Θα μπορούσε κάποιος να σκεφθεί ότι, ακόμη και μια κυβέρνηση με τόσο νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά όπως αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν είναι δυνατόν εν μέσω της χειρότερης έξαρσης της πανδημίας να διαμορφώνει εκλογική τακτική. Θα έκανε λάθος.
Όλα δείχνουν πως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Τις επόμενες εβδομάδες θα καταγραφεί ρεκόρ κρουσμάτων με δεκάδες χιλιάδες θετικούς στον Covid 19 και το ΕΣΥ θα δεχθεί πιέσεις που είναι αμφίβολο αν θα αντέξει. Σε παγκόσμιο επίπεδο κυριαρχεί αβεβαιότητα αφού όχι μόνον δεν είναι σαφές τι επιπτώσεις θα έχει η μετάλλαξη «Όμικρον» αλλά είναι άγνωστο το αν θα υπάρξει και νέα παραλλαγή του ιού. Όμως το κυβερνητικό επιτελείο όχι απλά σχεδιάζει την εκλογική τακτική της Νέας Δημοκρατίας αλλά προβλέπει και εναλλακτικά σενάρια. Για τους όρους που θα οδηγηθεί η χώρα στις επόμενες κάλπες. Για το πότε θα γίνει αυτό. Για το πόσες φορές θα γίνει αλλά και για το ποιες μπορεί να είναι οι μετεκλογικές συμμαχίες.
Το δημοσίευμα στην εφημερίδα «Καθημερινή» πριν μερικές ημέρες που έκανε λόγο για την πιθανότητα η κυβέρνηση να καταφύγει όχι σε δύο, αλλά σε τρείς απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις είναι ενδεικτικό για το εύρος των «ασκήσεων επί χάρτου» που συντελείται. Μάλιστα υπάρχει και φημολογία ότι στις συζητήσεις που γίνονται στο Μέγαρο Μαξίμου και στα κυβερνητικά «think tanks» έχει «πέσει η ιδέα» ακόμη και … νέας «βελτίωσης» του υφιστάμενου εκλογικού νόμου που έχει ψηφίσει η Νέα Δημοκρατία. Μια κίνηση που θα συνιστούσε βέβαια πολιτικό θράσος αλλά και εγείρει και σοβαρά θεσμικά προβλήματα.
Θυμίζουμε ότι ο υφιστάμενος εκλογικός νόμος που ψηφίστηκε τον Ιανουάριο του 2020 προβλέπει κλιμακωτό μπόνους βουλευτικών εδρών για το πρώτο κόμμα και διατηρεί το «πλαφόν του 3%. Αποτελεί δηλαδή μια εκδοχή της απλής αναλογικής, η οποία στηρίχθηκε –θυμίζουμε- από την Νέα Δημοκρατία και την Ελληνική Λύση προκειμένου να ισχύσει στις μεθεπόμενες εκλογές.
Γαλάζιες αβεβαιότητες
Η κυβέρνηση σε αυτόν τον νόμο έχει βασίσει την βασική εκλογική στρατηγική της. Σύμφωνα με όσα είχε δηλώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην συνέντευξη που παραχώρησε στο MEGA στις αρχές Νοεμβρίου του 2021 «πιστεύω στην ενισχυμένη αναλογική, γι’ αυτό και τη νομοθέτησα. Και ναι, πιστεύω ότι αν ένα κόμμα ξεπεράσει το 36%, 37%, 38% και έχει τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση μόνο του αυτό είναι καλό, διότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις θεωρώ ότι και στην παρούσα συγκυρία είναι πολύ πιο αποτελεσματικές». Παράλληλα ξεκαθάρισε ότι στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση που θα γίνει με το σύστημα της απλής αναλογικής «η Νέα Δημοκρατία θα διεκδικήσει την αυτοδυναμία και στην πρώτη κάλπη, και με την απλή αναλογική. Αυτός θα είναι ο στόχος μας. Εάν δεν τον πετύχουμε, θεωρώ ότι θα είναι περίπου αδύνατο να σχηματιστεί κυβέρνηση. Θα πρέπει να μεσολαβήσει η άχαρη περίοδος των διερευνητικών εντολών και θα πάμε σε δεύτερες εκλογές».
Πρόκειται δηλαδή για το λεγόμενο «σενάριο του καψίματος της απλής αναλογικής», το οποίο όμως δεν φαντάζει πλέον στην κυβέρνηση και τόσο …αισιόδοξο. Αιτία η προαναφερθείσα παραδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη σχετικά με το ότι για να κυβερνήσει αυτοδύναμα η Νέα Δημοκρατία χρειάζεται ένα ποσοστό μεταξύ 37 και 38%. Μια εκλογική επίδοση δηλαδή που δεν «έχει στο τσεπάκι». Όσο κι αν οι δημοσκοπήσεις θέλουν την Νέα Δημοκρατία πρώτο κόμμα και έχει μεγάλα ποσοστά στην «παράσταση νίκης», δηλαδή στο ποιο κόμμα οι πολίτες πιστεύουν ότι θα κερδίσει, άσχετα αν θα το ψηφίσουν η όχι.
Στην κυβέρνηση φαίνεται ότι «βλέπουν» προβλήματα στην συσπείρωση των ψηφοφόρων τους. Αρχικά επειδή οι πανδημικές συνθήκες έχουν οδηγήσει την Ν.Δ σε ρήξη με κοινωνικά στρώματα όπου είχε σημαντική επιρροή όπως οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες αλλά και οι συνταξιούχοι. Επίσης επειδή η Ν.Δ πολιτικά έχει υποστεί φθορά και «στα δεξιά της» για σειρά ζητημάτων όπως η εξωτερική πολιτική ή το μεταναστευτικό που δεν μπορεί να συγκρατήσει η έντονη παρουσία στελεχών με ακροδεξιά χαρακτηριστικά στο κυβερνητικό σχήμα.
Επίσης στην κυβέρνηση ανησυχούν για την συμπεριφορά των ψηφοφόρων στις επόμενες εκλογές που θα γίνουν με απλή αναλογική. Η λογική του ότι η συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση δεν θα αποδώσει κυβερνητικό αποτέλεσμα θα δημιουργήσει συνθήκες «χαλαρής ψήφου». Μια συνθήκη δεν γνωρίζει τι επίπτωση θα έχει στα ποσοστά και στην πολιτική δυναμική του κυβερνώντος κόμματος.
Η απάντηση της Νέας Δημοκρατία απέναντι σε αυτά τα ζητήματα συμπυκνώνεται σε μία λέξη: Διλήμματα. Στην κυβέρνηση φαίνεται να πιστεύουν πως αυτό που θα τους εξασφαλίσει μία ακόμη τετραετία είναι να προβάλλουν το δίπολο «Σταθερότητα ή Περιπέτειες». Την πρώτη εκδοχή θα εκφράζει η διατήρηση της πρωθυπουργίας του Κυριάκου Μητσοτάκη και την δεύτερη μία αβέβαιη περίοδος συνεχών εκλογικών αναμετρήσεων με άγνωστο χρονικό εύρος και συνέπειες.
Η κυβέρνηση σε αυτόν τον νόμο έχει βασίσει την βασική εκλογική στρατηγική της. Σύμφωνα με όσα είχε δηλώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην συνέντευξη που παραχώρησε στο MEGA στις αρχές Νοεμβρίου του 2021 «πιστεύω στην ενισχυμένη αναλογική, γι’ αυτό και τη νομοθέτησα. Και ναι, πιστεύω ότι αν ένα κόμμα ξεπεράσει το 36%, 37%, 38% και έχει τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση μόνο του αυτό είναι καλό, διότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις θεωρώ ότι και στην παρούσα συγκυρία είναι πολύ πιο αποτελεσματικές». Παράλληλα ξεκαθάρισε ότι στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση που θα γίνει με το σύστημα της απλής αναλογικής «η Νέα Δημοκρατία θα διεκδικήσει την αυτοδυναμία και στην πρώτη κάλπη, και με την απλή αναλογική. Αυτός θα είναι ο στόχος μας. Εάν δεν τον πετύχουμε, θεωρώ ότι θα είναι περίπου αδύνατο να σχηματιστεί κυβέρνηση. Θα πρέπει να μεσολαβήσει η άχαρη περίοδος των διερευνητικών εντολών και θα πάμε σε δεύτερες εκλογές».
Πρόκειται δηλαδή για το λεγόμενο «σενάριο του καψίματος της απλής αναλογικής», το οποίο όμως δεν φαντάζει πλέον στην κυβέρνηση και τόσο …αισιόδοξο. Αιτία η προαναφερθείσα παραδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη σχετικά με το ότι για να κυβερνήσει αυτοδύναμα η Νέα Δημοκρατία χρειάζεται ένα ποσοστό μεταξύ 37 και 38%. Μια εκλογική επίδοση δηλαδή που δεν «έχει στο τσεπάκι». Όσο κι αν οι δημοσκοπήσεις θέλουν την Νέα Δημοκρατία πρώτο κόμμα και έχει μεγάλα ποσοστά στην «παράσταση νίκης», δηλαδή στο ποιο κόμμα οι πολίτες πιστεύουν ότι θα κερδίσει, άσχετα αν θα το ψηφίσουν η όχι.
Στην κυβέρνηση φαίνεται ότι «βλέπουν» προβλήματα στην συσπείρωση των ψηφοφόρων τους. Αρχικά επειδή οι πανδημικές συνθήκες έχουν οδηγήσει την Ν.Δ σε ρήξη με κοινωνικά στρώματα όπου είχε σημαντική επιρροή όπως οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες αλλά και οι συνταξιούχοι. Επίσης επειδή η Ν.Δ πολιτικά έχει υποστεί φθορά και «στα δεξιά της» για σειρά ζητημάτων όπως η εξωτερική πολιτική ή το μεταναστευτικό που δεν μπορεί να συγκρατήσει η έντονη παρουσία στελεχών με ακροδεξιά χαρακτηριστικά στο κυβερνητικό σχήμα.
Επίσης στην κυβέρνηση ανησυχούν για την συμπεριφορά των ψηφοφόρων στις επόμενες εκλογές που θα γίνουν με απλή αναλογική. Η λογική του ότι η συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση δεν θα αποδώσει κυβερνητικό αποτέλεσμα θα δημιουργήσει συνθήκες «χαλαρής ψήφου». Μια συνθήκη δεν γνωρίζει τι επίπτωση θα έχει στα ποσοστά και στην πολιτική δυναμική του κυβερνώντος κόμματος.
Η απάντηση της Νέας Δημοκρατία απέναντι σε αυτά τα ζητήματα συμπυκνώνεται σε μία λέξη: Διλήμματα. Στην κυβέρνηση φαίνεται να πιστεύουν πως αυτό που θα τους εξασφαλίσει μία ακόμη τετραετία είναι να προβάλλουν το δίπολο «Σταθερότητα ή Περιπέτειες». Την πρώτη εκδοχή θα εκφράζει η διατήρηση της πρωθυπουργίας του Κυριάκου Μητσοτάκη και την δεύτερη μία αβέβαιη περίοδος συνεχών εκλογικών αναμετρήσεων με άγνωστο χρονικό εύρος και συνέπειες.
Ο παράγοντας Ανδρουλάκης
Μάλιστα το «δίλλημα» δεν θα απευθύνεται μόνον στους πολίτες αλλά και σε πολιτικές δυνάμεις. Για την ακρίβεια στο Κίνημα Αλλαγής του Νίκου Ανδρουλάκη σε περίπτωση που βρεθεί να διαθέτει ποσοστά τα οποία θα μπορούν να οδηγήσουν σε μετεκλογική κυβέρνηση συνεργασίας. Όπως φαίνεται μάλιστα μια τέτοια προοπτική δυσκολεύει τον νέο πρόεδρο του ΚΙΝ.ΑΛ. Ερωτώμενος στην συνέντευξη που παραχώρησε την Τρίτη το απόγευμα στον ALPHA για το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με την Ν.Δ ο Νίκος Ανδρουλάκης απέφυγε το ερώτημα. Αρχικά σχολίασε πως «πιστεύω ότι πρέπει να αντικαταστήσει την συντηρητική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μία σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση» αναφερόμενος στο φαντασιακό ενδεχόμενο να είναι πρώτο κόμμα το ΚΙΝ.ΑΛ. Συνέχισε λέγοντας ότι «ο κ. Μητσοτάκης έχει κάψει από τώρα την απλή αναλογική, έχει ανακοινώσει δεύτερες και κάποια ρεπορτάζ μιλάνε για τρίτες εκλογές. Εμείς δεν θα μπούμε σε αυτό το παιχνίδι». Μια στάση που ίσως επαρκεί για τη προεκλογική περίοδο και «σώζει» το ΚΙΝ.ΑΛ από την υποχρέωση να απαντήσει, όμως μάλλον δεν θα αρκεί για την μετεκλογική.
Μάλιστα το «δίλλημα» δεν θα απευθύνεται μόνον στους πολίτες αλλά και σε πολιτικές δυνάμεις. Για την ακρίβεια στο Κίνημα Αλλαγής του Νίκου Ανδρουλάκη σε περίπτωση που βρεθεί να διαθέτει ποσοστά τα οποία θα μπορούν να οδηγήσουν σε μετεκλογική κυβέρνηση συνεργασίας. Όπως φαίνεται μάλιστα μια τέτοια προοπτική δυσκολεύει τον νέο πρόεδρο του ΚΙΝ.ΑΛ. Ερωτώμενος στην συνέντευξη που παραχώρησε την Τρίτη το απόγευμα στον ALPHA για το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με την Ν.Δ ο Νίκος Ανδρουλάκης απέφυγε το ερώτημα. Αρχικά σχολίασε πως «πιστεύω ότι πρέπει να αντικαταστήσει την συντηρητική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μία σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση» αναφερόμενος στο φαντασιακό ενδεχόμενο να είναι πρώτο κόμμα το ΚΙΝ.ΑΛ. Συνέχισε λέγοντας ότι «ο κ. Μητσοτάκης έχει κάψει από τώρα την απλή αναλογική, έχει ανακοινώσει δεύτερες και κάποια ρεπορτάζ μιλάνε για τρίτες εκλογές. Εμείς δεν θα μπούμε σε αυτό το παιχνίδι». Μια στάση που ίσως επαρκεί για τη προεκλογική περίοδο και «σώζει» το ΚΙΝ.ΑΛ από την υποχρέωση να απαντήσει, όμως μάλλον δεν θα αρκεί για την μετεκλογική.
Η εναλλακτική Βελόπουλος
Η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου αποτελεί στους σχεδιασμούς της Νέας Δημοκρατίας έναν ακόμη «μετεκλογικό μπαλαντέρ». Παρότι δεν το …διατυμπανίζει. Με διακριτικό τρόπο έχει διαμορφωθεί μια σχέση «κατανόησης» ανάμεσα στους δύο πολιτικούς σχηματισμούς, παρότι ενίοτε «ψαρεύουν» στο ίδιο πολιτικό ακροατήριο. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σε κρίσιμα νομοθετήματα η Ελληνική Λύση παρέχει ψήφο στήριξης της κυβέρνησης (όπως π.χ το νομοσχέδιο για την αστυνομία στα πανεπιστήμια) ενώ οι υπουργοί δηλώνουν ότι είναι ανοιχτοί σε προτάσεις του κόμματος του Κυριάκου Βελόπουλου. Μια σύμπραξη ανάμεσα στα δύο κόμματα δεν αποτελεί την «πρώτη επιλογή» του Κυριάκου Μητσοτάκη, ιδίως από την στιγμή που η Ελληνική Λύση δεν συγκεντρώνει μεγάλα ποσοστά. Όμως σε σενάρια πολυκομματικής κυβέρνησης δυνητικά θα μπορούσε να παίξει έναν ρόλο. Ιδίως μάλιστα αν η προσέγγιση της Ελληνικής Λύσης στους αντι-εμβολιαστές αποδώσει εκλογικά οφέλη.
Η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου αποτελεί στους σχεδιασμούς της Νέας Δημοκρατίας έναν ακόμη «μετεκλογικό μπαλαντέρ». Παρότι δεν το …διατυμπανίζει. Με διακριτικό τρόπο έχει διαμορφωθεί μια σχέση «κατανόησης» ανάμεσα στους δύο πολιτικούς σχηματισμούς, παρότι ενίοτε «ψαρεύουν» στο ίδιο πολιτικό ακροατήριο. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σε κρίσιμα νομοθετήματα η Ελληνική Λύση παρέχει ψήφο στήριξης της κυβέρνησης (όπως π.χ το νομοσχέδιο για την αστυνομία στα πανεπιστήμια) ενώ οι υπουργοί δηλώνουν ότι είναι ανοιχτοί σε προτάσεις του κόμματος του Κυριάκου Βελόπουλου. Μια σύμπραξη ανάμεσα στα δύο κόμματα δεν αποτελεί την «πρώτη επιλογή» του Κυριάκου Μητσοτάκη, ιδίως από την στιγμή που η Ελληνική Λύση δεν συγκεντρώνει μεγάλα ποσοστά. Όμως σε σενάρια πολυκομματικής κυβέρνησης δυνητικά θα μπορούσε να παίξει έναν ρόλο. Ιδίως μάλιστα αν η προσέγγιση της Ελληνικής Λύσης στους αντι-εμβολιαστές αποδώσει εκλογικά οφέλη.
Τα εκλογικά «παράθυρα»
Όσον αφορά τον χρόνο των εκλογών, εφόσον είναι πρόωρες, τα χρονικά «παράθυρα» μέσα στο 2022 είναι συγκεκριμένα: Προς το τέλος της Άνοιξης και τις αρχές του καλοκαιριού ή στις αρχές του Φθινοπώρου. Αυτό βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι θα επαληθευθούν οι αισιόδοξες εκτιμήσεις των ειδικών περί κάμψης της πανδημίας περίπου τον Απρίλιου, σε σημείο μάλιστα που να υπάρχουν ελάχιστα κρούσματα. Πάντως αξίζει να θυμίσουμε ότι στα τέλη Δεκέμβρη η κυβέρνηση προχώρησε σε αλλαγή γενικών γραμματέων, αρκετοί από τους οποίους προτίθενται να πολιτευθούν. Δείγμα του ότι στην Νέα Δημοκρατία ήδη θεωρούν πως έχουν μπει σε προεκλογικούς ρυθμούς.
Πηγή:imerodromos
Γεράσιμος Λιβιτσάνος: Σχετικά με τον συντάκτη
Όσον αφορά τον χρόνο των εκλογών, εφόσον είναι πρόωρες, τα χρονικά «παράθυρα» μέσα στο 2022 είναι συγκεκριμένα: Προς το τέλος της Άνοιξης και τις αρχές του καλοκαιριού ή στις αρχές του Φθινοπώρου. Αυτό βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι θα επαληθευθούν οι αισιόδοξες εκτιμήσεις των ειδικών περί κάμψης της πανδημίας περίπου τον Απρίλιου, σε σημείο μάλιστα που να υπάρχουν ελάχιστα κρούσματα. Πάντως αξίζει να θυμίσουμε ότι στα τέλη Δεκέμβρη η κυβέρνηση προχώρησε σε αλλαγή γενικών γραμματέων, αρκετοί από τους οποίους προτίθενται να πολιτευθούν. Δείγμα του ότι στην Νέα Δημοκρατία ήδη θεωρούν πως έχουν μπει σε προεκλογικούς ρυθμούς.
Πηγή:imerodromos
Γεράσιμος Λιβιτσάνος: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου