Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Βίκυ, οι εργάτες σχόλασαν, το μοχίτο ήρθε…

Ισαάκ Σούσης


Δέκα χρόνια χωρίς την ανεπανάληπτη Μοσχολιού. Μνήμες μιας Ελλάδας πτωχής πλην αγνής και τιμίας, που φυσικά ουδέποτε υπήρξε, νεανικοί ιδεαλισμοί, χειραγώγηση, ηθελημένη ή και σκέτη άγνοια, ό,τι νάναι, όπως έρχονται.

Μήπως και η φωνή η Μοσχολιού, είχε ποτέ αντίληψη των πραγμάτων, μετά τον Ζαμπέτα και τον Ξαρχάκο της Άπονης ζωής και της δεξιάς είπε τον ύμνο της χούντας μαζί με τον Μπιθικώτση, και πριν τελειώσει η χούντα ξαναείπε Ξαρχάκο τα συγκλονιστικά τραγούδια του Μεγάλου μας τσίρκου, και μετά την χούντα είπε και πρώτες εκτελέσεις του Θεοδωράκη, όλα εκπληκτικά, αλλά και Σπανό και Μαρκόπουλο και Μούτση και τον πρώτο και καλύτερο Κραουνάκη. Είχε το καλύτερο ρεπερτόριο και τις πιο ώριμες ερμηνείες και ζήτημα τι κατάλαβε ποτέ από όλα αυτά, αλλά έτσι κι αλλιώς μέσα στους καλλιτέχνες ζούσε, ποιος να της εξηγήσει τι και γιατί με τόση επιτυχία;

Kαταλαβαίνουν μήπως και σήμερα οι mainstream και οι περιθωριακοί καλλιτέχνες τι ακριβώς παίζει; Mόλις πριν μέρες διαβάσαμε επιστολή της καλλιεργημένης αλλά και αγαπημένης μέσα από τα τραγούδια της κ. Μάνου που υποστήριζε σαν πρόσκοπος τον καλό τον Συριζα και μερικοί, τρέχα γύρευε γιατί, δεν πιστεύανε στα μάτια τους, με αυτό που διάβαζαν.

Αν όμως ο μέσος άνθρωπος έχει μια σκασίλα, στην πραγματικότητα, πέρα από το πώς θα ενσωματωθεί και πως θα τα βγάλει πέρα, και η πολιτική του συνείδηση, όταν και όπως υπάρχει, είναι συνάρτηση των προσωπικών του εμπαθειών με το οικονομικό του status, ένας καιροσκοσπισμός ανάμεικτος με πληγωμένους εγωισμούς και αισθήματα, τι να πει και ο καλλιτέχνης με τον ναρκισσισμό του, την εγγενή του ανάγκη αλλά και το ταλέντο του στην δημιουργία εικονικών πραγματικοτήτων. Eίπαμε, υπάρχουν πολλοί κόσμοι μέσα στον έναν, οι περισσότεροι στην φαντασία μας.

Διάλεξα λοιπόν για σήμερα ένα από τα όχι γνωστά και καλύτερα κομμάτια της Μοσχολιού, αλλά χαρακτηριστικό για την σκηνογραφημένη και σινεμασκόπ λαϊκότητα του 60, της δεκαετίας που οριστικοποίησε την ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας να εξωραΐσει τις πραγματικότητές της, ανάγκη που συνέπεσε με όσους είχαν επιβιώσει όπως, όπως του εμφυλίου και με το πνεύμα της γενιάς του τριάντα να επιστρέφει, δριμύ και εμπορευματοποιημένο, για μια Ελλάδα πλακιώτικη και αιγαιοπελαγίτικη -με εξαίρεση τα νησιά της εξορίας- και εξαγώγιμη.

Μια Ελλάδα που δίπλα στις ταβέρνες της Πλάκας που τραγουδούσε η Στέλλα, υπήρχε και το Γκαζοχώρι που αναφέρει στο τραγούδι η Βίκυ. Το Γκαζοχώρι, η πιο προλεταριακή γειτονιά στο κέντρο της Αθήνας μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα. Επίσημη ονομασία: Φωταέριο. Απέναντι από τον Κεραμικό και τα Άνω Πετράλωνα, διαβαίνοντας την ονομαζόμενη Κορεάτικη αγορά –που έχει δώσει τη θέση της πια σε ένα πάρκο με δέκα απομονωμένα και έρημα δέντρα και μπόλικο γκαζόν σαν κήπο βίλας της Εκάλης και για βοσκή– και περνώντας τον άγριο ξεροπόταμο της οδού Πειραιώς, εκτεινόταν σαν βιομηχανικός μπαμπούλας το εργοστάσιο του Φωταερίου της πρωτεύουσας.

Σε απόσταση χιλιομέτρου έκλεινες τη μύτη και κρατούσες την ανάσα για να μην σε ζαβλακώσουν οι αναθυμιάσεις, ειδικά τις καλοκαιρινές αποπνικτικές μέρες καλή ώρα. Και όμως γύρω από το εργοστάσιο από όπου φεύγαν καθημερινά οι φιάλες υγραερίου για να προμηθευτούν όλα τα νοικοκυριά -πηγή ζωής και θανάτου, μια και το γκάζι υπήρξε και η καταφυγή μην ξεχνάμε δεκάδων απελπισμένων διακορευμένων και ουδέποτε αποκατεστημένων νεανίδων– στοιβάζονταν μια πυκνοκατοικημένη γειτονιά λούμπεν προλετάριων, ζάμπτωχων επαρχιωτών, εξαθλιωμένων εργατών.

Με ελάχιστες μονοκατοικίες και πάμπολλες αυλές (των θαυμάτων) όπου συγκατοικούσαν αγαστά -και όποτε δεν ήταν με το αγαστό ήτανε με το άγριο- από τρεις –τέσσερεις μέχρι και καμιά ντουζίνα οικογένειες, ξεχασμένοι ηλικιωμένοι και κακότυχοι εργένηδες και γεροντοκόρες. Νοικιάζοντας το κάθε νοικοκυριό από ένα δωμάτιο συνήθως με κοινό το αποχωρητήριο στο οποίο η πρόσβαση γινόταν κατά κανόνα με την διάσχιση της αυλής, δημοσία θέα και με το ρολό υγείας ανά χείρας.– ακόμα πιο παλιά με το θραύσμα κεραμιδιού ανά χείρας...

Το Γκαζοχώρι ήταν μεταξύ άλλων και κομμουνιστο-φωλιά σε αντίθεση με τα Πάνω Πετράλωνα που κατοικημένα από πιο εύπορα -αλλά όχι και πλούσια– αθηναϊκά σόγια ήταν στέκι κυρίως για τους Χίτες και εφαλτήριο τους για την περιοχή του Μακρυγιάννη –σημερινή στάση μετρό Αcropoles-.

Σε ένα δωμάτιο στο Γκαζοχώρι μεγαλώναν τετραμελείς και βάλε οικογένειες και στις αυλές διοργανώνονταν, από φίλους και άσπονδους φίλους, τα θρυλικά ροκ πάρτι του μεταπολέμου, αλλά και αυτοσχέδιες βραδιές Καραγκιόζη για όσους τρώγανε, πίνανε και κοιμόντουσαν νηστικοί, αλλά το σχέδιο Μάρσαλ και τα νεόκτιστα Χίλτον και Αμερικάνικη πρεσβεία, σε συνδυασμό με τον Καραμανλή, τον Μάρλον Μπράντο και τη Μέριλιν Μονρόε, τους είχαν ανοίξει τα μάτια σε μια άλλη παραίσθηση της συγχρονισμένης με τους νικητές Ελλάδας.

Στο Γκαζοχώρι γεννήθηκε και μεγάλωσε και η μητέρα μου, δουλεύοντας σε μια κλωστοϋφαντουργία. Αυτή λάτρευε και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να λατρεύει τη Μοσχολιού σαν πρώτη, την νοιώθει σαν συγγενικό πρόσωπο μια και η μεγάλη τραγουδίστρια ξεκίνησε με ανάλογες ανέσεις τη ζωή της, δουλεύοντας σαν κορδελιάστρα στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, μια άλλη μεγάλη εργατική φτωχογειτονιά. Και είναι η μοναδική καλλιτέχνης που η μάνα μου σαν φαν έχει κόψει από περιοδικό και κορνιζώσει φωτογραφία της, μία με πένθιμο ύφος, που η Βίκυ φοράει ένα πένθιμο μαύρο ζιβάγκο και από πάνω ένα ασορτί πένθιμο μαργαριταρένιο κολιέ.

Η μητέρα μου βέβαια έκανε το σφάλμα να παντρευτεί Πετραλωνίτη και μια σειρά άλλα σφάλματα, αλλά παρόλα αυτά της αφιερώνω με αγάπη αυτό το τραγούδι και θυμάμαι ότι το πρώτο τραγούδι που χαράχτηκε στη μνήμη μου και ζητούσα να βρούμε στο ραδιόφωνο ήταν το «Τα τραίνα που φύγαν», η άλλη Ελλάδα, που ενστερνίστηκε έγκαιρα το Γερμανικό νοικοκύρεμα, και γω που από το ξεκίνημα είχα να κάνω με τραίνα που φεύγαν.

Μετά όλα αλλάζουν προς το καλύτερο. Μέχρι και το Γκάζι, το τρομερό θηρίο των παιδικών μου χρόνων, έγινε η Τεχνόπολη ή το «Φλωριδιστάν» όπως αποκαλείται από τους ελάχιστους Πετραλωνίτες που ξέμειναν στον τόπο τους -αντιλαμβάνεστε τι φυράματος– χωρίς ποτέ να αποβάλλει τον προλεταριακό του χαρακτήρα, μια και η όρθια διασκέδαση, τα πιασοκώλικα καφέ, τα ελεεινής διατροφής σχετικά μαγαζιά, που συνοικούν με παλιά πλινθόκτιστα ερείπια και μαραζωμένα προπολεμικά σπίτια, υπάρχουν εκεί για να θυμίζουν την λίμα των προλετάριων για μια άλλη, πιο διασκεδαστική, ζωή και τις μίζερες και αδιέξοδες φαντασιακές τους αποδράσεις. Φυσικά η παρανομία ανθεί όπως και τότε, με παραβιάσεις οικιστικών κανόνων, όπως και του ιστορικού χρώματος της περιοχής. Όμως όλα αυτά είναι μια καρμκή ιστορία φαντασμάτων. Οι εργάτες σχόλασαν, το Μοχίτο ήρθε.

Στην Τεχνόπολη δεν έχω ακούσει ποτέ και ένα τραγούδι της Μοσχολιού, δεν έτυχε και καλύτερα. Δεν ξέρω για τους άλλους, εγώ πια με τα ντεζα βου μου ξεμπέρδεψα και πιο υποκριτικό πράγμα από την νοσταλγία των ανθρώπων που άλλαξαν θεληματικά, η δέχτηκαν παθητικά άγριες αλλαγές στη ζωή τους, δεν έχω. Η ανθρώπινη αντίφαση θα μου πείτε, και πιθανά θα χετε δίκιο, αλλά βρε αδελφέ αρκετά με τις κληροδοτημένες αντιφάσεις των άλλων, πρέπει να προλάβω να ζήσω και καμιά δική μου Το παρελθόν, το αναπόλησα και γω, το πόνεσα σαν δικό μου, το δικό του ψέμα, τη δικιά του σκουριά, με τον σπόρο του παρόντος νάχει πιάσει γερά μέσα του. Και μετά το διαζύγιο, η αποδέσμευση και μετά μετέωρος πελαργός.

Για αυτό λέω και για την Μοσχολιού, που υπήρξε η οικογενειακή μας τραγουδίστρια, η δικιά μας προλεταριακή Δόμνα Σαμίου και η μικροαστική μας Μπέλλου, Βίκυ για τότε, όχι Βίκυ για πάντα, γιατί το πάντα περισσεύει σε μια ζωή διαρκών αναπροσαρμογών. Αλλά Βίκυ για τότε, οπωσδήποτε.


ημεροδρόμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου