Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Το χρονικό του προαναγγελθέντος 3ου Μνημονίου

Σταύρος Λυγερός


Οι αυταπάτες


Τέσσερα και πλέον χρόνια μετά, λίγο η ταινία του Κώστα Γαβρά "Ανήλικοι στο Δωμάτιο", λίγο η παρουσίαση του βιβλίου "Η τελευταία μπλόφα" επανέφεραν στο προσκήνιο το ταραχώδες πρώτο εξάμηνο του 2015 και την υπογραφή του 3ου Μνημονίου. Μέχρι που και ο Τσίπρας "απείλησε" ότι θα μιλήσει και μάλιστα «με ονόματα και διευθύνσεις». Το γεγονός ότι μετά από τόσο καιρό αναζωπυρώθηκε η σύγκρουση εκείνων των ημερών δεν είναι περίεργο. Οι αφορμές είναι αυτές που προανέφερα, αλλά η αιτία είναι ότι γίνεται μάχη για το πως εκείνη η περίοδος θα κατασταλάξει στη συνείδηση της εγχώριας κοινής γνώμης. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, καταθέτω τη δική μου ματιά.

Πριν βρεθεί στο Μαξίμου, ο Αλέξης Τσίπρας φιλοδοξούσε με το ελληνικό παράδειγμα να αλλάξει την Ευρώπη, αλλά τα γεγονότα απέδειξαν πως ούτε αυτός ούτε η υπόλοιπη ηγετική ομάδα της Κουμουνδούρου κατανοούσαν επαρκώς τις δυναμικές και τις ισορροπίες στο επίπεδο του ευρωιερατείου. Ήταν βυθισμένοι σε αυταπάτες. Αυτό είχε φανεί πολύ καθαρά από τις εκλογές του 2012, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αναδειχθεί με μικρή διαφορά δεύτερο κόμμα.

Από τότε και καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κάποιοι εκ των συνομιλητών του έθεταν τον Τσίπρα αντιμέτωπο με την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση που θα αντιμετώπιζε όταν θα κέρδιζε τις εκλογές. Ήταν από τότε προφανές πως οι δανειστές δεν θα έκαναν πίσω από τις απαιτήσεις τους, επειδή οι Έλληνες θα είχαν ψηφίσει εναντίον του Μνημονίου. Αντιθέτως, θα επιδίωκαν να "ξεβρακώσουν" πολιτικά την αριστερή κυβέρνηση.

Οι λόγοι ήταν δύο:

  • Πρώτον, για να μη ρηγματωθεί το κυρίαρχο δόγμα της λιτότητας.
  • Δεύτερον για να στείλουν ένα αποτρεπτικό μήνυμα στους λαούς κυρίως της ευρωπαϊκής περιφέρειας για το τι τους περιμένει εάν δώσουν την ψήφο τους σε αντισυστημικά κινήματα που αμφισβητούν την πολιτική της λιτότητας και τη νεοφιλελεύθερη οικονομική ορθοδοξία.

Ένας νέος με άστρο


Ο Τσίπρας, όμως, είχε αγκιστρωθεί στην εκτίμηση πως η Ελλάδα είναι συστημικός κίνδυνος. Ως εκ τούτου, πίστευε ότι το ευρωιερατείο θα αναγκαζόταν να διαπραγματευθεί με την αποφασισμένη κυβέρνησή του έναν έντιμο συμβιβασμό για να αποτρέψει ανεπιθύμητους κλυδωνισμούς. Το αξιοσημείωτο είναι πως αυτό δεν ήταν απλώς μία προεκλογική ρητορική για να ξεπεράσει δύσκολα ερωτήματα. Στην πραγματικότητα, ήθελε να πιστεύει όσα έλεγε. Ήταν ένας τρόπος να ξορκίζει τη σκοτεινή προοπτική και να διατηρεί ανέπαφο το όνειρο.

Η τύχη, άλλωστε, τον είχε ευνοήσει σκανδαλωδώς. Από το περιθώριο της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, επειδή τον προώθησε εκεί ο προηγούμενος πρόεδρος του κόμματος Αλαβάνος. Όταν η κρίση μετέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό τυπικό κόμμα διαμαρτυρίας σε δεύτερο κόμμα (2012) αυτός έγινε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τέλος, οι εκλογές του Ιανουαρίου 2015 του άνοιξαν την πόρτα για την εξουσία. Γιατί, λοιπόν, να πιστέψει πως το άστρο του θα τον εγκατέλειπε όταν θα γινόταν πρωθυπουργός;

Δεν ήταν, όμως, μόνο η ψυχολογική του ανάγκη που τροφοδοτούσε τη μετέωρη αισιοδοξία του. Ήταν και ο ιδιότυπα αφελής ευρωπαϊσμός του. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, το κυρίαρχο ρεύμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, παραλλήλως με την κριτική που ασκούσε, έτρεφε μία εξιδανικευμένη εικόνα για τον τρόπο που λειτουργεί η ΕΕ. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου 2015 –όπως αργότερα ομολόγησε ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός σε συνέντευξή του– αυτός και οι αρμόδιοι υπουργοί του περιορίσθηκαν σε προφορικές υποσχέσεις του Μάριο Ντράγκι και δεν απαίτησαν γραπτή δέσμευση του Eurogroup για τη χρηματοδότηση της Ελλάδας.

Κι αυτό, παρότι είχε μπροστά της (κατά τη διάρκεια της τετράμηνης μεταβατικής περιόδου από τις αρχές Μαρτίου μέχρι το τέλος Ιουνίου 2015) δανειακές υποχρεώσεις ύψους πάνω από 7,5 δισ. Τις πλήρωσε “τρώγοντας τις σάρκες”, δηλαδή συγκεντρώνοντας τα αποθεματικά ασφαλιστικών ταμείων και οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Έχοντας συνείδηση της δυσχερούς κατάστασης, στην οποία βρισκόταν η ελληνική οικονομία, το ευρωιερατείο είχε πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 την τάση να θεωρεί σχεδόν δεδομένο ότι μόλις γινόταν πρωθυπουργός ο Τσίπρας θα έκανε γρήγορα την περιβόητη “κωλοτούμπα”. Όταν μετά τις εκλογές φάνηκε πως δεν ήταν διατεθειμένος να μπει στο μνημονιακό μονοπάτι, του πέρασαν τη θηλιά στον λαιμό.

Η ανώμαλη προσγείωση


Η συνέχεια είναι γνωστή. Από την επομένη της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου 2015, ο Σόιμπλε και άλλοι σκληροπυρηνικοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, με αλλεπάλληλες δηλώσεις, καλλιέργησαν συστηματικά κλίμα αβεβαιότητας. Με τη σειρά του, το κλίμα αβεβαιότητας προκάλεσε αιμορραγία στο τραπεζικό σύστημα, πάγωσε την αγορά και βεβαίως δεν άφησε κανένα περιθώριο για επενδύσεις. Μπορεί στο πρώτο εξάμηνο του 2015 η κυβέρνηση Τσίπρα να μην έλαβε υφεσιακά μέτρα, αλλά αφέθηκε να παρασυρθεί σε μία φθοροποιό διαπραγματευτική διελκυστίνδα με αποτέλεσμα η οικονομία να υποστεί βαρύτατες βλάβες.

Το πρώτο πεντάμηνο της πρωθυπουργίας του ήταν για τον Τσίπρα μία συνεχής επώδυνη και συχνά ανώμαλη προσγείωση σ’ ένα πλαίσιο που είχε οριοθετηθεί σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ευρωιερατείου. Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του δήλωναν από πολύ νωρίς πως η επίτευξη συμφωνίας ήταν ζήτημα ημερών, αλλά συνεχώς διαψεύδονταν.

Οι διαβεβαιώσεις εκείνες εξυπηρετούσαν τη σκοπιμότητα καθησυχασμού των καταθετών και αποτροπής τραπεζικού πανικού. Ταυτοχρόνως, όμως, αντανακλούσαν και δικές τους αυταπάτες. Ήταν αποκαλυπτική η ομολογία του Τσίπρα στη Βουλή πως το σχέδιο συμφωνίας που του είχε παραδώσει ο Γιούνκερ στα μέσα Ιουνίου 2015 ήταν γι’ αυτόν μία δυσάρεστη έκπληξη.

Πολλαπλές αυταπάτες


Ο Έλληνας πρωθυπουργός έτρεφε αυταπάτες και για το αποτέλεσμα της πολιτικής παρέμβασης των Ευρωπαίων ηγετών στις διαπραγματεύσεις που με τόση επιμονή επιζητούσε. Σωστά θεωρούσε πως όσο η διαπραγμάτευση παρέμενε αποκλειστικά στο επίπεδο των τεχνοκρατών, αυτοί θα επανέρχονταν στα μνημονιακά προαπαιτούμενα της 5ης αξιολόγησης του 2ου Μνημονίου, τα οποία ήταν σε εκκρεμότητα. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχαν περιθώρια για έναν έντιμο συμβιβασμό, όπως τον αντιλαμβανόταν ο Τσίπρας.

Από την άλλη πλευρά, όμως, έπρεπε να είχε συνείδηση πως οι τεχνοκράτες δεν έκαναν του κεφαλιού τους. Εκτελούσαν εντολές. Στην πραγματικότητα, όλο εκείνο το διάστημα το ευρωιερατείο κρυβόταν πίσω από τους τεχνοκράτες της Τρόικας. Όταν ο κόμπος έφθασε στο χτένι και οι πολιτικοί ηγέτες μπήκαν στο γήπεδο, αποδείχθηκαν ακόμα πιο σκληροί.

Στη συνάντηση των πέντε στο Βερολίνο (Μέρκελ, Ολάντ, Γιούνκερ, Ντράγκι και Λαγκάρντ) εκείνη την εποχή, ο συμβιβασμός που επήλθε μεταξύ των δανειστών ήταν σε βάρος της Ελλάδας. Το ΔΝΤ υποχώρησε στην απαίτησή του για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, λόγω της άρνησης των Ευρωπαίων. Οι δε Ευρωπαίοι αποδέχθηκαν τη συμπερίληψη στην πρόταση των σκληρών μέτρων του ΔΝΤ. Μόνο η πλευρά Σόιμπλε πήρε δύο στα δύο. Το σχέδιο των δανειστών δεν πήρε σ’ εκείνη τη φάση τη μορφή τελεσιγράφου. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν. Γι’ αυτό και αντί να εξετάσουν την 47σέλιδη πρόταση της Αθήνας, την πέταξαν στον κάλαθο των αχρήστων και έβαλαν στο τραπέζι τη δική τους πρόταση.

Οι υποχωρήσεις πριν την υπογραφή του 3ου Μνημονίου


Ο Τσίπρας ζητούσε μία συμφωνία-λύση που θα διέλυε οριστικά το κλίμα αβεβαιότητας και θα αντιμετώπιζε το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους και το ζήτημα μίας αναπτυξιακής προοπτικής. Γι’ αυτό και μετά από πέντε σχεδόν μήνες διαπραγματεύσεων, η ελληνική κυβέρνηση έφθασε ουσιαστικά να αποδεχθεί πάνω από το 80% των απαιτήσεων της Τρόικας.

Οι δανειστές, όμως, αρνήθηκαν μέχρι το τέλος να αποδεχθούν κάτι που έστω και να μοιάζει με αυτό που ζητούσε η Αθήνα. Επέμεναν να τα πάρουν όλα, ή σχεδόν όλα. Γι’ αυτό και ουσιαστικά τήρησαν σ’ όλες τις φάσεις της διαπραγμάτευσης αδιάλλακτη στάση, ενώ τη ίδια στιγμή αυτοπροβάλλονταν σαν υπόδειγμα ευελιξίας! Γι’ αυτούς αποδεκτή πρόταση ήταν μόνο όποια συνιστούσε πλήρη υποταγή της Αθήνας, πλήρη προσαρμογή της στις απαιτήσεις τους.

Μερικές ημέρες πριν τελειώσει ο Ιούνιος και λήξει η τετράμηνη παράταση ο Τσίπρας έκανε κι άλλα βήματα πίσω για να γεφυρώσει την απόσταση που τον χώριζε από το σχέδιο των δανειστών. Και οι νέες ελληνικές υποχωρήσεις, όμως, χαρακτηρίσθηκαν ανεπαρκείς. Όταν διαπίστωσε ότι η άλλη πλευρά δεν μετακινείται στο ελάχιστο και βρέθηκε αντιμέτωπος με την επώδυνη πρόταση-τελεσίγραφο του Γιούνκερ, ο πρωθυπουργός έφθασε στα όριά του.

Ψάχνοντας διέξοδο στο δημοψήφισμα


Μην έχοντας ούτε χρόνο ούτε εναλλακτικές λύσεις, κατέφυγε στην προκήρυξη του δημοψηφίσματος, ελπίζοντας ότι η επικράτηση του ΟΧΙ θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική θέση του. Κι αυτό παρότι τα μηνύματα που δημοσίως έστελνε το ευρωιερατείο στην Αθήνα ήταν κατά ριπάς και πανομοιότυπα: Εάν δεν αποδεχθεί το σχέδιο των δανειστών η Ελλάδα θα αφεθεί να χρεοκοπήσει.

Πριν ακόμα προκηρυχθεί το δημοψήφισμα, το κλίμα που με δηλώσεις και δηλητηριώδεις διαρροές καλλιεργούσαν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, δημιούργησε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης επί της κυβέρνησης Τσίπρα. Οι εκροές καταθέσεων διογκώνονταν. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα ήταν ένα μόλις βήμα πριν την εκδήλωση τραπεζικού πανικού.

Η Αθήνα κατήγγειλε μεθοδεύσεις που είχαν σκοπό να την οδηγήσουν σε άνευ όρων παράδοση, αλλά αυτό δεν άλλαξε τη σκληρή πραγματικότητα. Χωρίς την επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές και εξασφάλιση χρηματοδότησης, η Ελλάδα δεν είχε τα χρήματα να πληρώσει τις δανειακές υποχρεώσεις της, γεγονός θα μετέτρεπε την εκροή καταθέσεων σε bank run.

Η προκήρυξη δημοψηφίσματος το μόνο που έκανε σ’ αυτό το επίπεδο ήταν να επισπεύσει τον τραπεζικό πανικό κατά τέσσερις ημέρες. Η προοπτική αυτή και το αναπόφευκτο capital control ήταν ο ισχυρότερος μοχλός πίεσης των δανειστών προς την Αθήνα. Πράγματι, με την άρνηση της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) να δώσει ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, ο μερικός στραγγαλισμός των προηγούμενων μηνών μετατράπηκε αμέσως μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος σε ολοκληρωτικό στραγγαλισμό.

Δεδομένου πως η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είχε την πρόθεση να φύγει από την Ευρωζώνη, δεν είχε προετοιμασθεί για μία ρήξη. Το μόνο διαπραγματευτικό όπλο της ήταν ο φόβος ορισμένων μελών του ευρωιερατείου για τις επιπτώσεις ενός Grexit. Όπως αποδείχθηκε, όμως, αυτό δεν ήταν επαρκές όπλο, δεδομένου ότι η ομάδα Σόιμπλε ήταν διατεθειμένη να σπρώξει τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση.

Ο στραγγαλισμός



Μπορεί το ερώτημα του δημοψηφίσματος το 2015 να ήταν σαφές ("ναι" ή "όχι" σε εκείνο το τελεσίγραφο των δανειστών), αλλά εξαρχής τόσο η τότε εγχώρια αντιπολίτευση όσο και το ευρωιερατείο επιχείρησαν μία μετάθεση, ισχυριζόμενοι πως το πραγματικό δίλημμα ήταν "ευρώ ή δραχμή". Η κυβέρνηση Τσίπρα κατηγορήθηκε πως μεθόδευε την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη. Επίσης, κατηγορήθηκε πως με την προκήρυξη δημοψηφίσματος μετέθεσε την ευθύνη της απόφασης στους πολίτες, λες κι αυτό ήταν κακό.

Το ερώτημα που ουσιαστικά κλήθηκαν να απαντήσουν οι ψηφοφόροι ήταν εάν αποδέχονταν ή όχι την επιστροφή στο μνημονιακό μονοπάτι. Το τελεσίγραφο των δανειστών ήταν δεδομένο πως θα το απέρριπταν κατά κανόνα όχι μόνο οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, αλλά και οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ, μικρότερων αντιμνημονιακών κομμάτων και της ακροδεξιάς Χρυσής Αυγής. Με άλλα λόγια, το "όχι" είχε εξαρχής τις προϋποθέσεις να συγκεντρώσει μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος παρότι πραγματοποιήθηκε με κλειστές τις τράπεζες και με ουρές στα ΑΤΜ.

Για τον ελληνικό λαό ήταν μία ευκαιρία να απορρίψει όχι μόνο τον εκβιασμό του ευρωιερατείου, αλλά και όλο το παλιό απαξιωμένο πολιτικό προσωπικό και τα κατεστημένα ΜΜΕ, που είχαν στρατευθεί με πρωτοφανή φανατισμό υπέρ του "ναι". Το δεύτερο πολιτικό πλεονέκτημα που είχε το δημοψήφισμα ήταν η ακύρωση του ισχυρισμού πολλών Ευρωπαίων αξιωματούχων πως ο ελληνικός λαός είχε πέσει θύμα των λαϊκιστικών και ανεδαφικών προεκλογικών υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ (πριν τον Ιανουάριο 2015).

Εάν δεν ματώσει...


Είναι απολύτως ενδεικτική η δήλωση ανώτατου Ευρωπαίου αξιωματούχου τον Απρίλιο 2015 πως εάν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν ματώσει, λαμβάνοντας μέτρα υψηλού πολιτικού κόστους, όπως το ασφαλιστικό και τα εργασιακά, δεν πρόκειται να πάρει συμφωνία. Το τελεσίγραφο των δανειστών επιβεβαίωσε εκείνη τη δήλωση. Στο ευρωιερατείο θεωρούσαν δικαιολογημένα πως εάν υποχρέωναν τον Τσίπρα να λερώσει τα χέρια του με "αίμα", θα έχανε το ηθικό πλεονέκτημά του. Για την ακρίβεια, θα υποχρεωνόταν να υπερασπίσει τις επιλογές του, γεγονός που με τη σειρά του θα τον εξωθούσε να αλλάξει γραμμή πλεύσης.

Κυνηγώντας όλο το προηγούμενο διάστημα μία συμφωνία, ο τότε πρωθυπουργός έκανε αλλεπάλληλες μονομερείς υποχωρήσεις για να προσεγγίσει τις απαιτήσεις των δανειστών. Από ένα χρονικό σημείο και πέρα ο Τσίπρας βρέθηκε υπό την επήρεια αρχικά του Γιούνκερ και στη συνέχεια και της Μέρκελ. Για την ακρίβεια, πείστηκε πως και αυτοί επεδίωκαν συμφωνία.

Συνέπλευσε μαζί τους για να παραμερίσει τον Σόιμπλε που επεδίωκε Grexit και κατ’ επέκτασιν για να δρομολογηθεί μία εποικοδομητική πολιτική διαπραγμάτευση με αμοιβαία πρόθεση τη γεφύρωση των διαφορών. Παρά τις διαδοχικές συναντήσεις σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, όμως, πραγματική πολιτική διαπραγμάτευση έγινε μόνο στην πολύωρη σύνοδο κορυφής στις 12 Ιουλίου 2015.

Πολιτική ανορθογραφία ή μολυσματικός ιός


Οι του ευρωιερατείου εξαρχής αντιμετώπισαν την κυβέρνηση Τσίπρα με αρνητικό τρόπο. Οι μετριοπαθείς την αντιμετώπισαν σαν πολιτική ανορθογραφία, την οποία έπρεπε να διορθώσουν, ρυμουλκώντας τον ΣΥΡΙΖΑ στην όχθη της τυπικής σοσιαλδημοκρατίας. Τα "γεράκια", με πρώτο τον Σόιμπλε, αντιμετώπιζαν την κυβέρνηση Τσίπρα σαν έναν μολυσματικό πολιτικό ιό που απειλούσε την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη. Γι’ αυτό έπρεπε ή να τον εξευτελίσουν πολιτικά, ή να τον ανατρέψουν μέσω του οικονομικού στραγγαλισμού.

Ενδεικτικό του κλίματος ήταν ότι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι είχαν φθάσει στο σημείο να δηλώσουν πως όρος για να σταματήσουν τον στραγγαλισμό της Ελλάδας ήταν η ανατροπή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η τακτική του Σόιμπλε ήταν ακριβώς να τορπιλίζει τη σύναψη συμφωνίας (εγείροντας ολοένα και μεγαλύτερες απαιτήσεις), με σκοπό να φέρει την Ελλάδα ή στην ολοκληρωτική παράδοση ή στην αθέτηση πληρωμών. Σωστά εκτιμούσε πως μόλις δεν θα πληρωνόταν μία δόση, οι καταθέτες δικαιολογημένα θα θεωρούσαν πως επέρχεται χρεοκοπία και θα έτρεχαν να σηκώσουν τα χρήματά τους.

Ο τραπεζικός πανικός θα καθιστούσε αναπόφευκτη την επιβολή capital controls, που με τη σειρά τους θα προκαλούσαν περαιτέρω οξύτατα προβλήματα στην ήδη επιβαρυμένη ελληνική οικονομία και κατ’ επέκτασιν αρνητικές πολιτικές συνέπειες για την κυβέρνηση. Με άλλα λόγια, τα capital controls θα προέκυπταν ακόμα κι αν δεν είχε προκηρυχθεί δημοψήφισμα, εφόσον βεβαίως ο Τσίπρας δεν θα είχε υπογράψει ό,τι του ζητούσαν.

Το επιτελείο της τότε κυβέρνησης είχε την αφέλεια να θεωρεί πως η προκήρυξη δημοψηφίσματος θα προκαλούσε μεγάλη αναταραχή στις αγορές. Αυτό θα υποχρέωνε τους δανειστές να συνάψουν συμφωνία ή πριν στηθούν οι κάλπες, ή αμέσως μετά την αναμενόμενη επικράτηση του "όχι", αν και αρκετά κυβερνητικά στελέχη κρυφοεύχονταν να επικρατήσει το "ναι" για να έχουν επιχείρημα να υποχωρήσουν με τάξη, αλλά ολοσχερώς.

Αναφορικά με την αντίδραση των αγορών, ο Τσίπρας και το επιτελείο του είχε υποτιμήσει κραυγαλέα όχι μόνο τους μηχανισμούς πρόσκαιρης χειραγώγησης των διεθνών αγορών, προκειμένου να αποτραπεί αναταραχή, αλλά και την αντίδραση του ευρωιερατείου. Πώς να ερμηνεύσει κανείς την αυταπάτη των κυβερνώντων πως η ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική τράπεζα) θα συνέχιζε να δίνει ρευστότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και οι τράπεζες θα έμεναν ανοικτές;

Το εκκωφαντικό "όχι" οδηγεί στην υπογραφή 3ου Μνημονίου


Παρότι η κυβέρνηση δεχόταν πανταχόθεν πυκνά πυρά και παρότι δεν πρόσφερε φερέγγυα πολιτική προοπτική, το "όχι" σάρωσε. Ο κύριος λόγος ήταν ότι εξέφρασε την υπαρξιακή ανάγκη της πλειονότητας των Ελλήνων να αντιδράσουν στον στραγγαλισμό της χώρας και να μην υπογράψουν με την ψήφο τους την εκβιαστική υπαγωγή της ελληνικής κοινωνίας σε μία πρόσθετη εξοντωτική λιτότητα. Όσοι απείχαν από τον γκρεμό κατά πλειοψηφία ψήφισαν "ναι", φοβούμενοι το ενδεχόμενο πρόκλησης χάους. Αντιθέτως, τα τμήματα του πληθυσμού που είχαν ήδη πέσει στον γκρεμό ή ήταν κοντά στο χείλος του ψήφισαν κατά κανόνα "όχι". Το ίδιο και οι νέοι.

Το 61,3% που πήρε το "όχι" έστειλε ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα. Υπογράμμισε κατά αναμφισβήτητο τρόπο ότι οι Έλληνες δεν θέλουν εξοντωτική λιτότητα και ευαισθητοποίησε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Δεν άλλαξε, όμως, ούτε τον συσχετισμό δυνάμεων, ούτε την πολιτική του ευρωιερατείου Δεδομένου ότι τη στρόφιγγα της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών την ήλεγχε η ΕΚΤ, οι του ευρωιερατείου έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν έμφραγμα στην ελληνική οικονομία και το έπραξαν.

Το πραξικόπημα των ATM


Από εγγυητής των ελληνικών τραπεζών, η ΕΚΤ μετατράπηκε σε εργαλείο στραγγαλισμού τους και κατ’ επέκτασιν σε εργαλείο στραγγαλισμού της ελληνικής οικονομίας. Αυτό πρακτικά σήμαινε πως τα αφεντικά της Ευρωζώνης είχαν τη δυνατότητα να στρέψουν (νωρίτερα ή αργότερα) τους απεγνωσμένους πολίτες εναντίον της εκλεγμένης κυβέρνησης και κατ’ αυτό τον τρόπο να προκαλέσουν την αποσταθεροποίηση και ανατροπή της.

Το γεγονός, μάλιστα, πως σύσσωμες οι άρχουσες ελίτ και τουλάχιστον οι μισοί Έλληνες ήταν ιδεολογικοπολιτικά στη γραμμή "πάση θυσία ευρώ" διευκόλυνε πολύ την επιτυχή διεκπεραίωση του μεταμοντέρνου αυτού πραξικοπήματος. Πραξικοπήματος που πραγματοποιήθηκε όχι με την κάθοδο τανκς στους δρόμους, αλλά με άδειασμα των ΑΤΜ από ευρώ.

Τα γεγονότα εκείνων των ημερών κατέστησαν εξόφθαλμο πως στην Ευρωζώνη η θεμελιώδης έννοια της λαϊκής κυριαρχίας έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό ακυρωθεί. Ο τρόπος που αντιμετωπίσθηκε η Ελλάδα και ειδικότερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνιστούσε όχι μόνο κατάφωρη παραβίαση του πνεύματος των ιδρυτικών συνθηκών, αλλά και μία αρνητική κληρονομιά για τον τρόπο που οι ίδιοι οι ευρωπαϊκοί λαοί, αλλά και οι υπόλοιποι λαοί, αντιλαμβάνονται την ΕΕ και το ευρώ.

Με το πιστόλι στον κρόταφο, ο Τσίπρας υποχρεώθηκε να συνυπογράψει το ταπεινωτικό 3ο Μνημόνιο, γεγονός που σταδιακά μετάλλαξε και τον ίδιον και τον ΣΥΡΙΖΑ. Αναμφίβολα, το γεγονός συνιστούσε σαρωτική νίκη για το ευρωιερατείο και αντιστρόφως σαρωτική ήττα για τον ελληνικό λαό. Συνειδητοποιώντας ότι παρά το ηχηρό "όχι" του παρέμεινε εγκλωβισμένος στο μνημονιακό πλαίσιο, έπαψε να αντιστέκεται και κατακερματίστηκε σε νοικοκυριά που αγωνίζονταν να επιβιώσουν.

Η εκβιαστική ωμότητα των Μέρκελ-Σόιμπλε, αλλά και όλων των υπολοίπων του ευρωιερατείου, καθώς και των ακολούθων τους από τις μικρότερες χώρες-μέλη, προκάλεσε αντιδράσεις σ’ όλη τη Γηραιά Ήπειρο κι όχι μόνο. Η δημόσια εικόνα της Ευρωζώνης και ειδικά της Γερμανίας υπέστη βλάβη, η οποία έπαιξε και παίζει τον ρόλο της σε γεγονότα που έλαβαν χώρα σε άλλες χώρες-μέλη, από το Brexit μέχρι τις εξελίξεις στην Ιταλία. Αν κάτι, μάλιστα, άμβλυνε αυτή τη βλάβη, είναι το γεγονός ότι ο "εξημερωμένος" Τσίπρας και ΣΥΡΙΖΑ μετατράπηκαν σε απολογητές όχι μόνο του 3ου Μνημονίου, αλλά και αυτών που τους εξευτέλισαν ιδεολογικά και πολιτικά.

Η υποταγή



Η υπογραφή του 3ου Μνημονίου έβγαλε με δύναμη στην επιφάνεια τη μέχρι τότε υφέρπουσα εσωκομματική αντίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ. Όσο οι διαπραγματεύσεις δεν οδηγούσαν σε αποτέλεσμα, η εν λόγω αντίθεση μπορούσε να επικαλύπτεται. Από τη στιγμή, όμως, που ο Τσίπρας αποδέχθηκε τις απαιτήσεις των δανειστών για να αποτρέψει την έξοδο από την Ευρωζώνη, η παραμονή της Αριστερής Πλατφόρμας κατέστη αδύνατη.

Το 3ο Μνημόνιο προκάλεσε μία μεγάλων διαστάσεων διάσπαση στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και στον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ασήμαντη στο επίπεδο της εκλογικής βάσης, όπως αποδείχθηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Η συμφωνία με τους δανειστές, όμως, όπως είναι γνωστόν, δεν είχε πρόβλημα να περάσει από τη Βουλή. Την υπερψήφισαν και τρία κόμματα της αντιπολίτευσης (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι).

Το σαρωτικό "όχι" στο δημοψήφισμα είχε ερμηνευθεί από την εσωκομματική αριστερή αντιπολίτευση ως πολιτική αφετηρία για να διεκδικήσει η Αθήνα μία συμφωνία χωρίς επώδυνα μέτρα λιτότητας. Επειδή, βεβαίως, είχαν επίγνωση πως οι δανειστές ούτε καν θα συζητούσαν σ’ αυτή τη βάση, θεωρούσαν πως υποχρεωτικά ο πρωθυπουργός θα προσανατολιζόταν σε κινήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα άνοιγαν τον δρόμο για την έξοδο από την Ευρωζώνη.

Ο Τσίπρας, όμως, είχε αποκλείσει την επιλογή της ρήξης και του Grexit. Για να διευκολύνει, μάλιστα, την επίτευξη συμφωνίας μετά το ηχηρό "όχι" απομάκρυνε και τυπικά τον Γιάνη Βαρουφάκη από το υπουργείο Οικονομικών και ζήτησε από το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών να συμφωνήσουν σε μία ανακοίνωση, η οποία αποτύπωνε την εθνική θέση. Με αυτά πήγε στις Βρυξέλλες.

Το ηχηρό "όχι" δεν ήταν πολιτικός κόλαφος μόνο για τις εγχώριες άρχουσες ελίτ και για το παλαιό πολιτικό κατεστημένο. Ήταν κόλαφος και για το σύνολο σχεδόν των Ευρωπαίων ιθυνόντων, οι οποίοι, επίσης, είχαν ασκήσει ωμούς εκβιασμούς για να πριμοδοτήσουν το "ναι". Μη θέλοντας, βεβαίως, να δείξει ότι υπό το βάρος του ελληνικού δημοψηφίσματος αλλάζει στάση, το ευρωιερατείο δρομολόγησε μία τελική διαδικασία, θέτοντας το δίλημμα: ή συμφωνία ή Grexit. Ο Τσίπρας συνειδητοποίησε πως δεν είχε άλλα περιθώρια διαπραγμάτευσης. Γι’ αυτό και αποδέχθηκε τον δρόμο που του άνοιξε ο τότε Γάλλος πρόεδρος Ολάντ.

Στα μνημονιακά "παπούτσια"


Η κυβέρνηση Τσίπρα πρότεινε ένα δημοσιονομικό πακέτο, το οποίο σε ορισμένα θέματα ήταν βαρύτερο από την πρόταση Γιούνκερ, την οποία είχε απορρίψει με 61,3% ο ελληνικός λαός. Επίσης πρόβαλε τα θετικά του υπό σύναψη 3ου Μνημονίου, επαναλαμβάνοντας κατά εντυπωσιακό τρόπο την επιχειρηματολογία των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων.

Το μόνο βάσιμο επιχείρημα του πρωθυπουργού ήταν ότι επιδίωξε, δίπλα σ’ αυτό το πακέτο, να υπάρχει μία δέσμευση του ευρωιερατείου για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Ήταν ξεκάθαρο, ωστόσο, πως το ζήτημα της αναδιάρθρωσης είχε έτσι κι αλλιώς ανοίξει, επειδή δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Το πώς και το πότε, όμως, έγινε αντικείμενο δύσκολων διαπραγματεύσεων. Η αναφορά στη συμφωνία για την ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, έστω κι αν αυτό δεν ομολογήθηκε.

Την αναδιάρθρωση δεν την έθετε στο τραπέζι μόνο το ΔΝΤ. Ήταν και η Ουάσιγκτον, αλλά και στελέχη του ευρωιερατείου. Το καταδεικνύουν οι σχετικές δηλώσεις. Ακόμα και ο Σόιμπλε είχε υποχρεωθεί να ομολογήσει ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, αφήνοντας ανοικτή την προοπτική της αναδιάρθρωσης με τη μορφή της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και της μείωσης των επιτοκίων.

Η συζήτηση αυτή έδωσε μία δυνατότητα στον Τσίπρα να πουλήσει πολιτικά στην ελληνική κοινωνία αυτή την τόσο επώδυνη συμφωνία. Ο κύριος λόγος, όμως, που ο πρωθυπουργός εξασφάλισε μία κάποια συναίνεση όχι μόνο στη Βουλή, αλλά και στην κοινωνία, ήταν η διάχυτη πεποίθηση πως η οικονομία είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού και πως χωρίς συμφωνία θα κατέρρεε.

Ο φόβος της κατάρρευσης


Ο Τσίπρας δεν είχε άδικο που ερμήνευσε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ως απόρριψη των εκβιαστικών πιέσεων κι όχι ως παρότρυνση για ρήξη. Τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή στην κοινωνία κυριαρχούσε η επιθυμία για συμφωνία. Έστω και με ένα νέο επώδυνο Μνημόνιο, η πλειονότητα επιζητούσε τη σταθεροποίηση του οικονομικού κλίματος και τη σταδιακή επιστροφή στην ομαλότητα, επειδή συνειδητοποίησε ότι η προεκλογική ρητορική του Τσίπρα για σκίσιμο των Μνημονίων ήταν επιταγή χωρίς αντίκρισμα.

Για τα περισσότερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, η ψήφιση ενός νέου επώδυνου Μνημονίου απαιτούσε προσωπική ιδεολογικοπολιτική υπέρβαση. Εκείνη τη φορά, ωστόσο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Όλοι είχαν συνείδηση πως στη σύνοδο κορυφής της 12ης Ιουλίου 2015 παιζόταν η τελευταία πράξη του δράματος.

Το Παρίσι είχε ανοικτά ταχθεί εναντίον του Grexit, έχοντας επ’ αυτού εξασφαλίσει την υποστήριξη της Ρώμης, της Κομισιόν και του Ευρωκοινοβουλίου, καθώς και της Ουάσιγκτον. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι ο πρόεδρος Ολάντ δεν είχε περιθώρια να υπαναχωρήσει, χωρίς το γόητρο της Γαλλίας να υποστεί καίριο πλήγμα με ό,τι αυτό θα σήμαινε για τις λεπτές ενδοευρωπαϊκές ισορροπίες. Ήδη άλλωστε, δεχόταν έντονες κριτικές ότι άγεται και φέρεται από τη Μέρκελ.

Η καγκελάριος δεν είχε την πολυτέλεια να διακινδυνεύσει μία ανοικτή αντιπαράθεση με το Παρίσι, ειδικά όταν και η ίδια φοβόταν το Grexit. Η γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη, άλλωστε, δεν μπορεί να επιβιώσει, χωρίς τη γαλλική σύμπραξη. Από την άλλη πλευρά, το κλίμα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα των Χριστιανοδημοκρατών ήταν εναντίον ενός νέου πακέτου διάσωσης της Ελλάδας και ο Σόιμπλε είχε φροντίσει όλο το προηγούμενο διάστημα να τροφοδοτήσει αυτό το κλίμα ποικιλοτρόπως. Παρόμοιο κλίμα είχαν καλλιεργήσει και οι κυβερνήσεις-δορυφόροι του Βερολίνου στο εσωτερικό των χωρών τους.

Ο νέος κύκλος λιτότητας


Όπως αναμενόταν, για να αποσυρθεί το σενάριο του Grexit από το τραπέζι, η Μέρκελ ζήτησε πρόσθετα επώδυνα μέτρα από την Αθήνα, αδιαφορώντας εάν κατ’ αυτό τον τρόπο θα βύθιζε την Ελλάδα σ’ ένα νέο κύκλο λιτότητας. Οι αριθμοί ήταν εφιαλτικοί. Το ελληνικό ΑΕΠ είχε αθροιστικά μειωθεί πάνω από 26%, Η ανεργία κυμαινόταν στο 27% της ανεργίας και σχεδόν 60% για τους νέους.

Κι αυτό παρόλο ότι μέχρι τότε περίπου 250.000 - 300.000 νέοι Έλληνες κάτοχοι μάστερ και διδακτορικών είχαν μεταναστεύσει. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές φορολογουμένων προς το δημόσιο αυξάνονταν με ρυθμό σχεδόν σχεδόν ένα δισ. μηνιαίως. Αυτό πρακτικά σήμαινε πως η φοροδοτική ικανότητα ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού είχε φθάσει στα όρια της εξάντλησης.

Το συμπέρασμα που προέκυπτε από τότε ήταν πως ούτε το 3ο Μνημόνιο είχε τις προϋποθέσεις να θέσει την ελληνική οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης ευρωπαϊκού και όχι τριτοκοσμικού τύπου. Τα τέσσερα και πλέον χρόνια που έχουν περάσει από την ψήφιση του 3ου Μνημονίου και κυρίως η εφαρμογή του επιβεβαιώνουν αυτό που μπορούσαν να δουν εξαρχής όσοι ήθελαν να δουν την πραγματικότητα και όχι να δικαιολογήσουν τις επιλογές τους, ή να βολευτούν στη θαλπωρή των ψευδαισθήσεων.

Πηγή: SL press



Σταύρος Λυγερός: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου