Στάθης Παχίδης
Κυβερνητικός αξιωματούχος συνέστησε Skype για τους μη συγκατοικούντες ερωτευμένους. Οι δύο άκρες του ανθρώπου, ο έρωτας και ο θάνατος. Σ’ αυτόν τον χαλασμό που ζούμε, σιγά σιγά και ανεπαίσθητα εξοικειωνόμαστε καθημερινά με τόσους θανάτους. Λες να χρειαστεί να εξοικειωθούμε και με τον έρωτα;
Επιταχύνεις το βήμα γιατί χαμπάρι δεν πήρες πώς πέρασε η ώρα και ήδη πήγε εννιά παρά λίγο. Θες η κουβέντα, θες το έλλειμμα κοινωνικότητας της καραντίνας, άργησες και τρέχεις τώρα.
Εννιά νταν ξεκινά το κυνήγι της αλεπούς, το φεστιβάλ ερήμωσης που ζούμε, κι έχεις τέσσερα τετράγωνα και κάτι να περπατήσεις μέχρι τη νομιμότητα του εγκλεισμού σου. Οχι, περίπολους, χίτες ή ενόπλους της ΟΠΛΑ δεν έχει ο δρόμος, αλλά κάνα μπλόκο καραντινιέρων το φοβάσαι, καθώς μια αλλόκοτη βουβαμάρα απλώνεται κι από λεπτό σε λεπτό σωπαίνει η πόλη.
Δεν περισσεύουν τριακοσάρια για πρόστιμα τέτοιες εποχές και παίρνεις, μασκοφόρος περιπατητής, παράδρομους και στενάκια κακοφωτισμένα, γιατί ποτέ δεν ξέρεις… Κι ενώ, εξοικειωμένος πια με τη δυστοπία, πειθαρχημένος στον αόρατο φόβο της πανδημίας, πηγαίνεις σχεδόν πλάι πλάι και ντουβαράτα, εκεί, καταμεσής της ερημίας, μέγα θαύμα συμβαίνει. Στον πλακοστρωμένο ακάλυπτο, ανάμεσα σε δυο σκοτεινούς, μπετονένιους όγκους πολυκατοικιών, δυο το πολύ εικοσάχρονα, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, καθισμένα σ’ ένα διαχωριστικό πεζούλι τετ α τετ. Ακάλυπτα στον ακάλυπτο.
Τα πιτσιρίκια, με κατεβασμένες στον λαιμό τις μάσκες, σ’ έναν δικό τους –άλλο– χωροχρόνο, περιπαθώς και χωρίς ανάσα φιλιούνται. Φιλιούνται με πάθος, με ζέση, με διάρκεια, και σημασία δεν δίνουν στα βήματα που ακούγονται να πλησιάζουν. Δυο περιπτερόμπιρες κι αποτσίγαρα στις πλάκες συμπληρώνουν το σκηνικό, που πλέον είναι ορατό και στον τάχα αδιάφορο περιπατητή.
Προσπαθείς, όσο γίνεται, να ελαφρύνεις το βήμα κι αθόρυβος να προσπεράσεις. Αδιάκριτα να μη διακόψεις τη σκηνή, να μη χαλάσεις τη στιγμή, να μη μείνει το φιλί στη μέση. Τους έχεις πια στα δυο μέτρα κι αυτοί εκεί, σφιχταγκαλιασμένοι, ο ένας εντός της άλλης σ’ ένα μακρόσυρτο, αχόρταγο, χωρίς χρονικό όριο φιλί, αδιαφορώντας για το τι ώρα πήγε, για το αν είσαι ο βιαστικός περιπατητής ή ο Χαρδαλιάς αυτοπροσώπως, ακυρώνοντας χρόνους και όρια, μέτρα και φόβους, «μη» και «πρέπει».
Οταν ομιλούν οι ρεύσεις, δεν μετρούν οι απαγορεύσεις.
Εχει περάσει πια εννιά και ένα αίσθημα παρανομίας κι ενοχής σε κυριεύει: φαντάζεσαι μια τρακοσάρα σε χαρτί της Αστυνομίας να σε περιμένει στην επόμενη στροφή και λες ν’ ανοίξεις το βήμα.
Ρίχνεις μια τελευταία ματιά στα πιτσιρίκια στο πεζούλι, που, αμέριμνα, δε λεν να κουνηθούνε, δε λεν να ξεκολλήσουν το ένα απ’ την αγκαλιά του άλλου μέσα στο βραδινό φθινοπωρινό κρύο. Μπαμ και με τη μία εκεί στον ακάλυπτο ακυρώνουν κοτζάμ Σύμπαν αυτά.
Καθώς πια βγάζεις το κλειδί της εξώπορτας, σκέφτεσαι απ’ τη μια τον γάταρο κυβερνητικό αξιωματούχο, που για τις μέρες της καραντίνας συνέστησε Skype για τους μη συγκατοικούντες ερωτευμένους κι απ’ την άλλη τις δυο άκρες του ανθρώπου, τον έρωτα και τον θάνατο. Σ’ αυτόν τον χαλασμό που ζούμε, σιγά σιγά και ανεπαίσθητα εξοικειωνόμαστε καθημερινά με τόσους θανάτους τριγύρω. Λες να χρειαστεί να εξοικειωθούμε και με τον έρωτα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου