Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Για τον Γιάννη, 4 χρόνια μετά…

Βασίλης Μακρίδης


Ήταν 30 του Δεκέμβρη του 2015, όταν μας άφησε για «άλλες πολιτείες» ο Γιάννης Αργύρης, ο αποκαλούμενος και «πατριάρχης των μπουάτ». Το δημιούργημά του, οι περίφημες «Εσπερίδες», κράτησαν για 40 ολόκληρα χρόνια, από το 1964 έως το 2004, ψηλά τη σημαία του ποιοτικού ελληνικού τραγουδιού, είτε αναφερόμαστε στο λεγόμενο «έντεχνο», είτε στο «Νέο Κύμα», είτε στο πολιτικό τραγούδι της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου. Στο ημιυπόγειο της οδού Θόλου 6, δίπλα ακριβώς στην «αδελφή» μπουάτ «Απανεμιά» του Βαγγέλη Ντίκου, που υπάρχει μέχρι τις μέρες μας, πέρασε όλος ο «καλός κόσμος» της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, είτε για μια νύχτα είτε για ολόκληρα χρόνια: από τον Γιάννη Σπανό και τον Λάκη Παππά μέχρι την Καίτη Χωματά και την Αρλέτα, από τον Γιάννη Πουλόπουλο και τον Μιχάλη Βιολάρη μέχρι τη Μαρία Φαραντούρη και τη Δήμητρα Γαλάνη, από το Νότη Μαυρουδή και τη Μαρία Δημητριάάδη μέχρι τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τον Γιάννη Ζουγανέλη και τον Σάκη Μπουλά, ο κατάλογος είναι αναρίθμητος από αυτούς και αυτές που πέρασαν και άφησαν το στίγμα τους στο χώρο, λαμβάνοντας και οι ίδιοι το στίγμα του χώρου.

Ποιητής-στιχουργός και ο ίδιος ο Γιάννης, άφησε πίσω του σχετικά λίγα, πλην «εμβληματικά» τραγούδια που ακούγονται μέχρι σήμερα: «Έλα μαζί μου», «Πάει κι αυτή η Κυριακή», «Κάποιος γιορτάζει», «Μην κουραστείς να μ’ αγαπάς» κ.ά. Στο μαγαζί του ήταν ο απόλυτος κυρίαχος, η απόλυτη φιγούρα, ο άνθρωπος που έδινε τον τόνο ακόμη και όταν δεν βρισκόταν επί σκηνής. Ακόμη και όταν στεκόταν κάπου στην άκρη ή καθόταν σε κάποιο από τα σκαμνάκια του μπαρ, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να παρέμβει στο πρόγραμμα αυτού/-ής που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο πάλκο και να ρίξει μια «θεϊκή» ατάκα που σε έκανε να βαστάς το στομάχι από τα γέλια. Όπως είχε εκμυστηρευτεί σε κάποια από τις συνεντεύξεις του (αν δεν απατώμαι στον αξέχαστο Πάνο Γεραμάνη), είχε προσπαθήσει να φέρει το στιλ των μαγαζιών που εμφανιζόταν η Ζυλιέτ Γκρεκό στο Παρίσι, προσαρμοσμένο στα ελληνικά δεδομένα, όπου η εναλλαγή τραγουδιού και πρόζας, κυρίως μέσα από χιουμοριστικά και σατιρικά σκετς, ήταν βασικό χαρακτηριστικό. Βασικός φορέας αυτού του στιλ έγινε, φυσικά, ο ίδιος, αφού σε κάθε τρία-τέσσερα τραγούδια (τα οποία επίσης πολλές φορές ερμήνευε με χιουμοριστικό τρόπο, ακόμη και αλλάζοντας κάποιους στίχους) παρενέβαλε κάποια χιουμοριστική παρλάτα, συνήθως γραμμένη από τον ίδιο, που έκανε όλους τους θαμώνες να γελούν μέχρι δακρύων· κυριολεκτικά!!!

Αυτές οι παρλάτες με το διαπεραστικό και έξυπνο χιούμορ ήταν, μεταξύ μας, που με έκαναν να αγαπήσω τις «Εσπερίδες» και να γίνω επί χρόνια τακτικός θαμώνας τους, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά. Μαζί με τον –τότε– καλύτερό μου φίλο (και νυν κουμπάρο μου) Στέφανο είχαμε «ξεπατικώσει» όλο το πρόγραμμα του μαγαζιού και το παρουσιάζαμε στις παρέες μας, εισπράττοντας κι εμείς, ως πιτσιρικάδες, το γέλιο και το χειροκρότημα των συνομηλίκων μας. Πηγαίναμε όμως και για τη μουσική και κυρίως για κάποια τραγούδια τα οποία, επί της ουσίας, μπορούσε κανείς ν’ ακούσει μόνο εκεί. Τα «Ρολόγια», για παράδειγμα, των Στ. Ξαρχάκου και Ιάκ. Καμπανέλλη, ή το «Χάνομαι» (τα «Χόρτα», όπως τα ήξεραν οι περισσότεροι) των Κ. Καπνίση και Πυθαγόρα, ήταν τραγούδια που, ουσιαστικά τα γνώριζαν και τα αγαπούσαν κυρίως οι θαμώνες των «Εσπερίδων».

Άξιος συμπαραστάτης του Γιάννη επί σκηνής ήταν επί χρόνια ο Μιχάλης Μαριδάκις, αδελφός του Μανώλη, γνωστού και ως… «σκηνικά Μαριδάκις», από την πολύχρονη δουλειά του στην τότε κρατική τηλεόραση. Στο πιάνο εναλλάσσονταν κατά περιόδους η Βάλια Πλαΐνη και ο Πέτρος Μπεράτης, ενώ εκείνα τα χρόνια με το χώρο συνεργάζονταν δύο ακόμη εξαιρετικοί καλλιτέχνες, ο Αντώνης Λιούπρας και ο Νίκος Μάνεσης. Ειδικά στον τελευταίο αξίζει ξεχωριστή μνεία, αφού χάρη στη δική του σπουδή διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα κάποια σημαντικά ηχητικά αποσπάσματα από τις εμφανίσεις του Γιάννη Αργύρη στις «Εσπερίδες» και κυρίως μερικές από τις «μνημειώδεις» παρλάτες του, όπως το «Συμπόσιο», οι «Ειδήσεις για προβληματικά αυτιά», οι «Μικρές Αγγελίες» και αρκετές ακόμη…

Δυστυχώς ο Γιάννης έφυγε, ενώ οι «Εσπερίδες» χορτάριασαν και από τότε που έκλεισαν οριστικά, το 2004, κανένας κρατικός ανευθυνοϋπεύθυνος δεν ενδιαφέρθηκε για την αναστήλωση του χώρου υπό οποιανδήποτε μορφή, έστω ως χώρος μνήμης για μια μεγάλη περίοδο άνθησης της ελληνικής μουσικής και για τους συντελεστές της…

Τούτο το άρθρο αφιερώνεται στη μνήμη του Γιάννη Αργύρη, αλλά και στις μνήμες της εφηβικής και νεανικής ηλικίας κάποιων ανθρώπων που μέσα από τις μουσικές και τις πρόζες των «Εσπερίδων» γνωρίστηκαν, συμπορεύθηκαν και μέχρι και σήμερα διατηρούν μέσα τους ως πολύτιμο φυλακτό εκείνα τα χρόνια που ο «Γιαν Κιχώτης» τους «απογείωνε» με τον τρόπο του μέσα στον… «οίκο αντοχής» του, όπως αποκαλούσε το δημιούργημά του…




Βασίλης Μακρίδης: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου