"....Με το τραγούδι πέθανες και δάκρυα δεν σου στέκουν
της λευτεριάς τα δάχτυλα στεφάνι αγνό σου πλέκουν…»
«Κρανίου τόπος» το Μονοδένδρι. Στον ιερό αυτό χώρο οι Ναζί έκαναν πολλές ομαδικές, αλλά και εκτελέσεις μεμονωμένων πατριωτών – αγωνιστών. Η μεγαλύτερη απ’ αυτές συνδέθηκε με μάχη που δόθηκε στη θέση «Λογγάκι» στο Μονοδένδρι, μεταξύ Σπάρτης και Τρίπολης, όπου τμήμα του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου χτύπησε στις 25 Νοέμβρη 1943 φάλαγγα αυτοκινήτων με 40 Γερμανούς. Η φάλαγγα εξουδετερώθηκε και μόνον ένας Γερμανός γλίτωσε, για να γυρίσει στην Τρίπολη και να διηγηθεί τι έγινε. Ανίκανοι ν’ αντιμετωπίσουν ή και απλά να κάμψουν τον ένοπλο αγώνα του λαού μας ενάντιά τους, για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό και να ανακόψουν τη συνεχή ανάπτυξη της αντίστασής του, οι Γερμανοί τουφέκισαν άνανδρα στις 26 Νοέμβρη 1943, 118 κρατούμενους στις φυλακές αγωνιστές. Ήταν στην πλειοψηφία τους μέλη και στελέχη του ΕΑΜ, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ Σπάρτης. Και σ’ αυτό το θηριώδες έγκλημά τους οι καταχτητές είχαν συμπαραστάτες και στενούς συνεργάτες τους «Έλληνες»…
Χαρακτηριστικό της θηριωδίας του καταχτητή ήταν και το ότι ανάμεσα στους εκτελεσμένους ήταν 4 αδέλφια. Επίσης άλλα 3 από άλλη οικογένεια, ένας πατέρας και δύο γιοι κλπ.
Η γερμανική ανακοίνωση περιλάμβανε μόνο 100 ονόματα Οι υπόλοιποι 18 ήταν τσοπανόπουλα ή αγρότες που βρέθηκαν τυχαία στην περιοχή ή Τριπολιτσιώτες φυλακισμένοι που πήραν οι δήμιοι από τις φυλακές Τρίπολης. Οι κανίβαλοι ναζιστές οδήγησαν στο εκτελεστικό απόσπασμα επιστήμονες, εργάτες, αγρότες, επαγγελματίες, απλούς ανθρώπους, ξεκλήρισαν ολόκληρες οικογένειες. Ανάμεσά τους στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, όπως οι: Γιατράκος Γ., πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου, Καρβούνης Χρ., χειρουργός, Ζερβομπεάκος Α., διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας, όλοι τους μέλη της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ Σπάρτης κ.ά.
Το δράμα των 118 στο Μονοδένδρι είχε αρχίσει το βράδυ της 23ης Οκτώβρη 1943, όταν Γερμανοί και ταγματασφαλίτες του Λεωνίδα Βρεττάκου μπλοκάρισαν τη Σπάρτη αναστατώνοντας την πόλη. Χτυπούσαν, έσπαζαν πόρτες σπιτιών κι ορμούσαν σαν θηρία μέσα. Οι κάτοικοι έντρομοι προσπαθούσαν να κρυφτούν μ’ όποιον τρόπο μπορούσαν. Οι πιο πολλοί όμως αιφνιδιάστηκαν και έπεσαν στα χέρια των κακούργων.
Άνδρες και γυναίκες, άνθρωποι κάθε ηλικίας, γέροι μα και παιδιά του σχολείου. «Αν θέλετε να σωθείτε – τους πρότειναν οι ταγματασφαλίτες του Βρεττάκου – υπάρχει τρόπος. Να βοηθήσετε τους Γερμανούς προστάτες μας στο έργο τους». Ήθελαν να δημιουργήσουν συνενόχους στην προδοσία και το έγκλημά τους. Μα όλοι γύριζαν τις πλάτες με αηδία στους προδότες: «Εμείς, δεν θα γίνουμε ποτέ σαν και σας!», τους απαντούσαν με περιφρόνηση.
Στις 26 Νοέμβρη τα ξημερώματα τα γερμανικά καμιόνια ξεκινούν με τους 118 για το Μονοδένδρι, εκεί στο ύψωμα που μένει στητό ένα δενδρί (απ’ όπου και η ονομασία Μονοδένδρι). Εκεί δεμένοι δυο – δυο κατεβαίνουν απ’ τα αυτοκίνητα Ανάμεσά τους οι: Γιατράκος, δύο αδέλφια Ανδριτσάκη, 3 αδέλφια Αλεμαγκίδη, 4 αδέλφια Τζιβανόπουλοι και άλλοι αγωνιστές του ΕΑΜ, φλογεροί πατριώτες, που είχαν πιαστεί στο μπλόκο της 23ης Οκτώβρη 1943 που έκαναν οι μασκοφόροι ταγματασφαλίτες του Λεωνίδα Βρεττάκου μαζί με τα γερμανικά Ες – Ες.
H εκτέλεση των τεσσάρων αδελφών Τζιβανόπουλου έγινε κατ’ απαίτηση του Λ. Βρεττάκου. Σε έγγραφό του προς τους Γερμανούς που ζήτησαν τη γνώμη του ύστερα από ενέργειες που έκανε ο δυστυχής πατέρας για να σώσει τα παιδιά του από την εκτέλεση, ο αρχηγός του Τάγματος Ασφαλείας Σπάρτης Λεωνίδας Βρεττάκος έγραψε: «Οι τέσσεροι υιοί του Τζιβανόπουλου όχι μόνον δεν πρέπει να απολυθούν εκ των φυλακών, απεναντίας δε απορούμεν πώς ούτοι μέχρι σήμερον δεν έχουσιν εκτελεσθεί». Και συνεχίζει: «… Οι μεν δύο Δημοσθένης και Ιωάννης είναι ενεργά μέλη του ΕΑΜ, οι δε έτεροι δύο Σωκράτης και Παρασκευάς ανήκουν εις τη μαχητικήν ομάδα ΕΑΜ – ΕΠΟΝ».
Η περιγραφή της εκτέλεσης των 118 ηρώων της Σπάρτης που ακολουθεί, είναι του διερμηνέα των Γερμανών που δόθηκε στον ανακριτή του 8ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, μόλις 8 μέρες μετά την εκτέλεση, όταν αυτός δραπέτευσε από τους Γερμανούς και προσχώρησε στον ΕΛΑΣ:
«Σαν έφθασαν – είπε – τα αυτοκίνητα από την Τρίπολη, στο Μονοδένδρι κατέβασαν τους 118, τους έβαλαν στη σειρά και τους δήλωσαν πως θα τους εκτελέσουν, γιατί στην περιοχή αυτή είχε γίνει μάχη με τους αντάρτες και είχαν σκοτωθεί πολλοί Γερμανοί.
Τότε οι 117 φώναξαν με μια φωνή:
– Να ζήσει ο γιατρός Καρβούνης (ήταν κοσμοαγάπητος, μέλος του ΚΚΕ, στέλεχος του ΕΑΜ, άριστος γιατρός). Εμάς σκοτώστε μας. Το αίμα μας δεν θα πάει χαμένο. Υπάρχουν τόσοι Λάκωνες, υπάρχουν τόσοι Έλληνες για να εκδικηθούν το θάνατό μας… Να μην σκοτώσετε όμως τον Καρβούνη!».
Ήταν η στερνή θέληση των 117 ηρωικών αγωνιστών. Όπως σ’ όλη τη ζωή τους αγωνίστηκαν τίμια και θαρραλέα, έτσι και το θάνατο τον αντίκρισαν με το ίδιο θάρρος. Το ’νιωθαν πως από τα δικά τους μνήματα θα ξεπηδήσει σε λίγο η λευτεριά της πατρίδας και πως ο δικός τους θάνατος μεγάλωνε τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των ζωντανών αγωνιστών. «Να ζήσει ο Καρβούνης» ήταν η στερνή τους θέληση. Μια φωνή ηρωική που την πήρε ο αέρας του Ταΰγετου κι αντιλάλησε τραγούδι πέρα στις βουνοπλαγιές του Πάρνωνα και ύστερα κάτω στην πεδιάδα της Μεσσηνίας και της Λακωνίας.
Η λαϊκή μούσα τους αποθανάτισε με το παρακάτω τραγούδι:
«Τρεις περδικούλες κάθονται σε μοναχό κλαράκι.
Έχουν λυπητερή λαλιά, πικρό το μοιρολόι.
Τι είν’ το κακό που γίνηκε στο μαύρο Μονοδένδρι.
Γιατί ’ναι λιάστρα τα κορμιά και θάλασσα το αίμα.
Κι ανάμεσα απ’ τα αίματα ψιλή φωνούλα βγαίνει:
Προδότες μας παράδωσαν στων Γερμανών τα χέρια!»
Ποιος, όμως πρόσμενε πως μέσα στη νεκρική σιγή που ακολούθησε θα υψωνόταν αντιμέτωπη η ηρωική μορφή του γιατρού Καρβούνη! «Όχι, όχι… Αυτό δεν θα γίνει! Δεν θα δεχθώ ποτέ ένα τέτοιο πράγμα, που θα αποτελεί μεγάλη προσβολή για μένα… Όχι! Δεν θα γίνει αυτό. Αντίθετα κάτι άλλο πρέπει να γίνει. Αν πρόκειται να εκτελεσθεί και ένας, αυτός πρέπει να είμαι εγώ. Όλοι οι άλλοι πρέπει να ζήσουν» απάντησε ο κομμουνιστής γιατρός Καρβούνης.
Οι βάρβαροι απέρριψαν την πρόταση. Και τότε ο γιατρός που είχε σπουδάσει στη Γερμανία και ήξερε τη γερμανική γλώσσα, μίλησε από μέρους των 118 μελλοθανάτων στους Γερμανούς:
«Το έγκλημα που διαπράττετε σήμερα είναι πρωτάκουστο – είπε. Σκοτώνετε σαν κανίβαλοι τους ανθρώπους… Ξέρω καλά πόσο βάρβαροι είστε… Πρέπει όμως να μάθετε ένα πράγμα: Τα 118 μνήματά μας θα θεριέψουν τα στήθη των ανταρτών. Κάθε σταυρός θα είναι και ένας όρκος για εκδίκηση. Το αντάρτικο τραγούδι και το αντάρτικο τουφέκι σε λίγο θ’ αντηχήσει σε πλαγιές και κάμπους. Και κάτι ακόμα. Η Ελλάδα θα ζήσει λεύτερη. Ζήτω η Ελλάδα!».
Τα πολυβόλα είχαν στηθεί και όλα ήταν έτοιμα Οι μελλοθάνατοι πιάστηκαν χέρι -χέρι και άρχισαν να χορεύουν. Απάνω στο τραγούδι τα πολυβόλα τους θέρισαν. Τα κορμιά έπεφταν με το τραγούδι των ηρώων στα χείλη τους. Δίπλα στο δρόμο τα 117 κορμιά είχαν βάψει το χώμα με το τίμιο αίμα τους. Δεν απέμεινε παρά ο γιατρός όρθιος και γύρω οι σύντροφοί του, κάτω να σπαρταρούν. Και το αίμα να κυλάει ποτάμι.
-Εσύ θα ζήσεις! Ακούστηκε να λέει ο Γερμανός αξιωματικός.
-Όχι δολοφόνοι… Βάρβαροι! Ζήτω το ΕΑΜ. Ζήτω η λευτεριά! ήταν η απάντηση του Καρβούνη.
Και τότε οι Ούνοι του ρίξαν στα χέρια και στα πόδια. Ήθελαν να του κάνουν πιο μαρτυρικές, πιο βασανιστικές τις στερνές ώρες της ζωής του. Μα ο Καρβούνης δε λογάριασε τον πόνο, κι αψηφώντας τους φώναξε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του:
-Φασίστες! Δολοφόνοι! Η Ελλάδα θα ζήσει λεύτερη! ζήτω το ΕΑΜ!
Ήταν τα τελευταία του λόγια Κι έπεσε νεκρός, δίπλα στα άψυχα κορμιά των συντρόφων του».
ΓΙΑΤΡΟΣ ΚΑΡΒΟΥΝΗΣ
Στο Μονοδένδρι, τι κακό,
αντάρα, ποδοβολητό.
Ίσκιωσε μαύρο το βουνό,
μυρίζει ο αγέρας φονικό.
Φέραν καμιά διακοσαριά
Σπάρτη και γύρω τα χωριά
αγκαλιαστούς όλους μαζί
να τους σκοτώσουν την αυγή.
Έχετε γεια κι ώρες καλές,
δίνει ο φονιάς τις προσταγές,
πάνω στην ύστερη στιγμή
φτάνει γραφή του διοικητή:
Να βγάλουν απ’ το σκοτωμό
τον κυρ Καρβούνη, το γιατρό
που γιάτρευε όλον το λαό
στη Σπάρτη, στον Ταΰγετο.
Τον βγάζουνε, του λεν να πάει.
Αυτός γυρίζει και κοιτάει.
Βλέπει τους φίλους τσούρμο εκεί
βουβά να λεν ώρα καλή.
Γυρίζει ευτύς στη θέση του
μ’ αστραφτερή την όψη.
– Φεύγα γιατρέ, φεύγα γιατρέ.
-Φεύγα τον σπρώχνουν, αδελφέ,
γλίτωσε, ζήσε όσο μπορείς,
φτάνουμε για το Χάρο εμείς.
-Παιδιά, δεν το χωράει η καρδιά
να χωριστώ απ’ τη συντροφιά
δεν το χωράει ο νους μου πώς
να φύγω αφού ’φτασα ως εδώ,
μπορώ να βλέπω εγώ το φως,
χαμένοι σεις, εγώ να ζω.
Θα μείνω εδώ με σας μαζί
στο θάνατο όπως στη ζωή.
Βούλα Δαμιανάκου
Χαρακτηριστικό του ηρωισμού και του υψηλού ήθους των 118 πατριωτών της Σπάρτης είναι και το γράμμα που βρέθηκε ματωμένο στην τσέπη του Γ. Γιατράκου. Το είχε γράψει δύο μέρες πριν την εκτέλεση, για να το στείλει σε κάποιον γνωστό του.
«Πάντως, από τη φυλακή – έγραφε – δε βγαίνω, αν δεν βγουν και οι υπόλοιποι διακόσιοι ενενήντα εννιά, από τους τριακόσιους που είμεθα… Είμαι βέβαιος, όταν θα έρθει η ώρα μου, θα το πω (στο εκτελεστικό απόσπασμα) με την ίδια αδιαφορία και θα φωνάξω φεύγοντας: ΖΗΤΩ Η ΛΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!».
Και πραγματικά μ ’ αυτό το όραμα της Λαϊκής Δημοκρατίας, μ’ αυτή την κραυγή έκλεισε η τελευταία σελίδα του δράματος των 118 ηρώων αγωνιστών του ΕΑΜ στο Μονοδένδρι, εκεί που σήμερα στέκει ένας σταυρός, για να θυμίζει την παλικαριά των ηρώων και μαρτύρων της λευτεριάς.
*Έπεσαν για τη ζωή, εκδ. Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου