Σπύρος Παναγιώτου
Η έντονη κινητικότητα του Υπουργείου Εξωτερικών και του Πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη έχει σταθεί ανίκανη να ανατρέψει τις τάσεις που διαμορφώνει συστηματικά ο τουρκικός επεκτατισμός. Αυτό είναι φανερό. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν ο στόχος της ελληνικής διπλωματίας είναι να αποτρέψει τις εξελίξεις ή απλά να αποτελέσει άλλοθι ήδη ειλημμένων αποφάσεων.
Γιατί τι άλλο από κατάπληξη μπορεί να δημιουργεί το γεγονός ότι οι δημόσια διακηρυγμένοι στόχοι των Δένδια–Μητσοτάκη, περί διαλόγου με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, αναιρούνται και εξευτελίζονται από αντίστοιχες δημόσιες τοποθετήσεις υπηρεσιακών παραγόντων σε κρίσιμα πόστα.
Δεν είναι πια ινστιτούτα ή «ειδήμονες» της εξωτερικής πολιτικής που ετοιμάζουν το κλίμα αλλά στελέχη του υπουργείου που υιοθετούν και προβάλλουν τα τουρκικά επιχειρήματα για τη «μοιρασιά και τη συνεκμετάλλευση» Αιγαίου και Ν.Α Μεσογείου. Οι φημολογούμενες μετακινήσεις και αλλαγές στη δομή των υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών είναι και αυτό άλλοθι των όσων ήδη δρομολογούνται ως αναπόφευκτα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τηλεφωνική συνομιλία Μητσοτάκη-Ερντογάν, με πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς, ήταν καρπός των συνεχών «συμμαχικών» παραινέσεων-πιέσεων για αποκατάσταση ενός διαλόγου με τους όρους της Τουρκίας. Είναι εύλογο το ερώτημα περί των προθέσεων της κίνησης Μητσοτάκη σε μια συγκυρία όπου οι υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από μεγάλα και κατοικημένα νησιά του Αιγαίου είναι καθημερινές. Όπως επίσης είναι προκλητικές οι διαρκείς πολεμικές απειλές κατά της χώρας αλλά και το σχέδιο μετατροπής της Αγ. Σοφίας σε τζαμί. Τα θερμά συγχαρητήρια Ουάσιγκτον, Βερολίνου και Βρυξελλών αποκαλύπτουν όσους κρύβονται πίσω από τον πρωθυπουργικό «αιφνιδιασμό».
Αναπόφευκτα οι «εξηγήσεις» της ελληνικής πλευράς, ότι δηλαδή συζητήθηκαν θέματα που αφορούν την πανδημία και τον τουρισμό, μόνο θυμηδία προκαλούν. Άλλωστε την ελληνική «αγαθοσύνη» πρόδωσε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου κατά την επίσκεψή του στη Γερμανία. Εκεί επικαλέστηκε την πρωτοβουλία Μητσοτάκη ως ευόδωση της επιθυμίας της Άγκυρας για «εποικοδομητικό διάλογο». Αυτή εξάλλου είναι και η σφοδρή επιταγή και της γερμανικής ηγεσίας.
Η Γερμανία, που αναλαμβάνει για το επόμενο εξάμηνο την προεδρία της Ε.Ε., δεν έκρυψε τις προθέσεις της. Η ίδια η Μέρκελ δήλωσε ότι στόχο της γερμανικής προεδρίας αποτελεί η διαμόρφωση μιας «συνεκτικής στρατηγικής» της Ε.Ε. απέναντι στο «στρατηγικό εταίρο», την Άγκυρα. Ζήτησε μάλιστα υπέρβαση «των δυσχερειών» καθώς η «Τουρκία πραγματοποιεί γεωτρήσεις στα ανοιχτά της Ελλάδας και της Κύπρου» και τόνισε: «Καταβάλλουμε προσπάθειες προκειμένου να ξεκινήσουν ξανά συνομιλίες ανάμεσα στους εμπλεκόμενους». Η αναφορά «στα ανοιχτά της Ελλάδας και της Κύπρου» έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς παρακάμπτει κάθε αναφορά σε ΑΟΖ που παραπέμπει σε κυριαρχικά δικαιώματα χωρών-μελών της Ε.Ε. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών που δε δίστασε να κατηγορήσει την Ελλάδα και την Κύπρο ως υπεύθυνες για την καθυστέρηση στο ευρωτουρκικό διάλογο: «Είναι σημαντικό για μας ως Ε.Ε. και ως Προεδρία, να βγάλουμε από τη μέση τα εμπόδια, διότι όσο μας απασχολούν ζητήματα όπως οι γεωτρήσεις στη Μεσόγειο, ανοιχτά της Κύπρου ή ενδεχομένως στην Κρήτη, χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος θα δείχνουν στο πλαίσιο της Ε.Ε. μικρή διάθεση για εμβάθυνση του διαλόγου», είπε ο Γερμανός ΥΠΕΞ.
Το μήνυμα είναι σαφές: Επίσπευση του διαλόγου και υπογραφή των αναγκαίων συμβιβασμών γιατί ο καιρός πιέζει. Το πολιτικό κόστος που επικαλούνται οι ελληνικές κυβερνήσεις έχει πάψει να υπολογίζεται από τα διεθνή κέντρα. Και όλα αυτά χωρίς να υπάρξει η παραμικρή διαμαρτυρία.
Οι κοινοί πανηγυρισμοί κυβέρνησης-αντιπολίτευσης για την ελληνοϊταλική συμφωνία περί ΑΟΖ, με αναγνώριση της μερικής επήρειας των κατοικημένων νησιών αλλά και των «ιστορικών δικαιωμάτων» της αλιείας της Ιταλίας έναντι της Ελλάδας, αποτέλεσε δοκιμή μιας πιο γενικής συνταγής. Με αυτή την «επιτυχία» στην τσέπη, ο Ν. Δένδιας εκτέθηκε σοβαρά στο Κάιρο όταν πίστεψε ότι θα ήταν δυνατό να πετύχει μια μερική συμφωνία σχετικά με την ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου που θα έμπαινε «σφήνα» στο τουρκολυβικό σύμφωνο. Εκεί «κατάπληκτος» άκουσε τις απαιτήσεις από τη «σύμμαχο» Αίγυπτο περί μηδενικής επήρειας του Καστελόριζου και ελάχιστης της Ρόδου, της Καρπάθου και της Κρήτης. Η Αίγυπτος χρησιμοποίησε τα ίδια επιχειρήματα με την Τουρκία και μάλιστα πρότεινε κοινή αναγνώριση ΑΟΖ μεταξύ των τριών χωρών.
Η υποτιθέμενη δυσφορία της ελληνικής πλευράς απέναντι στις απαιτήσεις της Αιγύπτου είναι πέρα για πέρα υποκριτική. Το ίδιο υποκριτικές και οι προτάσεις για ελληνοτουρκικό διάλογο με προϋπόθεση τον αμοιβαίο σεβασμό δικαιωμάτων. Η ίδια η Άγκυρα δεν κρύβει ότι η πολιτική της ακραίας έντασης, ακόμα και ενός θερμού επεισοδίου, είναι η καταλληλότερη προϋπόθεση για να υπάρξει ένας συμβιβασμός σύμφωνα με τις επιδιώξεις της. Οι δηλώσεις Τούρκου αξιωματούχου ότι δεν είναι δυνατό μια χώρα «οκτώ εκατομμυρίων να θέλει να περιορίσει τα τουρκικά σχέδια» είναι ενδεικτική του τρόπου που η Άγκυρα αντιλαμβάνεται το διάλογο.
Άλλωστε είναι η ίδια η ελληνική διπλωματία που άνοιξε το δρόμο παραχωρήσεων κυριαρχικών δικαιωμάτων, σε φίλους και εχθρούς, με την πειθήνια συμμόρφωση στις ευρωατλαντικές πιέσεις και συμφέροντα και την συνακόλουθη πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας. Η πολιτική των Σημίτη, Κοτζιά, Κατρούγκαλου, Δένδια, με κοινό παρονομαστή τον καθηγητή Ροζάκη, τώρα δικαιώνεται: Το Καστελόριζο έχει ήδη παραδοθεί καθώς «κείται μακράν» όπως άλλωστε και η Κύπρος. Το ερώτημα είναι πόση θάλασσα νότια της Ρόδου, της Καρπάθου και της Κρήτης θα παραχωρηθεί τελικά και πόσο Αιγαίο και Θράκη θα παραμείνει στην ελληνική κυριαρχία και επικράτεια. Και όλα αυτά για να υπηρετηθούν οι στόχοι της γερμανικής προεδρίας και η προσπάθεια των ΗΠΑ να συγκρατήσουν την Τουρκία στο ΝΑΤΟ.
Πηγή: e-dromos.gr
Σπύρος Παναγιώτου: Σχετικά με τον Συντάκτη
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα προετοιμάζεται για επώδυνες παραχωρήσεις
Η έντονη κινητικότητα του Υπουργείου Εξωτερικών και του Πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη έχει σταθεί ανίκανη να ανατρέψει τις τάσεις που διαμορφώνει συστηματικά ο τουρκικός επεκτατισμός. Αυτό είναι φανερό. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν ο στόχος της ελληνικής διπλωματίας είναι να αποτρέψει τις εξελίξεις ή απλά να αποτελέσει άλλοθι ήδη ειλημμένων αποφάσεων.
Γιατί τι άλλο από κατάπληξη μπορεί να δημιουργεί το γεγονός ότι οι δημόσια διακηρυγμένοι στόχοι των Δένδια–Μητσοτάκη, περί διαλόγου με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, αναιρούνται και εξευτελίζονται από αντίστοιχες δημόσιες τοποθετήσεις υπηρεσιακών παραγόντων σε κρίσιμα πόστα.
Δεν είναι πια ινστιτούτα ή «ειδήμονες» της εξωτερικής πολιτικής που ετοιμάζουν το κλίμα αλλά στελέχη του υπουργείου που υιοθετούν και προβάλλουν τα τουρκικά επιχειρήματα για τη «μοιρασιά και τη συνεκμετάλλευση» Αιγαίου και Ν.Α Μεσογείου. Οι φημολογούμενες μετακινήσεις και αλλαγές στη δομή των υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών είναι και αυτό άλλοθι των όσων ήδη δρομολογούνται ως αναπόφευκτα.
Πιέσεις επίσπευσης των συμφωνηθέντων
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τηλεφωνική συνομιλία Μητσοτάκη-Ερντογάν, με πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς, ήταν καρπός των συνεχών «συμμαχικών» παραινέσεων-πιέσεων για αποκατάσταση ενός διαλόγου με τους όρους της Τουρκίας. Είναι εύλογο το ερώτημα περί των προθέσεων της κίνησης Μητσοτάκη σε μια συγκυρία όπου οι υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από μεγάλα και κατοικημένα νησιά του Αιγαίου είναι καθημερινές. Όπως επίσης είναι προκλητικές οι διαρκείς πολεμικές απειλές κατά της χώρας αλλά και το σχέδιο μετατροπής της Αγ. Σοφίας σε τζαμί. Τα θερμά συγχαρητήρια Ουάσιγκτον, Βερολίνου και Βρυξελλών αποκαλύπτουν όσους κρύβονται πίσω από τον πρωθυπουργικό «αιφνιδιασμό».
Αναπόφευκτα οι «εξηγήσεις» της ελληνικής πλευράς, ότι δηλαδή συζητήθηκαν θέματα που αφορούν την πανδημία και τον τουρισμό, μόνο θυμηδία προκαλούν. Άλλωστε την ελληνική «αγαθοσύνη» πρόδωσε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου κατά την επίσκεψή του στη Γερμανία. Εκεί επικαλέστηκε την πρωτοβουλία Μητσοτάκη ως ευόδωση της επιθυμίας της Άγκυρας για «εποικοδομητικό διάλογο». Αυτή εξάλλου είναι και η σφοδρή επιταγή και της γερμανικής ηγεσίας.
Η Γερμανία, που αναλαμβάνει για το επόμενο εξάμηνο την προεδρία της Ε.Ε., δεν έκρυψε τις προθέσεις της. Η ίδια η Μέρκελ δήλωσε ότι στόχο της γερμανικής προεδρίας αποτελεί η διαμόρφωση μιας «συνεκτικής στρατηγικής» της Ε.Ε. απέναντι στο «στρατηγικό εταίρο», την Άγκυρα. Ζήτησε μάλιστα υπέρβαση «των δυσχερειών» καθώς η «Τουρκία πραγματοποιεί γεωτρήσεις στα ανοιχτά της Ελλάδας και της Κύπρου» και τόνισε: «Καταβάλλουμε προσπάθειες προκειμένου να ξεκινήσουν ξανά συνομιλίες ανάμεσα στους εμπλεκόμενους». Η αναφορά «στα ανοιχτά της Ελλάδας και της Κύπρου» έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς παρακάμπτει κάθε αναφορά σε ΑΟΖ που παραπέμπει σε κυριαρχικά δικαιώματα χωρών-μελών της Ε.Ε. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών που δε δίστασε να κατηγορήσει την Ελλάδα και την Κύπρο ως υπεύθυνες για την καθυστέρηση στο ευρωτουρκικό διάλογο: «Είναι σημαντικό για μας ως Ε.Ε. και ως Προεδρία, να βγάλουμε από τη μέση τα εμπόδια, διότι όσο μας απασχολούν ζητήματα όπως οι γεωτρήσεις στη Μεσόγειο, ανοιχτά της Κύπρου ή ενδεχομένως στην Κρήτη, χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος θα δείχνουν στο πλαίσιο της Ε.Ε. μικρή διάθεση για εμβάθυνση του διαλόγου», είπε ο Γερμανός ΥΠΕΞ.
Το μήνυμα είναι σαφές: Επίσπευση του διαλόγου και υπογραφή των αναγκαίων συμβιβασμών γιατί ο καιρός πιέζει. Το πολιτικό κόστος που επικαλούνται οι ελληνικές κυβερνήσεις έχει πάψει να υπολογίζεται από τα διεθνή κέντρα. Και όλα αυτά χωρίς να υπάρξει η παραμικρή διαμαρτυρία.
Το Καστελόριζο ως «λαγός»
Οι κοινοί πανηγυρισμοί κυβέρνησης-αντιπολίτευσης για την ελληνοϊταλική συμφωνία περί ΑΟΖ, με αναγνώριση της μερικής επήρειας των κατοικημένων νησιών αλλά και των «ιστορικών δικαιωμάτων» της αλιείας της Ιταλίας έναντι της Ελλάδας, αποτέλεσε δοκιμή μιας πιο γενικής συνταγής. Με αυτή την «επιτυχία» στην τσέπη, ο Ν. Δένδιας εκτέθηκε σοβαρά στο Κάιρο όταν πίστεψε ότι θα ήταν δυνατό να πετύχει μια μερική συμφωνία σχετικά με την ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου που θα έμπαινε «σφήνα» στο τουρκολυβικό σύμφωνο. Εκεί «κατάπληκτος» άκουσε τις απαιτήσεις από τη «σύμμαχο» Αίγυπτο περί μηδενικής επήρειας του Καστελόριζου και ελάχιστης της Ρόδου, της Καρπάθου και της Κρήτης. Η Αίγυπτος χρησιμοποίησε τα ίδια επιχειρήματα με την Τουρκία και μάλιστα πρότεινε κοινή αναγνώριση ΑΟΖ μεταξύ των τριών χωρών.
Η υποτιθέμενη δυσφορία της ελληνικής πλευράς απέναντι στις απαιτήσεις της Αιγύπτου είναι πέρα για πέρα υποκριτική. Το ίδιο υποκριτικές και οι προτάσεις για ελληνοτουρκικό διάλογο με προϋπόθεση τον αμοιβαίο σεβασμό δικαιωμάτων. Η ίδια η Άγκυρα δεν κρύβει ότι η πολιτική της ακραίας έντασης, ακόμα και ενός θερμού επεισοδίου, είναι η καταλληλότερη προϋπόθεση για να υπάρξει ένας συμβιβασμός σύμφωνα με τις επιδιώξεις της. Οι δηλώσεις Τούρκου αξιωματούχου ότι δεν είναι δυνατό μια χώρα «οκτώ εκατομμυρίων να θέλει να περιορίσει τα τουρκικά σχέδια» είναι ενδεικτική του τρόπου που η Άγκυρα αντιλαμβάνεται το διάλογο.
Άλλωστε είναι η ίδια η ελληνική διπλωματία που άνοιξε το δρόμο παραχωρήσεων κυριαρχικών δικαιωμάτων, σε φίλους και εχθρούς, με την πειθήνια συμμόρφωση στις ευρωατλαντικές πιέσεις και συμφέροντα και την συνακόλουθη πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας. Η πολιτική των Σημίτη, Κοτζιά, Κατρούγκαλου, Δένδια, με κοινό παρονομαστή τον καθηγητή Ροζάκη, τώρα δικαιώνεται: Το Καστελόριζο έχει ήδη παραδοθεί καθώς «κείται μακράν» όπως άλλωστε και η Κύπρος. Το ερώτημα είναι πόση θάλασσα νότια της Ρόδου, της Καρπάθου και της Κρήτης θα παραχωρηθεί τελικά και πόσο Αιγαίο και Θράκη θα παραμείνει στην ελληνική κυριαρχία και επικράτεια. Και όλα αυτά για να υπηρετηθούν οι στόχοι της γερμανικής προεδρίας και η προσπάθεια των ΗΠΑ να συγκρατήσουν την Τουρκία στο ΝΑΤΟ.
Πηγή: e-dromos.gr
Σπύρος Παναγιώτου: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου