Μενέλαος Λουντέμης
Αποσπάσματα διάλεξης του Μενέλαου Λουντέμη για το Θέατρο Σκιών, η οποία εκδόθηκε με τον τίτλο Καραγκιόζης ο Έλληνας, το 1981 από τις εκδόσεις Δωρικός.
Αυτό το τέρας της κακομούτσουνης ωραιοπάθειας μπήκε στις αγωνίες μου απρόβλεπτα, μια μέρα που ανακάλυψα πως ο κόσμος είναι πολύ άχαρος δίχως την Αθήνα, προπάντων δίχως την αθηναϊκή γειτονιά, όπου –πάντα– αγέραστος ζει και τη φαιδρύνει ο Μέγας της, ο Αυτοκράτοράς της: Καραγκιόζης ο Έλληνας.
[…]
Αν ο Καραγκιόζης δεν ήταν πραγματικά ένα φραγγέλιο, μα μόνο ανώδυνο θέαμα, θα είχε σβήσει από καιρό.
Στο απλοϊκό και αφελές –από πρώτη όψη– αυτό θέατρο, ένας βαθύς ερευνητής θα έβρισκε ανέπαφα τα δύο σκέλη του αρχαίου μας θεάτρου, την τραγωδία και την κωμωδία και, μαζί, διαγραφόμενη αχνά, την κοινωνική αποστολή τους. Με την τραγωδία να εξαίρει την αρετή, την αυτοθυσία, τη γενναιότητα. με την κωμωδία να μαστιγώνει τη φαυλότητα, τη χαμέρπεια, την απληστία.
[…]
Ποια είναι η «στρατηγική» του λόγου του Καραγκιόζη; Πρώτα απ’ όλα κυριαρχεί το απρόοπτο, οι απροσδόκητες συζεύξεις («απόψε θα ξεποδαριαστούμε στα γέλια…»), καθώς κι αυτά που ο ίδιος λέει «αλαμπουρνέζικα», αλλά που είναι όλα ποτισμένα από πικρή θυμοσοφία: («Ποιός κρούει την θύραν της πύλης μου και σείεται ο κώδων του κωδωνοστασίου μου;»). Κάτι τέτοια είναι που μπερδεύουν τον απελέκητο μπαρμπα-Γιώργη Μπλατσάρα και τον κάνουν ν’ αναφωνεί με αμηχανία: «Τί λιέει, ρε, τού έρμου;». Γιατί ο καημένος ο Μπλατσάρας δε γνωρίζει τα «περιδιαγραμμάτου» του ανεψιού του. Ο μπαρμπα-Γιώργης ή «Γιώργαρος» είναι μια μορφή της ελληνικής ζωής, που ήταν αδύνατο να μείνει ανεκμετάλλευτη απ’ το θέατρο των σκιών. Δεν μπορούσε, σε καμιά περίπτωση, να μείνει έξω η κουτοπόνηρη αφέλεια, μα και η άξεστη παλικαριά του. Ο μπαρμπα-Γιώργης, σα χαρακτήρας, είναι ο αντίποδας του Καραγκιόζη – η λαϊκή μούσα τους συγγένεψε κιόλας. Είναι, επίσης, αντίβαρο στη βαναυσότητα του Βεληγκέκα. Γιατί αυτός ο βουνίσιος Γολιάθ, καθώς ξέρουμε, δεν προορίστηκε μόνο στο να παθαίνει απ’ τ’ ανίψι του «χουνέρια». Σωφρονίζει με τις κατραπακιές του και τον βάρβαρο και ασύδοτο σωματοφύλακα των πασάδων.
Από την άλλη, πάλι, μεριά, είναι το ακόνι, που πάνω του τροχίζει την ατσιδοσύνη του ο Καραγκιόζης. Να είμαστε, όμως, δίκαιοι. ποτέ τα «χουνέρια», που του κάνει τ’ άνιψίδι του, δεν είναι κακόψυχα. Αλλιώς, ο ήρωας θα ‘χανε την αγάπη μας. Ο Καραγκιόζης ξέρει, «εξ ιδίας πείρας», ότι ο μπάρμπας του είναι «σπάγκος». Ξέρει ακόμη ότι κολυμπάει στα λιγδιασμένα λεφτά. Κι αυτό τον δαιμονίζει και γι’ αυτό δεν αφήνει ευκαιρία που να μη στηλιτέψει την παραδοπιστία του. Ποτέ όμως «προς ίδιον όφελος». Ο ίδιος αρκείται σ’ ένα κλειδοπίνακο με τουλουμοτύρι και σε μια τσαπέλα συκαρέλια. Γενικά, ο Καραγκιόζης κράτησε στο ύψος της την πείνα του φτωχού. Είναι ο αιωνίως αδέκαρος αλλά κι ο αιωνίως «ανώτερος χρημάτων». Ο αιωνίως πεινασμένος αλλά και ο αιώνιος μυκτηριστής της πείνας του. Νικάει. Και μάλιστα πάντα με γλίσχρα μέσα. Γιατί είναι φακιρικής αντοχής και ασκητικής ολιγάρκειας άνθρωπος. Του φτάνει μόνο να θυσιάζεται. Και θυσιάζεται για το τίποτα –μα το μεγαλοποιεί– ή και για κάτι μεγάλο, μα το γελοιοποιεί. Πόσο μας θυμίζει αυτό κάτι ιδαλγούς πολύ ταπεινής καταγωγής και κάτι ιππότες της Μάντσας στην πιο συγκινητική τους μορφή. ό έρωτας της ωραίας από έναν τερατώδικης ασκήμιας άνθρωπο. δεν εννοώ τον έρωτα του Κουασιμόδου με την Εσμεράλδα, αλλά τον έρωτα του Καραγκιόζη με την ωραία Ελένη.
Εδώ ο θεατής βρίσκεται ξαφνιασμένος σ’ έναν κόσμο, όπου συντηρούνται τα πανάρχαια σύμβολα, εκείνα που αργότερα θα περάσουνε στον Θερβάντες και στον Ουγκώ, μα που όλα ξεκίνησαν απ’ το Θερσίτη. Πολλές φορές μας έρχονται παραλλαγμένα, δεν ξεμακραίνουν όμως ποτέ απ’ το αρχέγονο πρότυπο. Ο ήρωας δεν είναι στατικός, περπατάει μες στους αιώνες, περνάει απ’ το να χέρι στο άλλο, το υπόβαθρο όμως μένει πάντα αναλλοίωτα το ίδιο.
[…]
Αν δοκιμάζαμε να εμβαθύνουμε στην ψυχολογία του Καραγκιόζη, θα βλέπαμε, ξαφνιασμένοι, ότι το απλοϊκό, από πρώτη όψη, αυτό πρόσωπο διαθέτει σοβαρά και σύνθετα στοιχεία, που θα άντεχαν και στην πιο απαιτητική κριτική ανάλυση. Πάρτε την πτωχαλαζονεία του – σύλληψη που δείχνει, κατά τη γνώμη μου, βαθιά ψυχολογική ευρηματικότητα. Αν όμως η πτωχαλαζονεία αυτή ήταν σχηματική, χωρίς σατιρική πρόθεση, θα καταντούσε αποκρουστική. Γιατί ο Καραγκιόζης εδώ δεν παίζει. Σατιρίζει ανελέητα. Κα ποιούς; Τους ξιπασιάρηδες, τους ψωροπερήφανους, όπως τους λέει ο λαός.
Αλλά δεν αρκείται μόνο σ’ αυτό. Τότε τί δημιουργός χαρακτήρων θα ήταν; Η παλέτα του χωράει ολόκληρη την γκάμα. Με το Χατζηαβάτη, π.χ., σατιρίζει τη δουλοπρέπεια και την αυλοκολακεία. Με τον πασά, το σκληρό δεσποτισμό και την άγνοια του άξεστου ισχυρού. Με το Βεληγκέκα, την κρατική αυθαιρεσία και τον ασύδοτο ετσιθελισμό. Με το Μορφονιό, το ναρκισσισμό και την ωραιομανία, με το Σταύρακα, τον κούφιο λεονταρισμό κτλ. κτλ.
[…]
Συνηθίσαμε να βλέπουμε τον Καραγκιόζη από κάπως λοξή οπτική γωνία. Αν όμως αποφασίζαμε να κάνουμε μια σοβαρότερη προσπέλαση στο χαραχτήρα του, θα μέναμε κατάπληχτοι.
Ο ήρωάς μας δεν είναι καθόλου στατικός ή μονόπλευρος. Απεναντίας είναι πολύμορφος και πολυεδρικός. Συνεχώς πορεύεται, προσαρμόζεται στα νέα ήθη, βρίσκει κι αυτωνών την αχίλλεια πτέρνα και τα καυτηριάζει. Όλα όμως τα βλέπει με περιπαιχτικό μάτι και τα σχολιάζει με μια γλώσσα τσουχτερή και πιπεράτη Αριστοφάνη!
Ωστόσο η σατιρική του διάθεση δε σταματάει στα νόμιμα πλαίσια. Πολλές φορές μπήγει κεντριά και στον εαυτό του. Παίρνουν, δηλαδή, τα σκάγια και τον ίδιο. Μ’ άλλα λόγια δε μαστιγώνει μόνο, μα και αυτομαστιγώνεται. Ένα σωρό παραδείγματα έχουμε πάνω σ’ αυτό κι όλα είναι γεμάτα λαϊκό χυμό:
– Ρε μπάρμπα…, λέει στον ψωμά, που καμαρώνει τα ψωμιά του. Τίνος είν’ αυτά τα καρβέλια;
– Δικά μου… λέει ανύποπτος ο άνθρωπος.
– Δικά σου; ξεφωνίζει, γουρλώνοντας τα μάτια, ο Καραγκιόζης. Και δεν τα τρως;
Αυτό για την αιώνια πείνα του. κι ένα άλλο για την αιώνια ξιπολησιά του: Ο ήρωάς μας ξεκινάει για τον πόλεμο. Είναι κεφάτος, γεμάτος πολεμικό μένος. Τραγουδάει. Κάποτε όμως εμφανίζεται μπροστά του ο εχθρός. Είναι πάνοπλος. Με σπάθες, πολυβόλα, αυτόματα, μπιστόλια. Του Καραγκιόζη όμως δεν ιδρώνει τ’ αφτί του γι’ αυτά. Ώσπου η ματιά του πέφτει στα πόδια των εχθρών. Όλοι φορούν κάτι αρβύλες γεμάτες πρόκες.
– Μανούλα μου… φωνάζει. Αυτοί θα μας… πατήσουνε!
Όπως βλέπετε, o καθένας νοιάζεται γι’ αυτό πού τον πονάει.
Άρδην, τεύχος 92, Μάρτιος – Απρίλιος 2013
Αυτό το τέρας της κακομούτσουνης ωραιοπάθειας μπήκε στις αγωνίες μου απρόβλεπτα, μια μέρα που ανακάλυψα πως ο κόσμος είναι πολύ άχαρος δίχως την Αθήνα, προπάντων δίχως την αθηναϊκή γειτονιά, όπου –πάντα– αγέραστος ζει και τη φαιδρύνει ο Μέγας της, ο Αυτοκράτοράς της: Καραγκιόζης ο Έλληνας.
[…]
Αν ο Καραγκιόζης δεν ήταν πραγματικά ένα φραγγέλιο, μα μόνο ανώδυνο θέαμα, θα είχε σβήσει από καιρό.
Στο απλοϊκό και αφελές –από πρώτη όψη– αυτό θέατρο, ένας βαθύς ερευνητής θα έβρισκε ανέπαφα τα δύο σκέλη του αρχαίου μας θεάτρου, την τραγωδία και την κωμωδία και, μαζί, διαγραφόμενη αχνά, την κοινωνική αποστολή τους. Με την τραγωδία να εξαίρει την αρετή, την αυτοθυσία, τη γενναιότητα. με την κωμωδία να μαστιγώνει τη φαυλότητα, τη χαμέρπεια, την απληστία.
[…]
Ποια είναι η «στρατηγική» του λόγου του Καραγκιόζη; Πρώτα απ’ όλα κυριαρχεί το απρόοπτο, οι απροσδόκητες συζεύξεις («απόψε θα ξεποδαριαστούμε στα γέλια…»), καθώς κι αυτά που ο ίδιος λέει «αλαμπουρνέζικα», αλλά που είναι όλα ποτισμένα από πικρή θυμοσοφία: («Ποιός κρούει την θύραν της πύλης μου και σείεται ο κώδων του κωδωνοστασίου μου;»). Κάτι τέτοια είναι που μπερδεύουν τον απελέκητο μπαρμπα-Γιώργη Μπλατσάρα και τον κάνουν ν’ αναφωνεί με αμηχανία: «Τί λιέει, ρε, τού έρμου;». Γιατί ο καημένος ο Μπλατσάρας δε γνωρίζει τα «περιδιαγραμμάτου» του ανεψιού του. Ο μπαρμπα-Γιώργης ή «Γιώργαρος» είναι μια μορφή της ελληνικής ζωής, που ήταν αδύνατο να μείνει ανεκμετάλλευτη απ’ το θέατρο των σκιών. Δεν μπορούσε, σε καμιά περίπτωση, να μείνει έξω η κουτοπόνηρη αφέλεια, μα και η άξεστη παλικαριά του. Ο μπαρμπα-Γιώργης, σα χαρακτήρας, είναι ο αντίποδας του Καραγκιόζη – η λαϊκή μούσα τους συγγένεψε κιόλας. Είναι, επίσης, αντίβαρο στη βαναυσότητα του Βεληγκέκα. Γιατί αυτός ο βουνίσιος Γολιάθ, καθώς ξέρουμε, δεν προορίστηκε μόνο στο να παθαίνει απ’ τ’ ανίψι του «χουνέρια». Σωφρονίζει με τις κατραπακιές του και τον βάρβαρο και ασύδοτο σωματοφύλακα των πασάδων.
Από την άλλη, πάλι, μεριά, είναι το ακόνι, που πάνω του τροχίζει την ατσιδοσύνη του ο Καραγκιόζης. Να είμαστε, όμως, δίκαιοι. ποτέ τα «χουνέρια», που του κάνει τ’ άνιψίδι του, δεν είναι κακόψυχα. Αλλιώς, ο ήρωας θα ‘χανε την αγάπη μας. Ο Καραγκιόζης ξέρει, «εξ ιδίας πείρας», ότι ο μπάρμπας του είναι «σπάγκος». Ξέρει ακόμη ότι κολυμπάει στα λιγδιασμένα λεφτά. Κι αυτό τον δαιμονίζει και γι’ αυτό δεν αφήνει ευκαιρία που να μη στηλιτέψει την παραδοπιστία του. Ποτέ όμως «προς ίδιον όφελος». Ο ίδιος αρκείται σ’ ένα κλειδοπίνακο με τουλουμοτύρι και σε μια τσαπέλα συκαρέλια. Γενικά, ο Καραγκιόζης κράτησε στο ύψος της την πείνα του φτωχού. Είναι ο αιωνίως αδέκαρος αλλά κι ο αιωνίως «ανώτερος χρημάτων». Ο αιωνίως πεινασμένος αλλά και ο αιώνιος μυκτηριστής της πείνας του. Νικάει. Και μάλιστα πάντα με γλίσχρα μέσα. Γιατί είναι φακιρικής αντοχής και ασκητικής ολιγάρκειας άνθρωπος. Του φτάνει μόνο να θυσιάζεται. Και θυσιάζεται για το τίποτα –μα το μεγαλοποιεί– ή και για κάτι μεγάλο, μα το γελοιοποιεί. Πόσο μας θυμίζει αυτό κάτι ιδαλγούς πολύ ταπεινής καταγωγής και κάτι ιππότες της Μάντσας στην πιο συγκινητική τους μορφή. ό έρωτας της ωραίας από έναν τερατώδικης ασκήμιας άνθρωπο. δεν εννοώ τον έρωτα του Κουασιμόδου με την Εσμεράλδα, αλλά τον έρωτα του Καραγκιόζη με την ωραία Ελένη.
Εδώ ο θεατής βρίσκεται ξαφνιασμένος σ’ έναν κόσμο, όπου συντηρούνται τα πανάρχαια σύμβολα, εκείνα που αργότερα θα περάσουνε στον Θερβάντες και στον Ουγκώ, μα που όλα ξεκίνησαν απ’ το Θερσίτη. Πολλές φορές μας έρχονται παραλλαγμένα, δεν ξεμακραίνουν όμως ποτέ απ’ το αρχέγονο πρότυπο. Ο ήρωας δεν είναι στατικός, περπατάει μες στους αιώνες, περνάει απ’ το να χέρι στο άλλο, το υπόβαθρο όμως μένει πάντα αναλλοίωτα το ίδιο.
[…]
Αν δοκιμάζαμε να εμβαθύνουμε στην ψυχολογία του Καραγκιόζη, θα βλέπαμε, ξαφνιασμένοι, ότι το απλοϊκό, από πρώτη όψη, αυτό πρόσωπο διαθέτει σοβαρά και σύνθετα στοιχεία, που θα άντεχαν και στην πιο απαιτητική κριτική ανάλυση. Πάρτε την πτωχαλαζονεία του – σύλληψη που δείχνει, κατά τη γνώμη μου, βαθιά ψυχολογική ευρηματικότητα. Αν όμως η πτωχαλαζονεία αυτή ήταν σχηματική, χωρίς σατιρική πρόθεση, θα καταντούσε αποκρουστική. Γιατί ο Καραγκιόζης εδώ δεν παίζει. Σατιρίζει ανελέητα. Κα ποιούς; Τους ξιπασιάρηδες, τους ψωροπερήφανους, όπως τους λέει ο λαός.
Αλλά δεν αρκείται μόνο σ’ αυτό. Τότε τί δημιουργός χαρακτήρων θα ήταν; Η παλέτα του χωράει ολόκληρη την γκάμα. Με το Χατζηαβάτη, π.χ., σατιρίζει τη δουλοπρέπεια και την αυλοκολακεία. Με τον πασά, το σκληρό δεσποτισμό και την άγνοια του άξεστου ισχυρού. Με το Βεληγκέκα, την κρατική αυθαιρεσία και τον ασύδοτο ετσιθελισμό. Με το Μορφονιό, το ναρκισσισμό και την ωραιομανία, με το Σταύρακα, τον κούφιο λεονταρισμό κτλ. κτλ.
[…]
Συνηθίσαμε να βλέπουμε τον Καραγκιόζη από κάπως λοξή οπτική γωνία. Αν όμως αποφασίζαμε να κάνουμε μια σοβαρότερη προσπέλαση στο χαραχτήρα του, θα μέναμε κατάπληχτοι.
Ο ήρωάς μας δεν είναι καθόλου στατικός ή μονόπλευρος. Απεναντίας είναι πολύμορφος και πολυεδρικός. Συνεχώς πορεύεται, προσαρμόζεται στα νέα ήθη, βρίσκει κι αυτωνών την αχίλλεια πτέρνα και τα καυτηριάζει. Όλα όμως τα βλέπει με περιπαιχτικό μάτι και τα σχολιάζει με μια γλώσσα τσουχτερή και πιπεράτη Αριστοφάνη!
Ωστόσο η σατιρική του διάθεση δε σταματάει στα νόμιμα πλαίσια. Πολλές φορές μπήγει κεντριά και στον εαυτό του. Παίρνουν, δηλαδή, τα σκάγια και τον ίδιο. Μ’ άλλα λόγια δε μαστιγώνει μόνο, μα και αυτομαστιγώνεται. Ένα σωρό παραδείγματα έχουμε πάνω σ’ αυτό κι όλα είναι γεμάτα λαϊκό χυμό:
– Ρε μπάρμπα…, λέει στον ψωμά, που καμαρώνει τα ψωμιά του. Τίνος είν’ αυτά τα καρβέλια;
– Δικά μου… λέει ανύποπτος ο άνθρωπος.
– Δικά σου; ξεφωνίζει, γουρλώνοντας τα μάτια, ο Καραγκιόζης. Και δεν τα τρως;
Αυτό για την αιώνια πείνα του. κι ένα άλλο για την αιώνια ξιπολησιά του: Ο ήρωάς μας ξεκινάει για τον πόλεμο. Είναι κεφάτος, γεμάτος πολεμικό μένος. Τραγουδάει. Κάποτε όμως εμφανίζεται μπροστά του ο εχθρός. Είναι πάνοπλος. Με σπάθες, πολυβόλα, αυτόματα, μπιστόλια. Του Καραγκιόζη όμως δεν ιδρώνει τ’ αφτί του γι’ αυτά. Ώσπου η ματιά του πέφτει στα πόδια των εχθρών. Όλοι φορούν κάτι αρβύλες γεμάτες πρόκες.
– Μανούλα μου… φωνάζει. Αυτοί θα μας… πατήσουνε!
Όπως βλέπετε, o καθένας νοιάζεται γι’ αυτό πού τον πονάει.
Άρδην, τεύχος 92, Μάρτιος – Απρίλιος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου