Του Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα* Μετάφραση: Κώστας Δημητριάδης
Μιλώντας για πρώτη φορά ως καθηγητής ενός αργεντίνικου πανεπιστημίου, ο αυτοεξόριστος Λινέρα επέλεξε να μοιραστεί με το πλήθος φοιτητών, ακαδημαϊκών και πολιτικών στελεχών που παρακολούθησαν τη διάλεξή του τις σκέψεις που γεννά «ένας ασήμαντος ιός». Δεν περιορίστηκε στο σφυροκόπημα της αποτυχημένης παγκοσμιοποίησης και των ιδεολογιών που τη στηρίζουν: ιχνηλάτησε και διεξόδους. Ελπίζουμε ότι οι αναγνώστριες και αναγνώστες του Δρόμου θα βρουν εδώ μια πηγή προωθητικού και απελευθερωτικού προβληματισμού.
Έχουμε μπει σε παράδοξους καιρούς, χαρακτηριστικούς μιας παγκόσμιας κοινωνίας σε μετάβαση. Σε καιρούς μιας γενικευμένης αστάθειας, όπου οι κοινές προοπτικές θολώνουν και κανείς δεν ξέρει αν αυτό που έρχεται αύριο θα είναι μια επανάληψη του σήμερα, ή θα φέρει μια νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων, ή αν θα είναι η άβυσσος. Ένα απρόβλεπτο μέλλον γεμάτο άγχος είναι η μόνη βεβαιότητα.
Και έτσι τώρα δεν βρισκόμαστε μπροστά στις συνηθισμένες κακοτυχίες της καθημερινότητας, όπως για παράδειγμα όταν παίρναμε το μετρό για να πάμε στη δουλειά και δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε ποιον θα συναντούσαμε στο βαγόνι ή κατά πόσον θα φτάναμε στην ώρα μας. Η αβεβαιότητα σήμερα είναι πολύ βαθύτερη: αφορά τη μοίρα μας, αφού κανένας δεν ξέρει το πότε πραγματικά θα ξαναπάρει το μετρό, ή αν θα έχει τη δουλειά στην οποία πήγαινε με αυτό το μετρό ή, πιο ακραία, αν θα συνεχίσουμε να ζούμε μέχρι τότε. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι επομένως μια απόλυτη κατάρρευση της προοπτικής των κοινωνιών, που τη συνοδεύει μια αβεβαιότητα πρόβλεψης τέτοιας φύσης ώστε θα μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε μπορείς να φανταστείς – ακόμα και τίποτα.
Ένας ασήμαντος ιός ανάμεσα στους εκατοντάδες χιλιάδες που υπάρχουν οδηγεί πάνω από 2,6 δισεκατομμύρια άτομα να αναστείλουν τις κανονικές τους δραστηριότητες, και ένα μεγάλο μέρος των εργασιών με τις οποίες ο κόσμος αναπαράγει τις συνθήκες ύπαρξής του να έχει παραλύσει, και επίσης τις κυβερνήσεις να εφαρμόζουν καταστάσεις εξαίρεσης (έκτακτης ανάγκης) σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα μετακίνησης και συνάθροισης. Ένας παγκόσμιος πανικός έχει καταλάβει τα ΜΜΕ και ένα νέφος καχυποψίας απέναντι στον διπλανό, που μπορεί να είναι φορέας της ασθένειας, πάει να επιβληθεί στο πνεύμα της εποχής.
Μια πρώτη παραδοξότητα προκύπτει από το γεγονός ότι σε μια περίοδο εξύμνησης της παγκοσμιοποίησης των χρηματιστικών αγορών, των προμηθευτικών αλυσίδων, της μαζικής κουλτούρας και των δικτύων, η πρωταρχική φροντίδα που παρουσιάζεται μπροστά σε μια ασθένεια παγκόσμιας κλίμακας είναι η ατομική απομόνωση. Μοιάζει σαν να ομολογούν την ήττα τους αυτές οι παγκόσμιες αγορές και οι αρχιερείς τους, βρισκόμενοι μπροστά στην ανάγκη διατήρησης του Κράτους, του δημόσιου χαρακτήρα του συστήματος υγείας και της οικογένειας ως απαραίτητου πυρήνα κοινωνικότητας και προστασίας. Από το σημείο αυτό αγγίζει τα όρια του γκροτέσκου το να βλέπουμε τους προφήτες του ελεύθερου εμπορίου και του «ελάχιστου Κράτους», που μέχρι χθες απαιτούσαν την κατάργηση των εθνικών συνόρων και τη διάλυση των φερομένων ως «υψηλού κόστους» συστημάτων κοινωνικών δικαιωμάτων (υγείας, παιδείας, συνταξιοδότησης κ.ά.), να βγαίνουν τώρα και να χειροκροτούν το κλείσιμο των συνόρων για λόγους προφύλαξης, και να ζητούν από το Κράτος τα πιο δραστικά μέτρα για τη φροντίδα των πολιτών και την επανενεργοποίηση των εθνικών οικονομιών.
Το ότι η ευφορία για την παγκοσμιοποίηση ως τελικό προορισμό της ανθρωπότητας εξαντλείται αποκλειστικά στον ατομικό εγκλεισμό, και το ότι το Κράτος είναι η μοναδική πολιτική οργάνωση που κυριαρχεί απέναντι στην επείγουσα κατάσταση που δημιουργεί μια παγκόσμια ασθένεια η οποία προέκυψε από την ίδια την πορεία της παγκοσμιοποίησης, παραπέμπει κυριολεκτικά σε φάρσα. Κάτι πηγαίνει στραβά με αυτήν την παραδοξότητα: είτε η παγκοσμιοποίηση ως πολιτικό-οικονομικό εγχείρημα υπήρξε και παραμένει μια συλλογική εξαπάτηση αποδοτική για τους λίγους, είτε οι κοινωνίες δεν κατανοούν τις «αρετές» του κόσμου της παγκοσμιοποίησης – πράγμα που ισοδυναμεί με το να λέμε ότι αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με τη ρητορική, αυτή που σφάλλει είναι η πραγματικότητα, και όχι η ρητορική που αναφέρεται σε αυτήν την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει παγκοσμιοποιημένη απάντηση σε ένα παγκόσμιο δράμα, και ότι ήδη έχει εκδοθεί καταδίκη για μια δυσοίωνη εποχή.
Πρόκειται συνεπώς για μια κολοσσιαία αποτυχία της παγκοσμιοποίησης όπως αυτή οικοδομήθηκε μέχρι τώρα, και πάνω απ’ όλα του πολιτικού λόγου που τη συνόδευσε και των κανονιστικών ιδεολογιών που την υποστήριξαν.
Σίγουρα, εφόσον παγκοσμιοποιούνται οι αγορές μετοχών αλλά όχι η κοινωνική προστασία, εφόσον παγκοσμιοποιούνται οι προμηθευτικές αλυσίδες αλλά όχι η ελεύθερη μετακίνηση προσώπων, εφόσον παγκοσμιοποιούνται τα κοινωνικά δίκτυα αλλά όχι οι μισθοί ούτε οι ευκαιρίες, τότε η παγκοσμιοποίηση είναι περισσότερο ένα πρόσχημα από την πλευρά κάποιων χωρών ή και κάποιων ατόμων προκειμένου να επιβάλουν την κυριαρχία τους, την ισχύ και την κουλτούρα τους, παρά μια αληθινή καθολική συνένωση των ανθρώπινων επιτευγμάτων προς όφελος όλων.
Πρόκειται για έναν κολοβό τρόπο παγκοσμιοποίησης της κοινωνίας ο οποίος, γεννώντας περισσότερη ανισότητα και αδικία, την ίδια στιγμή αδυνατίζει τους μηχανισμούς προστασίας και φροντίδας που έχουν δημιουργηθεί στη διάρκεια δεκαετιών από τα διάφορα εθνικά Κράτη.
Σήμερα βλέπουμε ότι οι χρηματιστικές αγορές δεν θεραπεύουν τις παγκόσμιες ασθένειες, παρά μόνο κάνουν πιο έντονες τις συνέπειές τους για τους πιο αδύνατους. Βλέπουμε ότι το ελεύθερο εμπόριο έχει οδηγήσει σε μια επιστροφή σε συνθήκες ανισότητας όμοιες με εκείνες των αρχών του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με τον Πικετί, το πλουσιότερο 1% στις ΗΠΑ, που είχε φτάσει το 1975 να συγκεντρώνει το 20% της συνολικής περιουσίας, ακίνητης και κινητής, το έτος 2018 έχει πλέον αυξήσει το μερίδιό του ως το 40% – όπως συνέβαινε και το 1920. Σήμερα γνωρίζουμε ότι κανένας παγκόσμιος θεσμός δεν έχει την παραμικρή πιθανότητα να συγκεντρώσει τις επιμέρους θελήσεις μέσα στην κοινωνία προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι παγκόσμιες αντιξοότητες. Αντίθετα, όμως, το Κράτος πάει να το πετύχει. Είναι σαν όχι μόνο να υπήρξε άχρηστη για τη φροντίδα της ανθρωπότητας η «αόρατη χειρ της αγοράς» του Άνταμ Σμιθ, αλλά επιπλέον να αποδείχθηκε πιο επικίνδυνη από την ίδια την πανδημία. Και είναι φανερό ότι η παγκοσμιοποίηση, που μέχρι τώρα λειτουργεί ώστε να αυξάνει τα ιδιωτικά κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων του κόσμου, αντίθετα αποδεικνύεται άχρηστη για την προώθηση της προστασίας των ανθρώπων.
Η παρούσα επιδημία δεν είναι η πρώτη παγκόσμιου χαρακτήρα. Ήδη έχουν παρουσιαστεί άλλες: από την περίοδο της έναρξης εμφάνισης της παγκόσμιας αγοράς στις αρχές του 16ου αιώνα, μετέπειτα κατά τη διάρκεια του αποικισμού της Αμερικής, όταν η ευλογιά αφάνισε το 70 έως 80% του γηγενούς πληθυσμού, αργότερα με τις επιδημίες χολέρας σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, τη ρωσική γρίπη τον 19ο αιώνα, την ισπανική γρίπη, τη γρίπη των πτηνών, τον HIV (AIDS) και πρόσφατα τον SARS 1, τον H1N1 κ.λπ.
Οι παγκόσμιες ασθένειες αναδύονται μέσα από τους τρόπους τυπικής και πραγματικής υπαγωγής της ζώσας φύσης στη λογική της εμπορευματικής παραγωγής, οι οποίοι τεμαχίζουν τις διαδικασίες, ασκώντας ρυθμιστικό ρόλο στη μετάδοση των ασθενειών ανάμεσα σε ξεχωριστά ζωικά είδη. Τυπική υπαγωγή, όταν πιέζει τη μικρή αγροτική οικονομία να εισχωρήσει όλο και περισσότερο σε δάση και οικολογικά αυτοτελώς βιώσιμες περιοχές προκειμένου να εμπορευματοποιήσει τη χλωρίδα και την πανίδα τους. Πραγματική υπαγωγή, όταν η πλήρως καπιταλιστικοποιημένη παραγωγή επιβάλλει χωρίς όρια στα δάση τρόπους εργασίας εκτατικής γεωργίας συναρθρωμένους με τις αγορές εμπορευμάτων. Και στις δύο περιπτώσεις, η διαμεσολάβηση ανάμεσα στην άγρια ζωή και τα ανθρώπινα όντα, που ρυθμιζόταν σταδιακά στη διάρκεια δεκαετιών ή αιώνων διαμέσου της διασποράς σε μικρές κοινότητες, τώρα συμπιέζεται σε γιγάντιες ανθρώπινες συγκεντρώσεις μέσα σε μέρες ή εβδομάδες, προκαλώντας εκρήξεις αιφνίδιων μαζικών και καταστροφικών μολύνσεων.
Πίσω από κάθε πανδημία θα βρούμε έναν τρόπο με τον οποίο ορίζεται ο κοινωνικός πλούτος ως μια απεριόριστη ιδιωτική συσσώρευση χρημάτων και υλικών αγαθών, η οποία μετατρέπει για τον σκοπό αυτό τη φύση μαζί με τα συστατικά της μέρη, που περιλαμβάνουν τα ζώντα και τα μη ζώντα είδη, σε μια απλή μάζα πρώτης ύλης η οποία επιδέχεται ιδιοποίηση, καταλήστευση και χρηματιστικοποίηση. Είναι μια μέθοδος τυφλά περιορισμένη στο να παράγει όλο και περισσότερο χρήμα, αλλά ανίκανη να παράγει έναν τρόπο που να προστατεύει τους ανθρώπους και, ακόμα περισσότερο, τη φύση. Το αποτέλεσμα είναι μια τάξη πραγμάτων που κυριαρχεί επί μιας κοινωνίας η οποία δεν καταλαβαίνει ότι ο παθολογικός τρόπος με τον οποίο κατατρώει τη φύση, θυσιάζοντάς την στο βωμό του κέρδους, είναι ο ίδιος τρόπος με τον οποίο κατατρώει τις σάρκες της.
Το γεγονός ότι οι αγορές και οι διεθνείς θεσμοί καλύπτονται τώρα πίσω από την κρατική νομιμοποίηση προκειμένου να προσπαθήσουν να τιθασεύσουν τους καταστροφικούς δαίμονες που έχει εξαπολύσει αυτή η μορφή παγκοσμιοποίησης, είναι η επιβεβαίωση μιας διπλής αποτυχίας: των διεθνών θεσμών να παρέχουν βιώσιμες απαντήσεις παγκόσμιας κλίμακας σε ό,τι αφορά την προστασία της υγείας των ανθρώπων σε όλες τις χώρες, και των παγκόσμιων αγορών να εμποδίσουν την παγκόσμια οικονομική καταστροφή που έχει επιταχύνει η πανδημία.
Την οικονομική παράλυση των τελευταίων χρόνων, τη διαδέχεται τώρα μια παγκόσμια ύφεση, δηλαδή μια συρρίκνωση των κατά τόπους οικονομιών η οποία πρόκειται να φέρει το κλείσιμο επιχειρήσεων σε τεράστια έκταση, την απόλυση εκατομμυρίων εργαζομένων, την καταστροφή της οικογενειακής αποταμίευσης, την αύξηση της φτώχειας και την κοινωνική δυστυχία. Για ακόμα μια φορά οι αρχιερείς της παγκοσμιοποίησης, μέσα στην παραδόπιστη κακότητά τους, κάθονται με σταυρωμένα χέρια, περιμένοντας να ξοδέψουν τα εθνικά Κράτη τα τελευταία αποθέματά τους, υποθηκεύοντας το μέλλον τουλάχιστον δύο γενιών προκειμένου να συγκρατήσουν τη λαϊκή οργή και να μετριάσουν την καταστροφή που έχουν προκαλέσει οι αρχιτέκτονες της παγκοσμιοποίησης.
Όταν η παγκόσμια ισχύς ήταν φανερή, είχε πολλούς πατεράδες: καθένας τους πιο ένθερμος υποστηρικτής από τον άλλον της δήθεν ιστορικής ανωτερότητας της ελεύθερης αγοράς. Τώρα, η παγκόσμια ύφεση που έχει φανεί στο προσκήνιο εμφανίζεται ορφανή και χωρίς υπεύθυνους. Και θα είναι το κατασυκοφαντημένο Κράτος εκείνο που θα προσπαθήσει να βγει μπροστά για να μετριάσει το τεράστιο κοινωνικό κόστος του οικονομικού οργίου των λίγων.
Σίγουρα γινόμαστε και θα συνεχίσουμε να γινόμαστε μάρτυρες μιας γενικής επαναποτίμησης του Κράτους, τόσο ως προς τη λειτουργία του της κοινωνικής προστασίας, όσο και ως προς τον οικονομικό, χρηματοδοτικό του ρόλο. Ενώπιον των νέων παγκόσμιων ασθενειών, των καταστάσεων κοινωνικού πανικού και οικονομικής ύφεσης, μόνο το Κράτος έχει την οργανωτική δυνατότητα και την απαιτούμενη κοινωνική νομιμοποίηση για να μπορέσει να υπερασπιστεί τους πολίτες.
Βρισκόμαστε σε μια στιγμή συλλογικής επιστροφής στους κοινωνικούς φόβους που, όπως λέει ο Νόρμπερτ Ελίας, αποτελούν το θεμέλιο των κρατικών συγκροτήσεων. Αλλά για την ώρα μόνο το Κράτος, με την ολοκληρωμένη γκραμσιανή μορφή του ενός διοικητικού μηχανισμού και μιας πολιτικοποιημένης κοινωνίας των πολιτών, μπορεί να κατευθύνει τις επιμέρους κοινωνικές θελήσεις προς κοινές ενέργειες και θυσίες που θα γίνουν από κοινού προκειμένου να καλυφθούν οι απαιτήσεις των δημόσιων πολιτικών προστασίας από την επιδημία και την οικονομική ύφεση.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το Κράτος εμφανίζεται ως μια κοινότητα προστασίας απέναντι στον κίνδυνο του θανάτου και στην οικονομική κρίση. Και βέβαια, αν και ισχύει ότι το πεπρωμένο των πολλών αναγκαστικά εξαρτάται από την απόφαση των λίγων που μονοπωλούν τις κρατικές αποφάσεις, και γι’ αυτό ο Μάρξ μιλούσε για μια «απατηλή-φαντασιακή κοινότητα», αυτές οι αποφάσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές προκειμένου να δημιουργήσουν ένα συλλογικό σώμα ενωμένο στην προσήλωσή του απέναντι στις αντίξοες συνθήκες – και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι σε διάλογο με τις βαθιές προσδοκίες των υποτελών τάξεων.
Ακόμα και αυτή η ίδια η παγκόσμια ύφεση βρίσκει στο εθνικό Κράτος τη μόνη κοινωνική πραγματικότητα που είναι ικανή να αναδιοργανώσει την κατεύθυνση της ροής του πλούτου των εθνών προκειμένου να προωθήσει σήμερα σε όλους αυτό που θα παραχθεί αύριο, με σκοπό να δώσει μια ώθηση στο εργατικό εισόδημα, στην εσωτερική κατανάλωση, στη δημιουργία απασχόλησης μέσω του κράτους και στην παραγωγική πίστωση.
Το πόσο θα διαρκέσει αυτή η επιστροφή στο Κράτος είναι δύσκολο να το ξέρουμε. Οπωσδήποτε όμως είναι βέβαιο ότι για μια μεγάλη περίοδο ούτε οι διεθνείς δομές, ούτε τα μέσα επικοινωνίας, ούτε οι χρηματιστικές αγορές, ούτε οι ιδιοκτήτες των μεγάλων επιχειρήσεων θα διαθέτουν μια ικανότητα άρθρωσης συνοχής και συναίνεσης με ηθικούς όρους παρόμοια με αυτήν που διαθέτουν τα Κράτη. Αυτό δεν μπορεί να σημαίνει επιστροφή στις μορφές του κράτους πρόνοιας ή του αναπτυξιακού κράτους προηγούμενων δεκαετιών, γιατί πλέον υπάρχουν τέτοιες τεχνικοοικονομικές αλληλεξαρτήσεις που δεν επιτρέπουν την οικοδόμηση αυτόκεντρων κοινωνιών βασιζόμενων στην εσωτερική αγορά και σε μια κανονική ροή μισθωτών εισοδημάτων. Πάντως χωρίς ένα κοινωνικό Κράτος που να δίνει προσοχή στις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού, είμαστε καταδικασμένοι να συνεχίσουμε να επαναλαμβάνουμε αυτά τα κοινωνικά πισωγυρίσματα που με αγριότητα δημιουργούν ρήγματα στις κοινωνίες, και τις οδηγούν με ιστορικούς όρους στο χείλος του γκρεμού.
Οι μορφές Κράτους που θα προκύψουν θα πρέπει να συνδυάζουν την επανεκτίμηση του ρόλου της εσωτερικής αγοράς, την ενισχυμένη κοινωνική προστασία των εργαζομένων (τόσο των μισθωτών όσο και των μη μισθωτών, καθώς και των υπαγόμενων στις διάφορες υβριδικές μορφές αυτόνομης εργασίας), συνεκτικές πολιτικές εκδημοκρατισμού της περιουσίας και τις αποφάσεις για το μέλλον, με την ελεγχόμενη συνάρθρωση των επιμέρους παγκόσμιων αλυσίδων προμήθειας αγαθών, τον ριζοσπαστικό οικονομικό έλεγχο των χρηματορροών και άμεσες ενέργειες για την προστασία του περιβάλλοντος σε πλανητική κλίμακα.
Τώρα, ένα άλλο παράδοξο των καιρών που σήμερα βρίσκονται μπροστά σε αβέβαιους εναλλακτικούς δρόμους, είναι ο κίνδυνος μιας διεστραμμένης επιστροφής του Κράτους κάτω από τη μορφή ενός είδους ανεστραμμένου Κεϋνσιανισμού και ενός ολοκληρωτισμού βασισμένου στα “big data” (τεχνολογία ανάλυσης δεδομένων μεγάλου όγκου) ως νεωτερικής τεχνολογίας περιορισμού των επικίνδυνων τάξεων. Εάν η επιστροφή του Κράτους γίνει για να χρησιμοποιηθεί δημόσιο χρήμα, με άλλα λόγια χρήμα που ανήκει σε όλους, προκειμένου να διατηρηθεί ο όγκος της κερδοφορίας μιας ολιγαρχίας ιδιοκτητών μεγάλων επιχειρήσεων, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με ένα Κράτος κοινωνικής προστασίας, αλλά με ένα Κράτος που βρίσκεται υπό τον έλεγχο μιας επιχειρηματικής αριστοκρατίας, όμοιο με αυτό που υφίστατο καθ’ όλη τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου και μας έφερε στο παρόν σημείο κοινωνικής καταστροφής.
Και εάν η χρήση των “big data” εξαπλωθεί από την ιατρική φροντίδα της κοινωνίας σε μια καταστολή της κοινωνικής εξεγερτικότητας, θα βρεθούμε μπροστά σε μια νέα φάση βιοπολιτικής που θα έχει εξελιχθεί σε μια πολιτική χειρισμού των δεδομένων. Η οποία, ξεκινώντας από τις διαδικασίες πειθάρχησης της ζωής στα εργοστάσια, τα κέντρα εγκλεισμού και τα συστήματα δημόσιας υγείας, περνάει στον αλγοριθμικό έλεγχο της ολότητας των δραστηριοτήτων της ζωής, εκτεινόμενη από το ιστορικό των μετακινήσεων, των σχέσεων, των προσωπικών επιλογών, των γούστων, των σκέψεων, μέχρι τις πιθανές μελλοντικές ενέργειες, μετατρέποντας όλα αυτά τα στοιχεία σε δεδομένα που τροφοδοτούν ένα είδος αλγορίθμου που «μετρά» την «επικινδυνότητα» των ανθρώπων – σήμερα ιατρική, αύριο πολιτισμική, μεθαύριο πολιτική επικινδυνότητα.
Η αλήθεια είναι ότι το σώμα, οι διαδρομές του σώματος στον κοινωνικό χωροχρόνο, πάντα υπήρξε αντικείμενο της εμμονής όλων των σχέσεων εξουσίας. Και σήμερα ισχύει αυτό απολύτως. Ο Πολ Βαλερί έλεγε σε έναν από τους διαλόγους του ότι το έσχατο όριο για το άτομο είναι το δέρμα, και δεν έκανε λάθος. Στο δέρμα του σώματος είναι εγγεγραμμένοι οι κώδικες της κοινωνίας, και γι’ αυτό εκείνο που περισσότερο εκπλήσσει με τον εγκλεισμό είναι η συνάντηση των σωμάτων, το πώς ενεργούν τα σώματα που βρίσκονται πλησίον, η γλώσσα των σωμάτων, με την οποία αυτά μας μιλούν και μας εκπαιδεύουν δίχως να το συνειδητοποιούν.
Έτσι λοιπόν μοιάζει σαν, εκτός των άλλων, να έχουμε καταπλακωθεί από το άγχος του εγκλεισμού που είναι η τεχνική όψη της φιλελεύθερης ουτοπίας ενός αυτάρκους ατομικισμού, ο οποίος επιχειρούσε να αντικαταστήσει την κοινωνική πραγματικότητα με μια εικονική πραγματικότητα. Είναι βέβαιο ότι τα σώματα και οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή της κοινωνίας και της ανθρωπότητας, και αυτό θα παραμείνει έτσι. Τώρα γνωρίζουμε ότι οι θέσεις εργασίας σε εικονικό περιβάλλον, η «τηλεεργασία» που είναι σημαντική και βρίσκεται σε άνοδο, παρ’ όλα αυτά δεν κυριαρχούν στη δημιουργία του πλούτου των εθνών. Ότι η δύναμη της εργασίας προέρχεται πάντοτε από μια σύνθεση φυσικής και πνευματικής προσπάθειας. Και ότι οι κοινωνίες των εθνών παραλύουν όταν δεν υπάρχει η ανθρώπινη σωματική δραστηριότητα που αλληλεπιδρά με άλλες υλικές υποστάσεις. Είναι σαν το δέρμα και το σώμα να ήταν δυνάμεις για την παραγωγή της κοινωνίας γενικά, και των μορφών κοινότητας ειδικά, ξεκινώντας από την οικογενειακή κοινότητα και προχωρώντας στην εθνική και την παγκόσμια.
Ένα like στο Facebook είναι μια κλειστή σύγκλιση διαθέσεων που δεν παράγει τίποτα καινούριο πέραν της μετρήσιμης αύξησης των ανώνυμων εκδηλώσεων υποστήριξης. Μια συνέλευση, αντίθετα, είναι μια διαρκής κοινωνική-σωματική δομή πρακτικών γνώσεων και κοινών εμπειριών.
Η ανησυχία και η αίσθηση ακρωτηριασμού με τις οποίες ο κόσμος αντιδρά στον αναγκαίο και προσωρινό εγκλεισμό φανερώνει ότι το σώμα δεν είναι απλώς ένα περιοριστικό δοχείο ενός πνεύματος ικανού να κάνει το άλμα προς την απόλυτη εικονικότητα. Όχι, το σώμα δεν είναι ένα κουτί νευρώνων διατεταγμένων οργανωμένα. Το σώμα είναι η προέκταση του νου, στο ίδιο μέτρο που ο νους είναι η προέκταση του σώματος. Και έτσι οι μηχανισμοί της συνείδησης, της εφευρετικότητας, των αισθημάτων και της κοινωνικής δράσης είναι ολοκληρωμένες εκδηλώσεις του σώματος στο σύνολό του και στη συσχέτισή του με άλλα σώματα, με την ανθρωπότητα και με τη φύση συνολικά.
Το σώμα είναι, λοιπόν, ένας προνομιακός τόπος κοινωνικής συνείδησης και παραγωγής της κοινωνίας.
Το ότι τα όρια αυτής της συνθήκης παγκόσμιας εικονικής πραγματικότητας που μας έχει επιβληθεί βγάζουν στο φως την αξία των εμπειριών του σώματος είναι ακόμα ένα παράδοξο των αμφίσημων εποχών. Και αν είναι αρκετά πιθανό ότι σε κάποια χρόνια από σήμερα αυτή η αγχωτική εμπειρία θα λησμονηθεί, και ότι πάλι τότε πολλοί θα βγαίνουν στους δρόμους με τα κινητά τους περασμένα στο λαιμό: θα μπορούν παρ’ όλα αυτά να το κάνουν γιατί ο κόσμος θα βρίσκεται εκεί, στο χέρι τους, αλληλεπιδρώντας ο ένας με τον άλλο, αλλάζοντας ματιές και μέσω των χειρονομιών του σώματος, αν και η συναίσθησή μας θα βρίσκεται στο διάλογο του WhatsApp. Αλλά επίσης είναι πιθανό ότι η απελπισία για τη συνάντηση με τους άλλους θα εκδηλώνεται επαναληπτικά, εάν δεν μπορέσουμε να αντλήσουμε τώρα τα απαραίτητα διδάγματα από αυτόν τον τύπο μίζερης, μικρόψυχης παγκοσμιοποίησης, η οποία δεν νοιάζεται ούτε για τα κοινά του κόσμου, ούτε για την κοινή φύση μέσα στην οποία ζούμε. Και ίσως τότε ο τρόμος να γίνει το διαρκές καθεστώς της κοινωνικής συμβίωσης.
Τα ανθρώπινα όντα είμαστε από τη φύση μας όντα καθολικά, και αξίζουμε έναν τύπο παγκοσμιοποίησης που πηγαίνει πέραν των αγορών και των χρηματορροών. Χρειαζόμαστε μια παγκοσμιοποίηση της γνώσης, της ιατρικής φροντίδας, της μετακίνησης των προσώπων, των μισθών των εργαζομένων, της φροντίδας της φύσης, της ισότητας ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες, των δικαιωμάτων των ιθαγενικών λαών. Με άλλα λόγια χρειαζόμαστε μια παγκοσμιοποίηση της κοινωνικής ισότητας σε όλα τα πεδία της ζωής, που είναι η μόνη η οποία πλουτίζει ανθρωπιστικά τους πάντες. Ενόσω αυτό δεν συμβαίνει, ως μια μετάβαση σε μια παγκοσμιοποίηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, είναι απαραίτητο ένα κοινωνικό πληβειακό Κράτος που όχι μόνο θα προστατεύει τους πιο αδύναμους πληθυσμούς, θα ενισχύει τη δημόσια υγεία, τα εργατικά δικαιώματα και θα επανοικοδομεί έναν αμοιβαία αναζωογονητικό μεταβολισμό με τη φύση, αλλά και, επιπλέον, θα εκδημοκρατίζει διαρκώς τον υλικό πλούτο και την εξουσία πάνω σε αυτόν. Και προς τούτο θα εκδημοκρατίζει την πολιτική και τον τρόπο λήψης των αποφάσεων, που όλο και περισσότερο πρέπει να κινούνται από τα κάτω προς τα πάνω, και όλο και λιγότερο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Είναι δηλαδή απαραίτητος ένας τύπος ολοκληρωμένου Κράτους το οποίο θα επιτρέπει να προχωράμε μεταδίδοντας τη μοριακή δημοκρατική συνεργατικότητα της κοινωνίας πάνω στο ίδιο το Κράτος.
Τελικά, το πανεπιστήμιο είναι μέρος του Κράτους, και εκ των πραγμάτων είναι ένας από τους πιο σημαντικούς θεσμούς του στη διαδικασία σχηματισμού νομιμοποιήσεων, τόσο κρατικών όσο και μη κρατικών: καθολικεύει την τακτική εκπαίδευση, διανέμει τα εκπαιδευτικά αγαθά στην κοινωνία, οικοδομεί έναν λεπτό ιστό για την ανάδυση νέων επαγγελμάτων και λειτουργιών και, πάνω απ’ όλα, παράγει κοινωνική συνείδηση και τρόπους διανοητικής, λογικής και ηθικής ολοκλήρωσης της κοινωνίας με το Κράτος.
Στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, παράλληλα με την κατάρρευση του κοινωνικού Κράτους, οι ελίτ ενστερνίστηκαν άλλους δρόμους από τα έξω νομιμοποίησης: τις τεχνοκρατίες των πανεπιστημίων του Βορρά, τους συμβούλους των διεθνών οργανισμών που εργάστηκαν για τη δημιουργία ενός πλαισίου καθιέρωσης των δεσμών ιδιοποίησης των δημόσιων πόρων και μεταφοράς στο εξωτερικό του εθνικού οικονομικού πλεονάσματος. Αυτό επέφερε μια σειρά από απαξιώσεις αποικιοκρατικής έμπνευσης έναντι του επιπέδου της τοπικά παραγόμενης γνώσης και των δημόσιων πανεπιστημίων.
Καμιά κοινωνία δεν είναι ικανή να αυτοπροσδιοριστεί, δηλαδή να προσδιορίζει η ίδια τον προορισμό της, χωρίς την παραγωγή συνείδησης για την ίδια και τον κόσμο. Γι’ αυτό τα πανεπιστήμια βρίσκονται σήμερα μπροστά σε μια διπλή πρόκληση. Καταρχήν, να διευρύνουν την ικανότητά τους να παράγουν κατάλληλη γνώση – το οποίο σημαίνει να μην περιορίζονται να επαναλαμβάνουν και να διαδίδουν αυτά που άλλοι έχουν κάνει σε άλλα μέρη του κόσμου. Σίγουρα η πρόσβαση σε άλλες γνώσεις, προερχόμενες από άλλους τόπους, είναι απαραίτητη προκειμένου να παραχθούν νέα πράγματα. Όμως αυτό που συμβαίνει αλλού δεν είναι απλά η εμπειρική επιβεβαίωση των όσων άλλοι έχουν θεωρητικοποιήσει αλλού, και ακόμα περισσότερο δεν είναι η προσωρινή «παράκαμψη» ενός προορισμού στον οποίο θα πρέπει να προσκολληθεί κανείς αργά ή γρήγορα.
Πρέπει να έχουμε την τόλμη να παράγουμε νέες γνώσεις, νέες εννοιολογικές δομές, τέτοιες που να ερμηνεύουν αυτή τη θύελλα πρωτόγνωρων γεγονότων. Γνώσεις ικανές να διαλέγονται με εννοιολογικά σχήματα που έχουν παραχθεί σε άλλα μέρη του κόσμου. Και επίσης να εξηγούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και με τις πιο λογικές κατηγορίες αυτό που συμβαίνει εδώ, αλλά και εκείνο που γίνεται σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Σήμερα είναι μια εξαιρετική στιγμή για τις κοινωνικές επιστήμες εξαιτίας της ίδιας της εξαιρετικότητας όλων όσων συμβαίνουν σε όλα τα μέρη και σε όλα τα πεδία της κοινωνικής εμπειρίας.
Η λατινοαμερικάνικη κοινωνία στο διάβα της ιστορίας της, τόσο της προγενέστερης όσο και της πρόσφατης, έχει δώσει παραδείγματα ασύγκριτης πολιτικής και κοινωνικής τόλμης προκειμένου να αμφισβητήσει τις πολλαπλές σχέσεις εξουσίας, να παράξει πρωτότυπους θεσμικούς συνδυασμούς, και να αναλάβει πρωτοποριακές μορφές συλλογικής δράσης – πολλές από τις οποίες χρησιμεύουν σαν παράδειγμα ή σαν αναφορά για άλλες κοινωνίες του κόσμου. Το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και με την παραγωγή γνώσης και κοινωνικής θεωρίας. Στην πραγματικότητα, ήδη τα πράγματα κινούνται προς τα εκεί. Μόνο που μας λείπει το να δούμε με μεγαλύτερη προσοχή αυτό που συμβαίνει στον εσωτερικό μας ορίζοντα ως πηγή και για μια καθολική συνείδηση.
Επιπλέον βασιζόμαστε σε έναν τρόπο εργασίας πιο πλουραλιστικό και σίγουρα περισσότερο κοσμοπολίτικο διανοητικά. Σε αντιδιαστολή με τις ακαδημαϊκές κοινότητες των χωρών του κέντρου, όπου το κάθε πανεπιστήμιο κύρους και ο κάθε αναγνωρισμένος διαννοούμενος, όπως αναμένεται λόγω της υπεροχής της θέσης διανοητικής κυριαρχίας που κατέχουν, τηρούν μια στάση σιωπηρής απαξίωσης για τα όσα παράγονται σε άλλα έθνη, υιοθετώντας ένα είδος ντροπαλού διανοητικού εθνικισμού. Στις χώρες μας αντιθέτως, υπάρχει μια ζέση, ορισμένες φορές υπερβολικών διαστάσεων, για να γνωρίσουμε την ακαδημαϊκή παραγωγή άλλων χωρών, και ειδικά αυτών που κυριαρχούν. Αυτό που από πλευράς αρχής είναι επιβαρυντικός παράγοντας, εύκολα γίνεται ή μπορεί να γίνει μεγάλο πλεονέκτημα εάν το συνδυάσουμε με ένα απεριόριστο πάθος για τη δική μας ειδική κατάσταση, συμπεριλαμβανομένης της δικής μας ειδικής κατάστασης σε επίπεδο ηπείρου. Αυτό τελικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια παραγωγή καθολικής συνείδησης πολύ πιο ισχυρή από πολλές κυριαρχούσες γνώσεις περιφερειακού ή τοπικού χαρακτήρα που σήμερα παριστάνουν ότι είναι καθολικές, εκμεταλλευόμενες την αντανάκλαση στη θεωρία της οικονομικά κυρίαρχης θέσης στον πλανήτη των περιοχών όπου παράγονται αυτές οι γνώσεις.
Κατά δεύτερο, αυτή είναι η υποχρέωση του φοιτητή, του καθηγητή και του ερευνητή απέναντι στην κοινωνία: να στέκονται απέναντι σε μια παραμορφωτική αντίληψη «αξιολογικής ουδετερότητας» που βαυκαλίζεται ότι θα βρει άτομα απαλλαγμένα από το πλέγμα των αξιών, από τις πολιτικές τάσεις και τις ηθικές επιλογές που διαπερνούν τις διανοητικές τους δομές, πράγμα που αυτό το ίδιο αποτελεί μια φανταστική εκτίμηση για τον κόσμο. Είναι απόλυτα φανερό ότι ο ερευνητής δεν μπορεί να αποκοπεί από το κοινωνικό του είναι, ούτε από το πλέγμα των σχέσεων εξουσίας που τον περιβάλλουν. Με αυστηρούς όρους, γενικά η εσωτερική δύναμη κάθε καλής έρευνας πηγάζει ακριβώς από τη σωστή διαχείριση αυτού του πλέγματος που καθορίζει το κοινωνικό είναι του ερευνητή. Η συνειδητοποίηση αυτών των προσδιορισμών είναι το καλύτερο σημείο αφετηρίας για την τοποθέτηση του προβλήματος της έρευνας. Αλλά αυτή η αδιάλλακτη συνείδηση των αξιολογικών κριτηρίων που βοηθούν να καθοριστεί η προς μελέτη κοινωνική πράξη δεν μπορεί να χρησιμεύσει για να υποβάλει στην ίδια λογική ούτε τη διαδικασία, ούτε το αποτέλεσμα της έρευνας. Επειδή έτσι πλέον δεν γίνεται έρευνα, αλλά επικυρώνεται κάτι που ήταν ήδη γνωστό πριν από αυτήν, και η κοινωνική πράξη δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας συνάρθρωσης αιτιών αλλά μέσα από ένα σύνολο επιθυμιών, ακυρώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη διαδικασία της γνώσης.
Το πόσο εναρμονισμένες με το θέμα και κατάλληλες είναι οι κοινωνικές δεσμεύσεις του ερευνητή φαίνεται κατά τη στιγμή της οριοθέτησης των πράξεων που θα μελετήσει, κατά τη στιγμή που θα διατυπώσει τα σχετιζόμενα με αυτές τις πράξεις ερωτήματα τα οποία θα κληθεί να επιλύσει. Διότι, σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια προσανατολισμού μέσα στον κόσμο στήνει, προσκομίζοντας περισσότερο ή λιγότερο αποδεικτικό υλικό, έναν χώρο απεριόριστων ερωτημάτων τα οποία τίθενται στο πλαίσιο των προσδοκιών και των απόψεων που εμφανίζονται για την πορεία του κόσμου.
Η τήρηση των δεσμεύσεων του ερευνητή, εφόσον αυτές είναι κριτικές ως προς την πραγματικότητα του κόσμου, πρέπει να μπει σε δοκιμασία στο πλαίσιο των ποικίλων επιστημονικών πεδίων και της ετεροδοξίας των εννοιολογικών εργαλείων προκειμένου να υιοθετηθούν, να τροποποιηθούν, να συνδυαστούν και να εφευρεθούν εκείνα που συλλαμβάνουν καλύτερα τη δυναμική των γεγονότων. Η ίδια η έρευνα στην ανάπτυξή της θα κάνει αναγκαστικά να αναφανούν έννοιες και λογικά σχήματα που θα εκφράζουν κατά καλύτερο τρόπο τις κανονικότητες οι οποίες εντοπίστηκαν, και δεν υπάρχει κανένας λόγος να τις προσπεράσουμε. Οι μέθοδοι εξασφάλισης και μέτρησης των δεδομένων των κοινωνικών διαδικασιών, ομοίως, πρέπει να προσαρμοστούν ώστε να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος των ποιοτικών χαρακτηριστικών της πράξης που είναι υπό εξέταση – καθόσον η λογική συνάρθρωση των αποτελεσμάτων θα πρέπει να καθοδηγείται από την επιδίωξη να παρουσιαστεί ως πρόδηλη, σχεδόν αυταπόδεικτη η αιτιακή ροή, τόσο των λογικών αιτίων όσο και των πρακτικών που σχετίζονται με τα πρόσωπα τα οποία ενέχονται στην κοινωνική αυτή πράξη. Έτσι η εγκυρότητα της κοινωνικής δέσμευσης θα ενισχύεται πολύ περισσότερο από την επιχειρηματολογική δύναμη των πράξεων, παρά από τη ρητορική.
Η κοινωνική συνείδηση, η επανεμφάνιση του Κράτους στο προσκήνιο και η εποχή στρατηγικής αβεβαιότητας για τις κοινωνίες ανοίγουν έναν απεριόριστο χώρο δυνατοτήτων κοινωνικής δημιουργικότητας, πολιτικών διλημμάτων και ανάπτυξης ακαδημαϊκών εργαλείων ικανών να συμβάλουν στον αναστοχασμό της κοινωνίας και να επηρεάσουν τις δημόσιες πολιτικές.
Ο κόσμος βρίσκεται παγιδευμένος στη δίνη πολλαπλών κρίσεων –περιβαλλοντικών, οικονομικών, ιατρικών και πολιτικών– που έχουν ρευστοποιήσει όλες τις προβλέψεις σχετικά με το μέλλον. Και το χειρότερο είναι ότι το μέλλον έρχεται μαζί με τον επαπειλούμενο κίνδυνο να επιβληθούν «λύσεις» με τις οποίες οι υποτελείς τάξεις θα υποβληθούν σε μεγαλύτερες στερήσεις από αυτές που ανέχονται σήμερα. Αλλά η κατάσταση της υποτέλειας, είτε κοινωνικής είτε εθνικής, έχει ένα σημείο μέσα σε αυτόν τον πλανητικό χαμό όπου, όπως συμβαίνει σε εξαιρετικές περιπτώσεις, παύουν να λειτουργούν οι ενεργητικές στοιχίσεις με τις αποφάσεις και τους δρόμους που προτείνουν οι κυρίαρχες ελίτ. Η πλανητική ανησυχία λόγω της ευθραυστότητας των προοπτικών, η προσκόλληση στις οποίες είναι και αυτή ανάμεσα στις κρατούσες πεποιθήσεις, συνδυαζόμενη με εκείνα τα χαρακτηριστικά της κοινής αίσθησης που γίνονται τώρα διαπερατά, ενισχύει τη διάθεση για την αναζήτηση νέων βεβαιοτήτων. Και έτσι, αν σε αυτή τη φάση η κριτική σκέψη γενικά και η ακαδημαϊκή κοινότητα ειδικότερα βοηθήσουν στο να τεθούν ερωτήματα σχετικά με την ηθική ρήξη ανάμεσα στους κυρίαρχους και τους κυριαρχούμενους, και αν συμβάλουν στο να γίνουν προσιτά τα εργαλεία της κοινωνικής αυτογνωσίας, είναι πιθανό ότι εν μέσω της ενδεχομενικότητας του μέλλοντος θα ενισχυθεί εκείνη η πορεία που υποστηρίζεται από τις δραστηριότητες της κοινότητας, από την αλληλεγγύη και την ισότητα – που είναι ο μόνος χώρος μέσα στον οποίο οι υποτελείς μπορούν να απελευθερωθούν από την κατάσταση της υποτέλειάς τους.
Μόνο έτσι ο ορίζοντας προοπτικής που αναδύεται, όποιος και αν είναι αυτός και όποιο όνομα και αν του δώσουμε, θα γίνει δικός μας. Εκείνος ο ορίζοντας που η κοινωνία είναι ικανή να αποδώσει στον εαυτό της και για τον οποίο αξίζει τον κόπο να διακινδυνεύσουμε όλα όσα είμαστε σήμερα.
* Ο Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα ήταν αντιπρόεδρος του Πολυεθνικού Κράτους της Βολιβίας από το 2006 ως το φιλοδυτικό πραξικόπημα του περασμένου Νοεμβρίου. Η παρούσα διάλεξή του δόθηκε στις 30/3/2020 στο Ινστιτούτο Ανώτατων Κοινωνικών Σπουδών του Εθνικού Πανεπιστημίου του Σαν Μαρτίν. Πρωτοδημοσιεύθηκε στις 4/4/2020 στην προσωπική σελίδα του στο facebook (www.facebook.com/AlvaroMarceloGarciaLinera) και έκτοτε αναπαράχθηκε σε πολλά ΜΜΕ, μεταξύ των οποίων ο ιστότοπος «Οι Φωνές Μας» (www.nuestrasvoces.com.ar). Ορισμένοι από τους μεσότιτλους είναι της Σύνταξης.
Πηγή: e-dromos.gr
Δρόμος της Αριστεράς: Επιλογές
Μιλώντας για πρώτη φορά ως καθηγητής ενός αργεντίνικου πανεπιστημίου, ο αυτοεξόριστος Λινέρα επέλεξε να μοιραστεί με το πλήθος φοιτητών, ακαδημαϊκών και πολιτικών στελεχών που παρακολούθησαν τη διάλεξή του τις σκέψεις που γεννά «ένας ασήμαντος ιός». Δεν περιορίστηκε στο σφυροκόπημα της αποτυχημένης παγκοσμιοποίησης και των ιδεολογιών που τη στηρίζουν: ιχνηλάτησε και διεξόδους. Ελπίζουμε ότι οι αναγνώστριες και αναγνώστες του Δρόμου θα βρουν εδώ μια πηγή προωθητικού και απελευθερωτικού προβληματισμού.
Έχουμε μπει σε παράδοξους καιρούς, χαρακτηριστικούς μιας παγκόσμιας κοινωνίας σε μετάβαση. Σε καιρούς μιας γενικευμένης αστάθειας, όπου οι κοινές προοπτικές θολώνουν και κανείς δεν ξέρει αν αυτό που έρχεται αύριο θα είναι μια επανάληψη του σήμερα, ή θα φέρει μια νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων, ή αν θα είναι η άβυσσος. Ένα απρόβλεπτο μέλλον γεμάτο άγχος είναι η μόνη βεβαιότητα.
Και έτσι τώρα δεν βρισκόμαστε μπροστά στις συνηθισμένες κακοτυχίες της καθημερινότητας, όπως για παράδειγμα όταν παίρναμε το μετρό για να πάμε στη δουλειά και δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε ποιον θα συναντούσαμε στο βαγόνι ή κατά πόσον θα φτάναμε στην ώρα μας. Η αβεβαιότητα σήμερα είναι πολύ βαθύτερη: αφορά τη μοίρα μας, αφού κανένας δεν ξέρει το πότε πραγματικά θα ξαναπάρει το μετρό, ή αν θα έχει τη δουλειά στην οποία πήγαινε με αυτό το μετρό ή, πιο ακραία, αν θα συνεχίσουμε να ζούμε μέχρι τότε. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι επομένως μια απόλυτη κατάρρευση της προοπτικής των κοινωνιών, που τη συνοδεύει μια αβεβαιότητα πρόβλεψης τέτοιας φύσης ώστε θα μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε μπορείς να φανταστείς – ακόμα και τίποτα.
Ένας ασήμαντος ιός ανάμεσα στους εκατοντάδες χιλιάδες που υπάρχουν οδηγεί πάνω από 2,6 δισεκατομμύρια άτομα να αναστείλουν τις κανονικές τους δραστηριότητες, και ένα μεγάλο μέρος των εργασιών με τις οποίες ο κόσμος αναπαράγει τις συνθήκες ύπαρξής του να έχει παραλύσει, και επίσης τις κυβερνήσεις να εφαρμόζουν καταστάσεις εξαίρεσης (έκτακτης ανάγκης) σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα μετακίνησης και συνάθροισης. Ένας παγκόσμιος πανικός έχει καταλάβει τα ΜΜΕ και ένα νέφος καχυποψίας απέναντι στον διπλανό, που μπορεί να είναι φορέας της ασθένειας, πάει να επιβληθεί στο πνεύμα της εποχής.
Οι απάτες της παγκοσμιοποίησης
Μια πρώτη παραδοξότητα προκύπτει από το γεγονός ότι σε μια περίοδο εξύμνησης της παγκοσμιοποίησης των χρηματιστικών αγορών, των προμηθευτικών αλυσίδων, της μαζικής κουλτούρας και των δικτύων, η πρωταρχική φροντίδα που παρουσιάζεται μπροστά σε μια ασθένεια παγκόσμιας κλίμακας είναι η ατομική απομόνωση. Μοιάζει σαν να ομολογούν την ήττα τους αυτές οι παγκόσμιες αγορές και οι αρχιερείς τους, βρισκόμενοι μπροστά στην ανάγκη διατήρησης του Κράτους, του δημόσιου χαρακτήρα του συστήματος υγείας και της οικογένειας ως απαραίτητου πυρήνα κοινωνικότητας και προστασίας. Από το σημείο αυτό αγγίζει τα όρια του γκροτέσκου το να βλέπουμε τους προφήτες του ελεύθερου εμπορίου και του «ελάχιστου Κράτους», που μέχρι χθες απαιτούσαν την κατάργηση των εθνικών συνόρων και τη διάλυση των φερομένων ως «υψηλού κόστους» συστημάτων κοινωνικών δικαιωμάτων (υγείας, παιδείας, συνταξιοδότησης κ.ά.), να βγαίνουν τώρα και να χειροκροτούν το κλείσιμο των συνόρων για λόγους προφύλαξης, και να ζητούν από το Κράτος τα πιο δραστικά μέτρα για τη φροντίδα των πολιτών και την επανενεργοποίηση των εθνικών οικονομιών.
Το ότι η ευφορία για την παγκοσμιοποίηση ως τελικό προορισμό της ανθρωπότητας εξαντλείται αποκλειστικά στον ατομικό εγκλεισμό, και το ότι το Κράτος είναι η μοναδική πολιτική οργάνωση που κυριαρχεί απέναντι στην επείγουσα κατάσταση που δημιουργεί μια παγκόσμια ασθένεια η οποία προέκυψε από την ίδια την πορεία της παγκοσμιοποίησης, παραπέμπει κυριολεκτικά σε φάρσα. Κάτι πηγαίνει στραβά με αυτήν την παραδοξότητα: είτε η παγκοσμιοποίηση ως πολιτικό-οικονομικό εγχείρημα υπήρξε και παραμένει μια συλλογική εξαπάτηση αποδοτική για τους λίγους, είτε οι κοινωνίες δεν κατανοούν τις «αρετές» του κόσμου της παγκοσμιοποίησης – πράγμα που ισοδυναμεί με το να λέμε ότι αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με τη ρητορική, αυτή που σφάλλει είναι η πραγματικότητα, και όχι η ρητορική που αναφέρεται σε αυτήν την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει παγκοσμιοποιημένη απάντηση σε ένα παγκόσμιο δράμα, και ότι ήδη έχει εκδοθεί καταδίκη για μια δυσοίωνη εποχή.
Πρόκειται συνεπώς για μια κολοσσιαία αποτυχία της παγκοσμιοποίησης όπως αυτή οικοδομήθηκε μέχρι τώρα, και πάνω απ’ όλα του πολιτικού λόγου που τη συνόδευσε και των κανονιστικών ιδεολογιών που την υποστήριξαν.
Σίγουρα, εφόσον παγκοσμιοποιούνται οι αγορές μετοχών αλλά όχι η κοινωνική προστασία, εφόσον παγκοσμιοποιούνται οι προμηθευτικές αλυσίδες αλλά όχι η ελεύθερη μετακίνηση προσώπων, εφόσον παγκοσμιοποιούνται τα κοινωνικά δίκτυα αλλά όχι οι μισθοί ούτε οι ευκαιρίες, τότε η παγκοσμιοποίηση είναι περισσότερο ένα πρόσχημα από την πλευρά κάποιων χωρών ή και κάποιων ατόμων προκειμένου να επιβάλουν την κυριαρχία τους, την ισχύ και την κουλτούρα τους, παρά μια αληθινή καθολική συνένωση των ανθρώπινων επιτευγμάτων προς όφελος όλων.
Πρόκειται για έναν κολοβό τρόπο παγκοσμιοποίησης της κοινωνίας ο οποίος, γεννώντας περισσότερη ανισότητα και αδικία, την ίδια στιγμή αδυνατίζει τους μηχανισμούς προστασίας και φροντίδας που έχουν δημιουργηθεί στη διάρκεια δεκαετιών από τα διάφορα εθνικά Κράτη.
Σήμερα βλέπουμε ότι οι χρηματιστικές αγορές δεν θεραπεύουν τις παγκόσμιες ασθένειες, παρά μόνο κάνουν πιο έντονες τις συνέπειές τους για τους πιο αδύνατους. Βλέπουμε ότι το ελεύθερο εμπόριο έχει οδηγήσει σε μια επιστροφή σε συνθήκες ανισότητας όμοιες με εκείνες των αρχών του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με τον Πικετί, το πλουσιότερο 1% στις ΗΠΑ, που είχε φτάσει το 1975 να συγκεντρώνει το 20% της συνολικής περιουσίας, ακίνητης και κινητής, το έτος 2018 έχει πλέον αυξήσει το μερίδιό του ως το 40% – όπως συνέβαινε και το 1920. Σήμερα γνωρίζουμε ότι κανένας παγκόσμιος θεσμός δεν έχει την παραμικρή πιθανότητα να συγκεντρώσει τις επιμέρους θελήσεις μέσα στην κοινωνία προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι παγκόσμιες αντιξοότητες. Αντίθετα, όμως, το Κράτος πάει να το πετύχει. Είναι σαν όχι μόνο να υπήρξε άχρηστη για τη φροντίδα της ανθρωπότητας η «αόρατη χειρ της αγοράς» του Άνταμ Σμιθ, αλλά επιπλέον να αποδείχθηκε πιο επικίνδυνη από την ίδια την πανδημία. Και είναι φανερό ότι η παγκοσμιοποίηση, που μέχρι τώρα λειτουργεί ώστε να αυξάνει τα ιδιωτικά κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων του κόσμου, αντίθετα αποδεικνύεται άχρηστη για την προώθηση της προστασίας των ανθρώπων.
Τι υπάρχει πίσω από κάθε πανδημία
Η παρούσα επιδημία δεν είναι η πρώτη παγκόσμιου χαρακτήρα. Ήδη έχουν παρουσιαστεί άλλες: από την περίοδο της έναρξης εμφάνισης της παγκόσμιας αγοράς στις αρχές του 16ου αιώνα, μετέπειτα κατά τη διάρκεια του αποικισμού της Αμερικής, όταν η ευλογιά αφάνισε το 70 έως 80% του γηγενούς πληθυσμού, αργότερα με τις επιδημίες χολέρας σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, τη ρωσική γρίπη τον 19ο αιώνα, την ισπανική γρίπη, τη γρίπη των πτηνών, τον HIV (AIDS) και πρόσφατα τον SARS 1, τον H1N1 κ.λπ.
Οι παγκόσμιες ασθένειες αναδύονται μέσα από τους τρόπους τυπικής και πραγματικής υπαγωγής της ζώσας φύσης στη λογική της εμπορευματικής παραγωγής, οι οποίοι τεμαχίζουν τις διαδικασίες, ασκώντας ρυθμιστικό ρόλο στη μετάδοση των ασθενειών ανάμεσα σε ξεχωριστά ζωικά είδη. Τυπική υπαγωγή, όταν πιέζει τη μικρή αγροτική οικονομία να εισχωρήσει όλο και περισσότερο σε δάση και οικολογικά αυτοτελώς βιώσιμες περιοχές προκειμένου να εμπορευματοποιήσει τη χλωρίδα και την πανίδα τους. Πραγματική υπαγωγή, όταν η πλήρως καπιταλιστικοποιημένη παραγωγή επιβάλλει χωρίς όρια στα δάση τρόπους εργασίας εκτατικής γεωργίας συναρθρωμένους με τις αγορές εμπορευμάτων. Και στις δύο περιπτώσεις, η διαμεσολάβηση ανάμεσα στην άγρια ζωή και τα ανθρώπινα όντα, που ρυθμιζόταν σταδιακά στη διάρκεια δεκαετιών ή αιώνων διαμέσου της διασποράς σε μικρές κοινότητες, τώρα συμπιέζεται σε γιγάντιες ανθρώπινες συγκεντρώσεις μέσα σε μέρες ή εβδομάδες, προκαλώντας εκρήξεις αιφνίδιων μαζικών και καταστροφικών μολύνσεων.
Πίσω από κάθε πανδημία θα βρούμε έναν τρόπο με τον οποίο ορίζεται ο κοινωνικός πλούτος ως μια απεριόριστη ιδιωτική συσσώρευση χρημάτων και υλικών αγαθών, η οποία μετατρέπει για τον σκοπό αυτό τη φύση μαζί με τα συστατικά της μέρη, που περιλαμβάνουν τα ζώντα και τα μη ζώντα είδη, σε μια απλή μάζα πρώτης ύλης η οποία επιδέχεται ιδιοποίηση, καταλήστευση και χρηματιστικοποίηση. Είναι μια μέθοδος τυφλά περιορισμένη στο να παράγει όλο και περισσότερο χρήμα, αλλά ανίκανη να παράγει έναν τρόπο που να προστατεύει τους ανθρώπους και, ακόμα περισσότερο, τη φύση. Το αποτέλεσμα είναι μια τάξη πραγμάτων που κυριαρχεί επί μιας κοινωνίας η οποία δεν καταλαβαίνει ότι ο παθολογικός τρόπος με τον οποίο κατατρώει τη φύση, θυσιάζοντάς την στο βωμό του κέρδους, είναι ο ίδιος τρόπος με τον οποίο κατατρώει τις σάρκες της.
Το γεγονός ότι οι αγορές και οι διεθνείς θεσμοί καλύπτονται τώρα πίσω από την κρατική νομιμοποίηση προκειμένου να προσπαθήσουν να τιθασεύσουν τους καταστροφικούς δαίμονες που έχει εξαπολύσει αυτή η μορφή παγκοσμιοποίησης, είναι η επιβεβαίωση μιας διπλής αποτυχίας: των διεθνών θεσμών να παρέχουν βιώσιμες απαντήσεις παγκόσμιας κλίμακας σε ό,τι αφορά την προστασία της υγείας των ανθρώπων σε όλες τις χώρες, και των παγκόσμιων αγορών να εμποδίσουν την παγκόσμια οικονομική καταστροφή που έχει επιταχύνει η πανδημία.
Την οικονομική παράλυση των τελευταίων χρόνων, τη διαδέχεται τώρα μια παγκόσμια ύφεση, δηλαδή μια συρρίκνωση των κατά τόπους οικονομιών η οποία πρόκειται να φέρει το κλείσιμο επιχειρήσεων σε τεράστια έκταση, την απόλυση εκατομμυρίων εργαζομένων, την καταστροφή της οικογενειακής αποταμίευσης, την αύξηση της φτώχειας και την κοινωνική δυστυχία. Για ακόμα μια φορά οι αρχιερείς της παγκοσμιοποίησης, μέσα στην παραδόπιστη κακότητά τους, κάθονται με σταυρωμένα χέρια, περιμένοντας να ξοδέψουν τα εθνικά Κράτη τα τελευταία αποθέματά τους, υποθηκεύοντας το μέλλον τουλάχιστον δύο γενιών προκειμένου να συγκρατήσουν τη λαϊκή οργή και να μετριάσουν την καταστροφή που έχουν προκαλέσει οι αρχιτέκτονες της παγκοσμιοποίησης.
Όταν η παγκόσμια ισχύς ήταν φανερή, είχε πολλούς πατεράδες: καθένας τους πιο ένθερμος υποστηρικτής από τον άλλον της δήθεν ιστορικής ανωτερότητας της ελεύθερης αγοράς. Τώρα, η παγκόσμια ύφεση που έχει φανεί στο προσκήνιο εμφανίζεται ορφανή και χωρίς υπεύθυνους. Και θα είναι το κατασυκοφαντημένο Κράτος εκείνο που θα προσπαθήσει να βγει μπροστά για να μετριάσει το τεράστιο κοινωνικό κόστος του οικονομικού οργίου των λίγων.
Η επιστροφή του Κράτους
Σίγουρα γινόμαστε και θα συνεχίσουμε να γινόμαστε μάρτυρες μιας γενικής επαναποτίμησης του Κράτους, τόσο ως προς τη λειτουργία του της κοινωνικής προστασίας, όσο και ως προς τον οικονομικό, χρηματοδοτικό του ρόλο. Ενώπιον των νέων παγκόσμιων ασθενειών, των καταστάσεων κοινωνικού πανικού και οικονομικής ύφεσης, μόνο το Κράτος έχει την οργανωτική δυνατότητα και την απαιτούμενη κοινωνική νομιμοποίηση για να μπορέσει να υπερασπιστεί τους πολίτες.
Βρισκόμαστε σε μια στιγμή συλλογικής επιστροφής στους κοινωνικούς φόβους που, όπως λέει ο Νόρμπερτ Ελίας, αποτελούν το θεμέλιο των κρατικών συγκροτήσεων. Αλλά για την ώρα μόνο το Κράτος, με την ολοκληρωμένη γκραμσιανή μορφή του ενός διοικητικού μηχανισμού και μιας πολιτικοποιημένης κοινωνίας των πολιτών, μπορεί να κατευθύνει τις επιμέρους κοινωνικές θελήσεις προς κοινές ενέργειες και θυσίες που θα γίνουν από κοινού προκειμένου να καλυφθούν οι απαιτήσεις των δημόσιων πολιτικών προστασίας από την επιδημία και την οικονομική ύφεση.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το Κράτος εμφανίζεται ως μια κοινότητα προστασίας απέναντι στον κίνδυνο του θανάτου και στην οικονομική κρίση. Και βέβαια, αν και ισχύει ότι το πεπρωμένο των πολλών αναγκαστικά εξαρτάται από την απόφαση των λίγων που μονοπωλούν τις κρατικές αποφάσεις, και γι’ αυτό ο Μάρξ μιλούσε για μια «απατηλή-φαντασιακή κοινότητα», αυτές οι αποφάσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές προκειμένου να δημιουργήσουν ένα συλλογικό σώμα ενωμένο στην προσήλωσή του απέναντι στις αντίξοες συνθήκες – και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι σε διάλογο με τις βαθιές προσδοκίες των υποτελών τάξεων.
Ακόμα και αυτή η ίδια η παγκόσμια ύφεση βρίσκει στο εθνικό Κράτος τη μόνη κοινωνική πραγματικότητα που είναι ικανή να αναδιοργανώσει την κατεύθυνση της ροής του πλούτου των εθνών προκειμένου να προωθήσει σήμερα σε όλους αυτό που θα παραχθεί αύριο, με σκοπό να δώσει μια ώθηση στο εργατικό εισόδημα, στην εσωτερική κατανάλωση, στη δημιουργία απασχόλησης μέσω του κράτους και στην παραγωγική πίστωση.
Το πόσο θα διαρκέσει αυτή η επιστροφή στο Κράτος είναι δύσκολο να το ξέρουμε. Οπωσδήποτε όμως είναι βέβαιο ότι για μια μεγάλη περίοδο ούτε οι διεθνείς δομές, ούτε τα μέσα επικοινωνίας, ούτε οι χρηματιστικές αγορές, ούτε οι ιδιοκτήτες των μεγάλων επιχειρήσεων θα διαθέτουν μια ικανότητα άρθρωσης συνοχής και συναίνεσης με ηθικούς όρους παρόμοια με αυτήν που διαθέτουν τα Κράτη. Αυτό δεν μπορεί να σημαίνει επιστροφή στις μορφές του κράτους πρόνοιας ή του αναπτυξιακού κράτους προηγούμενων δεκαετιών, γιατί πλέον υπάρχουν τέτοιες τεχνικοοικονομικές αλληλεξαρτήσεις που δεν επιτρέπουν την οικοδόμηση αυτόκεντρων κοινωνιών βασιζόμενων στην εσωτερική αγορά και σε μια κανονική ροή μισθωτών εισοδημάτων. Πάντως χωρίς ένα κοινωνικό Κράτος που να δίνει προσοχή στις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού, είμαστε καταδικασμένοι να συνεχίσουμε να επαναλαμβάνουμε αυτά τα κοινωνικά πισωγυρίσματα που με αγριότητα δημιουργούν ρήγματα στις κοινωνίες, και τις οδηγούν με ιστορικούς όρους στο χείλος του γκρεμού.
Ο κίνδυνος μιας διεστραμμένης επιστροφής
Οι μορφές Κράτους που θα προκύψουν θα πρέπει να συνδυάζουν την επανεκτίμηση του ρόλου της εσωτερικής αγοράς, την ενισχυμένη κοινωνική προστασία των εργαζομένων (τόσο των μισθωτών όσο και των μη μισθωτών, καθώς και των υπαγόμενων στις διάφορες υβριδικές μορφές αυτόνομης εργασίας), συνεκτικές πολιτικές εκδημοκρατισμού της περιουσίας και τις αποφάσεις για το μέλλον, με την ελεγχόμενη συνάρθρωση των επιμέρους παγκόσμιων αλυσίδων προμήθειας αγαθών, τον ριζοσπαστικό οικονομικό έλεγχο των χρηματορροών και άμεσες ενέργειες για την προστασία του περιβάλλοντος σε πλανητική κλίμακα.
Τώρα, ένα άλλο παράδοξο των καιρών που σήμερα βρίσκονται μπροστά σε αβέβαιους εναλλακτικούς δρόμους, είναι ο κίνδυνος μιας διεστραμμένης επιστροφής του Κράτους κάτω από τη μορφή ενός είδους ανεστραμμένου Κεϋνσιανισμού και ενός ολοκληρωτισμού βασισμένου στα “big data” (τεχνολογία ανάλυσης δεδομένων μεγάλου όγκου) ως νεωτερικής τεχνολογίας περιορισμού των επικίνδυνων τάξεων. Εάν η επιστροφή του Κράτους γίνει για να χρησιμοποιηθεί δημόσιο χρήμα, με άλλα λόγια χρήμα που ανήκει σε όλους, προκειμένου να διατηρηθεί ο όγκος της κερδοφορίας μιας ολιγαρχίας ιδιοκτητών μεγάλων επιχειρήσεων, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με ένα Κράτος κοινωνικής προστασίας, αλλά με ένα Κράτος που βρίσκεται υπό τον έλεγχο μιας επιχειρηματικής αριστοκρατίας, όμοιο με αυτό που υφίστατο καθ’ όλη τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου και μας έφερε στο παρόν σημείο κοινωνικής καταστροφής.
Και εάν η χρήση των “big data” εξαπλωθεί από την ιατρική φροντίδα της κοινωνίας σε μια καταστολή της κοινωνικής εξεγερτικότητας, θα βρεθούμε μπροστά σε μια νέα φάση βιοπολιτικής που θα έχει εξελιχθεί σε μια πολιτική χειρισμού των δεδομένων. Η οποία, ξεκινώντας από τις διαδικασίες πειθάρχησης της ζωής στα εργοστάσια, τα κέντρα εγκλεισμού και τα συστήματα δημόσιας υγείας, περνάει στον αλγοριθμικό έλεγχο της ολότητας των δραστηριοτήτων της ζωής, εκτεινόμενη από το ιστορικό των μετακινήσεων, των σχέσεων, των προσωπικών επιλογών, των γούστων, των σκέψεων, μέχρι τις πιθανές μελλοντικές ενέργειες, μετατρέποντας όλα αυτά τα στοιχεία σε δεδομένα που τροφοδοτούν ένα είδος αλγορίθμου που «μετρά» την «επικινδυνότητα» των ανθρώπων – σήμερα ιατρική, αύριο πολιτισμική, μεθαύριο πολιτική επικινδυνότητα.
Το απαραμείωτο του σώματος
Η αλήθεια είναι ότι το σώμα, οι διαδρομές του σώματος στον κοινωνικό χωροχρόνο, πάντα υπήρξε αντικείμενο της εμμονής όλων των σχέσεων εξουσίας. Και σήμερα ισχύει αυτό απολύτως. Ο Πολ Βαλερί έλεγε σε έναν από τους διαλόγους του ότι το έσχατο όριο για το άτομο είναι το δέρμα, και δεν έκανε λάθος. Στο δέρμα του σώματος είναι εγγεγραμμένοι οι κώδικες της κοινωνίας, και γι’ αυτό εκείνο που περισσότερο εκπλήσσει με τον εγκλεισμό είναι η συνάντηση των σωμάτων, το πώς ενεργούν τα σώματα που βρίσκονται πλησίον, η γλώσσα των σωμάτων, με την οποία αυτά μας μιλούν και μας εκπαιδεύουν δίχως να το συνειδητοποιούν.
Έτσι λοιπόν μοιάζει σαν, εκτός των άλλων, να έχουμε καταπλακωθεί από το άγχος του εγκλεισμού που είναι η τεχνική όψη της φιλελεύθερης ουτοπίας ενός αυτάρκους ατομικισμού, ο οποίος επιχειρούσε να αντικαταστήσει την κοινωνική πραγματικότητα με μια εικονική πραγματικότητα. Είναι βέβαιο ότι τα σώματα και οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή της κοινωνίας και της ανθρωπότητας, και αυτό θα παραμείνει έτσι. Τώρα γνωρίζουμε ότι οι θέσεις εργασίας σε εικονικό περιβάλλον, η «τηλεεργασία» που είναι σημαντική και βρίσκεται σε άνοδο, παρ’ όλα αυτά δεν κυριαρχούν στη δημιουργία του πλούτου των εθνών. Ότι η δύναμη της εργασίας προέρχεται πάντοτε από μια σύνθεση φυσικής και πνευματικής προσπάθειας. Και ότι οι κοινωνίες των εθνών παραλύουν όταν δεν υπάρχει η ανθρώπινη σωματική δραστηριότητα που αλληλεπιδρά με άλλες υλικές υποστάσεις. Είναι σαν το δέρμα και το σώμα να ήταν δυνάμεις για την παραγωγή της κοινωνίας γενικά, και των μορφών κοινότητας ειδικά, ξεκινώντας από την οικογενειακή κοινότητα και προχωρώντας στην εθνική και την παγκόσμια.
Ένα like στο Facebook είναι μια κλειστή σύγκλιση διαθέσεων που δεν παράγει τίποτα καινούριο πέραν της μετρήσιμης αύξησης των ανώνυμων εκδηλώσεων υποστήριξης. Μια συνέλευση, αντίθετα, είναι μια διαρκής κοινωνική-σωματική δομή πρακτικών γνώσεων και κοινών εμπειριών.
Η ανησυχία και η αίσθηση ακρωτηριασμού με τις οποίες ο κόσμος αντιδρά στον αναγκαίο και προσωρινό εγκλεισμό φανερώνει ότι το σώμα δεν είναι απλώς ένα περιοριστικό δοχείο ενός πνεύματος ικανού να κάνει το άλμα προς την απόλυτη εικονικότητα. Όχι, το σώμα δεν είναι ένα κουτί νευρώνων διατεταγμένων οργανωμένα. Το σώμα είναι η προέκταση του νου, στο ίδιο μέτρο που ο νους είναι η προέκταση του σώματος. Και έτσι οι μηχανισμοί της συνείδησης, της εφευρετικότητας, των αισθημάτων και της κοινωνικής δράσης είναι ολοκληρωμένες εκδηλώσεις του σώματος στο σύνολό του και στη συσχέτισή του με άλλα σώματα, με την ανθρωπότητα και με τη φύση συνολικά.
Τι τύπου παγκοσμιοποίηση αξίζουμε
Το σώμα είναι, λοιπόν, ένας προνομιακός τόπος κοινωνικής συνείδησης και παραγωγής της κοινωνίας.
Το ότι τα όρια αυτής της συνθήκης παγκόσμιας εικονικής πραγματικότητας που μας έχει επιβληθεί βγάζουν στο φως την αξία των εμπειριών του σώματος είναι ακόμα ένα παράδοξο των αμφίσημων εποχών. Και αν είναι αρκετά πιθανό ότι σε κάποια χρόνια από σήμερα αυτή η αγχωτική εμπειρία θα λησμονηθεί, και ότι πάλι τότε πολλοί θα βγαίνουν στους δρόμους με τα κινητά τους περασμένα στο λαιμό: θα μπορούν παρ’ όλα αυτά να το κάνουν γιατί ο κόσμος θα βρίσκεται εκεί, στο χέρι τους, αλληλεπιδρώντας ο ένας με τον άλλο, αλλάζοντας ματιές και μέσω των χειρονομιών του σώματος, αν και η συναίσθησή μας θα βρίσκεται στο διάλογο του WhatsApp. Αλλά επίσης είναι πιθανό ότι η απελπισία για τη συνάντηση με τους άλλους θα εκδηλώνεται επαναληπτικά, εάν δεν μπορέσουμε να αντλήσουμε τώρα τα απαραίτητα διδάγματα από αυτόν τον τύπο μίζερης, μικρόψυχης παγκοσμιοποίησης, η οποία δεν νοιάζεται ούτε για τα κοινά του κόσμου, ούτε για την κοινή φύση μέσα στην οποία ζούμε. Και ίσως τότε ο τρόμος να γίνει το διαρκές καθεστώς της κοινωνικής συμβίωσης.
Τα ανθρώπινα όντα είμαστε από τη φύση μας όντα καθολικά, και αξίζουμε έναν τύπο παγκοσμιοποίησης που πηγαίνει πέραν των αγορών και των χρηματορροών. Χρειαζόμαστε μια παγκοσμιοποίηση της γνώσης, της ιατρικής φροντίδας, της μετακίνησης των προσώπων, των μισθών των εργαζομένων, της φροντίδας της φύσης, της ισότητας ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες, των δικαιωμάτων των ιθαγενικών λαών. Με άλλα λόγια χρειαζόμαστε μια παγκοσμιοποίηση της κοινωνικής ισότητας σε όλα τα πεδία της ζωής, που είναι η μόνη η οποία πλουτίζει ανθρωπιστικά τους πάντες. Ενόσω αυτό δεν συμβαίνει, ως μια μετάβαση σε μια παγκοσμιοποίηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, είναι απαραίτητο ένα κοινωνικό πληβειακό Κράτος που όχι μόνο θα προστατεύει τους πιο αδύναμους πληθυσμούς, θα ενισχύει τη δημόσια υγεία, τα εργατικά δικαιώματα και θα επανοικοδομεί έναν αμοιβαία αναζωογονητικό μεταβολισμό με τη φύση, αλλά και, επιπλέον, θα εκδημοκρατίζει διαρκώς τον υλικό πλούτο και την εξουσία πάνω σε αυτόν. Και προς τούτο θα εκδημοκρατίζει την πολιτική και τον τρόπο λήψης των αποφάσεων, που όλο και περισσότερο πρέπει να κινούνται από τα κάτω προς τα πάνω, και όλο και λιγότερο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Είναι δηλαδή απαραίτητος ένας τύπος ολοκληρωμένου Κράτους το οποίο θα επιτρέπει να προχωράμε μεταδίδοντας τη μοριακή δημοκρατική συνεργατικότητα της κοινωνίας πάνω στο ίδιο το Κράτος.
Το πανεπιστήμιο σε καιρούς πλανητικού χάους
Τελικά, το πανεπιστήμιο είναι μέρος του Κράτους, και εκ των πραγμάτων είναι ένας από τους πιο σημαντικούς θεσμούς του στη διαδικασία σχηματισμού νομιμοποιήσεων, τόσο κρατικών όσο και μη κρατικών: καθολικεύει την τακτική εκπαίδευση, διανέμει τα εκπαιδευτικά αγαθά στην κοινωνία, οικοδομεί έναν λεπτό ιστό για την ανάδυση νέων επαγγελμάτων και λειτουργιών και, πάνω απ’ όλα, παράγει κοινωνική συνείδηση και τρόπους διανοητικής, λογικής και ηθικής ολοκλήρωσης της κοινωνίας με το Κράτος.
Στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, παράλληλα με την κατάρρευση του κοινωνικού Κράτους, οι ελίτ ενστερνίστηκαν άλλους δρόμους από τα έξω νομιμοποίησης: τις τεχνοκρατίες των πανεπιστημίων του Βορρά, τους συμβούλους των διεθνών οργανισμών που εργάστηκαν για τη δημιουργία ενός πλαισίου καθιέρωσης των δεσμών ιδιοποίησης των δημόσιων πόρων και μεταφοράς στο εξωτερικό του εθνικού οικονομικού πλεονάσματος. Αυτό επέφερε μια σειρά από απαξιώσεις αποικιοκρατικής έμπνευσης έναντι του επιπέδου της τοπικά παραγόμενης γνώσης και των δημόσιων πανεπιστημίων.
Καμιά κοινωνία δεν είναι ικανή να αυτοπροσδιοριστεί, δηλαδή να προσδιορίζει η ίδια τον προορισμό της, χωρίς την παραγωγή συνείδησης για την ίδια και τον κόσμο. Γι’ αυτό τα πανεπιστήμια βρίσκονται σήμερα μπροστά σε μια διπλή πρόκληση. Καταρχήν, να διευρύνουν την ικανότητά τους να παράγουν κατάλληλη γνώση – το οποίο σημαίνει να μην περιορίζονται να επαναλαμβάνουν και να διαδίδουν αυτά που άλλοι έχουν κάνει σε άλλα μέρη του κόσμου. Σίγουρα η πρόσβαση σε άλλες γνώσεις, προερχόμενες από άλλους τόπους, είναι απαραίτητη προκειμένου να παραχθούν νέα πράγματα. Όμως αυτό που συμβαίνει αλλού δεν είναι απλά η εμπειρική επιβεβαίωση των όσων άλλοι έχουν θεωρητικοποιήσει αλλού, και ακόμα περισσότερο δεν είναι η προσωρινή «παράκαμψη» ενός προορισμού στον οποίο θα πρέπει να προσκολληθεί κανείς αργά ή γρήγορα.
Πρέπει να έχουμε την τόλμη να παράγουμε νέες γνώσεις, νέες εννοιολογικές δομές, τέτοιες που να ερμηνεύουν αυτή τη θύελλα πρωτόγνωρων γεγονότων. Γνώσεις ικανές να διαλέγονται με εννοιολογικά σχήματα που έχουν παραχθεί σε άλλα μέρη του κόσμου. Και επίσης να εξηγούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και με τις πιο λογικές κατηγορίες αυτό που συμβαίνει εδώ, αλλά και εκείνο που γίνεται σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Σήμερα είναι μια εξαιρετική στιγμή για τις κοινωνικές επιστήμες εξαιτίας της ίδιας της εξαιρετικότητας όλων όσων συμβαίνουν σε όλα τα μέρη και σε όλα τα πεδία της κοινωνικής εμπειρίας.
Η λατινοαμερικάνικη κοινωνία στο διάβα της ιστορίας της, τόσο της προγενέστερης όσο και της πρόσφατης, έχει δώσει παραδείγματα ασύγκριτης πολιτικής και κοινωνικής τόλμης προκειμένου να αμφισβητήσει τις πολλαπλές σχέσεις εξουσίας, να παράξει πρωτότυπους θεσμικούς συνδυασμούς, και να αναλάβει πρωτοποριακές μορφές συλλογικής δράσης – πολλές από τις οποίες χρησιμεύουν σαν παράδειγμα ή σαν αναφορά για άλλες κοινωνίες του κόσμου. Το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και με την παραγωγή γνώσης και κοινωνικής θεωρίας. Στην πραγματικότητα, ήδη τα πράγματα κινούνται προς τα εκεί. Μόνο που μας λείπει το να δούμε με μεγαλύτερη προσοχή αυτό που συμβαίνει στον εσωτερικό μας ορίζοντα ως πηγή και για μια καθολική συνείδηση.
Επιπλέον βασιζόμαστε σε έναν τρόπο εργασίας πιο πλουραλιστικό και σίγουρα περισσότερο κοσμοπολίτικο διανοητικά. Σε αντιδιαστολή με τις ακαδημαϊκές κοινότητες των χωρών του κέντρου, όπου το κάθε πανεπιστήμιο κύρους και ο κάθε αναγνωρισμένος διαννοούμενος, όπως αναμένεται λόγω της υπεροχής της θέσης διανοητικής κυριαρχίας που κατέχουν, τηρούν μια στάση σιωπηρής απαξίωσης για τα όσα παράγονται σε άλλα έθνη, υιοθετώντας ένα είδος ντροπαλού διανοητικού εθνικισμού. Στις χώρες μας αντιθέτως, υπάρχει μια ζέση, ορισμένες φορές υπερβολικών διαστάσεων, για να γνωρίσουμε την ακαδημαϊκή παραγωγή άλλων χωρών, και ειδικά αυτών που κυριαρχούν. Αυτό που από πλευράς αρχής είναι επιβαρυντικός παράγοντας, εύκολα γίνεται ή μπορεί να γίνει μεγάλο πλεονέκτημα εάν το συνδυάσουμε με ένα απεριόριστο πάθος για τη δική μας ειδική κατάσταση, συμπεριλαμβανομένης της δικής μας ειδικής κατάστασης σε επίπεδο ηπείρου. Αυτό τελικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια παραγωγή καθολικής συνείδησης πολύ πιο ισχυρή από πολλές κυριαρχούσες γνώσεις περιφερειακού ή τοπικού χαρακτήρα που σήμερα παριστάνουν ότι είναι καθολικές, εκμεταλλευόμενες την αντανάκλαση στη θεωρία της οικονομικά κυρίαρχης θέσης στον πλανήτη των περιοχών όπου παράγονται αυτές οι γνώσεις.
Οι κοινωνικές δεσμεύσεις του ερευνητή
Κατά δεύτερο, αυτή είναι η υποχρέωση του φοιτητή, του καθηγητή και του ερευνητή απέναντι στην κοινωνία: να στέκονται απέναντι σε μια παραμορφωτική αντίληψη «αξιολογικής ουδετερότητας» που βαυκαλίζεται ότι θα βρει άτομα απαλλαγμένα από το πλέγμα των αξιών, από τις πολιτικές τάσεις και τις ηθικές επιλογές που διαπερνούν τις διανοητικές τους δομές, πράγμα που αυτό το ίδιο αποτελεί μια φανταστική εκτίμηση για τον κόσμο. Είναι απόλυτα φανερό ότι ο ερευνητής δεν μπορεί να αποκοπεί από το κοινωνικό του είναι, ούτε από το πλέγμα των σχέσεων εξουσίας που τον περιβάλλουν. Με αυστηρούς όρους, γενικά η εσωτερική δύναμη κάθε καλής έρευνας πηγάζει ακριβώς από τη σωστή διαχείριση αυτού του πλέγματος που καθορίζει το κοινωνικό είναι του ερευνητή. Η συνειδητοποίηση αυτών των προσδιορισμών είναι το καλύτερο σημείο αφετηρίας για την τοποθέτηση του προβλήματος της έρευνας. Αλλά αυτή η αδιάλλακτη συνείδηση των αξιολογικών κριτηρίων που βοηθούν να καθοριστεί η προς μελέτη κοινωνική πράξη δεν μπορεί να χρησιμεύσει για να υποβάλει στην ίδια λογική ούτε τη διαδικασία, ούτε το αποτέλεσμα της έρευνας. Επειδή έτσι πλέον δεν γίνεται έρευνα, αλλά επικυρώνεται κάτι που ήταν ήδη γνωστό πριν από αυτήν, και η κοινωνική πράξη δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας συνάρθρωσης αιτιών αλλά μέσα από ένα σύνολο επιθυμιών, ακυρώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη διαδικασία της γνώσης.
Το πόσο εναρμονισμένες με το θέμα και κατάλληλες είναι οι κοινωνικές δεσμεύσεις του ερευνητή φαίνεται κατά τη στιγμή της οριοθέτησης των πράξεων που θα μελετήσει, κατά τη στιγμή που θα διατυπώσει τα σχετιζόμενα με αυτές τις πράξεις ερωτήματα τα οποία θα κληθεί να επιλύσει. Διότι, σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια προσανατολισμού μέσα στον κόσμο στήνει, προσκομίζοντας περισσότερο ή λιγότερο αποδεικτικό υλικό, έναν χώρο απεριόριστων ερωτημάτων τα οποία τίθενται στο πλαίσιο των προσδοκιών και των απόψεων που εμφανίζονται για την πορεία του κόσμου.
Η τήρηση των δεσμεύσεων του ερευνητή, εφόσον αυτές είναι κριτικές ως προς την πραγματικότητα του κόσμου, πρέπει να μπει σε δοκιμασία στο πλαίσιο των ποικίλων επιστημονικών πεδίων και της ετεροδοξίας των εννοιολογικών εργαλείων προκειμένου να υιοθετηθούν, να τροποποιηθούν, να συνδυαστούν και να εφευρεθούν εκείνα που συλλαμβάνουν καλύτερα τη δυναμική των γεγονότων. Η ίδια η έρευνα στην ανάπτυξή της θα κάνει αναγκαστικά να αναφανούν έννοιες και λογικά σχήματα που θα εκφράζουν κατά καλύτερο τρόπο τις κανονικότητες οι οποίες εντοπίστηκαν, και δεν υπάρχει κανένας λόγος να τις προσπεράσουμε. Οι μέθοδοι εξασφάλισης και μέτρησης των δεδομένων των κοινωνικών διαδικασιών, ομοίως, πρέπει να προσαρμοστούν ώστε να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος των ποιοτικών χαρακτηριστικών της πράξης που είναι υπό εξέταση – καθόσον η λογική συνάρθρωση των αποτελεσμάτων θα πρέπει να καθοδηγείται από την επιδίωξη να παρουσιαστεί ως πρόδηλη, σχεδόν αυταπόδεικτη η αιτιακή ροή, τόσο των λογικών αιτίων όσο και των πρακτικών που σχετίζονται με τα πρόσωπα τα οποία ενέχονται στην κοινωνική αυτή πράξη. Έτσι η εγκυρότητα της κοινωνικής δέσμευσης θα ενισχύεται πολύ περισσότερο από την επιχειρηματολογική δύναμη των πράξεων, παρά από τη ρητορική.
Ενισχύεται η διάθεση αναζήτησης νέων βεβαιοτήτων
Η κοινωνική συνείδηση, η επανεμφάνιση του Κράτους στο προσκήνιο και η εποχή στρατηγικής αβεβαιότητας για τις κοινωνίες ανοίγουν έναν απεριόριστο χώρο δυνατοτήτων κοινωνικής δημιουργικότητας, πολιτικών διλημμάτων και ανάπτυξης ακαδημαϊκών εργαλείων ικανών να συμβάλουν στον αναστοχασμό της κοινωνίας και να επηρεάσουν τις δημόσιες πολιτικές.
Ο κόσμος βρίσκεται παγιδευμένος στη δίνη πολλαπλών κρίσεων –περιβαλλοντικών, οικονομικών, ιατρικών και πολιτικών– που έχουν ρευστοποιήσει όλες τις προβλέψεις σχετικά με το μέλλον. Και το χειρότερο είναι ότι το μέλλον έρχεται μαζί με τον επαπειλούμενο κίνδυνο να επιβληθούν «λύσεις» με τις οποίες οι υποτελείς τάξεις θα υποβληθούν σε μεγαλύτερες στερήσεις από αυτές που ανέχονται σήμερα. Αλλά η κατάσταση της υποτέλειας, είτε κοινωνικής είτε εθνικής, έχει ένα σημείο μέσα σε αυτόν τον πλανητικό χαμό όπου, όπως συμβαίνει σε εξαιρετικές περιπτώσεις, παύουν να λειτουργούν οι ενεργητικές στοιχίσεις με τις αποφάσεις και τους δρόμους που προτείνουν οι κυρίαρχες ελίτ. Η πλανητική ανησυχία λόγω της ευθραυστότητας των προοπτικών, η προσκόλληση στις οποίες είναι και αυτή ανάμεσα στις κρατούσες πεποιθήσεις, συνδυαζόμενη με εκείνα τα χαρακτηριστικά της κοινής αίσθησης που γίνονται τώρα διαπερατά, ενισχύει τη διάθεση για την αναζήτηση νέων βεβαιοτήτων. Και έτσι, αν σε αυτή τη φάση η κριτική σκέψη γενικά και η ακαδημαϊκή κοινότητα ειδικότερα βοηθήσουν στο να τεθούν ερωτήματα σχετικά με την ηθική ρήξη ανάμεσα στους κυρίαρχους και τους κυριαρχούμενους, και αν συμβάλουν στο να γίνουν προσιτά τα εργαλεία της κοινωνικής αυτογνωσίας, είναι πιθανό ότι εν μέσω της ενδεχομενικότητας του μέλλοντος θα ενισχυθεί εκείνη η πορεία που υποστηρίζεται από τις δραστηριότητες της κοινότητας, από την αλληλεγγύη και την ισότητα – που είναι ο μόνος χώρος μέσα στον οποίο οι υποτελείς μπορούν να απελευθερωθούν από την κατάσταση της υποτέλειάς τους.
Μόνο έτσι ο ορίζοντας προοπτικής που αναδύεται, όποιος και αν είναι αυτός και όποιο όνομα και αν του δώσουμε, θα γίνει δικός μας. Εκείνος ο ορίζοντας που η κοινωνία είναι ικανή να αποδώσει στον εαυτό της και για τον οποίο αξίζει τον κόπο να διακινδυνεύσουμε όλα όσα είμαστε σήμερα.
* Ο Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα ήταν αντιπρόεδρος του Πολυεθνικού Κράτους της Βολιβίας από το 2006 ως το φιλοδυτικό πραξικόπημα του περασμένου Νοεμβρίου. Η παρούσα διάλεξή του δόθηκε στις 30/3/2020 στο Ινστιτούτο Ανώτατων Κοινωνικών Σπουδών του Εθνικού Πανεπιστημίου του Σαν Μαρτίν. Πρωτοδημοσιεύθηκε στις 4/4/2020 στην προσωπική σελίδα του στο facebook (www.facebook.com/AlvaroMarceloGarciaLinera) και έκτοτε αναπαράχθηκε σε πολλά ΜΜΕ, μεταξύ των οποίων ο ιστότοπος «Οι Φωνές Μας» (www.nuestrasvoces.com.ar). Ορισμένοι από τους μεσότιτλους είναι της Σύνταξης.
Πηγή: e-dromos.gr
Δρόμος της Αριστεράς: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου