Χάρης Τσιλιώτης
Πέραν των πολύ σημαντικών πολιτικών και γεωπολιτικών διαστάσεων που έχει το μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης (της αναγνωρισμένης από τον ΟΗΕ αλλά όχι από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας κυβέρνησης στην Τρίπολη) υπάρχουν και οι νομικές του διαστάσεις. Αυτές εν πολλοίς θα καθορίσουν την μοίρα του μνημονίου.
Γίνεται πολύς λόγος στην Ελλάδα κι όχι μόνο για τη νομική σημασία και τις νομικές συνέπειες αυτού του Μνημονίου όχι πάντα σύμφωνα με την ακριβολογία του Διεθνούς Δικαίου. Ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, σύμφωνα με τα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν από την υπογραφή και τις περαιτέρω συνέπειές του (αν υπάρχουν) για να ξέρουμε για τι μιλάμε.
Το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι η νομική φύση του Μνημονίου, εάν δηλαδή πρόκειται περί διεθνώς δεσμευτικού κειμένου υπό τύπον διακρατικής συμφωνίας, ή ενός απλού Μνημονίου Κατανόησης (Memorandum of Understanding) χωρίς νομική δέσμευση. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εκ των προτέρων ότι μόνη η ονομασία που έχουν αποδώσει τα συμβαλλόμενα μέρη σε ένα συμφωνηθέν κείμενο δεν αποτελεί ασφαλή οδηγό για το νομικό χαρακτηρισμό του.
Κρίσιμο θέμα γι' αυτό είναι --σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών του 1969, που απηχεί διεθνές έθιμο και δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη-- η βούληση των συμβαλλομένων μερών να δεσμευθούν σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο από το περιεχόμενο του κειμένου, ανεξαρτήτως του εάν το ονομάσουν σύμβαση, συνθήκη, συμφωνία, σύμφωνο, πρωτόκολλο, χάρτη, μνημόνιο κλπ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι αυτοί οι όροι θεωρούνται στο Διεθνές Δίκαιο συνώνυμοι και εννοιολογικά ταυτόσημοι, αν και ο όρος Μνημόνιο χρησιμοποιείται πολλές φορές σε περιπτώσεις μη δεσμευτικών κειμένων. Άλλωστε και το ελληνικό Σύνταγμα στα άρθρα 28 και 36 χρησιμοποιεί εναλλακτικά τους όρους Σύμβαση, Συνθήκη και Συμφωνία. Είναι αναντίλεκτο, όμως, ότι εννοεί το ίδιο πράγμα.
Από την όλη συμπεριφορά των δύο συμβαλλομένων μερών προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι πρόνοιες του Μνημονίου θεσπίσθηκαν για να δεσμεύσουν τα μέρη (βλ. μεταξύ άλλων δηλώσεις του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Τσαβούσογλου της 28.11.2019 ο οποίος μιλάει ξεκάθαρα για συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ των κρατών μερών).
Το γεγονός, άλλωστε, ότι τα δύο μέρη υπέβαλαν το Μνημόνιο σε διαδικασία κύρωσης (νομότυπα από την Εθνοσυνέλευση η Τουρκία, εντελώς παράτυπα από το Προεδρικό Συμβούλιο και όχι από τη Βουλή η Λιβύη), αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Αν δεν ήθελε η Λιβύη να δεσμευτεί γιατί να καταφύγει σε αντιθεσμικές ενέργειες κύρωσης του Μνημονίου. Γνώριζε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ψηφισθεί από την Βουλή, η οποία έχει την αρμοδιότητα κύρωσης κι όχι το Προεδρικό Συμβούλιο.
Το δεύτερο ζήτημα που τίθεται είναι η συμβατότητα ή μη του Μνημονίου αυτού με το Διεθνές Δίκαιο. Σύμφωνα με δηλώσεις των δύο μερών αντικείμενο του Μνημονίου είναι η οριοθέτηση των μεταξύ τους θαλασσίων ζωνών (προφανώς της ΑΟΖ, διότι δεν γίνεται λόγος για άλλες θαλάσσιες ζώνες). Η οριοθέτηση γίνεται με βάση τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας;
Η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (ΣΔΔΘ). Αυτή απηχεί όμως διεθνές έθιμο που δεσμεύει και την Τουρκία, ανεξαρτήτως της μη δέσμευσής της από το κείμενο της Σύμβασης. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 74 παρ. 1 προϋπόθεση για την οριοθέτηση της ΑΟΖ είναι τα οριοθετούντα κράτη να είναι (θαλασσίως) όμορα και η οριοθέτηση να γίνει σύμφωνα με τις πηγές του Διεθνούς Δικαίου που ορίζονται στο άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Κατά το άρθρο 57 της ίδιας Σύμβασης, το οποίο επίσης αποτυπώνει κανόνα του Διεθνούς εθιμικού Δικαίου και δεσμεύει ως τέτοιος και την Τουρκία, το εύρος της ΑΟΖ εκτείνεται μέχρι 200 ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσης, από τις οποίες μετράται το εύρος των χωρικών υδάτων. Κατά συνέπεια ό,τι ισχύει για την χάραξη του εύρους των χωρικών υδάτων ισχύει και για την ΑΟΖ.
Δεν αμφισβητείται από την Τουρκία ότι τα νησιά έχουν χωρικά ύδατα. Άρα, εφόσον κατά το άρθρο 57 της ΣΔΔΘ ισχύουν οι ίδιοι κανόνες για τον καθορισμό του εύρους χωρικών υδάτων και ΑΟΖ, συνάγεται ότι και τα νησιά έχουν κατά κανόνα δική τους ΑΟΖ. Κατά συνέπεια νησιά με μεγάλη γεωγραφική έκταση όπως η Κρήτη ή ανήκοντα σε ένα σύμπλεγμα περισσοτέρων νήσων, όπως τα Δωδεκάνησα, έχουν --με βάση την ερμηνεία αυτή-- δική τους ΑΟΖ, η οποία και θα πρέπει να συνυπολογισθεί σε κάθε οριοθέτηση ΑΟΖ από τα όμορα κράτη.
Συνακόλουθα, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι τόσο η Κρήτη, όσο και τα Δωδεκάνησα (άρα και Ρόδος, Κάρπαθος και Κάσος) έχουν ΑΟΖ. Το γεγονός ότι η χώρα μας δεν έχει ανακηρύξει ακόμη ΑΟΖ δεν σημαίνει ότι όμορα κράτη κατά την διαδικασία οριοθέτησης της δικής τους ΑΟΖ δεν οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη την δυνάμει ΑΟΖ των ελληνικών νησιών, όπως και την υφαλοκρηπίδα τους, που υφίσταται ipso jure και ab initio (δεν απαιτείται γι' αυτήν ανακήρυξη).
Από τους χάρτες που η ίδια η τουρκική πλευρά έχει δώσει στην δημοσιότητα και που προφανώς αποτυπώνουν την οριοθέτηση των ΑΟΖ των δύο κρατών, φαίνεται ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η δυνάμει ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα της Κρήτης και των προαναφερθέντων νησιών των Δωδεκανήσων, ενώ το Καστελόριζο δεν υφίσταται καν στους χάρτες αυτούς.
Η Κρήτη και τα Δωδεκάνησα αποκόπτουν γεωγραφικά την θαλάσσια σύνδεση Λιβύης και Τουρκίας ούτως ώστε τα κράτη αυτά να μην μπορούν να θεωρηθούν θαλασσίως, άρα και νομικά όμορα κατά την έννοια του άρθρου 74 παρ. 1 της ΣΔΔΘ. Συνακόλουθα δεν μπορούν οι δύο αυτές χώρες να οριοθετήσουν μεταξύ τους θαλάσσιες ζώνες. Προφανώς, τα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα της Τουρκίας αγνοούν όχι μόνο το Διεθνές Δίκαιο αλλά και την γεωγραφία.
Αυτό δεν αλλάζει, όμως, το γεγονός ότι η επίμαχη οριοθέτηση έγινε κατά παράβαση των κανόνων του Δικαίου της Θάλασσας εις βάρος των νομίμων κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Συνεπεία των ανωτέρω το Μνημόνιο αντίκειται προδήλως στο Διεθνές Δίκαιο, συμβατικό και εθιμικό.
Το τρίτο ερώτημα που ανακύπτει είναι οι έννομες συνέπειες από την ασυμβατότητα αυτή του Μνημονίου προς το Διεθνές Δίκαιο. Λόγος γίνεται για ακυρότητα του Μνημονίου κατά το Διεθνές Δίκαιο και περί μη αναγνώρισής του από τον ΟΗΕ, στην Γραμματεία του οποίου ήδη κατατέθηκε προς πρωτοκόλληση.
Οι λόγοι ακυρότητας μίας διεθνούς συμφωνίας καθορίζονται αποκλειστικά από την Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών κατά το άρθρο 42 παρ. 1 αυτής. Οι λόγοι ακυρότητας κατά τα άρθρα 49-53 είναι η πλάνη, απάτη, δωροδοκία, άσκησης βίας και η αντίθεση σε κανόνα αναγκαστικού Διεθνούς Δικαίου (jus cogens). Αυτοί οι λόγοι δεν διαφαίνονται εν προκειμένω. Άρα δεν τίθεται κατά νομική ακριβολογία θέμα ακυρότητας του Μνημονίου.
Παρ’ όλα αυτά δεν παράγει έννομες συνέπειες εξ άλλου λόγου. Καταρχάς λόγω έλλειψης θαλάσσιας γειτνίασης των συμβαλλομένων μερών για τους ανωτέρω λόγους δεν μπορεί να γίνει οριοθέτηση, οπότε το ίδιο το αντικείμενο του Μνημονίου είναι αντίθετο στους κανόνες του Δικαίου της Θάλασσας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 35 της Σύμβασης της Βιέννης μία διεθνής σύμβαση ή συμφωνία δεν μπορεί να περιέχει διατάξεις εις βάρος τρίτου κράτους, χωρίς την συναίνεσή του.
Ο κανόνας αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύει και ως γενική αρχή του δικαίου, αναγνωρισμένη από τα πολιτισμένα κράτη, υπό την έννοια του άρθρου 38 παρ. 1 στοιχ. γ' του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι δεν υφίσταται συναίνεση των τρίτων χωρών που σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου θίγονται από τις προβλέψεις του Μνημονίου, οι προβλέψεις αυτές είναι νομικά ανίσχυρες.
Το τέταρτο ερώτημα αφορά τα διεθνή μέσα για την επίκληση αυτού του νομικά ανίσχυρου εκ μέρους των θιγομένων χωρών. Καταρχάς, δεν μπορεί να γίνει τέτοια επίκληση ενώπιον της Γραμματείας του ΟΗΕ, στην οποία κατατίθεται το Μνημόνιο, όπως αβάσιμα λέχθηκε. Δεν υφίσταται αρμοδιότητα προληπτικού ελέγχου συμβατότητας των διεθνών συμφωνιών με το Διεθνές Δίκαιο εκ μέρους της Γραμματείας. Η μόνη αρμοδιότητά της είναι η παραλαβή και πρωτοκόλληση των συμβάσεων και συμφωνιών που καταθέτουν τα κράτη-μέλη.
Το πρώτο μέσο που έχει η Ελλάδα είναι καταρχήν η προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Ένα τέτοιο διάβημα, όμως, πρέπει να είναι πολύ καλά προετοιμασμένο και να έχει εξασφαλισθεί ότι κανένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν θα προβάλει βέτο σε ενδεχόμενη καταδικαστική απόφαση κατά της Τουρκίας και της Λιβύης.
Εν συνεχεία θα πρέπει να εξετασθεί η παραπομπή του θέματος ή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή στο Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (ICLOS) που προβλέπει η ΣΔΔΘ, ή στον μηχανισμό Διαιτησίας που προβλέπει η ίδια Σύμβαση. Μία διαδικασία με διάδικο την Τουρκία πρέπει να αποκλειστεί.
Θα πρέπει, όμως, να εξετασθεί σοβαρά εάν η Ελλάδα μπορεί να προσφύγει κατά της Λιβύης στο Διεθνές Δικαστήριο, στην περίπτωση που η Λιβύη έχει υπογράψει και δεσμευθεί από το Πρωτόκολλο της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου, ή στον δικαιοδοτικό ή διαιτητικό μηχανισμό που προβλέπει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Πηγή: slpress.gr
Χάρης Τσιλιώτης: Σχετικά με το Συντάκτη
Πέραν των πολύ σημαντικών πολιτικών και γεωπολιτικών διαστάσεων που έχει το μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης (της αναγνωρισμένης από τον ΟΗΕ αλλά όχι από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας κυβέρνησης στην Τρίπολη) υπάρχουν και οι νομικές του διαστάσεις. Αυτές εν πολλοίς θα καθορίσουν την μοίρα του μνημονίου.
Γίνεται πολύς λόγος στην Ελλάδα κι όχι μόνο για τη νομική σημασία και τις νομικές συνέπειες αυτού του Μνημονίου όχι πάντα σύμφωνα με την ακριβολογία του Διεθνούς Δικαίου. Ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, σύμφωνα με τα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν από την υπογραφή και τις περαιτέρω συνέπειές του (αν υπάρχουν) για να ξέρουμε για τι μιλάμε.
Η νομική φύση του Μνημονίου
Το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι η νομική φύση του Μνημονίου, εάν δηλαδή πρόκειται περί διεθνώς δεσμευτικού κειμένου υπό τύπον διακρατικής συμφωνίας, ή ενός απλού Μνημονίου Κατανόησης (Memorandum of Understanding) χωρίς νομική δέσμευση. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εκ των προτέρων ότι μόνη η ονομασία που έχουν αποδώσει τα συμβαλλόμενα μέρη σε ένα συμφωνηθέν κείμενο δεν αποτελεί ασφαλή οδηγό για το νομικό χαρακτηρισμό του.
Κρίσιμο θέμα γι' αυτό είναι --σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών του 1969, που απηχεί διεθνές έθιμο και δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη-- η βούληση των συμβαλλομένων μερών να δεσμευθούν σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο από το περιεχόμενο του κειμένου, ανεξαρτήτως του εάν το ονομάσουν σύμβαση, συνθήκη, συμφωνία, σύμφωνο, πρωτόκολλο, χάρτη, μνημόνιο κλπ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι αυτοί οι όροι θεωρούνται στο Διεθνές Δίκαιο συνώνυμοι και εννοιολογικά ταυτόσημοι, αν και ο όρος Μνημόνιο χρησιμοποιείται πολλές φορές σε περιπτώσεις μη δεσμευτικών κειμένων. Άλλωστε και το ελληνικό Σύνταγμα στα άρθρα 28 και 36 χρησιμοποιεί εναλλακτικά τους όρους Σύμβαση, Συνθήκη και Συμφωνία. Είναι αναντίλεκτο, όμως, ότι εννοεί το ίδιο πράγμα.
Από την όλη συμπεριφορά των δύο συμβαλλομένων μερών προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι πρόνοιες του Μνημονίου θεσπίσθηκαν για να δεσμεύσουν τα μέρη (βλ. μεταξύ άλλων δηλώσεις του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Τσαβούσογλου της 28.11.2019 ο οποίος μιλάει ξεκάθαρα για συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ των κρατών μερών).
Το γεγονός, άλλωστε, ότι τα δύο μέρη υπέβαλαν το Μνημόνιο σε διαδικασία κύρωσης (νομότυπα από την Εθνοσυνέλευση η Τουρκία, εντελώς παράτυπα από το Προεδρικό Συμβούλιο και όχι από τη Βουλή η Λιβύη), αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Αν δεν ήθελε η Λιβύη να δεσμευτεί γιατί να καταφύγει σε αντιθεσμικές ενέργειες κύρωσης του Μνημονίου. Γνώριζε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ψηφισθεί από την Βουλή, η οποία έχει την αρμοδιότητα κύρωσης κι όχι το Προεδρικό Συμβούλιο.
Η ασυμβατότητα με το Διεθνές Δίκαιο
Το δεύτερο ζήτημα που τίθεται είναι η συμβατότητα ή μη του Μνημονίου αυτού με το Διεθνές Δίκαιο. Σύμφωνα με δηλώσεις των δύο μερών αντικείμενο του Μνημονίου είναι η οριοθέτηση των μεταξύ τους θαλασσίων ζωνών (προφανώς της ΑΟΖ, διότι δεν γίνεται λόγος για άλλες θαλάσσιες ζώνες). Η οριοθέτηση γίνεται με βάση τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας;
Η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (ΣΔΔΘ). Αυτή απηχεί όμως διεθνές έθιμο που δεσμεύει και την Τουρκία, ανεξαρτήτως της μη δέσμευσής της από το κείμενο της Σύμβασης. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 74 παρ. 1 προϋπόθεση για την οριοθέτηση της ΑΟΖ είναι τα οριοθετούντα κράτη να είναι (θαλασσίως) όμορα και η οριοθέτηση να γίνει σύμφωνα με τις πηγές του Διεθνούς Δικαίου που ορίζονται στο άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Κατά το άρθρο 57 της ίδιας Σύμβασης, το οποίο επίσης αποτυπώνει κανόνα του Διεθνούς εθιμικού Δικαίου και δεσμεύει ως τέτοιος και την Τουρκία, το εύρος της ΑΟΖ εκτείνεται μέχρι 200 ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσης, από τις οποίες μετράται το εύρος των χωρικών υδάτων. Κατά συνέπεια ό,τι ισχύει για την χάραξη του εύρους των χωρικών υδάτων ισχύει και για την ΑΟΖ.
Δεν αμφισβητείται από την Τουρκία ότι τα νησιά έχουν χωρικά ύδατα. Άρα, εφόσον κατά το άρθρο 57 της ΣΔΔΘ ισχύουν οι ίδιοι κανόνες για τον καθορισμό του εύρους χωρικών υδάτων και ΑΟΖ, συνάγεται ότι και τα νησιά έχουν κατά κανόνα δική τους ΑΟΖ. Κατά συνέπεια νησιά με μεγάλη γεωγραφική έκταση όπως η Κρήτη ή ανήκοντα σε ένα σύμπλεγμα περισσοτέρων νήσων, όπως τα Δωδεκάνησα, έχουν --με βάση την ερμηνεία αυτή-- δική τους ΑΟΖ, η οποία και θα πρέπει να συνυπολογισθεί σε κάθε οριοθέτηση ΑΟΖ από τα όμορα κράτη.
Συνακόλουθα, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι τόσο η Κρήτη, όσο και τα Δωδεκάνησα (άρα και Ρόδος, Κάρπαθος και Κάσος) έχουν ΑΟΖ. Το γεγονός ότι η χώρα μας δεν έχει ανακηρύξει ακόμη ΑΟΖ δεν σημαίνει ότι όμορα κράτη κατά την διαδικασία οριοθέτησης της δικής τους ΑΟΖ δεν οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη την δυνάμει ΑΟΖ των ελληνικών νησιών, όπως και την υφαλοκρηπίδα τους, που υφίσταται ipso jure και ab initio (δεν απαιτείται γι' αυτήν ανακήρυξη).
Από τους χάρτες που η ίδια η τουρκική πλευρά έχει δώσει στην δημοσιότητα και που προφανώς αποτυπώνουν την οριοθέτηση των ΑΟΖ των δύο κρατών, φαίνεται ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η δυνάμει ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα της Κρήτης και των προαναφερθέντων νησιών των Δωδεκανήσων, ενώ το Καστελόριζο δεν υφίσταται καν στους χάρτες αυτούς.
Η Κρήτη και τα Δωδεκάνησα αποκόπτουν γεωγραφικά την θαλάσσια σύνδεση Λιβύης και Τουρκίας ούτως ώστε τα κράτη αυτά να μην μπορούν να θεωρηθούν θαλασσίως, άρα και νομικά όμορα κατά την έννοια του άρθρου 74 παρ. 1 της ΣΔΔΘ. Συνακόλουθα δεν μπορούν οι δύο αυτές χώρες να οριοθετήσουν μεταξύ τους θαλάσσιες ζώνες. Προφανώς, τα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα της Τουρκίας αγνοούν όχι μόνο το Διεθνές Δίκαιο αλλά και την γεωγραφία.
Αυτό δεν αλλάζει, όμως, το γεγονός ότι η επίμαχη οριοθέτηση έγινε κατά παράβαση των κανόνων του Δικαίου της Θάλασσας εις βάρος των νομίμων κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Συνεπεία των ανωτέρω το Μνημόνιο αντίκειται προδήλως στο Διεθνές Δίκαιο, συμβατικό και εθιμικό.
Μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης - Οι έννομες συνέπειες
Το τρίτο ερώτημα που ανακύπτει είναι οι έννομες συνέπειες από την ασυμβατότητα αυτή του Μνημονίου προς το Διεθνές Δίκαιο. Λόγος γίνεται για ακυρότητα του Μνημονίου κατά το Διεθνές Δίκαιο και περί μη αναγνώρισής του από τον ΟΗΕ, στην Γραμματεία του οποίου ήδη κατατέθηκε προς πρωτοκόλληση.
Οι λόγοι ακυρότητας μίας διεθνούς συμφωνίας καθορίζονται αποκλειστικά από την Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών κατά το άρθρο 42 παρ. 1 αυτής. Οι λόγοι ακυρότητας κατά τα άρθρα 49-53 είναι η πλάνη, απάτη, δωροδοκία, άσκησης βίας και η αντίθεση σε κανόνα αναγκαστικού Διεθνούς Δικαίου (jus cogens). Αυτοί οι λόγοι δεν διαφαίνονται εν προκειμένω. Άρα δεν τίθεται κατά νομική ακριβολογία θέμα ακυρότητας του Μνημονίου.
Παρ’ όλα αυτά δεν παράγει έννομες συνέπειες εξ άλλου λόγου. Καταρχάς λόγω έλλειψης θαλάσσιας γειτνίασης των συμβαλλομένων μερών για τους ανωτέρω λόγους δεν μπορεί να γίνει οριοθέτηση, οπότε το ίδιο το αντικείμενο του Μνημονίου είναι αντίθετο στους κανόνες του Δικαίου της Θάλασσας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 35 της Σύμβασης της Βιέννης μία διεθνής σύμβαση ή συμφωνία δεν μπορεί να περιέχει διατάξεις εις βάρος τρίτου κράτους, χωρίς την συναίνεσή του.
Ο κανόνας αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύει και ως γενική αρχή του δικαίου, αναγνωρισμένη από τα πολιτισμένα κράτη, υπό την έννοια του άρθρου 38 παρ. 1 στοιχ. γ' του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι δεν υφίσταται συναίνεση των τρίτων χωρών που σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου θίγονται από τις προβλέψεις του Μνημονίου, οι προβλέψεις αυτές είναι νομικά ανίσχυρες.
Τα νομικά μέσα της Ελλάδας κατά του Μνημονίου
Το τέταρτο ερώτημα αφορά τα διεθνή μέσα για την επίκληση αυτού του νομικά ανίσχυρου εκ μέρους των θιγομένων χωρών. Καταρχάς, δεν μπορεί να γίνει τέτοια επίκληση ενώπιον της Γραμματείας του ΟΗΕ, στην οποία κατατίθεται το Μνημόνιο, όπως αβάσιμα λέχθηκε. Δεν υφίσταται αρμοδιότητα προληπτικού ελέγχου συμβατότητας των διεθνών συμφωνιών με το Διεθνές Δίκαιο εκ μέρους της Γραμματείας. Η μόνη αρμοδιότητά της είναι η παραλαβή και πρωτοκόλληση των συμβάσεων και συμφωνιών που καταθέτουν τα κράτη-μέλη.
Το πρώτο μέσο που έχει η Ελλάδα είναι καταρχήν η προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Ένα τέτοιο διάβημα, όμως, πρέπει να είναι πολύ καλά προετοιμασμένο και να έχει εξασφαλισθεί ότι κανένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν θα προβάλει βέτο σε ενδεχόμενη καταδικαστική απόφαση κατά της Τουρκίας και της Λιβύης.
Εν συνεχεία θα πρέπει να εξετασθεί η παραπομπή του θέματος ή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή στο Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (ICLOS) που προβλέπει η ΣΔΔΘ, ή στον μηχανισμό Διαιτησίας που προβλέπει η ίδια Σύμβαση. Μία διαδικασία με διάδικο την Τουρκία πρέπει να αποκλειστεί.
- Πρώτον, η Τουρκία δεν είναι μέρος της Σύμβασης.
- Δεύτερον, δεν έχει υπογράψει το προαιρετικό πρωτόκολλο για την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου.
- Τρίτον, γιατί ποτέ δεν θα αποδεχθεί παραπομπή του θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο με συνυποσχετικό όπως κάνει δεκαετίες τώρα.
Θα πρέπει, όμως, να εξετασθεί σοβαρά εάν η Ελλάδα μπορεί να προσφύγει κατά της Λιβύης στο Διεθνές Δικαστήριο, στην περίπτωση που η Λιβύη έχει υπογράψει και δεσμευθεί από το Πρωτόκολλο της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου, ή στον δικαιοδοτικό ή διαιτητικό μηχανισμό που προβλέπει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Πηγή: slpress.gr
Χάρης Τσιλιώτης: Σχετικά με το Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου