Ο Νίκος Ξανθόπουλος (14.3.1934 – 22.1.2023) αυτοβιογραφείται, ιστορεί το «χρονικό της φτωχογειτονιάς» του στη Νέα Ιωνία, σκιαγραφεί «προσωπογραφίες αληθινές» και καταγράφει γεγονότα που έζησε ο ίδιος.
Πάνε πάνω από σαράντα χρόνια. Νεαρός τότε μαθητευόμενος δημοσιογράφος στον «Οδηγητή» με αντικείμενο τα εργατικά θέματα.
Μια μέρα κοντοστάθηκα στην οδό Ακαδημίας για να κοιτάξω το καρότσι με την πραμάτεια ενός παλαιοπώλη. Το βλέμμα μου έπεσε στο βιβλίο του Νίκου Ξανθόπουλου: «Φτωχογειτονιά αγάπη μου – Λαϊκές ιστορίες», που εκδόθηκε το 1968 απ’ τις εκδόσεις «Πεντάς». Δεν το ζήτησα αμέσως, γιατί την «είχα πατήσει» παλιότερα, όταν ο παλαιοπώλης με είδε να «τσιμπάω» για κάποιο έντυπο. Αγόρασα δυό-τρία φτηνά βιβλία και στο τέλος του είπα: «Και αυτό», δείχνοντας το βιβλίο του Ξανθόπουλου.
Το βράδι στο σπίτι το βιβλίο με αιχμαλώτισε. Διάβασα «μια κι έξω» τις 89 σελίδες με τις 23 ιστορίες και τα οχτώ σκίτσα. Ιδιαίτερα εκφραστική ήταν η περιγραφή του σχολάσματος της βραδινής βάρδιας απ’ το εργοστάσιο, που ο Νίκος Ξανθόπουλος άκουγε τις «κομμένες φράσεις» των εργατών και των εργατριών και «μετά γινότανε σιωπή». Ήταν εκείνες τις μέρες που στον «Οδηγητή» σε ένα ρεπορτάζ για την εργασία σε μια κλωστοϋφαντουργία ο Βασίλης Παγώνης, που τελικά σταδιοδρόμησε ως φιλόλογος, είχε βάλει τον φοβερό τίτλο: «Έχει άκρη το νήμα, Γεωργία;».
Αυτός ο τίτλος με την αφήγηση του Νίκου Ξανθόπουλου καταχώρησαν στο υποσυνείδητό μου το αξίωμα: «Μετά από το νήμα χωρίς άκρη ο εργάτης και η εργάτρια δεν έχουν τη δύναμη ούτε να κουβεντιάσουν και κόβουν τις φράσεις τους». Έκτοτε, ως επαγγελματίας πια δημοσιογράφος, αυτή τη σύζευξη την είχα ως γράδο πολλών πραγμάτων.
Το Νίκο Ξανθόπουλο τον συνάντησα στην έκθεση του σκιτσογράφου –και φίλου μου- Στάθη Σταυρόπουλου, το Γενάρη του 1999 στο Λυκαβητό. Η επικοινωνία του με τον κόσμο θύμιζε σκηνές από ταινίες του. Απλόχερος και καλόκαρδος.
Όταν χαιρετηθήκαμε του είπα: «Έχω το βιβλίο σας για τη Φτωχογειτονιά στη Νέα Ιωνία». «Α! Θα είσαι από τους λίγους που έχεις αυτό το βιβλίο, γιατί τα αντίτυπα ήταν πολύ λίγα. Όμως τώρα γράφω ένα μεγαλύτερο βιβλίο», μου είπε. «Θα χαρώ πολύ να το διαβάσω όταν κυκλοφορήσει» του απάντησα. «Να αγαπάς το διάβασμα, γιατί είσαι νέος άνθρωπος» με συμβούλεψε.
Το βιβλίο του Νίκου Ξανθόπουλου «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα» κυκλοφόρησε το 2005 απ’ τις εκδόσεις «Άγκυρα». Δεν το διάβασα.
Με το άγγελμα, όμως, του θανάτου του ανέσυρα απ’ τη βιβλιοθήκη μου τη Φτωχογειτονιά, που την ξαναδιάβασα και πάλι «με τη μία».
«Πάντα ήμουνα ψιλόφλουδος»
Στον πρόλογο αυτού βιβλίου ο Νίκος Ξανθόπουλος αυτογραφείται με μια μοναδική εκφραστικότητα και λιτό τρόπο.
Έγραψε: «Εκείνη την εποχή λογάριαζα να μπαρκάρω. Οι φίλοι το θυμούνται. Όχι γιατί μ’ αρέσανε οι καραβίσιες δουλειές. Ίσα-ίσα. Πάντα ήμουνα ψιλόφλουδος. Είναι το σκαρί μου. Από πιτσιρίκι οι κακουχίες της Κατοχής μ’ είχανε κάνει να μην αντέχω σέ πολλά. Ύστερα ήτανε κι ο πατέρας που κυνηγούσε την τύχη στις θάλασσες, λαμπαδόρος σε γρι-γρι, που δεν έβαζε έγνοιες στην καρδιά του, πώς να τα βγάλει πέρα η μάνα μονάχη της.
Αποφάσισα να μπαρκάρω. Είναι καημός να βλέπεις να μαραίνεται ή ζωή σου, να μη βγαίνει πουθενά. Να ‘χει παλιώσει το παντελόνι σου στο θρανίο — χρόνια δεν ξέρω πόσα — και να μην μπορείς να σταυρώσης το τάλιρο, να ζήσης ανθρώπινα. Απελπισία.
Η ζωή είναι μυστήρια και ανεξιχνίαστη, να χάνεις το μυαλό σου. Τη χρονιά ακριβώς πού λογάριαζα να τα παρατήσω και να μπαρκάρω, άλλαξαν τα πράγματα, εντελώς τυχαία, χωρίς να με ειδοποιήσει κανείς, χωρίς να δω σινιάλο από πουθενά. Ήρθε η επιτυχία ξαφνικά και μου χτύπησε την πόρτα. Και ευτυχώς ήμουνα εκεί. Ήμουνα μέσα. Και της άνοιξα.
Αν δεν γίνονταν αυτό, τώρα, σίγουρα θα βολόδερνα στους ωκεανούς καραβοτσακισμένος. Μπορεί και να ‘χα γίνει ένα με το σίδερο του καραβιού, μια ασήμαντη σκουριά κολλημένη πάνω του, να την κουβαλάει από δω κι αποκεί στα βρώμικα λιμάνια, μέχρι που να καταλήξει κάποτε να μαυρίσει τα δόντια κανενός σκυλόψαρου.
Έτσι, λοιπόν, δεν μπάρκαρα. Οριστικά. Άφησα τα καράβια να ταξιδεύουνε μόνα, χωρίς εμένα. Στα χρόνια που περνούσανε, όμως, στις καλύτερες μέρες που έρχονταν, θυμόμουνα πάντα μ’ αγάπη τη φτωχογειτονιά μου και τους ανθρώπους μου. Η καρδιά μου έμενε πάντα εκεί, στους φτωχόδρομους, στις λασπωμένες γειτονιές που ήταν το πρώτο μου σκολειό, εκεί που μάθαινα ό,τι πιο ωραίο έχω μάθει στη ζωή μου, που άνοιξα τα μάτια μου στην πεμπτουσία της ζωής, την ανθρωπιά, το φιλότιμο, το μετρημένο λόγο, την καθαρή σπαθάτη ματιά, το σωστό φέρσιμο.
Κατά καιρούς κράταγα σημειώσεις πίσω από τα πακέτα των τσιγάρων. Έγραφα τις σκέψεις μου για τα περασμένα, για τη γειτονιά μου, για τους ανθρώπους που γνώρισα, για ένα σωρό πράματα. Κι όλα αυτά, βέβαια, όχι γιατί ήθελα να περνάω για συγγραφέας. Έχουνε γραφτή τόσο όμορφα πράματα, πού είναι να σου κόβεται η ανασα.
Αλλά, να, έτσι, για να σεργιανάω στα παλιά, στους ίδιους δρόμους, να μιλάω με τους ανθρώπους, να ξεχνιέμαι.
΄Υστερα, έκανα και τη σκέψη ότι η ζωή από μόνη της είναι ο πιο μεγάλος συγγραφέας που ‘χει γίνει και έτσι δεν είχα φόβο να παραπατήσω, αν ιστορούσα απλά αυτά που άκουσα να μου λέει η ίδια η ζωή. Και σκεφτόμουνα…
Μου ‘δινε χαρά να συλλογιέμαι τους δικούς μου ανθρώπους, χαιρόμουνα που δεν μπορούσε ο καιρός η καλή δική μου τύχη να με εξευτελίσουνε, να με κάνουνε να ξεχάσω τις ρίζες μου, τη στόφα μου, το δικό μου κόσμο.
Έτσι λοιπόν, κάθισα κι έγραψα τούτο το χρονικό της φτωχογειτονιάς πού γεννήθηκα, προσωπογραφίες αληθινές πού τράβηξα από το βάθος τού χρόνου, γεγονότα, αυτό ακριβώς πού λέει η λέξη, πού τα ‘ζησα ο ίδιος και πού χαίρομαι γι’ αυτό.
Και με το βιβλίο μου σας χτυπώ την πόρτα. Θέλω ν’ αγαπήσετε και σεις τη γειτονιά μου».
Στον πρόλογο αυτού βιβλίου ο Νίκος Ξανθόπουλος αυτογραφείται με μια μοναδική εκφραστικότητα και λιτό τρόπο.
Έγραψε: «Εκείνη την εποχή λογάριαζα να μπαρκάρω. Οι φίλοι το θυμούνται. Όχι γιατί μ’ αρέσανε οι καραβίσιες δουλειές. Ίσα-ίσα. Πάντα ήμουνα ψιλόφλουδος. Είναι το σκαρί μου. Από πιτσιρίκι οι κακουχίες της Κατοχής μ’ είχανε κάνει να μην αντέχω σέ πολλά. Ύστερα ήτανε κι ο πατέρας που κυνηγούσε την τύχη στις θάλασσες, λαμπαδόρος σε γρι-γρι, που δεν έβαζε έγνοιες στην καρδιά του, πώς να τα βγάλει πέρα η μάνα μονάχη της.
Αποφάσισα να μπαρκάρω. Είναι καημός να βλέπεις να μαραίνεται ή ζωή σου, να μη βγαίνει πουθενά. Να ‘χει παλιώσει το παντελόνι σου στο θρανίο — χρόνια δεν ξέρω πόσα — και να μην μπορείς να σταυρώσης το τάλιρο, να ζήσης ανθρώπινα. Απελπισία.
Η ζωή είναι μυστήρια και ανεξιχνίαστη, να χάνεις το μυαλό σου. Τη χρονιά ακριβώς πού λογάριαζα να τα παρατήσω και να μπαρκάρω, άλλαξαν τα πράγματα, εντελώς τυχαία, χωρίς να με ειδοποιήσει κανείς, χωρίς να δω σινιάλο από πουθενά. Ήρθε η επιτυχία ξαφνικά και μου χτύπησε την πόρτα. Και ευτυχώς ήμουνα εκεί. Ήμουνα μέσα. Και της άνοιξα.
Αν δεν γίνονταν αυτό, τώρα, σίγουρα θα βολόδερνα στους ωκεανούς καραβοτσακισμένος. Μπορεί και να ‘χα γίνει ένα με το σίδερο του καραβιού, μια ασήμαντη σκουριά κολλημένη πάνω του, να την κουβαλάει από δω κι αποκεί στα βρώμικα λιμάνια, μέχρι που να καταλήξει κάποτε να μαυρίσει τα δόντια κανενός σκυλόψαρου.
Έτσι, λοιπόν, δεν μπάρκαρα. Οριστικά. Άφησα τα καράβια να ταξιδεύουνε μόνα, χωρίς εμένα. Στα χρόνια που περνούσανε, όμως, στις καλύτερες μέρες που έρχονταν, θυμόμουνα πάντα μ’ αγάπη τη φτωχογειτονιά μου και τους ανθρώπους μου. Η καρδιά μου έμενε πάντα εκεί, στους φτωχόδρομους, στις λασπωμένες γειτονιές που ήταν το πρώτο μου σκολειό, εκεί που μάθαινα ό,τι πιο ωραίο έχω μάθει στη ζωή μου, που άνοιξα τα μάτια μου στην πεμπτουσία της ζωής, την ανθρωπιά, το φιλότιμο, το μετρημένο λόγο, την καθαρή σπαθάτη ματιά, το σωστό φέρσιμο.
Κατά καιρούς κράταγα σημειώσεις πίσω από τα πακέτα των τσιγάρων. Έγραφα τις σκέψεις μου για τα περασμένα, για τη γειτονιά μου, για τους ανθρώπους που γνώρισα, για ένα σωρό πράματα. Κι όλα αυτά, βέβαια, όχι γιατί ήθελα να περνάω για συγγραφέας. Έχουνε γραφτή τόσο όμορφα πράματα, πού είναι να σου κόβεται η ανασα.
Αλλά, να, έτσι, για να σεργιανάω στα παλιά, στους ίδιους δρόμους, να μιλάω με τους ανθρώπους, να ξεχνιέμαι.
΄Υστερα, έκανα και τη σκέψη ότι η ζωή από μόνη της είναι ο πιο μεγάλος συγγραφέας που ‘χει γίνει και έτσι δεν είχα φόβο να παραπατήσω, αν ιστορούσα απλά αυτά που άκουσα να μου λέει η ίδια η ζωή. Και σκεφτόμουνα…
Μου ‘δινε χαρά να συλλογιέμαι τους δικούς μου ανθρώπους, χαιρόμουνα που δεν μπορούσε ο καιρός η καλή δική μου τύχη να με εξευτελίσουνε, να με κάνουνε να ξεχάσω τις ρίζες μου, τη στόφα μου, το δικό μου κόσμο.
Έτσι λοιπόν, κάθισα κι έγραψα τούτο το χρονικό της φτωχογειτονιάς πού γεννήθηκα, προσωπογραφίες αληθινές πού τράβηξα από το βάθος τού χρόνου, γεγονότα, αυτό ακριβώς πού λέει η λέξη, πού τα ‘ζησα ο ίδιος και πού χαίρομαι γι’ αυτό.
Και με το βιβλίο μου σας χτυπώ την πόρτα. Θέλω ν’ αγαπήσετε και σεις τη γειτονιά μου».
Οι 23 ιστορίες
Η πρώτη προσωπογραφία του βιβλίου αναφέρεται στο «Μήτσο το Σάλτα». Μια σωφεράντζα στη Νέα Ιωνία, που ήταν σαλταδόρος στην Κατοχή. Γι’ αυτό κι όταν τον έβλεπαν τραγουδούσαν το πασίγνωστο τραγούδι του Μιχάλη Γενίτσαρη: «Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω/ τη ρεζέρβα να σου πάρω». Λεβεντόπαιδο, μπερμπάντης, «τρελλάκιας, αλλά όχι ρεζίλης, αλλά όχι κορόιδο, μάγκας απ’ τους ωραίους» ήταν ο Μήτσος, που, τελικά, παντρεύτηκε τη Στελίτσα το μοδιστράκι. «Πρώτος δουλευτής, πρώτος μπερμπάντης, πρώτος στην αγάπη, πρώτος νοικοκύρης» καταλήγει η ιστορία.
Στην «Κουνιστή πολυθρόνα» ο σκιαγραφεί έναν τετραπέρατο μικρό λαχειοπώλη, που τον ώθησαν να πάει στο νυχτερινό σχολείο.
Ο «Τάσος ο γίγας» ήταν ένας λαϊκός αθλητής, που λύγιζε σίδερα έσκιζε τράπουλες και τα παρόμοια, όπως ο Κουταλιανός. Μάλιστα ο Ν. Ξανθόπουλος παρουσιάζει τις συγκρίσεις που έκαναν οι συντοπίτες του με το Σαμψών –κατά κόσμον Γιάννης Κεσκελίδη ή Κεσκιλίδη – πρωτοπαλαιστή και μασίστα της Νέας Ιωνίας, που έφυγε απ’ τη ζωή το 2019, σε ηλικία 90 χρονών.
Στην «Παλτουδιά» περιγράφει τη χαρά ενός συνομιλήκου του που δανείστηκε το παλτό ενός ξαδέρφου του και το φόρεσε όταν «το ξεροβόρι σου ράγιζε τα δόντια». Στο «Παιδί και το Χταπόδι» αφηγείται τις αντιδράσεις ενός μικρού παιδιού όταν η παρέα του έπιασε ένα χταπόδι και το χτυπούσαν. «Ο Τέλης η Φλέβα» ήταν ένας «ευγενικός αλήτης» που έζησε στο Μοναστηράκι. «Μια ακόμα ζωή χαμένη, συντριμμένη…»
«Το άτιμο το χρήμα» είναι μια ιστορία αγάπης. Ένας φτωχός νεαρός ερωτεύτηκε την κόρη μιας καλοστεκούμενης οικογένειας, αλλά ο πατέρας της τον αποπήρε: «Η κόρη μου είναι αλλοιώτικα μεγαλωμένη, νεαρέ μου. Θα πάρη άνθρωπο που της αξίζη!». Στις «Σιδερένιες φουσκάλες» περιγράφει τη θυμοσοφία ενός καφετζή στη Νέα Ιωνία. «Η πατημασιά στον Άδη» είναι οι εμπειρίες και η συμπεριφορά ενός συνομίληκου του που πουλούσαν μαζί παλιά βιβλία στο Μοναστηράκι για να πληρώσουν τη φασουλάδα τους.
Στα «Μαθήματα βιολιού» ο Ν. Ξανθόπουλος κάνει μια εκ βαθέων εξομολόγηση. Γράφει: «Από μικρό παιδί, εκεί στα στενά σοκάκια της γειτονιάς μάθαινα πως όλα τα ωραία στη ζωή γίνονται με μεράκι. Άνθρωπος χωρίς μεράκι, είναι στεγνός άνθρωπος και ανήμπορος για κάτι καλό». Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο μαστρο-Λευτέρης, ένας Ανατολίτης τσαγκάρης, που είχε μεράκι με το βιολί. Στα εξήντα του χρόνια πλήρωνε δάσκαλο απ’ τ’ Αϊβαλί να του μάθει «ωραίους σκοπούς».
Στον «Κόχυλα» περιγράφει συναντήσεις με παλιούς φίλους στη Θεσσαλονίκη. Ο Καρδούλας ήταν μια «φύση περίεργη και παθιάρικη». Έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε στα κουτούκια, αλλά δεν ήταν «κανένας τενόρος της Σκάλας του Μιλάνου». Όταν τον έπιανε το παράπονο του ορφανού ανθρώπου «σκέφτεσαι πως πιο λυπητερό τραγούδι από το βλέμμα του δεν έχει γραφτεί». Ο Θανασάκης, που τον αποκαλούσαν και Φλεβάρη επειδή ήταν μικρόσωμος, ήταν ένας εξαιρετικός κυνηγός και περιγράφει τις ιστορίες του. «Ο Άνθρωπος και η θάλασσα» είναι η ζωή ενός παληκαριού, που ξεκληρίστηκε και στα τελευταία του βολόδερνε από ταβέρνα σε ταβέρνα. «Η Γιασεμιά» ήταν μια νέα που την έκλεψε ένας Κρητικός για την παντρευτεί.
Στην «Ήττα με 7–4» περιγράφει μια παρτίδα τάβλι με αμίμητους ταβλαδόρους. Στο «Πανόραμα» παρουσιάζεται η διασκέδαση των πιτσιρικάδων «με μια δραχμούλα», πριν τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Το πανόραμα ήταν σαν μια παλιά φωτογραφική μηχανή πάνω σε ένα τρίποδο, όπου οι πιτσιρικάδες έβλεπαν τα εφτά θαύματα του κόσμου.
«Στο τέλος νίκησε η αγάπη» είναι το μεγαλύτερο δρώμενο που περιγράφει ο Νίκος Ξανθόπουλος. Μια ιστορία όπου ένας νέος, ο Μίλτος, ερωτεύτηκε τη Μαρία, η οποία όμως παντρεύτηκε έναν αεροπόρο. Ο Μίλτος μπάρκαρε στα καράβια και ο αεροπόρος, που έμπλεξε με μια νεαρή, παράτησε τη Μαρία. Ο αεροπόρος σκοτώθηκε στην Ιταλία και ο Μίλτος γύρισε και παντρεύτηκε τη Μαρία. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα υπάρχει μια απ’ τις πιό δυνατές περιγραφές του Νίκου Ξανθόπουλου, όταν αναφέρεται «στον καϋμό του παλληκαριού». Γράφει: «Η μάνα μου μ’ έβαζε να κοιμηθώ νωρίς, μα εμένα το μυαλό μου τριγύριζε στον καημό του παλληκαριού και στριφογύριζα χωρίς να κλείνω μάτι. Είχα μάθει πιά, όλους τους θορύβους της νύχτας, με τη σειρά τους. Πρώτα πέρναγε ο γιαουρτάς: “Σηλυβριανό γιαούρτι”. Μετά σχόλαγε η βραδυνή βάρδια από το εργοστάσιο. Δέκα η ώρα. Περνάγανε βιαστικοί, άκουγες μισές φράσεις απ’ την κουβέντα τους, μετά γινότανε ησυχία. Καμμιά φορά η Σιμέλα, μια γειτόνισσά μας λαζή, ακουγότανε να μαγειρεύη νυχτιάτικα – “Ά σήν δουλείαν κι ανέτερον τηδέν κηέν” (απ’ τη δουλειά καλύτερο τίποτε δεν είναι). Ύστερα ήτανε η σειρά εκείνου. Από μακριά ακουγότανε το τραγούδι που ολοένα πλησίαζε. “Έλα πιά και δόσμου λίγα χάδια/ μη μ’ αφήνεις μοναχό τα βράδια”… Στη γειτονιά μας, ο κόσμος είναι μεροκαματιάρης, άνθρωποι της βιοπάλης, νοικοκυραίοι, δεν είναι τίποτα χασομέρηδες, χασομέρηδες και άγιος ο Θεός. Ο άλλος κοιμάται σαν κουρσούμι, ξερός από την κούραση. Το πρωί θα τραβήξει για τη δουλειά του. Κι αν ο Μίλτος ξενυχτάη, αυτό είναι άλλη ιστορία. Αυτός είναι καϋμός αγιάτρευτος. Τον καϋμό του τον λένε Μαρία, όλοι στη γειτονιά το ξέρουμε».
Στο «Ο Χρόνος είναι Χρήμα» περιγράφει τη δουλειά και τη ζωή ενός ζωγράφου, που «διέκρινες καμμιά φορά και το δικό του πόνο μέσα στα παραπονεμένα ματάκια των παιδιών που ζωγράφιζε». «Η γειτονιά έπηξε από σπίτια, διώροφα, τριώροφα» και τώρα ρωτάς «Που παίζουν τα παιδιά;» ‑αναρωτιέται ο Νίκος Ξανθόπουλος στο αφήγημα για τις χαμένες αλάνες, απ’ όπου «ξεπηδήσανε αργότερα μεγάλοι μπαλαδώροι, που παίξανε και στην Εθνική ακόμα».
Το τελευταίο διήγημα έχει τίτλο «Το ζευγαράκι». Είναι η τρυφερή ιστορία δύο ηλικιωμένων, που τους έβλεπε συχνά σε μια μικρή πλατειούλα. «Και να δής, γράφη, ότι την εποχή που ήτανε νέοι, παρά λίγο να μη τους αφήνανε να παντρευτούν, γιατί δεν συμφωνούσανε, λέει. Κι ο λόγος: εκείνη ήτανε από σπίτι, που λένε, ενώ αυτός ήταν παρακατιανός, αγωνιζότανε να κερδίση το ψωμί του, δουλεύοντας. Κόντεψε να ναυαγήση η υπόθεση, όταν η μικρή έπεσε άρρωστη βαρειά και μπροστά στον κίνδυνο, ο πατέρας της τον εφώναξε με βαρειά καρδιά, για να του τη δώση. Κι από τότε είναι μαζί. Νύχτα, μέρα, πάντα. Ενα ζευγαράκι, που κατάφερε να νικήση τον χρόνο».
Η πρώτη προσωπογραφία του βιβλίου αναφέρεται στο «Μήτσο το Σάλτα». Μια σωφεράντζα στη Νέα Ιωνία, που ήταν σαλταδόρος στην Κατοχή. Γι’ αυτό κι όταν τον έβλεπαν τραγουδούσαν το πασίγνωστο τραγούδι του Μιχάλη Γενίτσαρη: «Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω/ τη ρεζέρβα να σου πάρω». Λεβεντόπαιδο, μπερμπάντης, «τρελλάκιας, αλλά όχι ρεζίλης, αλλά όχι κορόιδο, μάγκας απ’ τους ωραίους» ήταν ο Μήτσος, που, τελικά, παντρεύτηκε τη Στελίτσα το μοδιστράκι. «Πρώτος δουλευτής, πρώτος μπερμπάντης, πρώτος στην αγάπη, πρώτος νοικοκύρης» καταλήγει η ιστορία.
Στην «Κουνιστή πολυθρόνα» ο σκιαγραφεί έναν τετραπέρατο μικρό λαχειοπώλη, που τον ώθησαν να πάει στο νυχτερινό σχολείο.
Ο «Τάσος ο γίγας» ήταν ένας λαϊκός αθλητής, που λύγιζε σίδερα έσκιζε τράπουλες και τα παρόμοια, όπως ο Κουταλιανός. Μάλιστα ο Ν. Ξανθόπουλος παρουσιάζει τις συγκρίσεις που έκαναν οι συντοπίτες του με το Σαμψών –κατά κόσμον Γιάννης Κεσκελίδη ή Κεσκιλίδη – πρωτοπαλαιστή και μασίστα της Νέας Ιωνίας, που έφυγε απ’ τη ζωή το 2019, σε ηλικία 90 χρονών.
Στην «Παλτουδιά» περιγράφει τη χαρά ενός συνομιλήκου του που δανείστηκε το παλτό ενός ξαδέρφου του και το φόρεσε όταν «το ξεροβόρι σου ράγιζε τα δόντια». Στο «Παιδί και το Χταπόδι» αφηγείται τις αντιδράσεις ενός μικρού παιδιού όταν η παρέα του έπιασε ένα χταπόδι και το χτυπούσαν. «Ο Τέλης η Φλέβα» ήταν ένας «ευγενικός αλήτης» που έζησε στο Μοναστηράκι. «Μια ακόμα ζωή χαμένη, συντριμμένη…»
«Το άτιμο το χρήμα» είναι μια ιστορία αγάπης. Ένας φτωχός νεαρός ερωτεύτηκε την κόρη μιας καλοστεκούμενης οικογένειας, αλλά ο πατέρας της τον αποπήρε: «Η κόρη μου είναι αλλοιώτικα μεγαλωμένη, νεαρέ μου. Θα πάρη άνθρωπο που της αξίζη!». Στις «Σιδερένιες φουσκάλες» περιγράφει τη θυμοσοφία ενός καφετζή στη Νέα Ιωνία. «Η πατημασιά στον Άδη» είναι οι εμπειρίες και η συμπεριφορά ενός συνομίληκου του που πουλούσαν μαζί παλιά βιβλία στο Μοναστηράκι για να πληρώσουν τη φασουλάδα τους.
Στα «Μαθήματα βιολιού» ο Ν. Ξανθόπουλος κάνει μια εκ βαθέων εξομολόγηση. Γράφει: «Από μικρό παιδί, εκεί στα στενά σοκάκια της γειτονιάς μάθαινα πως όλα τα ωραία στη ζωή γίνονται με μεράκι. Άνθρωπος χωρίς μεράκι, είναι στεγνός άνθρωπος και ανήμπορος για κάτι καλό». Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο μαστρο-Λευτέρης, ένας Ανατολίτης τσαγκάρης, που είχε μεράκι με το βιολί. Στα εξήντα του χρόνια πλήρωνε δάσκαλο απ’ τ’ Αϊβαλί να του μάθει «ωραίους σκοπούς».
Στον «Κόχυλα» περιγράφει συναντήσεις με παλιούς φίλους στη Θεσσαλονίκη. Ο Καρδούλας ήταν μια «φύση περίεργη και παθιάρικη». Έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε στα κουτούκια, αλλά δεν ήταν «κανένας τενόρος της Σκάλας του Μιλάνου». Όταν τον έπιανε το παράπονο του ορφανού ανθρώπου «σκέφτεσαι πως πιο λυπητερό τραγούδι από το βλέμμα του δεν έχει γραφτεί». Ο Θανασάκης, που τον αποκαλούσαν και Φλεβάρη επειδή ήταν μικρόσωμος, ήταν ένας εξαιρετικός κυνηγός και περιγράφει τις ιστορίες του. «Ο Άνθρωπος και η θάλασσα» είναι η ζωή ενός παληκαριού, που ξεκληρίστηκε και στα τελευταία του βολόδερνε από ταβέρνα σε ταβέρνα. «Η Γιασεμιά» ήταν μια νέα που την έκλεψε ένας Κρητικός για την παντρευτεί.
Στην «Ήττα με 7–4» περιγράφει μια παρτίδα τάβλι με αμίμητους ταβλαδόρους. Στο «Πανόραμα» παρουσιάζεται η διασκέδαση των πιτσιρικάδων «με μια δραχμούλα», πριν τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Το πανόραμα ήταν σαν μια παλιά φωτογραφική μηχανή πάνω σε ένα τρίποδο, όπου οι πιτσιρικάδες έβλεπαν τα εφτά θαύματα του κόσμου.
«Στο τέλος νίκησε η αγάπη» είναι το μεγαλύτερο δρώμενο που περιγράφει ο Νίκος Ξανθόπουλος. Μια ιστορία όπου ένας νέος, ο Μίλτος, ερωτεύτηκε τη Μαρία, η οποία όμως παντρεύτηκε έναν αεροπόρο. Ο Μίλτος μπάρκαρε στα καράβια και ο αεροπόρος, που έμπλεξε με μια νεαρή, παράτησε τη Μαρία. Ο αεροπόρος σκοτώθηκε στην Ιταλία και ο Μίλτος γύρισε και παντρεύτηκε τη Μαρία. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα υπάρχει μια απ’ τις πιό δυνατές περιγραφές του Νίκου Ξανθόπουλου, όταν αναφέρεται «στον καϋμό του παλληκαριού». Γράφει: «Η μάνα μου μ’ έβαζε να κοιμηθώ νωρίς, μα εμένα το μυαλό μου τριγύριζε στον καημό του παλληκαριού και στριφογύριζα χωρίς να κλείνω μάτι. Είχα μάθει πιά, όλους τους θορύβους της νύχτας, με τη σειρά τους. Πρώτα πέρναγε ο γιαουρτάς: “Σηλυβριανό γιαούρτι”. Μετά σχόλαγε η βραδυνή βάρδια από το εργοστάσιο. Δέκα η ώρα. Περνάγανε βιαστικοί, άκουγες μισές φράσεις απ’ την κουβέντα τους, μετά γινότανε ησυχία. Καμμιά φορά η Σιμέλα, μια γειτόνισσά μας λαζή, ακουγότανε να μαγειρεύη νυχτιάτικα – “Ά σήν δουλείαν κι ανέτερον τηδέν κηέν” (απ’ τη δουλειά καλύτερο τίποτε δεν είναι). Ύστερα ήτανε η σειρά εκείνου. Από μακριά ακουγότανε το τραγούδι που ολοένα πλησίαζε. “Έλα πιά και δόσμου λίγα χάδια/ μη μ’ αφήνεις μοναχό τα βράδια”… Στη γειτονιά μας, ο κόσμος είναι μεροκαματιάρης, άνθρωποι της βιοπάλης, νοικοκυραίοι, δεν είναι τίποτα χασομέρηδες, χασομέρηδες και άγιος ο Θεός. Ο άλλος κοιμάται σαν κουρσούμι, ξερός από την κούραση. Το πρωί θα τραβήξει για τη δουλειά του. Κι αν ο Μίλτος ξενυχτάη, αυτό είναι άλλη ιστορία. Αυτός είναι καϋμός αγιάτρευτος. Τον καϋμό του τον λένε Μαρία, όλοι στη γειτονιά το ξέρουμε».
Στο «Ο Χρόνος είναι Χρήμα» περιγράφει τη δουλειά και τη ζωή ενός ζωγράφου, που «διέκρινες καμμιά φορά και το δικό του πόνο μέσα στα παραπονεμένα ματάκια των παιδιών που ζωγράφιζε». «Η γειτονιά έπηξε από σπίτια, διώροφα, τριώροφα» και τώρα ρωτάς «Που παίζουν τα παιδιά;» ‑αναρωτιέται ο Νίκος Ξανθόπουλος στο αφήγημα για τις χαμένες αλάνες, απ’ όπου «ξεπηδήσανε αργότερα μεγάλοι μπαλαδώροι, που παίξανε και στην Εθνική ακόμα».
Το τελευταίο διήγημα έχει τίτλο «Το ζευγαράκι». Είναι η τρυφερή ιστορία δύο ηλικιωμένων, που τους έβλεπε συχνά σε μια μικρή πλατειούλα. «Και να δής, γράφη, ότι την εποχή που ήτανε νέοι, παρά λίγο να μη τους αφήνανε να παντρευτούν, γιατί δεν συμφωνούσανε, λέει. Κι ο λόγος: εκείνη ήτανε από σπίτι, που λένε, ενώ αυτός ήταν παρακατιανός, αγωνιζότανε να κερδίση το ψωμί του, δουλεύοντας. Κόντεψε να ναυαγήση η υπόθεση, όταν η μικρή έπεσε άρρωστη βαρειά και μπροστά στον κίνδυνο, ο πατέρας της τον εφώναξε με βαρειά καρδιά, για να του τη δώση. Κι από τότε είναι μαζί. Νύχτα, μέρα, πάντα. Ενα ζευγαράκι, που κατάφερε να νικήση τον χρόνο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου