Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Καταμετρώντας την ανθρώπινη μωρία

Σπύρος Μανουσέλης


Τα τεστ ευφυΐας είναι υπερτιμημένα στις δυτικές κοινωνίες, δεδομένου ότι από αυτά εξαρτάται πλέον η επαγγελματική ή η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία δισεκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο. Πάντως, για να μετρήσουμε πόση ευφυΐα ή ταλέντο διαθέτει κάποιος ή κάποια, θα πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε τι ακριβώς μετράμε. Και εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες, αφού ακόμη και σήμερα δεν διαθέτουμε έναν κοινά αποδεκτό ορισμό της νοημοσύνης, της ευφυΐας ή του ταλέντου, πόσω μάλλον έναν κοινά αποδεκτό τρόπο για την καταμέτρησή τους.

Πόσο έξυπνα είναι τα διάφορα τεστ νοημοσύνης που διαθέτουμε


Η ευρέως διαδεδομένη επιστημονική και κοινωνική πρακτική τού να μετράμε, μέσω ειδικών τεστ, τα γνωσιακά, τα συναισθηματικά ή κάποια ιδιαίτερα ψυχολογικά γνωρίσματα των ανθρώπων μάς προσφέρει μια μάλλον μεροληπτική εικόνα των πραγματικών νοητικών τους ικανοτήτων. Όσο για τις ενοχλητικές αποκλίσεις και την ποικιλία των αποτελεσμάτων που καταγράφονται στα διάφορα «τεστ νοημοσύνης», μπορούν να εξηγηθούν -και ενδεχομένως να παρακαμφθούν- μόνο συνυπολογίζοντας τους βιολογικούς και τους κοινωνικούς παράγοντες που διαμορφώνουν, από κοινού, όλες τις εκδηλώσεις του ανθρώπινου νου.

Υπάρχουν πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους τεστ για την καταμέτρηση της ανθρώπινης νοημοσύνης. Όπως θα δούμε, όμως, κανένα από αυτά τα τεστ δεν θεωρείται σήμερα επιστημονικά φερέγγυο και κοινωνικά ουδέτερο, δηλαδή ανεξάρτητο από τις επιστημονικές και τις ιδεολογικές προκαταλήψεις της εποχής που τα επινόησε.

Ποια συγκεκριμένα ανθρώπινα διανοητικά ή ψυχολογικά χαρακτηριστικά μάς επιτρέπουν να αποφασίζουμε αν ένα άτομο είναι ασυνήθιστα ευφυές ή αν, αντίθετα, είναι νοητικά ανεπαρκές; Και υπάρχει, άραγε, κάποια ασφαλής επιστημονική μέθοδος -ένα ή περισσότερα τεστ- για να το διαπιστώνουμε εγκαίρως;

Η συστηματική προσφυγή σε διάφορα τεστ καταμέτρησης των ιδιαίτερων διανοητικών και των ψυχολογικών ικανοτήτων όσων π.χ. επιθυμούν να προσληφθούν ή να προαχθούν στις μεγάλες επιχειρήσεις, είναι, σήμερα, η κυρίαρχη κοινωνική πρακτική αξιολόγησης. Πολύ πιο προβληματική, ωστόσο, είναι η συστηματική υιοθέτηση τέτοιων νοητικών δοκιμασιών ή τεστ στον τομέα της εκπαίδευσης και της μετανάστευσης. Πράγματι, στις πιο «αναπτυγμένες» χώρες της Δύσης, το μέλλον των μεταναστών αλλά και των μαθητών κρίνεται -και πολύ συχνά προδιαγράφεται!- από τις επιδόσεις τους σε τέτοια «συμβουλευτικά» τεστ.

Οι επιστημονικά αποδεκτές κλίμακες αξιολόγησης των νοητικών μας ικανοτήτων (δείκτες νοημοσύνης) προκύπτουν πάντα από ειδικά τεστ, τα οποία, σύμφωνα με τους επινοητές τους, υποτίθεται ότι μας επιτρέπουν να διακρίνουμε με τρόπο ασφαλή και πιο «αντικειμενικό» από τις άλλες μεθόδους κοινωνικής αξιολόγησης ποιοι από τους συνανθρώπους μας είναι ιδιοφυείς, φυσιολογικοί ή νοητικά ανεπαρκείς. Είναι όμως έτσι;

Από τη φρενολογία...


Για να κατανοήσει, όμως, κανείς τα εγγενή όρια, αλλά και τη σημερινή επιστημονική και κοινωνική σύγχυση των ιδεών μας όσον αναφορά το ποια είναι τα τυπικά γνωρίσματα της «υψηλής» νοημοσύνης, οφείλει να ανατρέξει στις πολυετείς προσπάθειες για την κατασκευή μιας ασφαλούς κλίμακας αξιολόγησης των ικανοτήτων του ανθρώπινου νου.

Στη νεότερη εποχή, συστηματικές ανθρωπομετρικές προσπάθειες προσδιορισμού της ανθρώπινης ευφυΐας έγιναν από τους «φυσιογνωμιστές» κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Αυτοί πίστευαν ότι τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του σώματος ενός ανθρώπου αντανακλούν πιστά τα ιδιαίτερα ψυχικά χαρακτηριστικά του. Μια σειρά από εντελώς αυθαίρετες ρατσιστικές προκαταλήψεις, που επιβιώνουν ακόμη και σήμερα στη δημώδη ψυχολογία, προέρχονται από τέτοιες επιστημονικά ανυπόστατες αλλά βαθύτατα ριζωμένες φυλετικές-κοινωνικές προκαταλήψεις.

Ομως, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, χάρη στην ανάπτυξη της ανατομικής και της φυσιολογίας, άρχισε να διαφαίνεται ότι οι «πνευματικές» ικανότητες των ανθρώπων έχουν την έδρα τους στο εσωτερικό του ανθρώπινου εγκεφάλου. Επομένως, το πέρασμα από τις «φυσιογνωμικές» στις επόμενες «φρενολογικές» δοξασίες ήταν όχι μόνο λογικό αλλά και επιστημονικά επιβεβλημένο. Πράγματι, η φρενολογία ήταν η πολύ πρόωρη επιστημονική προσπάθεια εντοπισμού των πνευματικών ικανοτήτων στον εγκέφαλο και συγκεκριμένα πάνω στο ανθρώπινο κρανίο που τον περιβάλλει.

Οι «φρενολόγοι» ήταν πεπεισμένοι ότι πάνω στο κρανίο, δηλαδή στο εξωτερικό περίβλημα του εγκεφάλου, αποτυπώνονται όλες οι ιδιαίτερες εγκεφαλικές και άρα πνευματικές «ικανότητες», οι παθήσεις και οι αδυναμίες του κάθε ατόμου. Συνεπώς, μέσω της λεπτομερούς εξέτασης του κρανίου υποτίθεται ότι ήταν σε θέση να εντοπίζουν επακριβώς και να αναγνωρίζουν τις ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες ή τις ψυχικές παθήσεις κάθε ανθρώπου, π.χ. αν είναι ιδιοφυής, καταθλιπτικός, ευαίσθητος στις καλές τέχνες, βίαιος ή φρενοβλαβής.

...στο νοητικό πηλίκο



Τα γνωστικά αδιέξοδα και κυρίως οι αποτυχίες αυτής της επιφανειακής κρανιοσκοπικής προσέγγισης των νοητικών φαινομένων οδήγησαν, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, σε πολύ πιο εκλεπτυσμένες ψυχομετρικές μεθόδους, όπως αυτή του μεγάλου Γάλλου γιατρού και ψυχολόγου Alfred Binet.

Ο Binet, ενώ αρχικά είχε υιοθετήσει στις έρευνές του μια φρενολογική προσέγγιση, πολύ σύντομα την εγκατέλειψε, και πρώτος αυτός θα προτείνει μια ακριβή μέθοδο αποτίμησης όχι τόσο των νοητικών ικανοτήτων αλλά κυρίως των γνωστικών αδυναμιών των μαθητών. Η κλίμακα αξιολόγησης των γνωστικών δεξιοτήτων ενός μαθητή προέκυπτε αποκλειστικά από τη σύγκριση της «νοητικής ηλικίας» του με την πραγματική «βιολογική ηλικία» του.

Πρόκειται για τη μέθοδο του «Νοητικού Πηλίκου», το περίφημο πια I.Q. τεστ, η οποία βασίζεται στη διαίρεση της «νοητικής ηλικίας» με τη «βιολογική ηλικία» του μαθητή. Ο αποκλειστικός στόχος της επινόησης του τεστ από τον Binet ήταν ο έγκαιρος εντοπισμός και η ακριβής αξιολόγηση των πιθανών μαθησιακών και εκπαιδευτικών ανεπαρκειών των Γάλλων μαθητών: αν δηλαδή ένας μαθητής ή μαθήτρια ήταν σε θέση να παρακολουθεί απρόσκοπτα το σχολικό πρόγραμμα ή αν, αντίθετα, έπρεπε να ακολουθήσει κάποιο εναλλακτικό πρόγραμμα σπουδών για παιδιά με ειδικές ανάγκες.

Συνεπώς το I.Q., στην αρχική του εκδοχή, ήταν μόνο ένας τρόπος διάγνωσης της εκπαιδευτικής καθυστέρησης ορισμένων μαθητών και όχι βέβαια μια μέθοδος διαπίστωσης της νοητικής υστέρησης ενός ατόμου, ενώ σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε μέθοδο αξιολόγησης κάποιων -δήθεν- εξαιρετικών νοητικών ικανοτήτων!

Δυστυχώς, όμως, τις επόμενες δεκαετίες η μέτρηση μέσω του I.Q. τεστ των μαθησιακών ανεπαρκειών θα μετουσιωθεί, σταδιακά, σε «δείκτη» της ανθρώπινης νοημοσύνης, συνολικά. Θα μετατραπεί, δηλαδή, από δείκτη αμάθειας και μαθησιακής δυσανεξίας σε απόλυτη κλίμακα αξιολόγησης των νοητικών ικανοτήτων ενός ανθρώπου. Και το ίδιο ισχύει για τα περισσότερα μεταγενέστερα τεστ νοημοσύνης, είτε αυτά μετρούν τις ιδιαίτερες διανοητικές είτε τις συναισθηματικές μας ικανότητες.

Ετσι εξηγείται το γιατί ένας μεγάλος αριθμός ερευνητών στο πεδίο της παιδαγωγικής και γνωσιακής ψυχολογίας αντιμετωπίζει με καχυποψία ή και απορρίπτει τη δυνατότητα ύπαρξης ενός μοναδικού, ασφαλούς και άρα καθολικά αποδεκτού «δείκτη νοημοσύνης» και, κατά συνέπεια, αμφισβητεί την αξιοπιστία των περισσότερων τεστ νοημοσύνης.

Ευφυΐα... πάση θυσία;



Και τα αίτια αυτής της δυσπιστίας δεν είναι αμιγώς επιστημονικά αλλά και κοινωνικοπολιτικά. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, τέτοια τεστ αξιολόγησης των γνωστικών και των ψυχολογικών ικανοτήτων των ανθρώπων άρχισαν να εφαρμόζονται μαζικά για να ικανοποιήσουν σκοτεινές και αδιαφανείς κοινωνικές ανάγκες, αλλά και για να νομιμοποιήσουν «επιστημονικά» τις ρατσιστικές προκαταλήψεις της εκάστοτε κοινωνίας.

Τυπικό παράδειγμα, η επιλογή των ΗΠΑ, στις αρχές του 20ού αιώνα, να υποβάλλουν σε μαζική στείρωση τους «νοητικά ελαττωματικούς» μετανάστες. Κοινωνικές πρακτικές εξολόθρευσης των «ανεπιθύμητων» ατόμων και φυλών, που αργότερα μεταφέρθηκαν και στην Ευρώπη. Ισως γι’ αυτό τόσο πολλοί κορυφαίοι μελετητές των ανθρώπινων νοητικών ικανοτήτων δεν αμφισβητούν απλώς την επιστημονική αξία των περισσότερων τεστ νοημοσύνης, αλλά επικρίνουν και τον ιδιαίτερα ύποπτο κοινωνικά ρόλο που εξυπηρετεί η μαζική εφαρμογή τους.

Για παράδειγμα, ο Keith Stanovich, επιφανής καθηγητής Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Οντάριο στον Καναδά, υποστηρίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο αξιολογείται σήμερα η νοημοσύνη ενός ανθρώπου είναι, εκ φύσεως, εξαιρετικά προβληματικός. Και αυτό, γιατί στην πραγματικότητα τα καθιερωμένα τεστ νοημοσύνης εστιάζουν αποκλειστικά και καταμετρούν έναν πολύ περιορισμένο αριθμό ικανοτήτων της ανθρώπινης νοημοσύνης. Και συγκεκριμένα την ικανότητα για αφαιρετική σκέψη και για προδιαγεγραμμένους επαγωγικούς συλλογισμούς, την ικανότητα φωτογραφικής απομνημόνευσης, την ταχύτητα εκμάθησης νέων πληροφοριών και την ευχέρεια γλωσσικής έκφρασης.

Ωστόσο, αυτά τα τεστ υποτιμούν συστηματικά και άρα αδυνατούν να μετρήσουν τις άλλες εξίσου σημαντικές νοητικές μας ικανότητες, όπως η ικανότητα λήψης αποφάσεων σε πραγματικές συνθήκες, η λεγόμενη «διαισθητική» ή «αυθόρμητη» ικανότητα πρωτότυπης σκέψης, και η περιβόητη «συναισθηματική» και «κοινωνική» νοημοσύνη: ικανότητες που αποδεδειγμένα παίζουν καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική επιτυχία και διασφαλίζουν την προσωπική ευτυχία σε πάρα πολλά «ευαίσθητα» αλλά όχι κατ’ ανάγκη και «πανέξυπνα» άτομα!

«Τα τεστ ευφυΐας είναι υπερτιμημένα στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, επειδή από αυτά εξαρτάται η επαγγελματική ή η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία εκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο», όπως εύστοχα επισημαίνει ο Βρετανός Jonathan Evans, καθηγητής Γνωσιακής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πλίμουθ στη Μ. Βρετανία.

Βέβαια, κάθε άτομο -ανεξαρτήτως φύλου- με καταγεγραμμένο υψηλό δείκτη νοημοσύνης έχει κάποια εμφανή κοινωνικά πλεονεκτήματα, όμως αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι πρόκειται για ένα πραγματικά ευφυές άτομο. «Ο υψηλός δείκτης νοημοσύνης είναι ό,τι και το υψηλό ανάστημα για έναν καλαθοσφαιριστή. Για να γίνει κάποιος καλός καλαθοσφαιριστής ασφαλώς βοηθάει το ύψος, αλλά αυτό από μόνο του δεν επαρκεί. Κατ’ αναλογία, για να σκέπτεται κάποιος σε βάθος, δεν αρκεί να διαθέτει έναν δείκτη νοημοσύνης πάνω από τον μέσο όρο. Θα πρέπει να έχει πολύ περισσότερα προσόντα», όπως πολύ εύστοχα υποστηρίζει ο David Perkins, καθηγητής Παιδαγωγικής Ψυχολογίας στο Harvard Graduate School.

Τις τελευταίες δεκαετίες η εντυπωσιακή πρόοδος στην έρευνα του ανθρώπινου εγκεφάλου και των λειτουργιών του από τις Νευροεπιστήμες οδήγησε σε μια διαφορετική και πολύ πιο ακριβή περιγραφή των νοητικών φαινομένων. Πρόοδος που αναπόφευκτα θέτει υπό αμφισβήτηση πολλές καθιερωμένες μεθόδους μέτρησης των νοητικών ικανοτήτων μας.

Στις μέρες μας, η έρευνα των προϋποθέσεων της έλλογης σκέψης και της έκφρασης των συναισθημάτων μας συνδέεται πια τόσο στενά με τη μελέτη της λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου ώστε οφείλουμε πλέον να μιλάμε για «συναισθηματικό» και «κοινωνικό» εγκέφαλο, που μαζί με τον «γνωσιακό εγκέφαλο» που μετρούν τα κλασικά IQ τεστ συναπαρτίζουν τη νοητική μας μηχανή. Ποτέ άλλοτε ο ενιαίος ανθρώπινος νους δεν εμφανιζόταν τόσο πολύμορφος, πολύτροπος και πολυφυής.

Γεγονός που, από μόνο του, επιβάλλει την αναθεώρηση πολλών προκαταλήψεών μας σχετικά με τα τεστ νοημοσύνης, όταν μάλιστα δεν προσδιορίζονται τα εγγενή όριά τους.

Αραγε, νομιμοποιείται κανείς, καταφεύγοντας σε αυτά τα τεστ, να μιλά για συλλογική αύξηση ή, εναλλακτικά, για εμφανή παρακμή της ανθρώπινης νοημοσύνης; Για αυτά τα πολύ επίκαιρα ερωτήματα θα πούμε περισσότερα στο επόμενο άρθρο.

Πηγή: efsyn.gr



Σπύρος Μανουσέλης: Σχετικά με τον Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου