Κυριακή Μπεϊόγλου
Οταν οι γονείς «φεύγουν», όλοι σού ζητούν να βιαστείς. Να βιαστείς, κυρίως για να τακτοποιήσεις τις εκκρεμότητες.
Η γραφειοκρατία σε σέρνει από δω κι από κει ώστε να κλειστεί κάθε λογαριασμός, να σβηστεί μ’ ένα απρόσωπο πιστοποιητικό κάθε ίχνος τους από τις λίστες του κράτους. Κι όλα αυτά τα κάνεις αυτόματα. Τα κάνεις γιατί πρέπει να γίνουν. Μέχρις εδώ καλά.
Ωσπου έρχεται η στιγμή να αδειάσεις το σπίτι των γονιών σου.
Ξαφνικά το σπίτι απομονώνεται από την πολυκατοικία ή τα άλλα σπίτια της γειτονιάς.
Μεταφέρεστε, εσύ κι αυτό, σ’ έναν έρημο πλανήτη.
Ανοίγεις την πόρτα με τα κλειδιά σου και για λίγο νιώθεις πως δεν έχει αλλάξει τίποτα.
Οι άνθρωποί του είναι ακόμη εκεί. Σε κάθε σου κίνηση θαρρείς πως θ’ ακούσεις ένα «μη» ή ένα «μπράβο».
Οι φωνές όμως έχουν σωπάσει. Τώρα μιλούν τα αντικείμενα.
Ενα ραγισμένο φλιτζάνι, το παλιό ραδιόφωνο, ένα ξυραφάκι στον καθρέφτη του μπάνιου.
Ολα αυτά που έχεις έρθει για να πετάξεις, για να κρατήσεις ή να χαρίσεις.
Αντικείμενα που τόσα χρόνια θεωρούσες ασήμαντα, φαίνονται τώρα τα πιο σημαντικά. Σου δίνουν ένα στήριγμα, ένα χέρι να πιαστείς για να μη νιώθεις την απώλεια σαν βράχο στο στήθος.
Και έπειτα είναι τα ρούχα. Τα ρούχα είναι ζωντανά.
Το «καλό» φουστάνι της, για τις γιορτές και τις εξόδους, το παλτό του που σε σκέπαζε μαζί του στους δυνατούς βοριάδες του χειμώνα.
«Μη», σου λέει, «μην πετάξεις την αγαπημένη του γραβάτα, κράτησέ την, φόρεσέ την».
«Μη χαρίσεις το φθαρμένο της μαντίλι, κι ας μη δένεις όπως εκείνη τα μαλλιά σου, κράτα το, το είχε από παλιά».
Περιφέρεσαι στα δωμάτια. Θες να ανοίξεις τα παντζούρια για να μπει φως. Μα δεν το κάνεις…
Στο ημίφως η απώλεια μοιάζει λιγότερο οριστική. Στις σκιές ψάχνεις τη δική σου δίπλα στις δικές τους. Ο χρόνος αποκτά άλλη διάσταση.
Τρέχει δεκαετίες πίσω κι επανέρχεται στο τώρα, με ταχύτητες τόσο μεγάλες όσο ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου.
Οι φωτογραφίες στους τοίχους, μαζί με τα αναμνηστικά από τα κατορθώματά σου, σου ζητούν να σταθείς μπροστά τους.
Να θυμηθείς. Ποια χρονιά ήταν, ποια στιγμή και πώς ένιωθες όταν ο φωτογράφος σάς αποτύπωσε για πάντα μαζί.
Ολοι σου λένε να βιαστείς. Να πακετάρεις. Οσο γρηγορότερα τόσο καλύτερα για σένα.
Να κλείσει η πληγή. Μα κάτι μέσα σου αντιδρά. Κάτι σού λέει πως ούτε σήμερα θα πακετάρεις.
Λίγο αργότερα. Λίγο ακόμα μαζί…
Λίγο ακόμα μαζί…
Η γραφειοκρατία σε σέρνει από δω κι από κει ώστε να κλειστεί κάθε λογαριασμός, να σβηστεί μ’ ένα απρόσωπο πιστοποιητικό κάθε ίχνος τους από τις λίστες του κράτους. Κι όλα αυτά τα κάνεις αυτόματα. Τα κάνεις γιατί πρέπει να γίνουν. Μέχρις εδώ καλά.
Ωσπου έρχεται η στιγμή να αδειάσεις το σπίτι των γονιών σου.
Ξαφνικά το σπίτι απομονώνεται από την πολυκατοικία ή τα άλλα σπίτια της γειτονιάς.
Μεταφέρεστε, εσύ κι αυτό, σ’ έναν έρημο πλανήτη.
Ανοίγεις την πόρτα με τα κλειδιά σου και για λίγο νιώθεις πως δεν έχει αλλάξει τίποτα.
Οι άνθρωποί του είναι ακόμη εκεί. Σε κάθε σου κίνηση θαρρείς πως θ’ ακούσεις ένα «μη» ή ένα «μπράβο».
Οι φωνές όμως έχουν σωπάσει. Τώρα μιλούν τα αντικείμενα.
Ενα ραγισμένο φλιτζάνι, το παλιό ραδιόφωνο, ένα ξυραφάκι στον καθρέφτη του μπάνιου.
Ολα αυτά που έχεις έρθει για να πετάξεις, για να κρατήσεις ή να χαρίσεις.
Αντικείμενα που τόσα χρόνια θεωρούσες ασήμαντα, φαίνονται τώρα τα πιο σημαντικά. Σου δίνουν ένα στήριγμα, ένα χέρι να πιαστείς για να μη νιώθεις την απώλεια σαν βράχο στο στήθος.
Και έπειτα είναι τα ρούχα. Τα ρούχα είναι ζωντανά.
Το «καλό» φουστάνι της, για τις γιορτές και τις εξόδους, το παλτό του που σε σκέπαζε μαζί του στους δυνατούς βοριάδες του χειμώνα.
«Μη», σου λέει, «μην πετάξεις την αγαπημένη του γραβάτα, κράτησέ την, φόρεσέ την».
«Μη χαρίσεις το φθαρμένο της μαντίλι, κι ας μη δένεις όπως εκείνη τα μαλλιά σου, κράτα το, το είχε από παλιά».
Περιφέρεσαι στα δωμάτια. Θες να ανοίξεις τα παντζούρια για να μπει φως. Μα δεν το κάνεις…
Στο ημίφως η απώλεια μοιάζει λιγότερο οριστική. Στις σκιές ψάχνεις τη δική σου δίπλα στις δικές τους. Ο χρόνος αποκτά άλλη διάσταση.
Τρέχει δεκαετίες πίσω κι επανέρχεται στο τώρα, με ταχύτητες τόσο μεγάλες όσο ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου.
Οι φωτογραφίες στους τοίχους, μαζί με τα αναμνηστικά από τα κατορθώματά σου, σου ζητούν να σταθείς μπροστά τους.
Να θυμηθείς. Ποια χρονιά ήταν, ποια στιγμή και πώς ένιωθες όταν ο φωτογράφος σάς αποτύπωσε για πάντα μαζί.
Ολοι σου λένε να βιαστείς. Να πακετάρεις. Οσο γρηγορότερα τόσο καλύτερα για σένα.
Να κλείσει η πληγή. Μα κάτι μέσα σου αντιδρά. Κάτι σού λέει πως ούτε σήμερα θα πακετάρεις.
Λίγο αργότερα. Λίγο ακόμα μαζί…
Λίγο ακόμα μαζί…
Κυριακή Μπεϊόγλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου