Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Γέννημα θρέμμα Νεοκοσμίτης, από παιδί έβλεπα τη Συγγρού σαν το φυσικό σύνορο που χώριζε τη γειτονιά μου -μίγμα προσφύγων, Μικρασιατών και Αρμένιων, εσωτερικών μεταναστών από κάθε σημείο της ελληνικής επαρχίας και ντόπιων δύο-τριών γενιών, προφανώς όχι γκάγκαρων- από την απέναντι, μια γειτονιά ένα τουλάχιστον ένα σκαλί πιο πάνω από τη δική μου: το Κουκάκι. Αρχές του 20ού αιώνα, στη συμβολή Δημητρακοπούλου και Ολυμπίου έχτισε το σπίτι του ο Κουκάκης, κατασκευαστής διάσημων χαλύβδινων κλινών και κλινοστρωμνών, κι έτσι η γειτονιά πήρε το όνομά του. Προφανώς δεν ήταν απλώς ένα σπιτάκι...
Οταν ως παιδί άρχισα να αποσπώμαι από τη στενή επιτήρηση των γονιών και να αυξάνω την ακτίνα των αποδράσεών μου, το Κουκάκι ήταν ένα προσπελάσιμο καταφύγιο. Έβγαινα στη Φραντζή, περνούσα την Καλλιρρόης, έφτανα Φιξ -η μυρωδιά απ’ το εργοστάσιο δεν σ’ άφηνε να χαθείς-, περνούσα στη Ζίννη κι από ’κεί έπαιρνα τη Δημητρακοπούλου ή τη Βεΐκου, μέχρι τη Γαργαρέττα ή του Μακρυγιάννη. Κάπου ενδιάμεσα η θεία μου η Μ. είχε μαγαζί με ρούχα κι αυτό γινόταν ενίοτε το επιπλέον πρόσχημα του μεγάλου περιπάτου σ’ αυτή τη θορυβώδη συνοικία με τα πολλά μαγαζιά, τις πολλές πολυκατοικίες, τις πολλές μονοκατοικίες, την πολλή κίνηση. Σε σχέση με το Κουκάκι, ο Νέος Κόσμος έμοιαζε χωριό.
Ξαναγνωρίστηκα με το Κουκάκι έπειτα από δεκαετίες. Το πέτυχα πριν από πέντε χρόνια, στο τέλος μιας περιόδου παρακμής, που είχε κλείσει πολλά μαγαζιά κι είχε αδειάσει πολλά διαμερίσματα και κατοικίες από τους μικροαστούς ιδιοκτήτες τους που διασπάρθηκαν προς νότια και βόρεια προάστια, δίνοντας όμως παράλληλα ευκαιρίες φτηνής στέγης, κυρίως σε νέους και φτωχούς ανθρώπους. Με επίκεντρο τους δύο πάντα κατάμεστους πεζοδρόμους, την Ολυμπίου και τη Δράκου, το Κουκάκι είχε εποικιστεί από ένα ολοζώντανο κομμάτι της αθηναϊκής κοινωνίας, που έδινε ελάχιστη υπεραξία σε χρήμα, αλλά άφθονη σε ατμόσφαιρα.
Επί πέντε χρόνια, δουλεύοντας σε ένα διαμέρισμα μιας μισοάδειας πολυκατοικίας στο Κουκάκι, παρακολούθησα μέρα τη μέρα την αθόρυβη κατάληψη της συνοικίας από τον τουριστικό ολετήρα. Στην αρχή, άρχισαν να γεμίζουν τα άδεια -για πολλά χρόνια- ισόγεια μαγαζιά. Η Συγγρού ξανάγινε γρήγορα η μεγάλη πιάτσα των ενοικιάσεων αυτοκινήτων. Έπειτα άρχισαν οι ανακαινίσεις και μετασκευές εγκαταλειμμένων κτιρίων γραφείων σε ξενοδοχεία και χόστελ. Από την Καλλιρρόης, τη Συγγρού και στη συνέχεια σε κάθε δρόμο και στενό του Κουκακίου, ανάμεσα στους δύο σταθμούς του Μετρό. Έπειτα, η σιωπηλή εισβολή επεκτάθηκε στις μονοκατοικίες και τις πολυκατοικίες. Από τις αρχές Απρίλη μέχρι τα τέλη Οκτώβρη, ο θόρυβος από τα ροδάκια των βαλιτσών στα πεζοδρόμια ανταγωνιζόταν τον ήχο των αυτοκινήτων στους δρόμους. Στου Μακρυγιάννη, δύο ανθρώπινα ρεύματα συγκρούονταν: το ένα ανέβαινε προς Ακρόπολη και Μουσείο, το άλλο κατέβαινε προς τους πεζοδρόμους Δράκου και Ολυμπίου.
Η μισοάδεια πολυκατοικία, όπου δούλευα, σιγά σιγά ξαναγέμισε. Μικρές και βιαστικές ανακαινίσεις, καινούργια, φτηνά έπιπλα μετέτρεπαν τα διαμερίσματα σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Δίπλα στην είσοδο της πολυκατοικίας, στα ελάχιστα τετραγωνικά ενός καταστήματος που ξανάνοιξε, τουρίστες άφηναν τις βαλίτσες τους, φόρτιζαν τα κινητά τους και, κυρίως, παραλάμβαναν ή άφηναν τα κλειδιά του Airbnb διαμερίσματος που νοίκιαζαν στην ευρύτερη περιοχή. Με τον ίδιο ρυθμό γέμισαν όλες οι πολυκατοικίες, από τη Διάκου μέχρι την Παιδική Χαρά, κι από τη Συγγρού μέχρι τη Ζαχαρίτσα. Αλλά γέμισαν, αφού άδειασαν πρώτα. Η μεγαλύτερη, μαζικότερη και πιο βίαιη κατάληψη στο Κουκάκι δεν έγινε στα τρία κτίρια της Ματρόζου, της Παναιτωλίου και της Αρβάλη. Η μείζων άλωση του Κουκακίου έγινε μέσα σε τρία - τέσσερα χρόνια σε όλα τα σοκάκια της συνοικίας, μέσα στα οποία οι βραχυχρόνιες μισθώσεις των μικρών και μικρομέγαλων ιδιοκτητών και οι χρυσές βίζες των σιωπηρών επενδυτών εξαπέλυσαν έναν ανελέητο διωγμό χιλιάδων φτωχών ενοίκων από τα σπίτια τους. Κι ο διωγμός επεκτάθηκε προς Φιλοπάππου, προς Πετράλωνα, ακόμη και στον ταπεινό Νέο Κόσμο, κι όπου υπάρχει κοντά μετρό, τραμ, λεωφορείο, όπου υπάρχει υποψία ανεκμετάλλευτου τουριστικού κοιτάσματος. Το κατά Προυντόν αξίωμα -«η ιδιοκτησία είναι κλοπή!»- γίνεται μια εφιαλτική κυριολεξία.
Η αδημονία του μικροϊδιοκτήτη, η τουριστική πλημμυρίδα, η πολυεθνική μηχανή κέρδους που λέγεται Airbnb εξορίζουν τους ανθρώπους από τις γειτονιές τους. Καταλαμβάνουν βίαια τα σπίτια και τα νοικοκυριά τους. Και το Ευρωδικαστήριο δεν βλέπει κανένα πρόβλημα μ’ αυτό. Και οι «ρόμποκοπ» του Χρυσοχοΐδη δεν είναι εκεί για να υπερασπίσουν το οικιακό άσυλο. Αλλά, κι αν ήταν, θα έδερναν τους εκδιωκόμενους, όχι τους καταληψίες της αγοράς. Θα πέταγαν ακόμη και τον ανυποψίαστο Κουκάκη από τη χαλύβδινη κλίνη και κλινοστρωμνή του.
Πιερ Ζοζέφ Προυντόν, «Ιδιοκτησία και επανάσταση»
Σε κυβερνούν σημαίνει, σε κάθε επιχείρηση, σε κάθε συναλλαγή, σε κάθε κίνηση, σε σημειώνουν, σε καταγράφουν, σε απογράφουν, σε ζυγίζουν, σε ταξινομούν, σε φορολογούν, σε υποσημειώνουν, σε εμποδίζουν, σε μετασχηματίζουν, σε αναστηλώνουν, σε διορθώνουν. Σημαίνει με το πρόσχημα της δημόσιας ωφέλειας και του γενικού συμφέροντος να σε καταχωρούν, να σε εξαγοράζουν, να σε εκμεταλλεύονται, να σε γδύνουν, να σε συμπιέζουν, να σε μυστικοποιούν, να σε κλέβουν∙ και έπειτα, με την παραμικρή αντίσταση, με την παραμικρή διαμαρτυρία να σε καταδιώκουν, να σε προπηλακίζουν, να σε ταλανίζουν, να σε κυνηγούν, να σε λοιδορούν, να σε ανασκολοπίζουν, να σε αφοπλίζουν, να σε δένουν χειροπόδαρα, να σε χώνουν φυλακή, να σε τουφεκίζουν, να σε πυροβολούν, να σε δικάζουν, να σε καταδικάζουν, να σε θυσιάζουν, να σε πουλούν, να σε προδίδουν και σαν αποκορύφωμα, να σε εμπαίζουν, να σε χλευάζουν, να σε εξευτελίζουν, να σε βασανίζουν, να σε ατιμάζουν.
Πηγή: efsyn.gr
Γιάννης Κιμπουρόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Γέννημα θρέμμα Νεοκοσμίτης, από παιδί έβλεπα τη Συγγρού σαν το φυσικό σύνορο που χώριζε τη γειτονιά μου -μίγμα προσφύγων, Μικρασιατών και Αρμένιων, εσωτερικών μεταναστών από κάθε σημείο της ελληνικής επαρχίας και ντόπιων δύο-τριών γενιών, προφανώς όχι γκάγκαρων- από την απέναντι, μια γειτονιά ένα τουλάχιστον ένα σκαλί πιο πάνω από τη δική μου: το Κουκάκι. Αρχές του 20ού αιώνα, στη συμβολή Δημητρακοπούλου και Ολυμπίου έχτισε το σπίτι του ο Κουκάκης, κατασκευαστής διάσημων χαλύβδινων κλινών και κλινοστρωμνών, κι έτσι η γειτονιά πήρε το όνομά του. Προφανώς δεν ήταν απλώς ένα σπιτάκι...
Οταν ως παιδί άρχισα να αποσπώμαι από τη στενή επιτήρηση των γονιών και να αυξάνω την ακτίνα των αποδράσεών μου, το Κουκάκι ήταν ένα προσπελάσιμο καταφύγιο. Έβγαινα στη Φραντζή, περνούσα την Καλλιρρόης, έφτανα Φιξ -η μυρωδιά απ’ το εργοστάσιο δεν σ’ άφηνε να χαθείς-, περνούσα στη Ζίννη κι από ’κεί έπαιρνα τη Δημητρακοπούλου ή τη Βεΐκου, μέχρι τη Γαργαρέττα ή του Μακρυγιάννη. Κάπου ενδιάμεσα η θεία μου η Μ. είχε μαγαζί με ρούχα κι αυτό γινόταν ενίοτε το επιπλέον πρόσχημα του μεγάλου περιπάτου σ’ αυτή τη θορυβώδη συνοικία με τα πολλά μαγαζιά, τις πολλές πολυκατοικίες, τις πολλές μονοκατοικίες, την πολλή κίνηση. Σε σχέση με το Κουκάκι, ο Νέος Κόσμος έμοιαζε χωριό.
Ξαναγνωρίστηκα με το Κουκάκι έπειτα από δεκαετίες. Το πέτυχα πριν από πέντε χρόνια, στο τέλος μιας περιόδου παρακμής, που είχε κλείσει πολλά μαγαζιά κι είχε αδειάσει πολλά διαμερίσματα και κατοικίες από τους μικροαστούς ιδιοκτήτες τους που διασπάρθηκαν προς νότια και βόρεια προάστια, δίνοντας όμως παράλληλα ευκαιρίες φτηνής στέγης, κυρίως σε νέους και φτωχούς ανθρώπους. Με επίκεντρο τους δύο πάντα κατάμεστους πεζοδρόμους, την Ολυμπίου και τη Δράκου, το Κουκάκι είχε εποικιστεί από ένα ολοζώντανο κομμάτι της αθηναϊκής κοινωνίας, που έδινε ελάχιστη υπεραξία σε χρήμα, αλλά άφθονη σε ατμόσφαιρα.
Επί πέντε χρόνια, δουλεύοντας σε ένα διαμέρισμα μιας μισοάδειας πολυκατοικίας στο Κουκάκι, παρακολούθησα μέρα τη μέρα την αθόρυβη κατάληψη της συνοικίας από τον τουριστικό ολετήρα. Στην αρχή, άρχισαν να γεμίζουν τα άδεια -για πολλά χρόνια- ισόγεια μαγαζιά. Η Συγγρού ξανάγινε γρήγορα η μεγάλη πιάτσα των ενοικιάσεων αυτοκινήτων. Έπειτα άρχισαν οι ανακαινίσεις και μετασκευές εγκαταλειμμένων κτιρίων γραφείων σε ξενοδοχεία και χόστελ. Από την Καλλιρρόης, τη Συγγρού και στη συνέχεια σε κάθε δρόμο και στενό του Κουκακίου, ανάμεσα στους δύο σταθμούς του Μετρό. Έπειτα, η σιωπηλή εισβολή επεκτάθηκε στις μονοκατοικίες και τις πολυκατοικίες. Από τις αρχές Απρίλη μέχρι τα τέλη Οκτώβρη, ο θόρυβος από τα ροδάκια των βαλιτσών στα πεζοδρόμια ανταγωνιζόταν τον ήχο των αυτοκινήτων στους δρόμους. Στου Μακρυγιάννη, δύο ανθρώπινα ρεύματα συγκρούονταν: το ένα ανέβαινε προς Ακρόπολη και Μουσείο, το άλλο κατέβαινε προς τους πεζοδρόμους Δράκου και Ολυμπίου.
Η μισοάδεια πολυκατοικία, όπου δούλευα, σιγά σιγά ξαναγέμισε. Μικρές και βιαστικές ανακαινίσεις, καινούργια, φτηνά έπιπλα μετέτρεπαν τα διαμερίσματα σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Δίπλα στην είσοδο της πολυκατοικίας, στα ελάχιστα τετραγωνικά ενός καταστήματος που ξανάνοιξε, τουρίστες άφηναν τις βαλίτσες τους, φόρτιζαν τα κινητά τους και, κυρίως, παραλάμβαναν ή άφηναν τα κλειδιά του Airbnb διαμερίσματος που νοίκιαζαν στην ευρύτερη περιοχή. Με τον ίδιο ρυθμό γέμισαν όλες οι πολυκατοικίες, από τη Διάκου μέχρι την Παιδική Χαρά, κι από τη Συγγρού μέχρι τη Ζαχαρίτσα. Αλλά γέμισαν, αφού άδειασαν πρώτα. Η μεγαλύτερη, μαζικότερη και πιο βίαιη κατάληψη στο Κουκάκι δεν έγινε στα τρία κτίρια της Ματρόζου, της Παναιτωλίου και της Αρβάλη. Η μείζων άλωση του Κουκακίου έγινε μέσα σε τρία - τέσσερα χρόνια σε όλα τα σοκάκια της συνοικίας, μέσα στα οποία οι βραχυχρόνιες μισθώσεις των μικρών και μικρομέγαλων ιδιοκτητών και οι χρυσές βίζες των σιωπηρών επενδυτών εξαπέλυσαν έναν ανελέητο διωγμό χιλιάδων φτωχών ενοίκων από τα σπίτια τους. Κι ο διωγμός επεκτάθηκε προς Φιλοπάππου, προς Πετράλωνα, ακόμη και στον ταπεινό Νέο Κόσμο, κι όπου υπάρχει κοντά μετρό, τραμ, λεωφορείο, όπου υπάρχει υποψία ανεκμετάλλευτου τουριστικού κοιτάσματος. Το κατά Προυντόν αξίωμα -«η ιδιοκτησία είναι κλοπή!»- γίνεται μια εφιαλτική κυριολεξία.
Η αδημονία του μικροϊδιοκτήτη, η τουριστική πλημμυρίδα, η πολυεθνική μηχανή κέρδους που λέγεται Airbnb εξορίζουν τους ανθρώπους από τις γειτονιές τους. Καταλαμβάνουν βίαια τα σπίτια και τα νοικοκυριά τους. Και το Ευρωδικαστήριο δεν βλέπει κανένα πρόβλημα μ’ αυτό. Και οι «ρόμποκοπ» του Χρυσοχοΐδη δεν είναι εκεί για να υπερασπίσουν το οικιακό άσυλο. Αλλά, κι αν ήταν, θα έδερναν τους εκδιωκόμενους, όχι τους καταληψίες της αγοράς. Θα πέταγαν ακόμη και τον ανυποψίαστο Κουκάκη από τη χαλύβδινη κλίνη και κλινοστρωμνή του.
Θεωρίες για την υπεραξία
Πιερ Ζοζέφ Προυντόν, «Ιδιοκτησία και επανάσταση»
Σε κυβερνούν σημαίνει, σε κάθε επιχείρηση, σε κάθε συναλλαγή, σε κάθε κίνηση, σε σημειώνουν, σε καταγράφουν, σε απογράφουν, σε ζυγίζουν, σε ταξινομούν, σε φορολογούν, σε υποσημειώνουν, σε εμποδίζουν, σε μετασχηματίζουν, σε αναστηλώνουν, σε διορθώνουν. Σημαίνει με το πρόσχημα της δημόσιας ωφέλειας και του γενικού συμφέροντος να σε καταχωρούν, να σε εξαγοράζουν, να σε εκμεταλλεύονται, να σε γδύνουν, να σε συμπιέζουν, να σε μυστικοποιούν, να σε κλέβουν∙ και έπειτα, με την παραμικρή αντίσταση, με την παραμικρή διαμαρτυρία να σε καταδιώκουν, να σε προπηλακίζουν, να σε ταλανίζουν, να σε κυνηγούν, να σε λοιδορούν, να σε ανασκολοπίζουν, να σε αφοπλίζουν, να σε δένουν χειροπόδαρα, να σε χώνουν φυλακή, να σε τουφεκίζουν, να σε πυροβολούν, να σε δικάζουν, να σε καταδικάζουν, να σε θυσιάζουν, να σε πουλούν, να σε προδίδουν και σαν αποκορύφωμα, να σε εμπαίζουν, να σε χλευάζουν, να σε εξευτελίζουν, να σε βασανίζουν, να σε ατιμάζουν.
Πηγή: efsyn.gr
Γιάννης Κιμπουρόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου