Παναγιώτης Σωτήρης
Το προσφυγικό είναι ήδη η πρώτη μεγάλη πολιτική ήττα της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι εικόνες από τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, με τις χωρίς προηγούμενο συγκρούσεις των κατοίκων της Λέσβου και της Χίου με τα ΜΑΤ κατά την προσπάθεια να ξεκινήσει η κατασκευή των νέων κλειστών κέντρων υποδοχής, ταυτοποίησης, κράτησης και επαναπροώθησης, με το σκηνικό να θυμίζει κυριολεκτικά πεδίο μάχης αποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να πείσει για την ορθότητα της πολιτικής της.
Την ίδια ώρα το εύρος των αντιδράσεων, όπως και η πάνδημη συμμετοχή στις κινητοποιήσεις, ακυρώνει στην πράξη οποιαδήποτε προσπάθεια να θεωρηθούν αυτές οι αντιδράσεις υποκινούμενες. Είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με εκφράσεις μιας βαθύτερης οργής. Την ίδια στιγμή, στο έδαφος μιας τέτοιας κατάστασης, οποιαδήποτε προσπάθεια απλώς να επιμείνει η κυβέρνηση στο να εφαρμόσει τα μέτρα που έχει εξαγγείλει απλώς θα συντηρούσε την αντιπαράθεση, θα οδηγούσε σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις και θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο το πολιτικό κόστος σε ένα ζήτημα στο οποίο κυβέρνηση έχει ήδη παραδεχτεί ότι δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη.
Αυτό εξηγεί και τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου για μερική αποχώρηση των ειδικών αστυνομικών δυνάμεων και την πρωτοβουλία του πρωθυπουργού να ζητήσει συνάντηση με τον περιφερειάρχη, του αντιπεριφερειάρχες και τους δημάρχους του νησιού.
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών ήταν αναμενόμενες, εάν αναλογιστούμε ποια είναι η κατάσταση στα νησιά. Πέντε χρόνια μετά το μεγάλο κύμα του 2015 (αλλά και αρκετά περισσότερα εάν αναλογιστούμε ότι ιδίως η Λέσβος είναι σταθμός στις διαδρομές των προσφύγων εδώ και αρκετά χρόνια) τα νησιά βρίσκονται αντιμέτωπα με μια οριακή κατάσταση. Η συγκέντρωση πολύ μεγάλου αριθμού αιτούντων άσυλο στα νησιά σημαίνει ότι εξαντλούνται τα πραγματικά όρια των υποδομών και διαμορφώνεται συνθήκη εξαθλίωσης πρώτα και κύρια για τους ίδιους τους μετανάστες και τους αιτούντες άσυλο, την ώρα που οι αφίξεις προσφύγων δεν έχουν σταματήσει.
Τα σχέδια αποσυμφόρησης των νησιών και μεταφοράς στην ενδοχώρα έχουν μείνει πίσω, πέραν όλων των άλλων και εξαιτίας των αντιδράσεων που υπάρχουν από «τοπικές κοινωνίες». Όμως, αυτό σημαίνει ότι η κατάσταση απλώς γίνεται χειρότερη.
Σε αυτό το τοπίο η δημιουργία των νέων δομών φαντάζει στα μάτια των κατοίκων των νησιών ως παράταση της σημερινής κατάστασης και απλή μεταφορά τω προβλημάτων π.χ. από τη Μόρια στην Καράβα.
Παρότι είναι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη που σήμερα δέχεται τα πυρά και πληρώνει το πολιτικό κόστος για την κατάσταση με το προσφυγικό, το πρόβλημα έχει μεγαλύτερη διάρκεια.
Το κλειδί για την κατανόηση του προβλήματος βρίσκεται στην «Κοινή Δήλωση» ΕΕ και Τουρκίας. Αυτή διαμόρφωσε ένα πλαίσιο που προϋποθέτει τον υποχρεωτικό εγκλωβισμό των αιτούντων άσυλο στις πύλες εισόδου, δηλαδή στα νησιά, για να μπορεί να λειτουργεί ένας υποτιθέμενος μηχανισμός επιστροφών στην Τουρκία που ποτέ δεν ενεργοποιήθηκε πλήρως.
Στην πράξη οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ ήθελαν απλώς να υπάρχει ένα «φραγμός» στα νησιά. Οι αιτούντες άσυλο να μην μπορούν να μετακινηθούν την ενδοχώρα και πολύ περισσότερο να μην φτάνουν στις ευρωπαϊκές χώρες που είναι ο προορισμός τους. Σιωπηρή παραδοχή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ήταν οι συνθήκες να είναι κακές, γιατί θεωρείται ότι ο εγκλωβισμός και οι κακές συνθήκες λειτουργούν αποτρεπτικά, κάτι που στην πράξη βέβαια δεν ισχύει.
Σε αντάλλαγμα η Τουρκία έλαβε χρηματοδότηση για τον πολύ μεγάλο αριθμό Σύρων προσφύγων που βρίσκονται στο έδαφός της και ανέλαβε και την ευθύνη από τη μεριά της να μη διευκολύνει τις μετακινήσεις προς την Ευρώπη. Στην πράξη «εργαλειοποίησε» τις ροές χρησιμοποιώντας τις ως διαπραγματευτικό χαρτί έναντι των Ευρωπαίων.
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα σε αυτή την πολιτική συναίνεσε και δέσμευσε τη χώρα μας. Αποδεχόμενη αυτό το απαράδεκτο πλαίσιο απλώς προσπάθησε να το διαχειριστεί, επενδύοντας στις ΜΚΟ για να καλύπτουν τα κενά ενός ελλιπούς και ανεπαρκούς κρατικού μηχανισμού, αποφεύγοντας τα κλειστά κέντρα και κάνοντας κατά καιρούς βήματα αποσυμφόρησης. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι κακές συνθήκες στη Μόρια και στη ΒΙΑΛ κατεξοχήν διαμορφώθηκαν επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την τραγική εικόνα της χιονισμένης Μόριας και των ανθρώπων που έμεναν σε σκηνές;
Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση της ΝΔ είχε εξαρχής, ήδη από την προεκλογική εκστρατεία, μια σαφή λογική για την αντιμετώπιση του προσφυγικού. Αυτό στηρίχτηκε στις ακόλουθες αρχές
– Αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος ως μεταναστευτικού ζητήματος και μαζικής άφιξης παράτυπων μεταναστών που πρέπει να επαναπροωθηθούν είτε στην Τουρκία είτε στις χώρες προέλευσης.
– Επιτάχυνση των διαδικασιών εξέτασης των αιτημάτων χορήγησης ασύλου σε μια κατεύθυνση γρήγορων και μαζικών απορρίψεων.
– Κλειστά κέντρα στα σημεία εισόδου που να είναι ταυτόχρονα υποδοχής και ταυτοποίησης, κράτησης και επαναπροώθησης. Κλειστά κέντα και στην ενδοχώρα για να διευκολυνθούν οι απελάσεις και οι επαναπροωθήσεις. Η εικόνα των κλειστών κέντρων και η βεβαιότητα της επιστροφής, θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά για τις νέες αφίξεις.
Το κυβερνητικό σχέδιο στηριζόταν στην υπόθεση εργασίας ότι με αλλαγές στη νομοθεσία για το άσυλο θα μπορούσε η διαδικασία να επιταχυνθεί, όλοι οι βαθμοί εξέτασης του αιτήματος να ολοκληρώνονται σε σύντομο χρόνο εντός των νέων κλειστών δομών και στη συνέχεια με επίσης ταχείς ρυθμούς να έχουμε επιστροφή στην Τουρκία. Σε αυτή την υπόθεση εργασίας όσοι έρχονταν θα επέστρεφαν σύντομα και παράλληλα θα είχαμε αποσυμφόρηση, εφόσον η κυβέρνηση θα προχωρούσε στην απέλαση είχαν πάρει απορριπτικές αποφάσεις.
– Η κυβέρνηση στηρίχτηκε σε εκτιμήσεις για τον αριθμό των αφίξεων που αφορούσαν την προηγούμενη περίοδο και δεν υπολόγισε τις νέες αφίξεις που είναι περισσότερες και εξαιτίας των νέων κυμάτων από τη Συρία και εξαιτίας της κατάστασης σε περιοχές όπως η Ιντλίμπ. Βρέθηκε έτσι αντιμέτωπη με πολύ μεγάλη αύξηση των αφίξεων που την αιφνιδίασε, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
– Οι μαζικές επιστροφές και απελάσεις παραμένουν δύσκολες.
– Η αλλαγή της νομοθεσίας για το άσυλο δεν αναιρεί τον τεράστιο όγκο αιτήσεων που πρέπει να εξεταστούν και το γεγονός ότι δεν μπορούν να αναιρεθούν στοιχειώδη δικαιώματα.
– Η κυβέρνηση είχε καταφέρει να καλλιεργήσει ταυτόχρονα στους νησιώτες την προσδοκία ότι θα κλείσουν τα καμπ και στην ενδοχώρα την πεποίθηση ότι δεν θα φτιαχτούν νέες μεγάλες δομές. Το αποτέλεσμα ήταν όταν ήρθε η ώρα των εξαγγελιών να συναντά αντιδράσεις από όλες τις πλευρές.
– Οι νέες αφίξεις δεν αποθαρρύνονται γιατί τροφοδοτούνται από την ανάγκη των ανθρώπων να ξεφύγουν από τον πόλεμο και τη φτώχεια.
Έγινε μεγάλη προσπάθεια να παρουσιαστούν οι αντιδράσεις των νησιωτών ως υποκινούμενες ή ακόμη και ως καθοδηγούμενες και από ακροδεξιούς κύκλους. Και είναι αλήθεια ότι σε διάφορες στιγμές υπήρξαν και κρούσματα προσπαθειών της ακροδεξιάς να περάσει τη δική της ατζέντα, όπως και δηλώσεις τοπικών παραγόντων που μπορεί να απέπνεαν και ξενοφοβικό τόνο.
Όμως, τα προβλήματα είναι πραγματικά. Τα νησιά έχουν αυτή τη στιγμή πολύ μεγάλους αριθμούς αιτούντων άσυλο που ξεπερνούν τις δυνατότητες των υποδομών και οδηγούν στην εξαθλίωση των ανθρώπων που μένουν στα καμπ. Τα μέτρα αποσυμφόρησης δεν έχουν προχωρήσει. Οι νέες κλειστές δομές παραπέμπουν στην αναπαραγωγή του ίδιου προβλήματος σε διαφορετικά σημεία στα ίδια τα νησιά. Είναι η αίσθηση ότι τα νησιά καλούνται να λειτουργήσουν ξανά ως «φραγμοί» και ως «αποθήκες ψυχών».
Γι’ αυτό και επιμένουν ότι μόνη λύση είναι οι δομές στα νησιά να περιορίζονται στις διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης.
Η κυβέρνηση δείχνει να πιστεύει ότι ακόμη και εάν τώρα έχει αναμφισβήτητο πολιτικό κόστος, με το που μπορέσει να οργανώσει και να λειτουργήσει τα νέα κέντρα και βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο της, θα μπορέσει να δείξει έργο και να αλλάξει την αρνητική εικόνα στην κοινή γνώμη. Όμως, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι αυτός είναι ένας εφικτός σχεδιασμός.
Σε αυτό το φόντο παραμένει ενεργό και νόμιμο το ερώτημα μιας ριζικά διαφορετικής πολιτικής με αφετηρία την αποδέσμευση από την αντιμετώπιση των νησιών ως φραγμών και περιοχών εγκλωβισμού των αιτούντων άσυλο, την έξοδο από την λογική της κράτησης και των επαναπροωθήσεων και την αναμέτρηση με το ερώτημα της παραμονής και της ενσωμάτωσης αυτών των ανθρώπων.
Πηγή: in.gr
Παναγιώτης Σωτήρης: Σχετικά με τον συντάκτη
Το προσφυγικό είναι ήδη η πρώτη μεγάλη πολιτική ήττα της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι εικόνες από τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, με τις χωρίς προηγούμενο συγκρούσεις των κατοίκων της Λέσβου και της Χίου με τα ΜΑΤ κατά την προσπάθεια να ξεκινήσει η κατασκευή των νέων κλειστών κέντρων υποδοχής, ταυτοποίησης, κράτησης και επαναπροώθησης, με το σκηνικό να θυμίζει κυριολεκτικά πεδίο μάχης αποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να πείσει για την ορθότητα της πολιτικής της.
Την ίδια ώρα το εύρος των αντιδράσεων, όπως και η πάνδημη συμμετοχή στις κινητοποιήσεις, ακυρώνει στην πράξη οποιαδήποτε προσπάθεια να θεωρηθούν αυτές οι αντιδράσεις υποκινούμενες. Είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με εκφράσεις μιας βαθύτερης οργής. Την ίδια στιγμή, στο έδαφος μιας τέτοιας κατάστασης, οποιαδήποτε προσπάθεια απλώς να επιμείνει η κυβέρνηση στο να εφαρμόσει τα μέτρα που έχει εξαγγείλει απλώς θα συντηρούσε την αντιπαράθεση, θα οδηγούσε σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις και θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο το πολιτικό κόστος σε ένα ζήτημα στο οποίο κυβέρνηση έχει ήδη παραδεχτεί ότι δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη.
Αυτό εξηγεί και τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου για μερική αποχώρηση των ειδικών αστυνομικών δυνάμεων και την πρωτοβουλία του πρωθυπουργού να ζητήσει συνάντηση με τον περιφερειάρχη, του αντιπεριφερειάρχες και τους δημάρχους του νησιού.
Τι πυροδότησε την έκρηξη
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών ήταν αναμενόμενες, εάν αναλογιστούμε ποια είναι η κατάσταση στα νησιά. Πέντε χρόνια μετά το μεγάλο κύμα του 2015 (αλλά και αρκετά περισσότερα εάν αναλογιστούμε ότι ιδίως η Λέσβος είναι σταθμός στις διαδρομές των προσφύγων εδώ και αρκετά χρόνια) τα νησιά βρίσκονται αντιμέτωπα με μια οριακή κατάσταση. Η συγκέντρωση πολύ μεγάλου αριθμού αιτούντων άσυλο στα νησιά σημαίνει ότι εξαντλούνται τα πραγματικά όρια των υποδομών και διαμορφώνεται συνθήκη εξαθλίωσης πρώτα και κύρια για τους ίδιους τους μετανάστες και τους αιτούντες άσυλο, την ώρα που οι αφίξεις προσφύγων δεν έχουν σταματήσει.
Τα σχέδια αποσυμφόρησης των νησιών και μεταφοράς στην ενδοχώρα έχουν μείνει πίσω, πέραν όλων των άλλων και εξαιτίας των αντιδράσεων που υπάρχουν από «τοπικές κοινωνίες». Όμως, αυτό σημαίνει ότι η κατάσταση απλώς γίνεται χειρότερη.
Σε αυτό το τοπίο η δημιουργία των νέων δομών φαντάζει στα μάτια των κατοίκων των νησιών ως παράταση της σημερινής κατάστασης και απλή μεταφορά τω προβλημάτων π.χ. από τη Μόρια στην Καράβα.
Μια κατάσταση που κρατάει χρόνια
Παρότι είναι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη που σήμερα δέχεται τα πυρά και πληρώνει το πολιτικό κόστος για την κατάσταση με το προσφυγικό, το πρόβλημα έχει μεγαλύτερη διάρκεια.
Το κλειδί για την κατανόηση του προβλήματος βρίσκεται στην «Κοινή Δήλωση» ΕΕ και Τουρκίας. Αυτή διαμόρφωσε ένα πλαίσιο που προϋποθέτει τον υποχρεωτικό εγκλωβισμό των αιτούντων άσυλο στις πύλες εισόδου, δηλαδή στα νησιά, για να μπορεί να λειτουργεί ένας υποτιθέμενος μηχανισμός επιστροφών στην Τουρκία που ποτέ δεν ενεργοποιήθηκε πλήρως.
Στην πράξη οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ ήθελαν απλώς να υπάρχει ένα «φραγμός» στα νησιά. Οι αιτούντες άσυλο να μην μπορούν να μετακινηθούν την ενδοχώρα και πολύ περισσότερο να μην φτάνουν στις ευρωπαϊκές χώρες που είναι ο προορισμός τους. Σιωπηρή παραδοχή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ήταν οι συνθήκες να είναι κακές, γιατί θεωρείται ότι ο εγκλωβισμός και οι κακές συνθήκες λειτουργούν αποτρεπτικά, κάτι που στην πράξη βέβαια δεν ισχύει.
Σε αντάλλαγμα η Τουρκία έλαβε χρηματοδότηση για τον πολύ μεγάλο αριθμό Σύρων προσφύγων που βρίσκονται στο έδαφός της και ανέλαβε και την ευθύνη από τη μεριά της να μη διευκολύνει τις μετακινήσεις προς την Ευρώπη. Στην πράξη «εργαλειοποίησε» τις ροές χρησιμοποιώντας τις ως διαπραγματευτικό χαρτί έναντι των Ευρωπαίων.
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα σε αυτή την πολιτική συναίνεσε και δέσμευσε τη χώρα μας. Αποδεχόμενη αυτό το απαράδεκτο πλαίσιο απλώς προσπάθησε να το διαχειριστεί, επενδύοντας στις ΜΚΟ για να καλύπτουν τα κενά ενός ελλιπούς και ανεπαρκούς κρατικού μηχανισμού, αποφεύγοντας τα κλειστά κέντρα και κάνοντας κατά καιρούς βήματα αποσυμφόρησης. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι κακές συνθήκες στη Μόρια και στη ΒΙΑΛ κατεξοχήν διαμορφώθηκαν επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την τραγική εικόνα της χιονισμένης Μόριας και των ανθρώπων που έμεναν σε σκηνές;
Ένα «σχέδιο επί χάρτου» για το προσφυγικό
Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση της ΝΔ είχε εξαρχής, ήδη από την προεκλογική εκστρατεία, μια σαφή λογική για την αντιμετώπιση του προσφυγικού. Αυτό στηρίχτηκε στις ακόλουθες αρχές
– Αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος ως μεταναστευτικού ζητήματος και μαζικής άφιξης παράτυπων μεταναστών που πρέπει να επαναπροωθηθούν είτε στην Τουρκία είτε στις χώρες προέλευσης.
– Επιτάχυνση των διαδικασιών εξέτασης των αιτημάτων χορήγησης ασύλου σε μια κατεύθυνση γρήγορων και μαζικών απορρίψεων.
– Κλειστά κέντρα στα σημεία εισόδου που να είναι ταυτόχρονα υποδοχής και ταυτοποίησης, κράτησης και επαναπροώθησης. Κλειστά κέντα και στην ενδοχώρα για να διευκολυνθούν οι απελάσεις και οι επαναπροωθήσεις. Η εικόνα των κλειστών κέντρων και η βεβαιότητα της επιστροφής, θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά για τις νέες αφίξεις.
Το κυβερνητικό σχέδιο στηριζόταν στην υπόθεση εργασίας ότι με αλλαγές στη νομοθεσία για το άσυλο θα μπορούσε η διαδικασία να επιταχυνθεί, όλοι οι βαθμοί εξέτασης του αιτήματος να ολοκληρώνονται σε σύντομο χρόνο εντός των νέων κλειστών δομών και στη συνέχεια με επίσης ταχείς ρυθμούς να έχουμε επιστροφή στην Τουρκία. Σε αυτή την υπόθεση εργασίας όσοι έρχονταν θα επέστρεφαν σύντομα και παράλληλα θα είχαμε αποσυμφόρηση, εφόσον η κυβέρνηση θα προχωρούσε στην απέλαση είχαν πάρει απορριπτικές αποφάσεις.
Το σχέδιο αυτό ήταν όμως επί χάρτου:
– Η κυβέρνηση στηρίχτηκε σε εκτιμήσεις για τον αριθμό των αφίξεων που αφορούσαν την προηγούμενη περίοδο και δεν υπολόγισε τις νέες αφίξεις που είναι περισσότερες και εξαιτίας των νέων κυμάτων από τη Συρία και εξαιτίας της κατάστασης σε περιοχές όπως η Ιντλίμπ. Βρέθηκε έτσι αντιμέτωπη με πολύ μεγάλη αύξηση των αφίξεων που την αιφνιδίασε, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
– Οι μαζικές επιστροφές και απελάσεις παραμένουν δύσκολες.
– Η αλλαγή της νομοθεσίας για το άσυλο δεν αναιρεί τον τεράστιο όγκο αιτήσεων που πρέπει να εξεταστούν και το γεγονός ότι δεν μπορούν να αναιρεθούν στοιχειώδη δικαιώματα.
– Η κυβέρνηση είχε καταφέρει να καλλιεργήσει ταυτόχρονα στους νησιώτες την προσδοκία ότι θα κλείσουν τα καμπ και στην ενδοχώρα την πεποίθηση ότι δεν θα φτιαχτούν νέες μεγάλες δομές. Το αποτέλεσμα ήταν όταν ήρθε η ώρα των εξαγγελιών να συναντά αντιδράσεις από όλες τις πλευρές.
– Οι νέες αφίξεις δεν αποθαρρύνονται γιατί τροφοδοτούνται από την ανάγκη των ανθρώπων να ξεφύγουν από τον πόλεμο και τη φτώχεια.
Οι αιτίες της οργής
Έγινε μεγάλη προσπάθεια να παρουσιαστούν οι αντιδράσεις των νησιωτών ως υποκινούμενες ή ακόμη και ως καθοδηγούμενες και από ακροδεξιούς κύκλους. Και είναι αλήθεια ότι σε διάφορες στιγμές υπήρξαν και κρούσματα προσπαθειών της ακροδεξιάς να περάσει τη δική της ατζέντα, όπως και δηλώσεις τοπικών παραγόντων που μπορεί να απέπνεαν και ξενοφοβικό τόνο.
Όμως, τα προβλήματα είναι πραγματικά. Τα νησιά έχουν αυτή τη στιγμή πολύ μεγάλους αριθμούς αιτούντων άσυλο που ξεπερνούν τις δυνατότητες των υποδομών και οδηγούν στην εξαθλίωση των ανθρώπων που μένουν στα καμπ. Τα μέτρα αποσυμφόρησης δεν έχουν προχωρήσει. Οι νέες κλειστές δομές παραπέμπουν στην αναπαραγωγή του ίδιου προβλήματος σε διαφορετικά σημεία στα ίδια τα νησιά. Είναι η αίσθηση ότι τα νησιά καλούνται να λειτουργήσουν ξανά ως «φραγμοί» και ως «αποθήκες ψυχών».
Γι’ αυτό και επιμένουν ότι μόνη λύση είναι οι δομές στα νησιά να περιορίζονται στις διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης.
Τα όρια της σημερινής διαχείρισης
Η κυβέρνηση δείχνει να πιστεύει ότι ακόμη και εάν τώρα έχει αναμφισβήτητο πολιτικό κόστος, με το που μπορέσει να οργανώσει και να λειτουργήσει τα νέα κέντρα και βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο της, θα μπορέσει να δείξει έργο και να αλλάξει την αρνητική εικόνα στην κοινή γνώμη. Όμως, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι αυτός είναι ένας εφικτός σχεδιασμός.
Σε αυτό το φόντο παραμένει ενεργό και νόμιμο το ερώτημα μιας ριζικά διαφορετικής πολιτικής με αφετηρία την αποδέσμευση από την αντιμετώπιση των νησιών ως φραγμών και περιοχών εγκλωβισμού των αιτούντων άσυλο, την έξοδο από την λογική της κράτησης και των επαναπροωθήσεων και την αναμέτρηση με το ερώτημα της παραμονής και της ενσωμάτωσης αυτών των ανθρώπων.
Πηγή: in.gr
Παναγιώτης Σωτήρης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου