Του Όττο
«Μια βάρκα, ρε παιδιά, το βασίλειό μου για μια βάρκα». Η φωνή ακούστηκε πνιγμένη και βραχνή, σάμπως από ξενύχτι με τρία πακέτα Άσσο άφιλτρο, κι έβγαζε τέτοια απόγνωση και βία, που σου ανασήκωνε τις τρίχες στο σβέρκο.
Ο Μανώλης Αντραλάκης με τον φίλο του τον Μιχάλη γύρισαν να δουν ποιος τους τάραζε τη μεσημεριάτικη καλοκαιρινή ραστώνη.
Ο κοντός μεσόκοπος άντρας με τη στρογγυλή κοιλίτσα, με το ριγέ ξεχειλωμένο ναυτικό μπλουζάκι, που έβγαινε απτάλικα απ’ τη μαύρη βερμούδα με τη μωβ μπορντούρα, με την καράφλα που προσπαθούσε να καλύψει τραβώντας μια μακριά τούφα απ’ τους κροτάφους, κολλημένη με μπριγιαντίνη, δεν έδειχνε να ’χει βασίλειο για να δώσει ούτε έμοιαζε λάτρης του Σαίξπηρ.
Ο Μανώλης άφησε κάτω το ποτήρι με τη ρακή, το πιρούνι με τον κεφτέ απάνω καρφωμένο και σηκώθηκε.
«Καλησπέρα, τι θα θέλατε;»
«Βάρκες δε νοικιάζετε ’δω;» Ο ιδροκοπημένος άντρας ξεφυσούσε τις λέξεις ανάμεσα απ’ τα σφιγμένα δόντια, θαρρείς για να μην ουρλιάξει.
«Ναι, βέβαια, το νησί απέναντι έχει εξαιρετική ακτογραμμή κι υπέροχες παρθένες παραλίες…» έπιασε ο Μανώλης τον πρόλογο, που του ’χε γίνει δεύτερη φύση όλο το καλοκαίρι…
Πέτρα που κυλάει δεν χορταριάζει, ήτανε το έμβλημα του Μανώλη, ένα απ’ τα πολλά κλισέ που περιχαράκωναν την ύπαρξή του. Βαριόταν εύκολα, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό του, και τούτο ήτανε το μέγιστο κουσούρι και το πιο ανεκτίμητο χάρισμά του.
Είχε δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε πάνω από δέκα διαφορετικές δουλειές· δύσκολα έκανε δεύτερη φορά την ίδια. Και τα κατάφερνε θαυμάσια σε όλες. Μέχρι που μια μέρα ξυπνούσε μ’ έναν κόμπο στο λαιμό κι ένα βάρος στην πλάτη, σήκωνε το τηλέφωνο και δήλωνε παραίτηση. Όσες φορές συγκρατήθηκε κι άφησε το τηλέφωνο κατά μέρος, δε βγήκε σε καλό. Μετά από λίγες εβδομάδες, μ’ έναν μαγικό τρόπο, οι σχέσεις του με τ’ αφεντικά φτάνανε στ’ άκρα κι έφευγε μ’ έναν γερό καυγά· έκαιγε τις γέφυρες για να μην μπορεί πια να γυρίσει.
Δεν ήταν έκπληξη, λοιπόν, που τελικά βρέθηκε ρέστος κείνο τον χειμώνα κι έφαγε ό,τι είχε καζαντίσει τόσα χρόνια. Σαν έμαθε ο Μιχάλης την κατάσταση, τον κάλεσε για δουλειά το καλοκαίρι. Είχε μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση στη Χαλκιδική, ενοικιαζόμενα δωμάτια και βάρκες. Ίσως η πιο ευχάριστη απ’ όλες τις δουλειές που ’χε κάνει ο Μανώλης, ο βαρκάρης, ο σερέτης.
«Άσ’ τ’ αυτά, παλικάρι, κι είμαι να σκάσω, είμαι. Θα γίνει της Χιροσίμας σήμερα» τον έκοψε απότομα ο κοντός.
«Σήμερα δυστυχώς δεν έχουμε βάρκα διαθέσιμη, μήπως θα θέλατε να κάνουμε μια κράτηση για αύριο;» Ο άλλος έγινε κατακόκκινος παντζάρι.
«Τι αύριο μου λέτε, ρε, εδώ καιγόμαστε· την καριόλα, θα τη σκοτώσω, της Χιροσίμας θα γίνει ’δω πέρα χάμου».
«Έλα ηρέμησε, φίλε, κάτσε να σε φιλέψουμε μια ρακή να μας πεις τι τρέχει» είπε ο Μιχάλης, άνθρωπος χαμηλών τόνων. Ο Μανώλης του έκλεισε το μάτι πειραχτικά, πάνω απ’ το καραφλό κεφάλι με την πετούμενη τούφα, που ανέμιζε στο αυγουστιάτικο μελτέμι.
«Για να κάτσω είμαι; Ψάχνω εδώ και δυο ώρες να βρω μια βάρκα να νοικιάσω κι όλοι δεν έχω και δεν έχω, επίτηδες το κάνετε, μωρέ;» αγανάχτησε ο κοντός.
«Μα τι τη θες τόσο πολύ τη βάρκα, κι αύριο μέρα του Θεού είναι», προσπάθησε ο Μανώλης να βγάλει άκρη.
«Δεν υπάρχει αύριο, θα σκάσω τώρα δα και θα γίνει της Χιροσίμας ’δω πέρα χάμου» αναψοκοκκίνισε ο κοντός κι η καράφλα του φέγγισε σα μάτι κουζίνας που ξεχάστηκε αναμμένο. Έπιασε το ποτήρι με τη ρακή που του πρότεινε ο Μιχάλης, την κατέβασε μονορούφι, έβαλε άλλη μια, την κατέβασε κι αυτήν. Άρπαξε τα κιάλια πάνω απ’ το τραπέζι, τράβηξε τον Μανώλη απ’ το μπράτσο και κατέβηκε στην παραλία.
«Να ’τηνε η κάργια, μωρή βρόμα θα πεθάνεις, θα σε σκίσω σα σαρδέλα, δε μου τη γλυτώνεις, θα σβήσει το γαμονήσι απ’ το χάρτη απόψε». Έδωσε τα κιάλια στον Μανώλη.
«Να, κείνο το γιοτ ’κει απέναντι, το βλέπεις; Εκεί πηδιέται η πουτάνα, να ’τηνε, τη βλέπω, κείνη η ξανθιά πάνω στο κατάστρωμα, γαμώ το κέρ–…» δαγκώθηκε σαν συναισθάνθηκε τι πήγαινε να πει.
Ο Μανώλης κοίταξε προς την πολυτελή θαλαμηγό που ήταν αραγμένη στην απέναντι παραλία, ένα περίπου ναυτικό μίλι απόσταση. Έπειτα πέρασε τα κιάλια στον Μιχάλη. Με το ζόρι φαινόταν ένα ξανθό κεφάλι πάνω στο κατάστρωμα.
«Αυτή εδώ η βάρκα δικιά σας δεν είναι; Πληρώνω όσο όσο. Τι νόμιζες, μωρή τσούλα, μόνο ο γκόμενος έχει φράγκα, έχω κι εγώ, θα ’ρθω να σας πιάσω στα πράσα, θα σας το κάψω το μπουρδέλο» παραληρούσε ο Χιροσίμας, όπως του βγάλανε αργότερα το παραγκώμι.
«Αυτή δεν είναι για ενοικίαση, την έχουμε για σωστική, είμαστε υποχρεωμένοι απ’ το νόμο» προσπάθησε να τον καλμάρει ο Μιχάλης, μα πού τέτοια τύχη.
«Καλά, ρε μαλάκες, δεν ντρέπεστε λιγάκι; Δεν είστε άντρες, ρε σεις, δε νιώθετε; Άμα σας τα φορέσει κι η δικιά σας, τότε θα με θυμηθείτε, άντε και γαμηθείτε, ρε» ξέσπασε ο Χιροσίμας κι έφυγε φουριόζος.
Ο Μανώλης με τον Μιχάλη συνέχισαν το μεσημεριανό τους μέσα σε θυμηδία. Δεν τυχαίνει κάτι τέτοιο κάθε μέρα. Κι όποιος δεν έχει ακούσει άντρες να κουτσομπολεύουν, καλύτερα ας μην κάνει τώρα την αρχή, γιατί θα χάσει πάσα ιδέα.
Μετά από λίγο, μια κίνηση τράβηξε την προσοχή τους στην παραλία, απ’ τη δεξιά πλευρά. Ο Μιχάλης σήκωσε πάλι τα κιάλια «Κοίτα, κοίτα» έσκασε στα γέλια και τα ’δωσε στον Μανώλη. Κείνος έμεινε ν’ αγναντεύει με το στόμα ορθάνοιχτο σα χάνος. Ο Χιροσίμας δεν το ’βαζε κάτω. Είχε πάει στο σουπερμάρκετ τρακόσια μέτρα παραδίπλα, είχε αγοράσει μια φουσκωτή βαρκούλα με κουπιά, μαζί με μια χειροκίνητη τρόμπα, κι ιδροκοπούσε να τη φουσκώσει. Ύστερα την έριξε στη θάλασσα και μπήκε μέσα αποφασισμένος.
Στο μεταξύ, ο άνεμος είχε δυναμώσει και γύρισε Λεβάντες, κατευθείαν απ’ το Άγιον Όρος. Το μπουγάζι, ανάμεσα στην ηπειρωτική ακτή και στο νησί, γέμισε με προβατάκια που χοροπηδούσαν στο γαλανό λιβάδι.
Με τα κιάλια ν’ αλλάζουν χέρια σαν κουραμάνα στην Κατοχή, παρακολουθούσαν την τρελή πορεία της βαρκούλας, που αγκομαχούσε και σκαμπανέβαζε στ’ αφροστεφάνωτα κύματα. Όσο κι αν πάσκιζε ο Χιροσίμας, είχε κόντρα τον καιρό και δεν κατάφερνε να κουνήσει ρούπι, καταμεσής στο μπουγάζι. Μα τα φτενά πλαστικά κουπιά δεν άντεξαν· λύγισαν κι έπειτα σπάσανε σαν καρότα.
Δίχως να το καλοσκεφτούν, τρέξανε να βγάλουν τη σωστική λέμβο στην παραλία, πήδησαν μέσα κι έβαλαν στα γρήγορα μπροστά. Ο Μιχάλης καθότανε στη λαγουδέρα, ο Μανώλης στην πλώρη να κρατά ισορροπία. Διακόσια μέτρα προτού φτάσουν, ένα κύμα νταβραντισμένο σήκωσε το φουσκωτό στη ράχη του και το κοπάνησε κάτω σα χταπόδι. Η βαρκούλα αναποδογύρισε. Ο Χιροσίμας μόλις που κατάφερε να πιαστεί απάνω της.
Ο Μιχάλης άνοιξε τέρμα το γκάζι, μα η τρικυμία τούς εμπόδιζε και κείνους. Ο Μανώλης έπιασε τον ειδικό γάντζο για να μαζέψει τον άντρα απ’ τη θάλασσα. Μα κείνος αφέθηκε κι άρχισε να βουλιάζει. Οι δυο βαρκάρηδες κοιτάχτηκαν με τρόμο. Ένας άνθρωπος θαλασσοπνιγότανε μπρος στα μάτια τους κι αυτοί πρωτύτερα γελούσανε μαζί του. Αν είχαν ξεκουνηθεί λίγο πιο νωρίς…
Σ’ ένα λεπτό φτάσανε στο σημείο όπου είχε βουλιάξει. Ξάφνου, η καράφλα του γυάλισε κάτω απ’ το νερό κι ο Χιροσίμας βγήκε στην επιφάνεια. Ο Μιχάλης έστριψε τη βάρκα, ο Μανώλης άπλωσε το γάντζο και σε λίγα δευτερόλεπτα τον άρπαξε απ’ τη μπλούζα. Τον τράβηξε κοντά, τον έπιασε με τα χέρια και με τα χίλια ζόρια τον ανέβασε απάνω.
Ο Χιροσίμας έπεσε στο πλάι κι άρχισε να βήχει. Έβγαλε νερό απ’ τη μύτη, έκανε εμετό κι έμεινε μισολιπόθυμος μες στη γάστρα. Σε λίγο βγήκανε στην ακτή και τον κουβάλησαν σηκωτό στο κιόσκι τους. Ο Μανώλης έτρεξε και βρήκε μια μεγάλη ροζ μπουρνουζοπετσέτα απλωμένη στο σκοινί και κουκούλωσε τον καψερό, που ακόμα δεν είχε συνέρθει τελείως. Ο Μιχάλης του ’βαλε ένα νεροπότηρο ρακή για να στανιάρει. Σιγά σιγά, άρχισε να ’ρχεται στα συγκαλά του.
«Ευτυχώς που προλάβατε, δόξα να ’χει ο Θεός» κατάφερε να ψελλίσει.
«Ούτε να το συζητάς, αδερφέ, καθήκον μας» είπαν οι δυο ταυτόχρονα.
«Εκεί που κρατιόμουν απ’ το φουσκωτό, αποφάσισα πως δεν άξιζε πια να ζω. Κι αν κείνη την ώρα με πιάνατε να με σώσετε, θα σας δάγκανα». Κοίταξε για πρώτη φορά τη ροζ πετσέτα, του ξέφυγε μια γκριμάτσα αηδίας και την άφησε διακριτικά να πέσει απ’ τους ώμους του.
«Μα όταν άρχισα να βουλιάζω, μου ’ρθε φλασιά η κηδεία μου. Είδα μες στα μάτια μου την όχεντρα με μαύρες πλερέζες, να εκφωνεί τον επικήδειο, κι ο γκόμενος από κάτω και να ’χουν ξεκαρδιστεί ο παπάς κι οι καλεσμένοι, μέχρι κι ο Παντοκράτορας στον τρούλο. Τέτοια σκατένια δόξα ούτε στον εχτρό μου. Μετά πανικοβλήθηκα πως ήταν πια αργά, άρχισα να παλεύω για να βγω στην επιφάνεια κι ήρθατε σεις, τελευταία στιγμή…».
Άδειασε το ποτήρι, τους γύρισε την καμπουριαστή του ράχη κι έφυγε αφήνοντας ξοπίσω ένα υγρό μονοπάτι, δίχως καν να τους πει τ’ όνομά του…
Τρεις μέρες αργότερα, μόλις υποδέχτηκαν και την τελευταία βάρκα, ο Μιχάλης πήγε στο ψιλικατζίδικο για τσιγάρα. Γύρισε στο κιόσκι κραδαίνοντας μια εφημερίδα. Την άφησε στο τραπέζι ανοιχτή, δίχως να πει κουβέντα. Ο Μανώλης σήκωσε τα μάτια απ’ τον υπολογιστή, κοίταξε το πρωτοσέλιδο κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό, με μια σοκαρισμένη γκριμάτσα.
Οι τίτλοι πηχυαίοι: «Στυγερό φονικό στον Εύοσμο. Σκότωσε τη γυναίκα του με είκοσι μαχαιριές και μετά κάθισε και έπινε μπύρες. Αμετανόητος ο δράστης: Κανείς δεν θα με ξεφτιλίσει εμένανε ξανά, τώρα ηρέμησε η ψυχή μου. Θα το έκανα ξανά, αν μπορούσα».
Η φωτογραφία αποκάτω έπιανε τη μισή σελίδα. Ο Χιροσίμας, περιποιημένος στην τρίχα, με την ατίθαση τούφα κολλημένη και καλοχτενισμένη απάνω στην καράφλα του, με άσπρο φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο, ποζάριζε με χειροπέδες ανάμεσα σε δυο αστυνομικούς. Κι είχε στα μάτια σκοτεινιά, μαζί με μια λάμψη αυτοεκπλήρωσης, κι ένα αποφασιστικό μειδίαμα χάραζε στα χείλια του.
Ο Μανώλης ανατρίχιασε κι έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι. Κοιτάχτηκαν με τον Μιχάλη και για λίγη ώρα δεν καταφέρανε να σταυρώσουν λέξη. Μετά ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι και μίλησε με τόνο θυμόσοφου.
«Τελικά δεν γινότανε να ζήσουνε κι οι δυο. Ή αυτός πνιγμένος ή εκείνη σφαγμένη».
Ο Μανώλης με δυσκολία κατάφερε να συγκρατήσει το τρέμουλο στα δόντια του και ν’ αρθρώσει δυο κουβέντες.
«Έχεις συνειδητοποιήσει ότι εμείς αποφασίσαμε, άθελά μας, ποιος απ’ τους δυο θα πέθαινε;» Ο άλλος έγνεψε καταφατικά.
«Ό,τι κι αν κάναμε ή δεν κάναμε, κάποιος θα πέθαινε. Τούτη ήταν η μοίρα τους, την έχτισαν πετραδάκι πετραδάκι» είπε στωικά.
«Μα η μοίρα έδρασε με το δικό μας χέρι κι εμείς θα πρέπει τώρα να ζήσουμε μ’ αυτό το βάρος». Ο Μανώλης Αντραλάκης σηκώθηκε κι έφερε τη ρακή, μαζί με δυο ποτήρια. Έπιναν μέχρι αργά, μα δεν μπόρεσαν να ζεστάνουνε το σύγκρυο που κρουστάλλιαζε τις καρδιές τους, κάθε που θυμόντουσαν το χαμόγελο του Χιροσίμα.
Η φωτογραφία της εισαγωγής είναι από την ταινία Doctor Strangelove, του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Η δεύτερη φωτογραφία είναι από τον Διάπορο της Χαλκιδικής, όπου διαδραματίζεται η ιστορία...
Πηγή: otto-great-chaos
Όττο: Σχετικά με τον συντάκτη
«Μια βάρκα, ρε παιδιά, το βασίλειό μου για μια βάρκα». Η φωνή ακούστηκε πνιγμένη και βραχνή, σάμπως από ξενύχτι με τρία πακέτα Άσσο άφιλτρο, κι έβγαζε τέτοια απόγνωση και βία, που σου ανασήκωνε τις τρίχες στο σβέρκο.
Ο Μανώλης Αντραλάκης με τον φίλο του τον Μιχάλη γύρισαν να δουν ποιος τους τάραζε τη μεσημεριάτικη καλοκαιρινή ραστώνη.
Ο κοντός μεσόκοπος άντρας με τη στρογγυλή κοιλίτσα, με το ριγέ ξεχειλωμένο ναυτικό μπλουζάκι, που έβγαινε απτάλικα απ’ τη μαύρη βερμούδα με τη μωβ μπορντούρα, με την καράφλα που προσπαθούσε να καλύψει τραβώντας μια μακριά τούφα απ’ τους κροτάφους, κολλημένη με μπριγιαντίνη, δεν έδειχνε να ’χει βασίλειο για να δώσει ούτε έμοιαζε λάτρης του Σαίξπηρ.
Ο Μανώλης άφησε κάτω το ποτήρι με τη ρακή, το πιρούνι με τον κεφτέ απάνω καρφωμένο και σηκώθηκε.
«Καλησπέρα, τι θα θέλατε;»
«Βάρκες δε νοικιάζετε ’δω;» Ο ιδροκοπημένος άντρας ξεφυσούσε τις λέξεις ανάμεσα απ’ τα σφιγμένα δόντια, θαρρείς για να μην ουρλιάξει.
«Ναι, βέβαια, το νησί απέναντι έχει εξαιρετική ακτογραμμή κι υπέροχες παρθένες παραλίες…» έπιασε ο Μανώλης τον πρόλογο, που του ’χε γίνει δεύτερη φύση όλο το καλοκαίρι…
Πέτρα που κυλάει δεν χορταριάζει, ήτανε το έμβλημα του Μανώλη, ένα απ’ τα πολλά κλισέ που περιχαράκωναν την ύπαρξή του. Βαριόταν εύκολα, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό του, και τούτο ήτανε το μέγιστο κουσούρι και το πιο ανεκτίμητο χάρισμά του.
Είχε δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε πάνω από δέκα διαφορετικές δουλειές· δύσκολα έκανε δεύτερη φορά την ίδια. Και τα κατάφερνε θαυμάσια σε όλες. Μέχρι που μια μέρα ξυπνούσε μ’ έναν κόμπο στο λαιμό κι ένα βάρος στην πλάτη, σήκωνε το τηλέφωνο και δήλωνε παραίτηση. Όσες φορές συγκρατήθηκε κι άφησε το τηλέφωνο κατά μέρος, δε βγήκε σε καλό. Μετά από λίγες εβδομάδες, μ’ έναν μαγικό τρόπο, οι σχέσεις του με τ’ αφεντικά φτάνανε στ’ άκρα κι έφευγε μ’ έναν γερό καυγά· έκαιγε τις γέφυρες για να μην μπορεί πια να γυρίσει.
Δεν ήταν έκπληξη, λοιπόν, που τελικά βρέθηκε ρέστος κείνο τον χειμώνα κι έφαγε ό,τι είχε καζαντίσει τόσα χρόνια. Σαν έμαθε ο Μιχάλης την κατάσταση, τον κάλεσε για δουλειά το καλοκαίρι. Είχε μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση στη Χαλκιδική, ενοικιαζόμενα δωμάτια και βάρκες. Ίσως η πιο ευχάριστη απ’ όλες τις δουλειές που ’χε κάνει ο Μανώλης, ο βαρκάρης, ο σερέτης.
«Άσ’ τ’ αυτά, παλικάρι, κι είμαι να σκάσω, είμαι. Θα γίνει της Χιροσίμας σήμερα» τον έκοψε απότομα ο κοντός.
«Σήμερα δυστυχώς δεν έχουμε βάρκα διαθέσιμη, μήπως θα θέλατε να κάνουμε μια κράτηση για αύριο;» Ο άλλος έγινε κατακόκκινος παντζάρι.
«Τι αύριο μου λέτε, ρε, εδώ καιγόμαστε· την καριόλα, θα τη σκοτώσω, της Χιροσίμας θα γίνει ’δω πέρα χάμου».
«Έλα ηρέμησε, φίλε, κάτσε να σε φιλέψουμε μια ρακή να μας πεις τι τρέχει» είπε ο Μιχάλης, άνθρωπος χαμηλών τόνων. Ο Μανώλης του έκλεισε το μάτι πειραχτικά, πάνω απ’ το καραφλό κεφάλι με την πετούμενη τούφα, που ανέμιζε στο αυγουστιάτικο μελτέμι.
«Για να κάτσω είμαι; Ψάχνω εδώ και δυο ώρες να βρω μια βάρκα να νοικιάσω κι όλοι δεν έχω και δεν έχω, επίτηδες το κάνετε, μωρέ;» αγανάχτησε ο κοντός.
«Μα τι τη θες τόσο πολύ τη βάρκα, κι αύριο μέρα του Θεού είναι», προσπάθησε ο Μανώλης να βγάλει άκρη.
«Δεν υπάρχει αύριο, θα σκάσω τώρα δα και θα γίνει της Χιροσίμας ’δω πέρα χάμου» αναψοκοκκίνισε ο κοντός κι η καράφλα του φέγγισε σα μάτι κουζίνας που ξεχάστηκε αναμμένο. Έπιασε το ποτήρι με τη ρακή που του πρότεινε ο Μιχάλης, την κατέβασε μονορούφι, έβαλε άλλη μια, την κατέβασε κι αυτήν. Άρπαξε τα κιάλια πάνω απ’ το τραπέζι, τράβηξε τον Μανώλη απ’ το μπράτσο και κατέβηκε στην παραλία.
«Να ’τηνε η κάργια, μωρή βρόμα θα πεθάνεις, θα σε σκίσω σα σαρδέλα, δε μου τη γλυτώνεις, θα σβήσει το γαμονήσι απ’ το χάρτη απόψε». Έδωσε τα κιάλια στον Μανώλη.
«Να, κείνο το γιοτ ’κει απέναντι, το βλέπεις; Εκεί πηδιέται η πουτάνα, να ’τηνε, τη βλέπω, κείνη η ξανθιά πάνω στο κατάστρωμα, γαμώ το κέρ–…» δαγκώθηκε σαν συναισθάνθηκε τι πήγαινε να πει.
Ο Μανώλης κοίταξε προς την πολυτελή θαλαμηγό που ήταν αραγμένη στην απέναντι παραλία, ένα περίπου ναυτικό μίλι απόσταση. Έπειτα πέρασε τα κιάλια στον Μιχάλη. Με το ζόρι φαινόταν ένα ξανθό κεφάλι πάνω στο κατάστρωμα.
«Αυτή εδώ η βάρκα δικιά σας δεν είναι; Πληρώνω όσο όσο. Τι νόμιζες, μωρή τσούλα, μόνο ο γκόμενος έχει φράγκα, έχω κι εγώ, θα ’ρθω να σας πιάσω στα πράσα, θα σας το κάψω το μπουρδέλο» παραληρούσε ο Χιροσίμας, όπως του βγάλανε αργότερα το παραγκώμι.
«Αυτή δεν είναι για ενοικίαση, την έχουμε για σωστική, είμαστε υποχρεωμένοι απ’ το νόμο» προσπάθησε να τον καλμάρει ο Μιχάλης, μα πού τέτοια τύχη.
«Καλά, ρε μαλάκες, δεν ντρέπεστε λιγάκι; Δεν είστε άντρες, ρε σεις, δε νιώθετε; Άμα σας τα φορέσει κι η δικιά σας, τότε θα με θυμηθείτε, άντε και γαμηθείτε, ρε» ξέσπασε ο Χιροσίμας κι έφυγε φουριόζος.
Ο Μανώλης με τον Μιχάλη συνέχισαν το μεσημεριανό τους μέσα σε θυμηδία. Δεν τυχαίνει κάτι τέτοιο κάθε μέρα. Κι όποιος δεν έχει ακούσει άντρες να κουτσομπολεύουν, καλύτερα ας μην κάνει τώρα την αρχή, γιατί θα χάσει πάσα ιδέα.
Μετά από λίγο, μια κίνηση τράβηξε την προσοχή τους στην παραλία, απ’ τη δεξιά πλευρά. Ο Μιχάλης σήκωσε πάλι τα κιάλια «Κοίτα, κοίτα» έσκασε στα γέλια και τα ’δωσε στον Μανώλη. Κείνος έμεινε ν’ αγναντεύει με το στόμα ορθάνοιχτο σα χάνος. Ο Χιροσίμας δεν το ’βαζε κάτω. Είχε πάει στο σουπερμάρκετ τρακόσια μέτρα παραδίπλα, είχε αγοράσει μια φουσκωτή βαρκούλα με κουπιά, μαζί με μια χειροκίνητη τρόμπα, κι ιδροκοπούσε να τη φουσκώσει. Ύστερα την έριξε στη θάλασσα και μπήκε μέσα αποφασισμένος.
Στο μεταξύ, ο άνεμος είχε δυναμώσει και γύρισε Λεβάντες, κατευθείαν απ’ το Άγιον Όρος. Το μπουγάζι, ανάμεσα στην ηπειρωτική ακτή και στο νησί, γέμισε με προβατάκια που χοροπηδούσαν στο γαλανό λιβάδι.
Με τα κιάλια ν’ αλλάζουν χέρια σαν κουραμάνα στην Κατοχή, παρακολουθούσαν την τρελή πορεία της βαρκούλας, που αγκομαχούσε και σκαμπανέβαζε στ’ αφροστεφάνωτα κύματα. Όσο κι αν πάσκιζε ο Χιροσίμας, είχε κόντρα τον καιρό και δεν κατάφερνε να κουνήσει ρούπι, καταμεσής στο μπουγάζι. Μα τα φτενά πλαστικά κουπιά δεν άντεξαν· λύγισαν κι έπειτα σπάσανε σαν καρότα.
Δίχως να το καλοσκεφτούν, τρέξανε να βγάλουν τη σωστική λέμβο στην παραλία, πήδησαν μέσα κι έβαλαν στα γρήγορα μπροστά. Ο Μιχάλης καθότανε στη λαγουδέρα, ο Μανώλης στην πλώρη να κρατά ισορροπία. Διακόσια μέτρα προτού φτάσουν, ένα κύμα νταβραντισμένο σήκωσε το φουσκωτό στη ράχη του και το κοπάνησε κάτω σα χταπόδι. Η βαρκούλα αναποδογύρισε. Ο Χιροσίμας μόλις που κατάφερε να πιαστεί απάνω της.
Ο Μιχάλης άνοιξε τέρμα το γκάζι, μα η τρικυμία τούς εμπόδιζε και κείνους. Ο Μανώλης έπιασε τον ειδικό γάντζο για να μαζέψει τον άντρα απ’ τη θάλασσα. Μα κείνος αφέθηκε κι άρχισε να βουλιάζει. Οι δυο βαρκάρηδες κοιτάχτηκαν με τρόμο. Ένας άνθρωπος θαλασσοπνιγότανε μπρος στα μάτια τους κι αυτοί πρωτύτερα γελούσανε μαζί του. Αν είχαν ξεκουνηθεί λίγο πιο νωρίς…
Σ’ ένα λεπτό φτάσανε στο σημείο όπου είχε βουλιάξει. Ξάφνου, η καράφλα του γυάλισε κάτω απ’ το νερό κι ο Χιροσίμας βγήκε στην επιφάνεια. Ο Μιχάλης έστριψε τη βάρκα, ο Μανώλης άπλωσε το γάντζο και σε λίγα δευτερόλεπτα τον άρπαξε απ’ τη μπλούζα. Τον τράβηξε κοντά, τον έπιασε με τα χέρια και με τα χίλια ζόρια τον ανέβασε απάνω.
Ο Χιροσίμας έπεσε στο πλάι κι άρχισε να βήχει. Έβγαλε νερό απ’ τη μύτη, έκανε εμετό κι έμεινε μισολιπόθυμος μες στη γάστρα. Σε λίγο βγήκανε στην ακτή και τον κουβάλησαν σηκωτό στο κιόσκι τους. Ο Μανώλης έτρεξε και βρήκε μια μεγάλη ροζ μπουρνουζοπετσέτα απλωμένη στο σκοινί και κουκούλωσε τον καψερό, που ακόμα δεν είχε συνέρθει τελείως. Ο Μιχάλης του ’βαλε ένα νεροπότηρο ρακή για να στανιάρει. Σιγά σιγά, άρχισε να ’ρχεται στα συγκαλά του.
«Ευτυχώς που προλάβατε, δόξα να ’χει ο Θεός» κατάφερε να ψελλίσει.
«Ούτε να το συζητάς, αδερφέ, καθήκον μας» είπαν οι δυο ταυτόχρονα.
«Εκεί που κρατιόμουν απ’ το φουσκωτό, αποφάσισα πως δεν άξιζε πια να ζω. Κι αν κείνη την ώρα με πιάνατε να με σώσετε, θα σας δάγκανα». Κοίταξε για πρώτη φορά τη ροζ πετσέτα, του ξέφυγε μια γκριμάτσα αηδίας και την άφησε διακριτικά να πέσει απ’ τους ώμους του.
«Μα όταν άρχισα να βουλιάζω, μου ’ρθε φλασιά η κηδεία μου. Είδα μες στα μάτια μου την όχεντρα με μαύρες πλερέζες, να εκφωνεί τον επικήδειο, κι ο γκόμενος από κάτω και να ’χουν ξεκαρδιστεί ο παπάς κι οι καλεσμένοι, μέχρι κι ο Παντοκράτορας στον τρούλο. Τέτοια σκατένια δόξα ούτε στον εχτρό μου. Μετά πανικοβλήθηκα πως ήταν πια αργά, άρχισα να παλεύω για να βγω στην επιφάνεια κι ήρθατε σεις, τελευταία στιγμή…».
Άδειασε το ποτήρι, τους γύρισε την καμπουριαστή του ράχη κι έφυγε αφήνοντας ξοπίσω ένα υγρό μονοπάτι, δίχως καν να τους πει τ’ όνομά του…
Τρεις μέρες αργότερα, μόλις υποδέχτηκαν και την τελευταία βάρκα, ο Μιχάλης πήγε στο ψιλικατζίδικο για τσιγάρα. Γύρισε στο κιόσκι κραδαίνοντας μια εφημερίδα. Την άφησε στο τραπέζι ανοιχτή, δίχως να πει κουβέντα. Ο Μανώλης σήκωσε τα μάτια απ’ τον υπολογιστή, κοίταξε το πρωτοσέλιδο κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό, με μια σοκαρισμένη γκριμάτσα.
Οι τίτλοι πηχυαίοι: «Στυγερό φονικό στον Εύοσμο. Σκότωσε τη γυναίκα του με είκοσι μαχαιριές και μετά κάθισε και έπινε μπύρες. Αμετανόητος ο δράστης: Κανείς δεν θα με ξεφτιλίσει εμένανε ξανά, τώρα ηρέμησε η ψυχή μου. Θα το έκανα ξανά, αν μπορούσα».
Η φωτογραφία αποκάτω έπιανε τη μισή σελίδα. Ο Χιροσίμας, περιποιημένος στην τρίχα, με την ατίθαση τούφα κολλημένη και καλοχτενισμένη απάνω στην καράφλα του, με άσπρο φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο, ποζάριζε με χειροπέδες ανάμεσα σε δυο αστυνομικούς. Κι είχε στα μάτια σκοτεινιά, μαζί με μια λάμψη αυτοεκπλήρωσης, κι ένα αποφασιστικό μειδίαμα χάραζε στα χείλια του.
Ο Μανώλης ανατρίχιασε κι έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι. Κοιτάχτηκαν με τον Μιχάλη και για λίγη ώρα δεν καταφέρανε να σταυρώσουν λέξη. Μετά ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι και μίλησε με τόνο θυμόσοφου.
«Τελικά δεν γινότανε να ζήσουνε κι οι δυο. Ή αυτός πνιγμένος ή εκείνη σφαγμένη».
Ο Μανώλης με δυσκολία κατάφερε να συγκρατήσει το τρέμουλο στα δόντια του και ν’ αρθρώσει δυο κουβέντες.
«Έχεις συνειδητοποιήσει ότι εμείς αποφασίσαμε, άθελά μας, ποιος απ’ τους δυο θα πέθαινε;» Ο άλλος έγνεψε καταφατικά.
«Ό,τι κι αν κάναμε ή δεν κάναμε, κάποιος θα πέθαινε. Τούτη ήταν η μοίρα τους, την έχτισαν πετραδάκι πετραδάκι» είπε στωικά.
«Μα η μοίρα έδρασε με το δικό μας χέρι κι εμείς θα πρέπει τώρα να ζήσουμε μ’ αυτό το βάρος». Ο Μανώλης Αντραλάκης σηκώθηκε κι έφερε τη ρακή, μαζί με δυο ποτήρια. Έπιναν μέχρι αργά, μα δεν μπόρεσαν να ζεστάνουνε το σύγκρυο που κρουστάλλιαζε τις καρδιές τους, κάθε που θυμόντουσαν το χαμόγελο του Χιροσίμα.
Η φωτογραφία της εισαγωγής είναι από την ταινία Doctor Strangelove, του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Η δεύτερη φωτογραφία είναι από τον Διάπορο της Χαλκιδικής, όπου διαδραματίζεται η ιστορία...
Πηγή: otto-great-chaos
Όττο: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου