Κάτι ξεχασμένο μέσα στα συρτάρια της ψυχής της.
Παρατημένο από τον καιρό.
Χρόνους πολλούς, το είχε ξεχάσει.
Ούτε θυμόταν πως κάποτε υπήρχε.
Οι δρόμοι της, την είχαν μπερδέψει.
Κι’ ας νόμιζε πως αυτή τους είχε διαλέξει.
Λαβύρινθοι που χάνονταν μέσα τους ήταν οι δρόμοι της.
Μονοπάτια σκοτεινά με λιγοστό φως που έβγαινε από την ίδια την ψυχή της.
Μα εκείνη, έτσι που ήταν μπερδεμένη, δεν μπορούσε να δει την πηγή του φωτός.
Προσευχές και ξόρκια.
Βλασφημία των καιρών και πόνος.
Πόσος πόνος.
Με πόδια που έτρεχαν αίμα.
Χέρια τρεμάμενα να προσπαθούν να ενωθούν, να ικετεύσουν.
Δάκρυα φωτιάς να στάζουν από τα υγρά μάτια της με σκυμμένο κεφάλι.
Ικέτιδα, ρακένδυτη στα σκαλιά του βωμού της.
Έλεος. Έλεος. Έλεος.
Σέρνονταν σαν ύβρης.
Έτσι έβλεπε τον εαυτό της. Μιαρό. Βρώμικο.
Οι προσευχές και τα ξόρκια σαν χορός αρχαίας τραγωδίας ακούγονταν τριγύρω της. Σαν άλλοι να τα λέγαν.
Σαν άλλοι και όχι αυτή η ίδια που τα σωθικά της έσκιζε, για παρηγοριά της.
Σαν το αίμα στέρεψε από τις φλέβες της να τρέχει. Και η σιωπή πήρε την θέση του κλαυθμού. Σαν σιώπησε η ηχώ του αναθέματος της.
Σε ύπνο έπεσε. Σε λήθαργο.
Οι προσευχές της είχαν εισακουστεί.
Λίγο πριν ξυπνήσει.
Λίγο πριν τα μάτια της ανοίξει.
Το έλεος την είχε βρει.
Με όραμα θεόσταλτο.
Εικόνα μιας άλλης εποχής, των πρώτων χρόνων της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου