Τρίτη 13 Μαΐου 2025

Με τα μάτια της Σαλώμης | Το καρουσέλ της Αμμοχώστου

Γράφει η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη


Με τον νόμο της σχετικότητας, μερικές φορές οι δυο ώρες μπορούν να χωρέσουν εκατομμύρια λεπτά παραπάνω από όσα μετράμε με την περιστροφή της γης γύρω από τον εαυτό της και την περιφορά της γύρω από τον ήλιο. Ειδικά όταν πρόκειται για δυο ώρες επίσκεψης στον τόπο που γεννήθηκες.

Βρέθηκα ξανά στην Αμμόχωστο.


Λέω «βρέθηκα», γιατί κάθε «επίσκεψη» στα κατεχόμενα μέρη της πατρίδας μου, την Κύπρο, με κάνει να νοιώθω ουρανοκατέβατη. Λες και δεν χρειάστηκε να κρατήσω το διαβατήριο στο χέρι, να το παρουσιάσω σε κάποιον Ελληνοκύπριο αστυνομικό όπως κάνω όταν φεύγω από την Κύπρο. Λες και δεν χρειάστηκε να το περάσω κάτω από το διαχωριστικό τζάμι για να το ελέγξει ένας άλλος αστυνομικός ενός καθεστώτος που κανένας δεν αναγνωρίζει, κι όμως υπάρχει… «Βρέθηκα», λες και κάποτε δεν ήμουν εγώ που δήλωνα πως «στον τόπο μου θα γυρίσω μόνο με το κεφάλι ψηλά».

«Βρέθηκα», λες και δεν είχα φύγει ποτέ.

Πέρασαν 51 χρόνια… Όχι, τίποτα δεν άλλαξε από τότε που ο τόπος μας χωρίστηκε στα δυο. Εγώ άλλαξα. Κατάλαβα πως η άρνηση να αποδεχτώ μια πραγματικότητα, δεν θα με άφηνε να δω ξανά τους τόπους μας. Και η χαμένη θα ήμουν αναμφισβήτητα εγώ. Κανενός Ερτογάν δεν θα ίδρωνε το αφτί αν επέμενα να κάθομαι στον καναπέ μου δίπλα στο παράθυρο, να κοιτάω έξω έναν ξένο κόσμο και να κλαίω τη μοίρα που μας έλαχε· ή που μας έφεραν· ή που διαλέξαμε μόνοι μας με την αδιαλλαξία μας.

Άλλαξα όμως και με ένα άλλο τρόπο· συνειδητοποίησα πως όσο δεν γνωρίζω τους συμπολίτες μου της άλλης κοινότητας, όσο δεν έρχομαι κοντά στις δικές τους αγωνίες και δεν βρίσκω τον τρόπο να μιλήσω μαζί τους στην ίδια γλώσσα, η λύση για την επανένωση του νησιού μας που διακαώς επιθυμώ, δεν θα έχει διάρκεια. «Όπως το 1960», μου έλεγε χθες η Τουρκοκύπρια φίλη μου η Σίμκε. Ναι, όπως το 1960…

«Βρέθηκα»· γιατί μέσα μου εκείνα τα χαρακτηριστικά της πραγματικότητας που δεν θα σταματήσουν ποτέ να με ενοχλούν, έστω και υποσυνείδητα, όπως το να δείχνω το διαβατήριο μου δυο φορές σε δυο α-νόητες συνεχόμενες φάσεις όντας μέσα στην πατρίδα μου. Έχουν τόσο πολύ συμπιεστεί από την τελική επιθυμία, τον τελικό στόχο, που περνάνε χωρίς να τις επεξεργάζομαι στο κεφάλι μου την ώρα που συμβαίνουν.

Αλλιώς άρχισα αυτό το σημείωμα κι αλλιώς το συνεχίζω. Ήθελα να σας πω πώς όσο βρίσκομαι στην Αμμόχωστο, στο ένα δίωρο είναι δυνατόν να χωρέσει μέσα του μισός και παραπάνω αιώνας.

Ναι, γυρνάω πίσω στον χρόνο, κάθε φορά που βρίσκομαι στην πόλη που γεννήθηκα. Βλέπω μπροστά μου στιγμές του παρελθόντος, βλέπω σκηνές μ’ εμένα, κάθε φορά σε διαφορετική ηλικία, σκηνές γεμάτες χρώμα και άρωμα και κυρίως γεμάτες ήχο. Άλλοτε θα είναι το τραγούδι της «κυρά Μαρίας που δε λέει να περάσει και να υπάγει εις τους κήπους» για εκείνες τις δυο βιολέτες που από χρόνια τώρα θα έπρεπε να είναι μαζί στο ίδιο βάζο. Άλλοτε τον ήχο μου τον δίνουν οι Poll με την κραυγή τους προς τον Άνθρωπο (αγάπα, τις φωτιές σταμάτα και τη δύναμή σου, δωσ’ την στο φιλί σου), κάποτε το τραγούδι της μικρή Ελένη που κάθεται και κλαίει, μα τις πιο πολλές φορές θα είναι οι φωνές των Bee Gees των τελευταίων μας χρόνων στην πόλη, που τραγουδούσαν «… I could never see tomorrow / I was never told about the sorrow / And how can you mend a broken heart?…»

Σ’ αυτό το παιγνίδι που παίζει μαζί μου ο χρόνος, οι συμπρωταγωνιστές είναι κάθε φορά διαφορετικοί. Άλλοτε η γιαγιά Θεοδώρα και ο παππούς Σάββας, άλλοτε η παρέα στο νεανικό μας στέκι, το Edelweiss, η πιτσιρικαρία στο δημοτικό σχολείο της Χρυσής Ακτής, ή η αθλητική μας ομάδα στο γήπεδο του Ευαγόρα.

Πρώτη έννοια, είναι πάντα να «περάσω» από το σπίτι. Σε κάποιο σημείο της διαδρομή όπου μας επιτρέπει ο Τούρκικος στρατός να περπατάμε, σταματάω κάθε φορά για να κοιτάξω σε απόσταση μόλις πενήντα μέτρων, το ανοιχτό παράθυρο του υπνοδωματίου μου. Το διακρίνω καθαρά, κι ας είναι κρυμμένο πίσω από μια άγρια βλάστηση που ξεπετάχτηκε μέσα από την άσφαλτο τους δρόμου.

Στην χθεσινή επίσκεψή μου, έχοντας όπως πάντα εκτελέσει το τάμα μου, δέχτηκα μια εντελώς αναπάντεχη έκπληξη. Οι συμπρωταγωνιστές στο παιγνίδι με τον χρόνο ήταν δυο πουλαράκια. Ήταν κρυμμένα σε μια εσοχή του δρόμου που κάποτε λεγόταν «οδός της Δημοκρατίας», πριν μαγαρίσουμε το όνομά της με ανυποχώρητα συνθήματα στους τοίχους. Είχαν σκυμμένα τα κεφάλια, με τον τρόμο στο βλέμμα και με τον εκκωφαντικό θόρυβο των βομβαρδισμών να βουίζει ακόμα στ’ αφτιά τους. Δυο πουλαράκια στο χρώμα της σκουριάς, κρύβονταν ακόμα μετά από μισό αιώνα, το ένα με το κεφαλάκι γυρισμένο στον τοίχο, ψάχνοντας, ίσως, για λίγη συμπόνια στα κρύα ντουβάρια της εγκαταλειμμένης πόλης.

Μαζί με άλλα τρία πουλαράκια, πριν την Τουρκική εισβολή, κρατούσαν το χορό σ’ ένα καρουσέλ που γυρνούσε ανέμελα στους ήχους μιας μαγικής μουσικής χωρίς λόγια, χαρίζοντας στα μικρά παιδιά της πόλης την ανεξήγητη χαρά που δίνει το στριφογύρισμα.


Γύρω και γύρω και γύρω, ξανά και ξανά… Ποιος να ήξερε τότε πως αυτή η κίνηση που ουσιαστικά δεν έχει κατεύθυνση και προορισμό, σ’ έναν τόπο όπου η μισαλλοδοξία και ο εθνικισμός κατάφερνε να πριονίσει τα θεμέλια της δημοκρατίας κάνοντάς την να τρίζει, μόνο κακό θα μπορούσε να προμηνύει.

Όχι, δεν βλέπω τα ίδια και τα ίδια κάθε φορά που «βρίσκομαι» στην Αμμόχωστο. Είναι τόσα εκατομμύρια στιγμές αυτές που πρόλαβα να ζήσω μέχρι τα δεκάξι μου χρόνια που θα μπορούσαν να ξεδιπλώνονται σιγά-σιγά σε εκατοντάδες τέτοιες «επισκέψεις». Με κάθε μικρή, ελάχιστη αφορμή. Αφορούν μια ζωή που κόπηκε ξαφνικά τόσο άδικα, τόσο απερίσκεπτα, τόσο βίαια. Θα συνεχίσω με πείσμα να τις αναζητώ, να τις αναψηλαφώ και να μιλάω στους νέους για τα λάθη τα δικά μας.

Ναι, λίγο πιο πάνω από την οδό Δημοκρατίας, τα είδα τα δυο αλογάκια· έρημα, κρυμμένα στην σιωπή τους· μια σιωπή που μου ξέσκισε την καρδιά. 


Πηγή: fractalart


Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου