της εταιρείας McKinsey, που συνέστησαν να επικεντρωθεί το προσωπικό πωλήσεων στους γιατρούς που ήδη συνταγογραφούσαν μεγάλες ποσότητες του OxyContin της Purdue. Σε έναν κατάλογο «ευκαιριών» αύξησης των πωλήσεων συγκαταλεγόταν μια πρόταση για «στόχευση σε ασθενείς υψηλού κινδύνου όσον αφορά την κατάχρηση (λ.χ. άντρες κάτω των 40 ετών)».
* Ο ChrisMcGreal είναι δημοσιογράφος, αρχικά του BBC και έπειτα άλλων μεγάλων ΜΜΕ. Εδώ και χρόνια είναι ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας The Guardian στις ΗΠΑ και έχει καλύψει διεξοδικά τη δίκη της Johnson & Johnson (βλ. και το άρθρο του στο φ. 463/13-7-2019 του Δρόμου: «Φάρμακα που σκοτώνουν; Αγωγή δισεκατομμυρίων δολαρίων εναντίον της Johnson & Johnson από την Πολιτεία της Οκλαχόμα»). Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στις 26 Αυγούστου 2019 στην εφημερίδα The Guardian. Ο κεντρικός τίτλος και οιι μεσότιτλοι είναι της Σύνταξης.
** [σ.τ.μ.] pill mill: Με τον όρο περιγράφονται οι περιπτώσεις εκείνες, που ένας γιατρός, μια κλινική ή ένα φαρμακείο συνταγογραφεί ή χορηγεί συνταγογραφούμενα φάρμακα ως μη όφειλε [βλ. Khary K. Rigg, Samantha J. March, James A. Inciardi (2010):“Prescription Drug Abuse & Diversion: Role of the Pain Clinic”, Journal of Drug Issues, 2010, 40(3): 681–702].
Μετάφραση για τον Δρόμο: Νίκος Λάιος
Πηγή: e-dromos.gr
Δρόμος της Αριστεράς: Επιλογές
Η Johnson & Johnson καλείται να πληρώσει 572 εκατομμύρια δολάρια, ως υπεύθυνη για την τροφοδότηση της κρίσης οπιοειδών στην Οκλαχόμα, σύμφωνα με δικαστική απόφαση.
Η Οκλαχόμα γίνεται η πρώτη πολιτεία που μηνύει επιτυχώς μια εταιρεία παρασκευής οπιοειδών, με μια δικαστική απόφαση που είναι βέβαιο ότι θα έχει αντίκτυπο και σε άλλες φαρμακευτικές εταιρείες.
Ο φαρμακευτικός γίγαντας Johnson & Johnson διεξήγαγε μια «ψευδή και επικίνδυνη» εκστρατεία πωλήσεων, που προκάλεσε εθισμό και θάνατο, πρωτοστατώντας στην έξαρση της χρήσης οπιοειδών στην Αμερική, έκρινε δικαστήριο της Οκλαχόμα στην πρώτη τέτοιου χαρακτήρα απόφαση κατά της βιομηχανίας φαρμάκων.
Με μια καταδικαστική ετυμηγορία 42 σελίδων, ο δικαστής Thad Balkman αποφάνθηκε ότι η εταιρεία φέρει εκτεταμένη ευθύνη για την πρόκληση της χειρότερης έξαρσης χρήσης ναρκωτικών στην ιστορία των ΗΠΑ. Ανέφερε ότι η εταιρεία όχι μόνο προώθησε με επιθετικό τρόπο ψευδείς ισχυρισμούς σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των δικών της ναρκωτικών παυσίπονων, αλλά και άλλαξε την ιατρική πρακτική με «παραπειστικούς» ισχυρισμούς, που αποσκοπούσαν να καταλαγιάσουν τις επιφυλάξεις μεταξύ των γιατρών όσον αφορά τη συνταγογράφηση οπιοειδών. Αυτό περιλάμβανε τη χρήση των κολοσσιαίων πόρων της για τη χρηματοδότηση οργανισμών και ερευνών, ώστε να προωθούνται τα ναρκωτικά.
Ο Balkman έδωσε εντολή στην εταιρεία να καταβάλει αρχικά 572 εκατομμύρια δολάρια για αποζημίωση, ενώ υπό διαπραγμάτευση πρόκειται να τεθούν και πρόσθετες καταβολές για την κάλυψη εξόδων θεραπείας, πρόληψης υπερβολικής δόσης και άλλων δαπανών για τη μετρίαση της έξαρσης της χρήσης στην Οκλαχόμα, τα επόμενα χρόνια. Η Πολιτεία είχε αξιώσει 17 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Johnson & Johnson δήλωσε ότι θα κάνει έφεση.
Επιδημία χρήσης οπιοειδών
Η ετυμηγορία συνιστά πλήγμα για μια μεγάλη σειρά άλλων παρασκευαστών οπιοειδών, διανομέων και αλυσίδων φαρμακείων, που αντιμετωπίζουν περισσότερες από 2.000 άλλες αγωγές κοινοτήτων σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς θα αποδυναμώσει τις προσπάθειές τους να επιρρίψουν την ευθύνη –για μια έξαρση της χρήσης που έχει στοιχίσει περισσότερες από 400.000 ζωές τις τελευταίες δύο δεκαετίες– στους γιατρούς που συνταγογράφησαν οπιοειδή ή στους ίδιους τους χρήστες.
Ο γενικός εισαγγελέας της Οκλαχόμα, Mike Hunter, δήλωσε ότι η δικαστική απόφαση επιβεβαίωσε τον ισχυρισμό του πως «η Johnson & Johnson δημιούργησε, με τρόπο κακόβουλο και σατανικό, την επιδημία οπιοειδών στην Πολιτεία μας», συμβάλλοντας στην πρόκληση 6.000 θανάτων μόνο στην Οκλαχόμα, από το 2000 και μετά.
«Σήμερα έχουμε μια εξαιρετικά σημαντική νίκη της Πολιτείας της Οκλαχόμα, του έθνους και όλων όσοι έχουν χάσει κάποιον αγαπημένο τους από υπερβολική δόση οπιοειδών», ανέφερε. «Τα αποδεικτικά στοιχεία μας έδειξαν πειστικά ότι η εταιρεία αυτή δεν είπε απλώς ψέματα, δεν παραπλάνησε απλώς, αλλά συνέργησε με άλλες εταιρείες στην πορεία προς την πιο θανατηφόρα ανθρωπογενή έξαρση χρήσης, που το έθνος μας έχει ποτέ ζήσει».
Ο Hunter μήνυσε, επίσης, την Purdue Pharma, που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην έναρξη της έξαρσης χρήσης οπιοειδών στη δεκαετία του 1990, με το υψηλής ισχύος οπιοειδές της, το Oxy Contin. Η Purdue πέτυχε εξωδικαστικό συμβιβασμό 270 εκατομμυρίων δολαρίων πριν τη δίκη, αλλά αντιμετωπίζει εκατοντάδες άλλες δικαστικές προσφυγές.
Εκστρατεία πλασαρίσματος
Η Sabrina Strong, μία από τους συνηγόρους της Johnson & Johnson στη δίκη, δήλωσε ότι η απόφαση ήταν προβληματική. Η εταιρεία ισχυρίστηκε πως τα φάρμακα που πούλησε ήταν εγκεκριμένα από τις ομοσπονδιακές ρυθμιστικές αρχές και πως δεν μπορούσαν να συνδεθούν άμεσα με κάποιον από τους θανάτους στην Οκλαχόμα.
«Συμπονούμε όλους όσους πάσχουν από κατάχρηση ουσιών. Αλλά η Johnson & Johnson δεν προκάλεσε την κρίση κατάχρησης οπιοειδών, εδώ στην Οκλαχόμα ή οπουδήποτε αλλού στη χώρα», ανέφερε.
Η απόφαση του Balkman, όμως, βασίστηκε στην εξέταση της γενικότερης εικόνας, που προσέκρουε στην προσπάθεια της εταιρείας να απεικονίσει τα θύματα της έξαρσης χρήσης οπιοειδών ως χρήστες ναρκωτικών και μόνον.
Ο δικαστής διαπίστωσε ότι η παρασκευάστρια εταιρεία οπιοειδών ενέργησε σε συντονισμό με άλλες εταιρείες,προκειμένου να κλιμακωθεί η αύξηση των συνταγογραφήσεων, πλασάροντας την ψευδή αφήγηση ύπαρξης μιας απεγνωσμένης ανάγκης για παυσίπονα και «ύπαρξης χαμηλού ρίσκου κατάχρησης και χαμηλής επικινδυνότητας της συνταγογράφησης οπιοειδών».
«Ένα κομβικό στοιχείο στη στρατηγική του μάρκετινγκ οπιοειδών (της Johnson & Johnson), για την υπέρβαση φραγμών που έμπαιναν στη φιλελεύθερη συνταγογράφηση οπιοειδών, ήταν η προώθηση μιας αντίληψης πως ο χρόνιος πόνος υπο-θεραπευόταν (δημιουργώντας πρόβλημα) και πως η λύση ήταν η αυξημένη συνταγογράφηση οπιοειδών», έγραψε ο Balkman στην ετυμηγορία του.
«Ανάμεσα σε άλλα, έστειλαν εμπορικούς αντιπροσώπους στα ιατρεία της Οκλαχόμα, για να μεταδώσουν παραπλανητικά μηνύματα, διέσπειραν παραπλανητικά φυλλάδια, κουπόνια και άλλο έντυπο υλικό για ασθενείς και γιατρούς, και διαφήμιζαν με τρόπο παραπλανητικό τα φάρμακά τους στο διαδίκτυο».
Η συνταγογράφηση οπιοειδών κλιμακώθηκε για περισσότερο από μια δεκαετία, μέχρι να κορυφωθεί, το 2012, σε περίπου 250 εκατομμύρια συνταγές, μία για κάθε αμερικανικό ενήλικα. Περίπου 18 εκατομμύρια συνταγές οπιοειδών γράφτηκαν στην Οκλαχόμα, μια Πολιτεία με πληθυσμό μικρότερο των 4 εκατομμυρίων ανθρώπων, στην τριετία μέχρι το 2018.
Χρηματισμός και παραπλάνηση
Ο δικαστής δήλωσε ότι η Johnson & Johnson επιδίωξε, επίσης, να επηρεάσει την ιατρική πρακτική με «σημαντικές χρηματικές πληρωμές προς πολλές και διάφορες ομάδες συνηγορίας [advocacy groups] και οργανώσεις, όλες ασχολούμενες με τη θεματική του πόνου, οι οποίες ασκούσαν επιρροή σε γιατρούς που συνταγογραφούσαν καθώς και σε άλλους επαγγελματίες υγείας». Ανέφερε ότι η εταιρεία χρησιμοποίησε ακαδημαϊκά ευρήματα «με παραπλανητικούς τρόπους», για να υποβαθμίσει τους κινδύνους εθισμού.
Ο Balkman αποφάνθηκε, επίσης,ότι η Johnson & Johnson αγνόησε τις προειδοποιήσεις του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων, αλλά και του ίδιου του γνωμοδοτικού συμβουλίου της, σχετικά με τις μεθόδους μάρκετινγκ τού υψηλής ισχύος της φαρμάκου φαιντανύλης, του Duragesic, καθώς και ότι δεν υπήρχαν δεδομένα που να στοιχειοθετούν ορισμένους από τους ισχυρισμούς στους οποίους προέβαινε η εταιρεία.
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, οι εμπορικοί αντιπρόσωποι της εταιρείας εκπαιδεύτηκαν να κατευνάζουν τις ανησυχίες των γιατρών σχετικά με τον εθισμό,δίχως να παρέχονται οι απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους.
Σε ένα σημείωμα της εταιρείας, που παρουσιάστηκε ως αποδεικτικό στοιχείο στη δίκη, μία εμπορικός αντιπρόσωπος έλεγε ότι απέκρουσε τους φόβους ενός γιατρού, ότι οι ασθενείς μπορεί να εξαρτηθούν, λέγοντάς του ότι όσοι δεν πέθαναν, πιθανότατα δεν θα εθίζονταν.
Αποκαλύφθηκε, επίσης, ότι η Johnson & Johnson προσέλαβε τους συμβούλους της εταιρείας McKinsey, που συνέστησαν να επικεντρωθεί το προσωπικό πωλήσεων στους γιατρούς που ήδη συνταγογραφούσαν μεγάλες ποσότητες του OxyContin της Purdue. Σε έναν κατάλογο «ευκαιριών» αύξησης των πωλήσεων συγκαταλεγόταν μια πρόταση για «στόχευση σε ασθενείς υψηλού κινδύνου όσον αφορά την κατάχρηση (λ.χ. άντρες κάτω των 40 ετών)».
Ορισμένα από τα κύρια σημεία της καταδικαστικής απόφασης:
- «Οι ψευδείς, παραπλανητικές και επικίνδυνες εκστρατείες μάρκετινγκ έχουν προκαλέσει εκθετικά αυξανόμενα ποσοστά εθισμού και θανάτων από υπερβολική δόση»
- «Το 2001η γνωμοδοτική επιστημονική επιτροπή, μισθωμένη από τους ίδιους τους Εναγομένους,συμβούλευσε τους Εναγομένους ότι πολλά εκ των βασικών μηνυμάτων μάρκετινγκ τα οποία οι Εναγόμενοι χρησιμοποιούσαν για την προώθηση οπιοειδών εν γένει και του Duragesic συγκεκριμένα, ήταν παραπλανητικά και δεν θα έπρεπε να διαδίδονται»
- «Οι Εναγόμενοι πραγματοποίησαν σημαντικές χρηματικές πληρωμές προς πολλές και διάφορες ομάδες συνηγορίας και οργανώσεις, όλες ασχολούμενες με τη θεματική του πόνου, οι οποίες ασκούσαν επιρροή σε γιατρούς που συνταγογραφούσαν καθώς και σε άλλους επαγγελματίες υγείας»
- «Οι Εναγόμενοι, επιπρόσθετα, εφάρμοσαν τη στρατηγική τους, εστίασης στους ιατρούς που υπερσυνταγογραφούσαν οπιοειδή στην Οκλαχόμα, συμπεριλαμβανομένων ιατρών οι οποίοι εν τέλει αντιμετώπισαν πειθαρχικές διαδικασίες ή ποινική δίωξη»
- «Οι Εναγόμενοι δεν εκπαίδευσαν τους εμπορικούς αντιπροσώπους τους σχετικά με τα προειδοποιητικά σημάδια, τα οποία θα μπορούσε να υποδηλώνουν μια «φάμπρικα χαπιών»**, συμπεριλαμβανομένων, για παράδειγμα, κλινικών πόνου με τους ασθενείς να σχηματίζουν ουρές στην πόρτα ή με ασθενείς που έχουν λιποθυμήσει στην αίθουσα αναμονής»
* Ο ChrisMcGreal είναι δημοσιογράφος, αρχικά του BBC και έπειτα άλλων μεγάλων ΜΜΕ. Εδώ και χρόνια είναι ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας The Guardian στις ΗΠΑ και έχει καλύψει διεξοδικά τη δίκη της Johnson & Johnson (βλ. και το άρθρο του στο φ. 463/13-7-2019 του Δρόμου: «Φάρμακα που σκοτώνουν; Αγωγή δισεκατομμυρίων δολαρίων εναντίον της Johnson & Johnson από την Πολιτεία της Οκλαχόμα»). Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στις 26 Αυγούστου 2019 στην εφημερίδα The Guardian. Ο κεντρικός τίτλος και οιι μεσότιτλοι είναι της Σύνταξης.
** [σ.τ.μ.] pill mill: Με τον όρο περιγράφονται οι περιπτώσεις εκείνες, που ένας γιατρός, μια κλινική ή ένα φαρμακείο συνταγογραφεί ή χορηγεί συνταγογραφούμενα φάρμακα ως μη όφειλε [βλ. Khary K. Rigg, Samantha J. March, James A. Inciardi (2010):“Prescription Drug Abuse & Diversion: Role of the Pain Clinic”, Journal of Drug Issues, 2010, 40(3): 681–702].
Μετάφραση για τον Δρόμο: Νίκος Λάιος
Πηγή: e-dromos.gr
Δρόμος της Αριστεράς: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου