«Κάτω οι αυλόδουλοι του αίματος και της Φρίκης» (Φρίκη ήταν ένα από τα παρατσούκλια της Φρειδερίκης), γράφει το πανό των διαδηλωτών στη μεγάλη συγκέντρωση στον Πειραιά στις 26 Ιούλη |
«Με τας εκλογάς η Ενωσις Κέντρου θα έχη ιδικούς της συνδυασμούς, η ΕΔΑ θα έχει ιδικούς της συνδυασμούς. Επομένως αι εκλογαί είναι η ιδεώδης ευκαιρία αντιμετωπίσεως των μαζών. Οχι συνεργασία. Είναι ο ιδεώδης τρόπος αι εκλογαί, διά να γίνη ο διαχωρισμός των μαζών. Διότι αι μάζαι κατ' ανάγκην διά λόγους κομματικής εντάξεως θα τοποθετηθούν αντιμέτωποι».
Γεώργιος Παπανδρέου1
Ηταν Πέμπτη 15 Ιουλίου 1965 και ώρα 7 το απόγευμα όταν ο πρωθυπουργός της χώρας Γ. Παπανδρέου έμπαινε στα ανάκτορα της οδού Ηρώδου του Αττικού για να συναντηθεί με τον νεαρό βασιλιά Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ. Η συνάντηση υπήρξε ολιγόλεπτη. Γύρω στις 7.15 ο πρωθυπουργός αναχωρούσε σκεπτικός για την κατοικία του στο Καστρί, αρνούμενος να κάνει την παραμικρή δήλωση στους δημοσιογράφους. Μια ώρα αργότερα, όμως, γύρω στις 8.15, κάλεσε τους πολιτικούς συντάκτες και τους ανακοίνωσε:
«Επήλθε διαφωνία Στέμματος και κυβερνήσεως. Αύριον θα υποβάλω την παραίτησιν της κυβερνήσεως και θα προβώ εις ανακοινώσεις»2.
Τα γεγονότα, βέβαια, έτρεχαν με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες απ' ό,τι μπορούσε να υποθέσει κανείς και οι δημοσιογράφοι δε χρειάζονταν την προαναφερόμενη ανακοίνωση για να μάθουν τι είχε συμβεί. Λίγα λεπτά μετά την αναχώρηση του Γ. Παπανδρέου από τα ανάκτορα, τον βασιλιά επισκεπτόταν ο, έως εκείνη τη στιγμή, πρόεδρος της βουλής Γ. Αθανασιάδης - Νόβας για να λάβει εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης.
Στις 8.22 μ.μ. ορκίστηκε το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησης Νόβα αποτελούμενο από τον ίδιο, το ναύαρχο Ι. Τούμπα και τον Στ. Κωστόπουλο. Η χώρα είχε μπει πλέον σε μια βαθύτατη πολιτική κρίση, που ο ελληνικός λαός την πλήρωσε με το βαρύτερο τίμημα, με τη δικτατορία των συνταγματαρχών.
Ας επιστρέψουμε όμως εκεί που είχαμε μείνει, στο βράδυ της 15 Ιουλίου 1965.
Γεώργιος Παπανδρέου1
Ηταν Πέμπτη 15 Ιουλίου 1965 και ώρα 7 το απόγευμα όταν ο πρωθυπουργός της χώρας Γ. Παπανδρέου έμπαινε στα ανάκτορα της οδού Ηρώδου του Αττικού για να συναντηθεί με τον νεαρό βασιλιά Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ. Η συνάντηση υπήρξε ολιγόλεπτη. Γύρω στις 7.15 ο πρωθυπουργός αναχωρούσε σκεπτικός για την κατοικία του στο Καστρί, αρνούμενος να κάνει την παραμικρή δήλωση στους δημοσιογράφους. Μια ώρα αργότερα, όμως, γύρω στις 8.15, κάλεσε τους πολιτικούς συντάκτες και τους ανακοίνωσε:
«Επήλθε διαφωνία Στέμματος και κυβερνήσεως. Αύριον θα υποβάλω την παραίτησιν της κυβερνήσεως και θα προβώ εις ανακοινώσεις»2.
Τα γεγονότα, βέβαια, έτρεχαν με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες απ' ό,τι μπορούσε να υποθέσει κανείς και οι δημοσιογράφοι δε χρειάζονταν την προαναφερόμενη ανακοίνωση για να μάθουν τι είχε συμβεί. Λίγα λεπτά μετά την αναχώρηση του Γ. Παπανδρέου από τα ανάκτορα, τον βασιλιά επισκεπτόταν ο, έως εκείνη τη στιγμή, πρόεδρος της βουλής Γ. Αθανασιάδης - Νόβας για να λάβει εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης.
Στις 8.22 μ.μ. ορκίστηκε το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησης Νόβα αποτελούμενο από τον ίδιο, το ναύαρχο Ι. Τούμπα και τον Στ. Κωστόπουλο. Η χώρα είχε μπει πλέον σε μια βαθύτατη πολιτική κρίση, που ο ελληνικός λαός την πλήρωσε με το βαρύτερο τίμημα, με τη δικτατορία των συνταγματαρχών.
Ας επιστρέψουμε όμως εκεί που είχαμε μείνει, στο βράδυ της 15 Ιουλίου 1965.
Δηλώσεις και αντιδράσεις
Γύρω στις 9.45 μ.μ. ο νέος πρωθυπουργός στις πρώτες δηλώσεις στον Τύπο θα πει:
«Είχαμε κάνει εκκλήσεις προς τον κ. Παπανδρέου να αποτραπή η κρίσις. Απέβησαν άκαρποι. Αποβλέπων ο βασιλεύς σταθερώς να συνεργασθή με την πλειοψηφίαν της Βουλής, μου ανέθεσε να σχηματίσω κυβέρνησιν εξ αυτής. Θα είναι αύτη αμιγώς της Ενώσεως Κέντρου και θα αποτελή ιδεολογικήν και πολιτικήν συνέχειαν της προηγούμενης κυβερνήσεως». Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε ο Νόβας και με το διάγγελμα που απηύθυνε προς τον ελληνικό λαό μέσω του Ραδιοσταθμού Αθηνών3.
Αντίθετα, ανταπαντώντας ο Γ. Παπανδρέου, δε δίστασε να μιλήσει για παραβίαση του πολιτεύματος, για εξαναγκασμό του σε παραίτηση και για φαιδρό πραξικόπημα. Επιπλέον, χαρακτήρισε τον Νόβα και τους συν αυτώ ως «ομάδα προδοτών» και κάλεσε τον ελληνικό λαό σε νέο ανένδοτο αγώνα υπέρ της Δημοκρατίας4.
Τις εξελίξεις σχολίασε με ανακοίνωσή της και η ΕΔΑ, κάνοντας λόγο για «ανακτορικό πραξικόπημα», αποκαλώντας την ομάδα Νόβα «λιποτάκτες της Δημοκρατίας» και καλώντας το λαό σε πανδημοκρατική ενότητα5. Τέλος το ΚΚΕ, από την πολιτική προσφυγιά, με ανακοίνωση της ΚΕ του, κάλεσε σε πανδημοκρατικό συναγερμό και αγώνα τον ελληνικό λαό, ενώ σ' ό,τι αφορά το χαρακτήρα των εξελίξεων, αυτών καθ' αυτών, υπογράμμισε:
«Οι σκοτεινοί κύκλοι της ανωμαλίας - το παλάτι, η χούντα και οι ξένοι - έβαλαν σε εφαρμογή το πραξικόπημα που σχεδίαζαν από καιρό και που μάταια προσπαθούν τώρα να καλύψουν κάτω από το μανδύα της νομιμότητας. Παραβιάζοντας το Σύνταγμα και καταπατώντας ωμά την εκφρασμένη λαϊκή θέληση, ανέτρεψαν τη νόμιμη κυβέρνηση και στη θέση της διόρισαν μια τριανδρία - πειθήνιο όργανό τους. Οι σκοποί τους είναι διάφανοι. Χτύπημα των δημοκρατικών καταχτήσεων. Νατοϊκή λύση στο Κυπριακό. Τράβηγμα της χώρας στο βρωμερό πόλεμο του Βιετνάμ. Ανελέητη εκμετάλλευση του λαού και της χώρας από τα ξένα και ντόπια μονοπώλια.
Η κατάσταση - σημείωνε η ΚΕ του ΚΚΕ - είναι σοβαρή. Οι συνωμότες - αδίστακτοι στις επιδιώξεις τους - σπρώχνουν τη χώρα στο δρόμο της ανωμαλίας, που οδηγεί σε εθνικές συμφορές»6.
Από την πολιτική κρίση δε θα μπορούσε να λείψει ο λαός, που αντιμετώπισε το πραξικόπημα με μαζικές κινητοποιήσεις στην πρωτεύουσα και σε ολόκληρη τη χώρα. Για μήνες, οι διαδηλώσεις ήταν καθημερινό φαινόμενο, οι συγκρούσεις με την αστυνομία συχνές και οι τραυματίες δεκάδες κάθε φορά, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του, μέλους της Ν. Λαμπράκη, Σ. Πέτρουλα στις 21/7/1965.
Τι ήταν όμως αυτό που γέννησε την κρίση;
Γύρω στις 9.45 μ.μ. ο νέος πρωθυπουργός στις πρώτες δηλώσεις στον Τύπο θα πει:
«Είχαμε κάνει εκκλήσεις προς τον κ. Παπανδρέου να αποτραπή η κρίσις. Απέβησαν άκαρποι. Αποβλέπων ο βασιλεύς σταθερώς να συνεργασθή με την πλειοψηφίαν της Βουλής, μου ανέθεσε να σχηματίσω κυβέρνησιν εξ αυτής. Θα είναι αύτη αμιγώς της Ενώσεως Κέντρου και θα αποτελή ιδεολογικήν και πολιτικήν συνέχειαν της προηγούμενης κυβερνήσεως». Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε ο Νόβας και με το διάγγελμα που απηύθυνε προς τον ελληνικό λαό μέσω του Ραδιοσταθμού Αθηνών3.
Αντίθετα, ανταπαντώντας ο Γ. Παπανδρέου, δε δίστασε να μιλήσει για παραβίαση του πολιτεύματος, για εξαναγκασμό του σε παραίτηση και για φαιδρό πραξικόπημα. Επιπλέον, χαρακτήρισε τον Νόβα και τους συν αυτώ ως «ομάδα προδοτών» και κάλεσε τον ελληνικό λαό σε νέο ανένδοτο αγώνα υπέρ της Δημοκρατίας4.
Τις εξελίξεις σχολίασε με ανακοίνωσή της και η ΕΔΑ, κάνοντας λόγο για «ανακτορικό πραξικόπημα», αποκαλώντας την ομάδα Νόβα «λιποτάκτες της Δημοκρατίας» και καλώντας το λαό σε πανδημοκρατική ενότητα5. Τέλος το ΚΚΕ, από την πολιτική προσφυγιά, με ανακοίνωση της ΚΕ του, κάλεσε σε πανδημοκρατικό συναγερμό και αγώνα τον ελληνικό λαό, ενώ σ' ό,τι αφορά το χαρακτήρα των εξελίξεων, αυτών καθ' αυτών, υπογράμμισε:
«Οι σκοτεινοί κύκλοι της ανωμαλίας - το παλάτι, η χούντα και οι ξένοι - έβαλαν σε εφαρμογή το πραξικόπημα που σχεδίαζαν από καιρό και που μάταια προσπαθούν τώρα να καλύψουν κάτω από το μανδύα της νομιμότητας. Παραβιάζοντας το Σύνταγμα και καταπατώντας ωμά την εκφρασμένη λαϊκή θέληση, ανέτρεψαν τη νόμιμη κυβέρνηση και στη θέση της διόρισαν μια τριανδρία - πειθήνιο όργανό τους. Οι σκοποί τους είναι διάφανοι. Χτύπημα των δημοκρατικών καταχτήσεων. Νατοϊκή λύση στο Κυπριακό. Τράβηγμα της χώρας στο βρωμερό πόλεμο του Βιετνάμ. Ανελέητη εκμετάλλευση του λαού και της χώρας από τα ξένα και ντόπια μονοπώλια.
Η κατάσταση - σημείωνε η ΚΕ του ΚΚΕ - είναι σοβαρή. Οι συνωμότες - αδίστακτοι στις επιδιώξεις τους - σπρώχνουν τη χώρα στο δρόμο της ανωμαλίας, που οδηγεί σε εθνικές συμφορές»6.
Από την πολιτική κρίση δε θα μπορούσε να λείψει ο λαός, που αντιμετώπισε το πραξικόπημα με μαζικές κινητοποιήσεις στην πρωτεύουσα και σε ολόκληρη τη χώρα. Για μήνες, οι διαδηλώσεις ήταν καθημερινό φαινόμενο, οι συγκρούσεις με την αστυνομία συχνές και οι τραυματίες δεκάδες κάθε φορά, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του, μέλους της Ν. Λαμπράκη, Σ. Πέτρουλα στις 21/7/1965.
Τι ήταν όμως αυτό που γέννησε την κρίση;
Η μήτρα της κρίσης
Παρά τα όσα παραπλανητικά επιχειρήθηκαν να ειπωθούν στην αρχή από το παλάτι και τους πολιτικούς του συμμάχους, κανείς δεν ήταν σε θέση να αμφισβητήσει πως αυτά που συνέβησαν το βράδυ της 15ης Ιουλίου 1965 συνιστούσαν ανατροπή της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου. «Η ανατροπή του κ. Γ. Παπανδρέου - έγραφε την επομένη, στο κύριο άρθρο της, η συντηρητική εφημερίδα "Καθημερινή"7 - υπήρξεν η μοιραία συνέπεια της συνθέσεως της λαϊκής του βάσεως, της κοινοβουλευτικής του ομάδος, της δράσεώς του και των λόγων του. Εκέρδησε τας εκλογάς στηριζόμενος εις τους κομμουνιστάς... Ητο πολιτικώς δέσμιος των ερυθρών ψηφοφόρων... Παρέδιδε βαθμιαίως εις τον κομμουνισμόν και με συνεχώς επιταχυνόμενον ρυθμόν τον κρατικόν μηχανισμόν συμφώνως προς τας φανεράς και τας μυστικάς του εντολάς...» κλπ., κλπ., κλπ. Ενας τέτοιος τρόπος τοποθέτησης του ζητήματος όχι μόνο επιβεβαιώνει ότι είχε γίνει παλατιανό πραξικόπημα σε βάρος της εκλεγμένης κυβέρνησης, αλλά και εμπεριέχει το σπέρμα μιας καθεστωτικής - ολοκληρωτικής αντίληψης που ήταν διάχυτη καθ' όλη τη διάρκεια του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που με τον μπαμπούλα του κομμουνισμού δικαιολογούνταν αντιδημοκρατικές εκτροπές και παραβιάσεις ακόμη και αυτών των πιο στοιχειωδών κανόνων της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Δώδεκα χρόνια αργότερα ένας από τους πρωταγωνιστές της κρίσης, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς υποστήριξε πως ο Γ. Παπανδρέου ανατράπηκε για να αποφευχθεί από μέρους του (του Παπανδρέου δηλαδή) η εκδήλωση πραξικοπήματος με τη συμμετοχή λαϊκών μαζών και φυσικά της ΕΔΑ8. Ασφαλώς πρόκειται για ισχυρισμό που στερείται σοβαρότητας. Εντούτοις είναι απόλυτα ενταγμένος στην κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική φιλοσοφία της μετεμφυλιακής περιόδου, στη φύση και στο χαρακτήρα του καθεστώτος που επιβλήθηκε στη χώρα μετά τον Αύγουστο του '49 και που δεν ήταν τίποτα άλλο από την πιο στυγνή, την πιο αδίστακτη, την πιο βάρβαρη δικτατορία της αστικής τάξης και των ξένων συμμάχων της, πάνω στην εργατική τάξη και το λαό της Ελλάδας. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η ρίζα του παλατιανού πραξικοπήματος του '65, όπως και του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967. Το σπουδαιότερο δε όλων είναι ότι ο Γ. Παπανδρέου και το κόμμα του, η Ενωση Κέντρου, όχι μόνο δεν αμφισβήτησαν το μετεμφυλιακό αυτό καθεστώς, όχι μόνο δεν προσπάθησαν να το εκδημοκρατίσουν, αλλά αντίθετα το αποδέχτηκαν και το υπηρέτησαν με όλες τους τις δυνάμεις.
Παρά τα όσα παραπλανητικά επιχειρήθηκαν να ειπωθούν στην αρχή από το παλάτι και τους πολιτικούς του συμμάχους, κανείς δεν ήταν σε θέση να αμφισβητήσει πως αυτά που συνέβησαν το βράδυ της 15ης Ιουλίου 1965 συνιστούσαν ανατροπή της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου. «Η ανατροπή του κ. Γ. Παπανδρέου - έγραφε την επομένη, στο κύριο άρθρο της, η συντηρητική εφημερίδα "Καθημερινή"7 - υπήρξεν η μοιραία συνέπεια της συνθέσεως της λαϊκής του βάσεως, της κοινοβουλευτικής του ομάδος, της δράσεώς του και των λόγων του. Εκέρδησε τας εκλογάς στηριζόμενος εις τους κομμουνιστάς... Ητο πολιτικώς δέσμιος των ερυθρών ψηφοφόρων... Παρέδιδε βαθμιαίως εις τον κομμουνισμόν και με συνεχώς επιταχυνόμενον ρυθμόν τον κρατικόν μηχανισμόν συμφώνως προς τας φανεράς και τας μυστικάς του εντολάς...» κλπ., κλπ., κλπ. Ενας τέτοιος τρόπος τοποθέτησης του ζητήματος όχι μόνο επιβεβαιώνει ότι είχε γίνει παλατιανό πραξικόπημα σε βάρος της εκλεγμένης κυβέρνησης, αλλά και εμπεριέχει το σπέρμα μιας καθεστωτικής - ολοκληρωτικής αντίληψης που ήταν διάχυτη καθ' όλη τη διάρκεια του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που με τον μπαμπούλα του κομμουνισμού δικαιολογούνταν αντιδημοκρατικές εκτροπές και παραβιάσεις ακόμη και αυτών των πιο στοιχειωδών κανόνων της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Δώδεκα χρόνια αργότερα ένας από τους πρωταγωνιστές της κρίσης, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς υποστήριξε πως ο Γ. Παπανδρέου ανατράπηκε για να αποφευχθεί από μέρους του (του Παπανδρέου δηλαδή) η εκδήλωση πραξικοπήματος με τη συμμετοχή λαϊκών μαζών και φυσικά της ΕΔΑ8. Ασφαλώς πρόκειται για ισχυρισμό που στερείται σοβαρότητας. Εντούτοις είναι απόλυτα ενταγμένος στην κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική φιλοσοφία της μετεμφυλιακής περιόδου, στη φύση και στο χαρακτήρα του καθεστώτος που επιβλήθηκε στη χώρα μετά τον Αύγουστο του '49 και που δεν ήταν τίποτα άλλο από την πιο στυγνή, την πιο αδίστακτη, την πιο βάρβαρη δικτατορία της αστικής τάξης και των ξένων συμμάχων της, πάνω στην εργατική τάξη και το λαό της Ελλάδας. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η ρίζα του παλατιανού πραξικοπήματος του '65, όπως και του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967. Το σπουδαιότερο δε όλων είναι ότι ο Γ. Παπανδρέου και το κόμμα του, η Ενωση Κέντρου, όχι μόνο δεν αμφισβήτησαν το μετεμφυλιακό αυτό καθεστώς, όχι μόνο δεν προσπάθησαν να το εκδημοκρατίσουν, αλλά αντίθετα το αποδέχτηκαν και το υπηρέτησαν με όλες τους τις δυνάμεις.
Η Ενωση Κέντρου, το μετεμφυλιακό καθεστώς και τα «Ιουλιανά»
Η Ενωση Κέντρου δημιουργήθηκε λίγο πριν τις εκλογές της βίας και νοθείας που έγιναν στις 29 Οκτώβρη 1961. Στη σύνθεσή της ήταν πολυσυλλεκτική. Πραγματικό συνονθύλευμα, αποτελούμενο από τους φιλελεύθερους του Σ. Βενιζέλου, τους πλαστηρικούς της ΕΠΕΚ του Σ. Παπαπολίτη, τους Αγροτιστές του Α. Μπαλτατζή, τη Νέα Πολιτική Κίνηση των Μητσοτάκη, Νόβα, Γ. Μαύρου κ.ά., την ομάδα του Γ. Παπανδρέου, τον σοσιαλίζοντα Ηλ. Τσιριμώκο, τον καραμπινάτο δεξιό Στ. Στεφανόπουλο και άλλους.
Ηταν ένα κόμμα απαραίτητο στο σύστημα και για το λόγο αυτό η ντόπια ολιγαρχία με τους Αμερικανούς κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες να το δημιουργήσουν και να το δουν να στέκεται στα πόδια του. Γι' αυτό άλλωστε και ο Κ. Καραμανλής το 1958 αρνήθηκε να δεχτεί στο κόμμα του - την ΕΡΕ - τον Γ. Παπανδρέου, όταν ο τελευταίος του το ζήτησε: «Θα εξασθενούσατε έτσι - του είπε ο Καραμανλής - μιαν εθνική αντιπολίτευσι που η χώρα επίσης χρειάζεται. Δύο ισχυρά κόμματα, το ένα στην εξουσία, το άλλο εξασφαλίζοντας - για το γενικό καλό - ένα ισορροπημένο αντίβαρο, το ένα διαδεχόμενο το άλλο και ξαναπαίρνοντας τα ηνία όταν η φθορά της εξουσίας θα επέβαλε μιαν αλλαγή, ιδού ο υγιής κοινοβουλευτισμός που ονειρεύομαι. Και γι' αυτό εύχομαι το σχηματισμό ενός συμπαγούς κόμματος του Κέντρου, ικανού να ενώσει τα ανομοιογενή στοιχεία του»9.
Η Ενωση Κέντρου ήταν, επίσης, ένα κόμμα που φτιάχτηκε για να ανακόψει την ανοδική πορεία της ΕΔΑ που στις εκλογές του 1958 είχε αναδειχθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ομολογεί απερίφραστα ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά10: «Η αμερικανική στρατηγική στην Ελλάδα αυτή την περίοδο (σ.σ. την περίοδο που δημιουργήθηκε η Ε.Κ.) είχε δύο βασικές επιδιώξεις. Η πρώτη ήταν η εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ. Η δεύτερη ήταν η προβολή ενός μεγάλου, αλλά μειοψηφούντος κόμματος του κέντρου».
Η Ενωση Κέντρου, λοιπόν, φτιάχτηκε για να στηρίξει το αστικό μετεμφυλιακό καθεστώς και όχι για να το αλλάξει. Φτιάχτηκε για να μπορέσει να περπατήσει ένα δικομματικό πολιτικό σύστημα που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του ντόπιου και ξένου καταστημένου και όχι για να τα αμφισβητήσει. Κι ανταποκρίθηκε σ' αυτό της το ρόλο με μέγιστη επάρκεια, αφού όταν ήρθε στην κυβερνητική εξουσία δεν επιχείρησε καμιά βαθιά τομή στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του τόπου, παρά το γεγονός ότι η λαϊκή πλειοψηφία στην οποία στηριζόταν ήταν τεράστια.
Τα στεγανά στον κρατικό μηχανισμό διατηρήθηκαν και το υπουργείο Εθνικής Αμυνας παραδόθηκε στον διαγραμμένο από το κόμμα, αλλά έμπιστο του Παλατιού, Π. Γαρουφαλιά, για να μην υπάρχει αμφιβολία ότι ο στρατός βρισκόταν υπό την κυριότητα της μοναρχίας και των Αμερικανών. Ακόμη, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ορίστηκε ο παλιός ηγέτης της Δεξιάς Στ. Στεφανόπουλος, υπουργός των Εξωτερικών ο Στ. Κωστόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου, πρόεδρος της Βουλής ορίστηκε ο άνθρωπος των ανακτόρων Γ. Νόβας κ.ο.κ.
Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης υπήρξε σταθερά φιλοατλαντική και η εσωτερική είχε στο στόχαστρο την Αριστερά και το λαϊκό κίνημα.
Βέβαια, η Ενωση Κέντρου πήρε και κάποια μέτρα που τότε φάνταζαν δημοκρατικά και που, εξαιτίας των Ιουλιανών, οδήγησαν ορισμένους ιστορικούς στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για μέτρα που τρομοκράτησαν την άρχουσα τάξη, η οποία, τάχα, φοβήθηκε πως άνοιγαν οι «δυνατότητες προς μια πολιτική εξέλιξη, που μακροπρόθεσμα θα έθετε τέρμα στα προνόμιά της»11. Πρόκειται για έναν ισχυρισμό εκτός πραγματικότητας. Το πιο σωστό είναι αυτό που σημειώνει ο Δ. Χαραλάμπης. Οτι, δηλαδή, τα μέτρα αυτά δε συνιστούσαν τομή, ότι ήταν ενταγμένα στο πλαίσιο «της ορθολογικής οργάνωσης της κοινωνίας σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομικής απογείωσης και της μακροχρόνιας σταθεροποίησης της αστικής εξουσίας» κι ότι εντέλει «δεν υπήρχε ουσιαστική πολιτική και ιδεολογική διαφοροποίηση μεταξύ Ενωσης Κέντρου και ΕΡΕ»12.
Η Ενωση Κέντρου δημιουργήθηκε λίγο πριν τις εκλογές της βίας και νοθείας που έγιναν στις 29 Οκτώβρη 1961. Στη σύνθεσή της ήταν πολυσυλλεκτική. Πραγματικό συνονθύλευμα, αποτελούμενο από τους φιλελεύθερους του Σ. Βενιζέλου, τους πλαστηρικούς της ΕΠΕΚ του Σ. Παπαπολίτη, τους Αγροτιστές του Α. Μπαλτατζή, τη Νέα Πολιτική Κίνηση των Μητσοτάκη, Νόβα, Γ. Μαύρου κ.ά., την ομάδα του Γ. Παπανδρέου, τον σοσιαλίζοντα Ηλ. Τσιριμώκο, τον καραμπινάτο δεξιό Στ. Στεφανόπουλο και άλλους.
Ηταν ένα κόμμα απαραίτητο στο σύστημα και για το λόγο αυτό η ντόπια ολιγαρχία με τους Αμερικανούς κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες να το δημιουργήσουν και να το δουν να στέκεται στα πόδια του. Γι' αυτό άλλωστε και ο Κ. Καραμανλής το 1958 αρνήθηκε να δεχτεί στο κόμμα του - την ΕΡΕ - τον Γ. Παπανδρέου, όταν ο τελευταίος του το ζήτησε: «Θα εξασθενούσατε έτσι - του είπε ο Καραμανλής - μιαν εθνική αντιπολίτευσι που η χώρα επίσης χρειάζεται. Δύο ισχυρά κόμματα, το ένα στην εξουσία, το άλλο εξασφαλίζοντας - για το γενικό καλό - ένα ισορροπημένο αντίβαρο, το ένα διαδεχόμενο το άλλο και ξαναπαίρνοντας τα ηνία όταν η φθορά της εξουσίας θα επέβαλε μιαν αλλαγή, ιδού ο υγιής κοινοβουλευτισμός που ονειρεύομαι. Και γι' αυτό εύχομαι το σχηματισμό ενός συμπαγούς κόμματος του Κέντρου, ικανού να ενώσει τα ανομοιογενή στοιχεία του»9.
Η Ενωση Κέντρου ήταν, επίσης, ένα κόμμα που φτιάχτηκε για να ανακόψει την ανοδική πορεία της ΕΔΑ που στις εκλογές του 1958 είχε αναδειχθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ομολογεί απερίφραστα ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά10: «Η αμερικανική στρατηγική στην Ελλάδα αυτή την περίοδο (σ.σ. την περίοδο που δημιουργήθηκε η Ε.Κ.) είχε δύο βασικές επιδιώξεις. Η πρώτη ήταν η εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ. Η δεύτερη ήταν η προβολή ενός μεγάλου, αλλά μειοψηφούντος κόμματος του κέντρου».
Η Ενωση Κέντρου, λοιπόν, φτιάχτηκε για να στηρίξει το αστικό μετεμφυλιακό καθεστώς και όχι για να το αλλάξει. Φτιάχτηκε για να μπορέσει να περπατήσει ένα δικομματικό πολιτικό σύστημα που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του ντόπιου και ξένου καταστημένου και όχι για να τα αμφισβητήσει. Κι ανταποκρίθηκε σ' αυτό της το ρόλο με μέγιστη επάρκεια, αφού όταν ήρθε στην κυβερνητική εξουσία δεν επιχείρησε καμιά βαθιά τομή στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του τόπου, παρά το γεγονός ότι η λαϊκή πλειοψηφία στην οποία στηριζόταν ήταν τεράστια.
Τα στεγανά στον κρατικό μηχανισμό διατηρήθηκαν και το υπουργείο Εθνικής Αμυνας παραδόθηκε στον διαγραμμένο από το κόμμα, αλλά έμπιστο του Παλατιού, Π. Γαρουφαλιά, για να μην υπάρχει αμφιβολία ότι ο στρατός βρισκόταν υπό την κυριότητα της μοναρχίας και των Αμερικανών. Ακόμη, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ορίστηκε ο παλιός ηγέτης της Δεξιάς Στ. Στεφανόπουλος, υπουργός των Εξωτερικών ο Στ. Κωστόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου, πρόεδρος της Βουλής ορίστηκε ο άνθρωπος των ανακτόρων Γ. Νόβας κ.ο.κ.
Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης υπήρξε σταθερά φιλοατλαντική και η εσωτερική είχε στο στόχαστρο την Αριστερά και το λαϊκό κίνημα.
Βέβαια, η Ενωση Κέντρου πήρε και κάποια μέτρα που τότε φάνταζαν δημοκρατικά και που, εξαιτίας των Ιουλιανών, οδήγησαν ορισμένους ιστορικούς στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για μέτρα που τρομοκράτησαν την άρχουσα τάξη, η οποία, τάχα, φοβήθηκε πως άνοιγαν οι «δυνατότητες προς μια πολιτική εξέλιξη, που μακροπρόθεσμα θα έθετε τέρμα στα προνόμιά της»11. Πρόκειται για έναν ισχυρισμό εκτός πραγματικότητας. Το πιο σωστό είναι αυτό που σημειώνει ο Δ. Χαραλάμπης. Οτι, δηλαδή, τα μέτρα αυτά δε συνιστούσαν τομή, ότι ήταν ενταγμένα στο πλαίσιο «της ορθολογικής οργάνωσης της κοινωνίας σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομικής απογείωσης και της μακροχρόνιας σταθεροποίησης της αστικής εξουσίας» κι ότι εντέλει «δεν υπήρχε ουσιαστική πολιτική και ιδεολογική διαφοροποίηση μεταξύ Ενωσης Κέντρου και ΕΡΕ»12.
Αντί επιλόγου
Με αφορμή τα παραπάνω, δίκαια θα ρωτήσει κανείς γιατί η Ενωση Κέντρου δε συμβιβάστηκε με το παλάτι τον Ιούλιο του '65 κι άφησε τις εξελίξεις να φτάσουν εκεί που έφτασαν. Δε χωράει αμφιβολία πως ο χαρακτήρας του κόμματος αυτού δικαιολογούσε απόλυτα ένα συμβιβασμό κι ως ένα βαθμό αναζητήθηκαν τρόποι επίτευξής του. Ομως ήταν τέτοια η δυσκαμψία του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος που δεν τον επέτρεψε.
Αν δεν αποφεύχθηκε, πάντως, η κρίση, ο Γ. Παπανδρέου έκανε ό,τι ήταν δυνατό να μην αποβεί σε βάρος του καθεστώτος. Είναι γεγονός ότι τόσο ο ίδιος προσωπικά όσο και το κόμμα του ωφελήθηκαν πολιτικά από αυτήν. Ο Α. Παπανδρέου παραδέχεται13 ότι η δημοτικότητα του πατέρα του ήταν μειωμένη πριν τα Ιουλιανά, αλλά άρχισε να ανεβαίνει μετά απ' αυτά. Και ο Μ. Παπακωνσταντίνου επιβεβαιώνει ότι ενισχύθηκαν τα λαϊκά ερείσματα του Κέντρου μετά την αποπομπή του από την Κυβέρνηση14. Ομως την ενισχυμένη του δύναμη ο Παπανδρέου δεν τη χρησιμοποίησε υπέρ των λαϊκών συμφερόντων, αλλά ως διαπραγματευτικό ατού για να ενισχύσει τη θέση του μέσα στο κατεστημένο. Ετσι το Δεκέμβρη του 1966 ήρθε σε συμφωνία με το Παλάτι και το δεξιό κόμμα της ΕΡΕ του Π. Κανελλόπουλου και στήριξαν από κοινού τη συντηρητική κυβέρνηση Παρασκευόπουλου. Η ντόπια ολιγαρχία και οι ξένοι σύμμαχοί της δεν είχαν πλέον τίποτα να φοβηθούν. Μπορούσαν να προχωρήσουν στην πλήρη εφαρμογή των σχεδίων τους. Η ΕΔΑ από μόνη της δεν μπορούσε να τους εμποδίσει, το ΚΚΕ ήταν παράνομο, ο λαός είχε κουραστεί από την τόση μεγάλη διάρκεια της κρίσης (δυο χρόνια δεν ήταν λίγα) και ο αστικός πολιτικός κόσμος ήταν απόλυτα πιστός στους καθεστωτικούς κανόνες. Ετσι ο Απρίλης του '67 πλησίαζε ανενόχλητα και φυσικά εφιαλτικά.
1. «Φως εις την πολιτικήν κρίσιν που συνεκλόνισε την Ελλάδα - Πρακτικά του Συμβουλίου του Στέμματος 1 και 2/9/1965». Αθήναι 1965, σελ. 26.
2. Σόλωνα Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941- 1974», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 416-417.
3. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 16/7/1965.
4. Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», εκδόσεις Παπαζήση, τόμος ε`, σελ. 237-238.
5. ΑΥΓΗ 16/7/1965.
6. ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, τεύχος 8/1965, σελ. 82-83.
7. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 16/7/1965.
8. Πέτρος Γαρουφαλιάς: «Ο "ΑΣΠΙΔΑ" και η πολιτική κρίση του Ιουλίου 1965», Αθήνα 1977, σελ. 78-86.
9. Μ. Ζενεβουά: «Η Ελλάς του Καραμανλή», εκδόσεις Σιδέρη σελ. 208.
10. Α. Παπανδρέου: «Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα», εκδόσεις Καρανάση, σελ. 156-157.
11. Ν. Σβορώνου: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 149.
12. Δ. Χαραλάμπη: «Στρατός και Πολιτική Εξουσία», εκδόσεις «Εξάντας», σελ. 161.
13. Στο ίδιο, σελ. 259.
14. Μ. Παπακωνσταντίνου: «Η Ταραγμένη εξαετία», εκδόσεις ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ, τόμος Β` σελ. 180-181, 189 και αλλού.
Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Με αφορμή τα παραπάνω, δίκαια θα ρωτήσει κανείς γιατί η Ενωση Κέντρου δε συμβιβάστηκε με το παλάτι τον Ιούλιο του '65 κι άφησε τις εξελίξεις να φτάσουν εκεί που έφτασαν. Δε χωράει αμφιβολία πως ο χαρακτήρας του κόμματος αυτού δικαιολογούσε απόλυτα ένα συμβιβασμό κι ως ένα βαθμό αναζητήθηκαν τρόποι επίτευξής του. Ομως ήταν τέτοια η δυσκαμψία του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος που δεν τον επέτρεψε.
Αν δεν αποφεύχθηκε, πάντως, η κρίση, ο Γ. Παπανδρέου έκανε ό,τι ήταν δυνατό να μην αποβεί σε βάρος του καθεστώτος. Είναι γεγονός ότι τόσο ο ίδιος προσωπικά όσο και το κόμμα του ωφελήθηκαν πολιτικά από αυτήν. Ο Α. Παπανδρέου παραδέχεται13 ότι η δημοτικότητα του πατέρα του ήταν μειωμένη πριν τα Ιουλιανά, αλλά άρχισε να ανεβαίνει μετά απ' αυτά. Και ο Μ. Παπακωνσταντίνου επιβεβαιώνει ότι ενισχύθηκαν τα λαϊκά ερείσματα του Κέντρου μετά την αποπομπή του από την Κυβέρνηση14. Ομως την ενισχυμένη του δύναμη ο Παπανδρέου δεν τη χρησιμοποίησε υπέρ των λαϊκών συμφερόντων, αλλά ως διαπραγματευτικό ατού για να ενισχύσει τη θέση του μέσα στο κατεστημένο. Ετσι το Δεκέμβρη του 1966 ήρθε σε συμφωνία με το Παλάτι και το δεξιό κόμμα της ΕΡΕ του Π. Κανελλόπουλου και στήριξαν από κοινού τη συντηρητική κυβέρνηση Παρασκευόπουλου. Η ντόπια ολιγαρχία και οι ξένοι σύμμαχοί της δεν είχαν πλέον τίποτα να φοβηθούν. Μπορούσαν να προχωρήσουν στην πλήρη εφαρμογή των σχεδίων τους. Η ΕΔΑ από μόνη της δεν μπορούσε να τους εμποδίσει, το ΚΚΕ ήταν παράνομο, ο λαός είχε κουραστεί από την τόση μεγάλη διάρκεια της κρίσης (δυο χρόνια δεν ήταν λίγα) και ο αστικός πολιτικός κόσμος ήταν απόλυτα πιστός στους καθεστωτικούς κανόνες. Ετσι ο Απρίλης του '67 πλησίαζε ανενόχλητα και φυσικά εφιαλτικά.
1. «Φως εις την πολιτικήν κρίσιν που συνεκλόνισε την Ελλάδα - Πρακτικά του Συμβουλίου του Στέμματος 1 και 2/9/1965». Αθήναι 1965, σελ. 26.
2. Σόλωνα Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941- 1974», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 416-417.
3. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 16/7/1965.
4. Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», εκδόσεις Παπαζήση, τόμος ε`, σελ. 237-238.
5. ΑΥΓΗ 16/7/1965.
6. ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, τεύχος 8/1965, σελ. 82-83.
7. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 16/7/1965.
8. Πέτρος Γαρουφαλιάς: «Ο "ΑΣΠΙΔΑ" και η πολιτική κρίση του Ιουλίου 1965», Αθήνα 1977, σελ. 78-86.
9. Μ. Ζενεβουά: «Η Ελλάς του Καραμανλή», εκδόσεις Σιδέρη σελ. 208.
10. Α. Παπανδρέου: «Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα», εκδόσεις Καρανάση, σελ. 156-157.
11. Ν. Σβορώνου: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 149.
12. Δ. Χαραλάμπη: «Στρατός και Πολιτική Εξουσία», εκδόσεις «Εξάντας», σελ. 161.
13. Στο ίδιο, σελ. 259.
14. Μ. Παπακωνσταντίνου: «Η Ταραγμένη εξαετία», εκδόσεις ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ, τόμος Β` σελ. 180-181, 189 και αλλού.
Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου