Παναγιώτης Σωτήρης
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο κόσμος δεν θα είναι ίδιος μετά την πανδημία και την παγκόσμια ύφεση που ξεδιπλώνεται. Και μία από τις πλευρές του που θα αλλάξει δραματικά είναι αυτή της αρχιτεκτονικής του παγκοσμίου εμπορίου και τους πόλους όπου συγκεντρώνονται οι βασικές παραγωγικές μονάδες.
Πλευρά αυτών των αλλαγών και το κατά πόσο θα διατηρηθεί η σημερινή παγκόσμια δομή των αλυσίδων αξίας και των εφοδιαστικών αλυσίδων που σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στην παραγωγή πολύ μεγάλου μέρος των προϊόντων ή πολύ μεγάλου μέρους των εξαρτημάτων προϊόντων, ιδίως τεχνολογικών στην Κίνα και τη Νοτιοανατολική Ασία.
Σήμερα, θεωρείται περίπου αυτονόητος ένας καταμερισμός εργασίας όπου η Κίνα είναι σε μεγάλο βαθμό το εργοστάσιο του πλανήτη, στο πλευρό άλλων χωρών με μεγάλη συμβολή στην παγκόσμια μεταποίηση, από την Ταϊβαν που παραμένει πρωτοπόρα στα προϊόντα ημιαγωγών που συναντάμε στα περισσότερα τεχνολογικά προϊόντα, τη Νότια Κορέα, το Βιετνάμ αλλά και την Ινδονησία, τη Μαλαισία, τις Φιλιππίνες και ολοένα και περισσότερο και την Ινδία, ενώ βέβαια υπάρχει πάντα και η ιδιαίτερα μεγάλη σημασία και της Ιαπωνίας.
Για τις παλιές βιομηχανικές μητροπόλεις, είτε της Δυτικής Ευρώπης είτε της Βόρειας Αμερικής θεωρήθηκε ότι μπορούσαν να πάνε σε ένα μοντέλο όπου θα επικέντρωναν περισσότερο στις υπηρεσίες, στο μάρκετινγκ, στην τελική συναρμολόγηση, στα χρηματοοικονομικά παρά στην παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων που μπορούσαν να παραχθούν αλλού και σε μικρότερο κόστος. Αυτό αφορούσε ακόμη και κλάδους που διατήρησαν σημαντικό μέρος της παραγωγής στις μητροπόλεις όπως η αυτοκινητοβιομηχανία. Άλλοι κλάδοι, ιδίως σε τομείς που θεωρήθηκαν έντασης εργασίας όπως η παραγωγή ρούχων και υποδημάτων μεταφέρθηκαν σχεδόν εξολοκλήρου εκτός των μητροπολιτικών περιοχών.
Η εξέλιξη των μεταφορών, ιδίως με την ολοένα και αυξανόμενη χρήση των εμπορευματοκιβωτίων, τις τεχνολογικές αλλαγές στα μεγάλα λιμάνια, τους νέους μεταφορικούς άξονες, διευκόλυνε αυτή τη συνθήκη όπου οι μετακινήσεις που ενσωματώνονται σε ένα τελικό προϊόν είναι πολύ μεγαλύτερες παρά ποτέ.
Το ίδιο ίσχυσε και για προϊόντα καταναλωτικά που δεν έχουν ιδιαίτερες τεχνολογικές απαιτήσεις και τα οποία πλέον παράγονται σε πολύ μεγάλο βαθμό μόνο σε χώρες όπως η Κίνα. Το πιο χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα, όπως οδυνηρά διαπίστωσαν πολλές χώρες τους περασμένους μήνες, ήταν οι χειρουργικές μάσκες. Όμως, αυτό επεκτείνεται και σε άλλα προϊόντα: οι ΗΠΑ σήμερα εξαρτώνται από την Κίνα για την εισαγωγή του μεγαλύτερου μέρους των απλών αντιβιοτικών και παυσίπονων αλλά και μεγάλου μέρους άλλων φαρμάκων. Ειδικοί εκτιμούν ότι η Κίνα εξήγαγε έως και το 90% των αντιβιοτικών, της βιταμίνης C, της ιβουπροφένης και της κορτιζόνης που έφτασε στις ΗΠΑ.
Αυτή τη στιγμή το παγκόσμιο εμπόριο και οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, δέχονται πολλαπλά πλήγματα. Υπάρχουν εκτιμήσεις που υπολογίζουν έως και στα 228 δισεκατομμύρια δολάρια την υποχώρηση των εισαγωγών στο τρίγωνο ΗΠΑ – Κίνα – Ευρώπη.
Καταρχάς υπάρχει το πρόβλημα της μη λειτουργίας παραγωγικών μονάδων εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων. Οι περισσότερες χώρες κάνουν μια διάκριση ανάμεσα σε «ουσιώδεις» και «μη ουσιώδεις» βιομηχανίες και αυτό σημαίνει ότι πολλές βιομηχανίες δεν λειτουργούν ή υπολειτουργούν. Ανάλογα με το ρυθμό με τον οποίο λαμβάνονται τέτοια μέτρα, εμφανίζονται κρίσιμες διακοπές στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Για παράδειγμα στην αρχή έπαιξε μεγάλο ρόλο η διακοπή της λειτουργίας εργοστασίων στην Γουχάν και σε άλλες περιοχές της Κίνας που υποχρέωσε βιομηχανίες στην Ευρώπη ή και αλλού σε αναστολή λειτουργίας γιατί δεν είχαν πλέον τα αναγκαία εξαρτήματα για να προχωρήσουν στην ολοκλήρωση των προϊόντων. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι 51.000 εταιρείες παγκοσμίως είχαν άμεσους προμηθευτές στη Γουχάν.
Αργότερα ήταν τα περιοριστικά μέτρα στην Ευρώπη και η διακοπή λειτουργίας πολλών «μη ουσιωδών» παραγωγικών μονάδων που σήμαιναν ότι πολλές παραγωγικές μονάδες από την Κίνα και άλλες περιοχές δεν μπορούσαν να στείλουν τα προϊόντα τους.
Μάλιστα, αυτή τη στιγμή είναι το lockdown στην Ευρώπη που προκαλεί τα περισσότερα προβλήματα καθώς εάν η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας μεταποιητικών προϊόντων, η Ευρώπη είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας.
Έπειτα υπάρχει το πρόβλημα της παγκόσμιας ύφεσης που μεταφράζεται σε υποχώρηση της ζήτησης για πλήθος προϊόντα και σε αντίστοιχη υποχώρηση του παγκόσμιου εμπορίου. Ούτως ή άλλως ο συνδυασμός ανάμεσα στα περιοριστικά μέτρα και την παγκόσμια ύφεση έχει οδηγήσει σε μεγάλες αλλαγές των καταναλωτικών συνηθειών, ενώ έχει οδηγήσει και στην υποχώρηση της ζήτησης για ενέργεια για πετρέλαιο και κατά συνέπεια και στην κατάρρευση των τιμών των καυσίμων.
Στο φόντο όλων αυτών, προστίθεται και ο ούτως ή άλλως σχεδόν κηρυγμένος εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ και Κίνας που είχε πάρει ποικίλες μορφές και εκφάνσεις τα προηγούμενα χρόνια και αποτελούσε παράγοντα μεγαλύτερου κατακερματισμού του παγκόσμιου εμπορίου. Δεν ήταν τυχαίο ότι διάφορες επιχειρήσεις αλλά και χώρες αναπροσάρμοζαν την εμπορική τους στρατηγική. Μια χαρακτηριστική έκφραση του εμπορικού πολέμου είναι η προσπάθεια των ΗΠΑ να εμποδίσουν την κινεζική Huawei να διεκδικήσει μεγάλο μέρος των υποδομών κινητής τηλεφωνίας 5G.
Ας προσθέσουμε και μια άλλη παράμετρο που ακόμη δεν έχει γίνει αισθητή, αλλά τα επόμενα χρόνια θα παίζει όλο και μεγαλύτερο ρόλο: την κλιματική αλλαγή. Όσο αυξάνεται η επίγνωση των κοινωνιών για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη ζωής και την απειλή καταστροφής που συνεπάγεται, τόσο θα βλέπουμε να ενσωματώνεται στις καταναλωτικές πρακτικές των ανθρώπων το «οικολογικό αποτύπωμα». Σε αυτή την προοπτική οι καταναλωτές είναι πιθανό να αποφεύγουν προϊόντα που ενσωματώνουν μεγάλες μετακινήσεις και κατά συνέπεια μεγάλη παραγωγή αερίων που συνεισφέρουν στην κλιματική αλλαγή.
Παρότι ακόμη είναι νωρίς για να δούμε με σαφήνεια ποιες είναι θα είναι ακριβώς οι τάσεις, μπορούμε να κάνουμε ορισμένες εκτιμήσεις. Καταρχάς είναι πιθανό ορισμένες χώρες αλλά και βιομηχανίες να θελήσουν να έχουν μια ορισμένη απεξάρτηση από την Κίνα ως προς την παραγωγική βάση. Αυτό είχε καταγραφεί και ως αντίδραση απέναντι στην προοπτική του εμπορικού πολέμου από τις ΗΠΑ που μπορεί να διαμόρφωνε προβλήματα ως προς τη χρήση διαφόρων τεχνολογιών. Ας μην ξεχνάμε ότι και η Κίνα σταδιακά είχε μια αύξηση του εργατικού κόστους στο πλαίσιο και της στρατηγικής «εξομάλυνσης» των κοινωνικών ανισοτήτων και συγκρούσεων που είχε επιλέξει το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας. Σε ένα τέτοιο φόντο είναι πιθανό να υπάρξει μετακίνηση παραγωγικών μονάδων σε άλλες κατευθύνσεις όπως η Ινδία ή η Νοτιοανατολική Ασία, που ούτως ή άλλως διεκδικούν ένα όλο και αυξανόμενο μερίδιο της παγκόσμιας μεταποίησης. Μάλιστα, η Ινδία προσπαθεί να διαμορφώσει μια ολόκληρη στρατηγική για την προσέγγιση ξένων άμεσων επενδύσεων από επιχειρήσεις που θέλουν να φύγουν από την Κίνα, προσφέροντας διάφορα κίνητρα, με τα ινδικά ΜΜΕ να αναφέρουν ότι οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν θετικά μια τέτοια εξέλιξη. Αντίστοιχα, η Ιαπωνία έχει ανακοινώσει κίνητρα ύψους 2,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων και ανάλογες πρωτοβουλίες παίρνει και η Νότια Κορέα.
Πάντως δεν είναι δεδομένο πόσο μεγάλο θα είναι το κύμα φυγής από την Κίνα και σε σχετικές έρευνες ένας μεγάλος αριθμός εταιρειών δηλώνει ότι δεν σκέφτεται να αποχωρήσει. Ας μην ξεχνάμε ότι η Κίνα εξελίσσεται και σε μία από τις μεγαλύτερες αγορές και αρκετές εταιρείες ενδιαφέρονται να έχουν πρόσβαση σε αυτή.
Η δεύτερη τάση θα είναι αυτή για μια ορισμένη στροφή σε μια μερική αυτάρκεια. Παρότι προς το παρόν σε μεγάλο βαθμό ρητορική, εντούτοις μένει να δούμε σε ποιο βαθμό διάφορες αναπτυγμένες χώρες θα θελήσουν να εξασφαλίσουν ότι ορισμένες ουσιώδεις βιομηχανίες θα βρίσκονται στο έδαφός τους, θα μπορούν να παράγουν και δεν θα υπάρχουν φαινόμενα όπως η εναγώνια αναζήτηση χειρουργικών μασκών στην παγκόσμια αγορά.
Η τρίτη τάση και η οποία ήδη δείχνει να σχηματοποιείται θα είναι αυτή ενός μεγαλύτερου κατακερματισμού σε πόλους παραγωγής και εμπορίου. Σε μια τέτοια περίπτωση θα βλέπαμε ένα μέρος της παραγωγής να αναδιπλώνεται σε περιοχές όπως η Βόρεια Αμερική ή η Ευρώπη και προφανώς αντίστοιχες δυναμικές στην Ασία. Ωστόσο, τα όρια και η μορφή τέτοιων πόλων θα εξαρτηθεί από το συσχετισμό εντός ευρύτερων ανταγωνισμών. Αυτό θα είναι πολύ χαρακτηριστικό π.χ. για τα όρια ενός δυνάμει ασιατικού ή ευρασιατικού πόλου, με την Κίνα να παίζει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η τέταρτη τάση είναι οι χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, όπως είναι οι χώρες με μεγάλες εξαγωγές τροφίμων, να προσπαθούν να αποκτούν καλύτερο έλεγχο των εξαγωγών τους και να επιτυγχάνουν καλύτερες τιμές σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσουν τις πιέσεις προς τα κάτω από την ύφεση. Για παράδειγμα η Κένυα, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας μαύρου τσαγιού, απαγόρευσε τις άμεσες πωλήσεις και καθιέρωσε ένα σύστημα ηλεκτρονικών δημοπρασιών που θα επιτρέψει και μεγαλύτερη διαφάνεια και καλύτερες τιμές.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτό το φόντο χώρες όπως η Τουρκία προσπαθούν να διεκδικήσουν μερίδιο αυξημένο στη νέα αναδιάταξη των εφοδιαστικών αλυσίδων και των αλυσίδων αξίας, διεκδικώντας να γίνει πόλος έλξης επενδύσεων για παραγωγικές μονάδες που θα θελήσουν να μετακινηθούν από άλλες περιοχές.
Αυτό με τη σειρά του θέτει και μια πρόκληση και για την ελληνική οικονομία και το εάν κατά πόσο σε μια νέα παραγωγική αρχιτεκτονική θα μπορούσε να διεκδικήσει περισσότερες παραγωγικές μονάδες και δη υψηλής προστιθέμενης αξίας αντί να επιμένει απλώς στη υπερεξάρτηση από τον τουρισμό και τις επενδύσεις τύπου real estate, κλάδους που ειδικά στη σημερινή συγκυρία δείχνουν να πλήττονται ιδιαίτερα.
Πηγή: in.gr
Παναγιώτης Σωτήρης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο κόσμος δεν θα είναι ίδιος μετά την πανδημία και την παγκόσμια ύφεση που ξεδιπλώνεται. Και μία από τις πλευρές του που θα αλλάξει δραματικά είναι αυτή της αρχιτεκτονικής του παγκοσμίου εμπορίου και τους πόλους όπου συγκεντρώνονται οι βασικές παραγωγικές μονάδες.
Πλευρά αυτών των αλλαγών και το κατά πόσο θα διατηρηθεί η σημερινή παγκόσμια δομή των αλυσίδων αξίας και των εφοδιαστικών αλυσίδων που σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στην παραγωγή πολύ μεγάλου μέρος των προϊόντων ή πολύ μεγάλου μέρους των εξαρτημάτων προϊόντων, ιδίως τεχνολογικών στην Κίνα και τη Νοτιοανατολική Ασία.
Σήμερα, θεωρείται περίπου αυτονόητος ένας καταμερισμός εργασίας όπου η Κίνα είναι σε μεγάλο βαθμό το εργοστάσιο του πλανήτη, στο πλευρό άλλων χωρών με μεγάλη συμβολή στην παγκόσμια μεταποίηση, από την Ταϊβαν που παραμένει πρωτοπόρα στα προϊόντα ημιαγωγών που συναντάμε στα περισσότερα τεχνολογικά προϊόντα, τη Νότια Κορέα, το Βιετνάμ αλλά και την Ινδονησία, τη Μαλαισία, τις Φιλιππίνες και ολοένα και περισσότερο και την Ινδία, ενώ βέβαια υπάρχει πάντα και η ιδιαίτερα μεγάλη σημασία και της Ιαπωνίας.
Για τις παλιές βιομηχανικές μητροπόλεις, είτε της Δυτικής Ευρώπης είτε της Βόρειας Αμερικής θεωρήθηκε ότι μπορούσαν να πάνε σε ένα μοντέλο όπου θα επικέντρωναν περισσότερο στις υπηρεσίες, στο μάρκετινγκ, στην τελική συναρμολόγηση, στα χρηματοοικονομικά παρά στην παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων που μπορούσαν να παραχθούν αλλού και σε μικρότερο κόστος. Αυτό αφορούσε ακόμη και κλάδους που διατήρησαν σημαντικό μέρος της παραγωγής στις μητροπόλεις όπως η αυτοκινητοβιομηχανία. Άλλοι κλάδοι, ιδίως σε τομείς που θεωρήθηκαν έντασης εργασίας όπως η παραγωγή ρούχων και υποδημάτων μεταφέρθηκαν σχεδόν εξολοκλήρου εκτός των μητροπολιτικών περιοχών.
Η εξέλιξη των μεταφορών, ιδίως με την ολοένα και αυξανόμενη χρήση των εμπορευματοκιβωτίων, τις τεχνολογικές αλλαγές στα μεγάλα λιμάνια, τους νέους μεταφορικούς άξονες, διευκόλυνε αυτή τη συνθήκη όπου οι μετακινήσεις που ενσωματώνονται σε ένα τελικό προϊόν είναι πολύ μεγαλύτερες παρά ποτέ.
Το ίδιο ίσχυσε και για προϊόντα καταναλωτικά που δεν έχουν ιδιαίτερες τεχνολογικές απαιτήσεις και τα οποία πλέον παράγονται σε πολύ μεγάλο βαθμό μόνο σε χώρες όπως η Κίνα. Το πιο χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα, όπως οδυνηρά διαπίστωσαν πολλές χώρες τους περασμένους μήνες, ήταν οι χειρουργικές μάσκες. Όμως, αυτό επεκτείνεται και σε άλλα προϊόντα: οι ΗΠΑ σήμερα εξαρτώνται από την Κίνα για την εισαγωγή του μεγαλύτερου μέρους των απλών αντιβιοτικών και παυσίπονων αλλά και μεγάλου μέρους άλλων φαρμάκων. Ειδικοί εκτιμούν ότι η Κίνα εξήγαγε έως και το 90% των αντιβιοτικών, της βιταμίνης C, της ιβουπροφένης και της κορτιζόνης που έφτασε στις ΗΠΑ.
Οι πολλαπλές αναταράξεις του παγκόσμιου εμπορίου
Αυτή τη στιγμή το παγκόσμιο εμπόριο και οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, δέχονται πολλαπλά πλήγματα. Υπάρχουν εκτιμήσεις που υπολογίζουν έως και στα 228 δισεκατομμύρια δολάρια την υποχώρηση των εισαγωγών στο τρίγωνο ΗΠΑ – Κίνα – Ευρώπη.
Καταρχάς υπάρχει το πρόβλημα της μη λειτουργίας παραγωγικών μονάδων εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων. Οι περισσότερες χώρες κάνουν μια διάκριση ανάμεσα σε «ουσιώδεις» και «μη ουσιώδεις» βιομηχανίες και αυτό σημαίνει ότι πολλές βιομηχανίες δεν λειτουργούν ή υπολειτουργούν. Ανάλογα με το ρυθμό με τον οποίο λαμβάνονται τέτοια μέτρα, εμφανίζονται κρίσιμες διακοπές στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Για παράδειγμα στην αρχή έπαιξε μεγάλο ρόλο η διακοπή της λειτουργίας εργοστασίων στην Γουχάν και σε άλλες περιοχές της Κίνας που υποχρέωσε βιομηχανίες στην Ευρώπη ή και αλλού σε αναστολή λειτουργίας γιατί δεν είχαν πλέον τα αναγκαία εξαρτήματα για να προχωρήσουν στην ολοκλήρωση των προϊόντων. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι 51.000 εταιρείες παγκοσμίως είχαν άμεσους προμηθευτές στη Γουχάν.
Αργότερα ήταν τα περιοριστικά μέτρα στην Ευρώπη και η διακοπή λειτουργίας πολλών «μη ουσιωδών» παραγωγικών μονάδων που σήμαιναν ότι πολλές παραγωγικές μονάδες από την Κίνα και άλλες περιοχές δεν μπορούσαν να στείλουν τα προϊόντα τους.
Μάλιστα, αυτή τη στιγμή είναι το lockdown στην Ευρώπη που προκαλεί τα περισσότερα προβλήματα καθώς εάν η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας μεταποιητικών προϊόντων, η Ευρώπη είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας.
Έπειτα υπάρχει το πρόβλημα της παγκόσμιας ύφεσης που μεταφράζεται σε υποχώρηση της ζήτησης για πλήθος προϊόντα και σε αντίστοιχη υποχώρηση του παγκόσμιου εμπορίου. Ούτως ή άλλως ο συνδυασμός ανάμεσα στα περιοριστικά μέτρα και την παγκόσμια ύφεση έχει οδηγήσει σε μεγάλες αλλαγές των καταναλωτικών συνηθειών, ενώ έχει οδηγήσει και στην υποχώρηση της ζήτησης για ενέργεια για πετρέλαιο και κατά συνέπεια και στην κατάρρευση των τιμών των καυσίμων.
Στο φόντο όλων αυτών, προστίθεται και ο ούτως ή άλλως σχεδόν κηρυγμένος εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ και Κίνας που είχε πάρει ποικίλες μορφές και εκφάνσεις τα προηγούμενα χρόνια και αποτελούσε παράγοντα μεγαλύτερου κατακερματισμού του παγκόσμιου εμπορίου. Δεν ήταν τυχαίο ότι διάφορες επιχειρήσεις αλλά και χώρες αναπροσάρμοζαν την εμπορική τους στρατηγική. Μια χαρακτηριστική έκφραση του εμπορικού πολέμου είναι η προσπάθεια των ΗΠΑ να εμποδίσουν την κινεζική Huawei να διεκδικήσει μεγάλο μέρος των υποδομών κινητής τηλεφωνίας 5G.
Ας προσθέσουμε και μια άλλη παράμετρο που ακόμη δεν έχει γίνει αισθητή, αλλά τα επόμενα χρόνια θα παίζει όλο και μεγαλύτερο ρόλο: την κλιματική αλλαγή. Όσο αυξάνεται η επίγνωση των κοινωνιών για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη ζωής και την απειλή καταστροφής που συνεπάγεται, τόσο θα βλέπουμε να ενσωματώνεται στις καταναλωτικές πρακτικές των ανθρώπων το «οικολογικό αποτύπωμα». Σε αυτή την προοπτική οι καταναλωτές είναι πιθανό να αποφεύγουν προϊόντα που ενσωματώνουν μεγάλες μετακινήσεις και κατά συνέπεια μεγάλη παραγωγή αερίων που συνεισφέρουν στην κλιματική αλλαγή.
Ένας κόσμος πιο κατακερματισμένος
Παρότι ακόμη είναι νωρίς για να δούμε με σαφήνεια ποιες είναι θα είναι ακριβώς οι τάσεις, μπορούμε να κάνουμε ορισμένες εκτιμήσεις. Καταρχάς είναι πιθανό ορισμένες χώρες αλλά και βιομηχανίες να θελήσουν να έχουν μια ορισμένη απεξάρτηση από την Κίνα ως προς την παραγωγική βάση. Αυτό είχε καταγραφεί και ως αντίδραση απέναντι στην προοπτική του εμπορικού πολέμου από τις ΗΠΑ που μπορεί να διαμόρφωνε προβλήματα ως προς τη χρήση διαφόρων τεχνολογιών. Ας μην ξεχνάμε ότι και η Κίνα σταδιακά είχε μια αύξηση του εργατικού κόστους στο πλαίσιο και της στρατηγικής «εξομάλυνσης» των κοινωνικών ανισοτήτων και συγκρούσεων που είχε επιλέξει το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας. Σε ένα τέτοιο φόντο είναι πιθανό να υπάρξει μετακίνηση παραγωγικών μονάδων σε άλλες κατευθύνσεις όπως η Ινδία ή η Νοτιοανατολική Ασία, που ούτως ή άλλως διεκδικούν ένα όλο και αυξανόμενο μερίδιο της παγκόσμιας μεταποίησης. Μάλιστα, η Ινδία προσπαθεί να διαμορφώσει μια ολόκληρη στρατηγική για την προσέγγιση ξένων άμεσων επενδύσεων από επιχειρήσεις που θέλουν να φύγουν από την Κίνα, προσφέροντας διάφορα κίνητρα, με τα ινδικά ΜΜΕ να αναφέρουν ότι οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν θετικά μια τέτοια εξέλιξη. Αντίστοιχα, η Ιαπωνία έχει ανακοινώσει κίνητρα ύψους 2,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων και ανάλογες πρωτοβουλίες παίρνει και η Νότια Κορέα.
Πάντως δεν είναι δεδομένο πόσο μεγάλο θα είναι το κύμα φυγής από την Κίνα και σε σχετικές έρευνες ένας μεγάλος αριθμός εταιρειών δηλώνει ότι δεν σκέφτεται να αποχωρήσει. Ας μην ξεχνάμε ότι η Κίνα εξελίσσεται και σε μία από τις μεγαλύτερες αγορές και αρκετές εταιρείες ενδιαφέρονται να έχουν πρόσβαση σε αυτή.
Η δεύτερη τάση θα είναι αυτή για μια ορισμένη στροφή σε μια μερική αυτάρκεια. Παρότι προς το παρόν σε μεγάλο βαθμό ρητορική, εντούτοις μένει να δούμε σε ποιο βαθμό διάφορες αναπτυγμένες χώρες θα θελήσουν να εξασφαλίσουν ότι ορισμένες ουσιώδεις βιομηχανίες θα βρίσκονται στο έδαφός τους, θα μπορούν να παράγουν και δεν θα υπάρχουν φαινόμενα όπως η εναγώνια αναζήτηση χειρουργικών μασκών στην παγκόσμια αγορά.
Η τρίτη τάση και η οποία ήδη δείχνει να σχηματοποιείται θα είναι αυτή ενός μεγαλύτερου κατακερματισμού σε πόλους παραγωγής και εμπορίου. Σε μια τέτοια περίπτωση θα βλέπαμε ένα μέρος της παραγωγής να αναδιπλώνεται σε περιοχές όπως η Βόρεια Αμερική ή η Ευρώπη και προφανώς αντίστοιχες δυναμικές στην Ασία. Ωστόσο, τα όρια και η μορφή τέτοιων πόλων θα εξαρτηθεί από το συσχετισμό εντός ευρύτερων ανταγωνισμών. Αυτό θα είναι πολύ χαρακτηριστικό π.χ. για τα όρια ενός δυνάμει ασιατικού ή ευρασιατικού πόλου, με την Κίνα να παίζει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η τέταρτη τάση είναι οι χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, όπως είναι οι χώρες με μεγάλες εξαγωγές τροφίμων, να προσπαθούν να αποκτούν καλύτερο έλεγχο των εξαγωγών τους και να επιτυγχάνουν καλύτερες τιμές σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσουν τις πιέσεις προς τα κάτω από την ύφεση. Για παράδειγμα η Κένυα, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας μαύρου τσαγιού, απαγόρευσε τις άμεσες πωλήσεις και καθιέρωσε ένα σύστημα ηλεκτρονικών δημοπρασιών που θα επιτρέψει και μεγαλύτερη διαφάνεια και καλύτερες τιμές.
Οι προκλήσεις για χώρες όπως η Ελλάδα
Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτό το φόντο χώρες όπως η Τουρκία προσπαθούν να διεκδικήσουν μερίδιο αυξημένο στη νέα αναδιάταξη των εφοδιαστικών αλυσίδων και των αλυσίδων αξίας, διεκδικώντας να γίνει πόλος έλξης επενδύσεων για παραγωγικές μονάδες που θα θελήσουν να μετακινηθούν από άλλες περιοχές.
Αυτό με τη σειρά του θέτει και μια πρόκληση και για την ελληνική οικονομία και το εάν κατά πόσο σε μια νέα παραγωγική αρχιτεκτονική θα μπορούσε να διεκδικήσει περισσότερες παραγωγικές μονάδες και δη υψηλής προστιθέμενης αξίας αντί να επιμένει απλώς στη υπερεξάρτηση από τον τουρισμό και τις επενδύσεις τύπου real estate, κλάδους που ειδικά στη σημερινή συγκυρία δείχνουν να πλήττονται ιδιαίτερα.
Πηγή: in.gr
Παναγιώτης Σωτήρης: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου