Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Με λένε Τζων, αλλά όχι πια

Στάθης


Βαθιά νύχτα ασέληνος. Στις παρυφές της ερήμου. Στην καρδιά μιας χώρας χωρίς όνομα. Έτσι κι αλλιώς τα σύνορα και τα ονόματα αυτών των χωρών που περιέχουν και περιέχονται στην έρημο, τα είχαν χαράξει και ονομάσει οι αποικιοκράτες εκατό χρόνια πριν.

Εκατό χρόνια μετά οι αποικιοκράτες επαναχαράσσουν τα σύνορα και ανατέμνουν τα σπλάχνα αυτών των χωρών. Νύχτα βαθιά και ασέληνος. Ο λοχίας των πεζοναυτών Τζων Χοπ κατοπτεύει με τις διόπτρες νυχτός το μικρό χωριό δίπλα στην έρημο, γύρω από το οποίο έχουν ακροβολισθεί Αμερικανοί πεζοναύτες και δυο - τρεις σύμμαχοι οπλαρχηγοί με τις δυνάμεις τους.

Βιβλική ειρήνη, έναστρος ουρανός, τα πρόβατα κοιμούνται, σαν το άστρο της Βηθλεέμ σκάει η τροχιά του πυραύλου πριν να κάνει το χωριό κομμάτια. Οι χειριστές του έξυπνου όπλου, 600 χιλιόμετρα μακριά, αλληλοσυγχαίρονται, ανοίγουν δυο - τρεις μπύρες, στενάζουν ανακουφισμένοι, τελείωσε η βάρδια, αύριο πάλι.

Μέσα στα φλεγόμενα χαλάσματα του χωριού δίπλα στην έρημο κείτεται ξεκοιλιασμένος ο Χασάν. Η οργάνωση μαχητών του Χασάν είχε ιδρυθεί και είχε εκπαιδευτεί από τον πατέρα του λοχία Τζων Χοπ, όταν οι ΗΠΑ άρχισαν να ξεκαθαρίζουν τις χώρες χωρίς όνομα από μπααθιστές και άλλα μιάσματα. Όταν αντικομμουνιστικές οργανώσεις όπως οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι έκαναν τη θρησκεία πολιτική και βοηθούσαν τις ντόπιες και εξωχώριες εξουσίες να αφοπλίσουν ιδεολογικά και στρατιωτικά τα εθνικοαπελευθερωτικά και κοινωνικά κινήματα της περιοχής.

Ανάμεσα στα μακελεμένα πρόβατα σερνόταν ο Αχμέτ. Σερνόταν προς την έρημο να προλάβει πριν να μπουν οι Αμερικανοί στο χωριό. Ο Αχμέτ σερνόταν και δεν κοιτούσε πίσω του. Τίποτα δεν τον συνέδεε μ’ αυτό το χωριό, ακόμα και πριν να καταστραφεί. Οι γονείς του πεθαμένοι από καιρό και η αδερφή του βιασμένη απ’ τους συντρόφους - μαχητές του Χασάν, πέθανε κι αυτή απ’ το μαράζι, δούλα.

Ο Αχμέτ σερνόταν με την κοιλιά, έπειτα σηκώθηκε, έτρεξε και η έρημος τον έκρυψε στην αγκαλιά της. Ύστερα από δυο - τρεις μέρες βρήκε δυο - τρεις ακόμα, φυγάδες από άλλα χωριά, κι όλοι μαζί πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς.

Ο ένας απ’ αυτούς δεν ήταν χωριάτης, ήταν τζιχαντιστής. Η μονάδα του είχε διαλυθεί από τους παλιούς φίλους και εχθρούς πλέον Αμερικανούς και ο ίδιος προσπαθούσε να διαφύγει, με σκοπό ή να ξαναβρεί τ’ αδέρφια του ή να καταφύγει στη Δύση. Είχε αδέρφια και κει. Μιλούσε λίγο για να μη φανερωθεί ο λύκος ανάμεσα στ’ αρνιά, αλλά είχε όλες τις γνώσεις και τα κονέ για να φθάσει η παρέα ώς τους δουλέμπορους και τις ΜΚΟ που έκαναν κουμάντο στα σύνορα των χωρών χωρίς όνομα και χωρίς σύνορα.

Τα απαραίτητα λεφτά μαζεύτηκαν. Ο Αχμέτ χρεώθηκε να στέλνει πίσω χρήματα έως τέταρτης γενεάς, δυο - τρεις άλλοι είχαν συγγενείς κι έκαναν τις απαραίτητες διευθετήσεις, ο λύκος πήρε κοντά του βαρύ πουγκί. Όμως την πάτησε. Ίσως εξ αιτίας των πολλών χρημάτων. Έμεινε πίσω, σφαγμένος κι αφημένος σε ένα χαντάκι – άλλος λύκος έφθασε με το πουγκί στον Έβρο κι από κει στη Ρώμη. Ο Αχμέτ κι ένας ακόμα πνίγηκαν στο Αιγαίο και μόνον δύο επέζησαν και φυλακίσθηκαν σε χοτ - σποτ. Η ζωή τους εκεί μέσα, μια βρώμικη τουαλέτα – άξιζε όσο ένα κεφάλι, δηλαδή τα λεφτά που έπαιρναν κατά κεφαλήν οι σωματέμποροι, κρατικοί και δικαιωματιστές, που διαχειρίζονταν το χοτ - σποτ. Κανένα πρόβλημα, τα λεφτά πολλά, να φάνε και οι κότες. Άλλωστε από τις χώρες χωρίς όνομα και χωρίς σύνορα οι ευαίσθητοι με την προσφυγιά που προκαλούσαν Δυτικοί, έβγαζαν λεφτά με τη σέσουλα.

Ο Αχμέτ έκλαιγε, ο λοχίας Τζων Χοπ όχι. Δεν μπορούσε να κλάψει πια. Σκοτώθηκε για πλάκα, σαν μαλάκας από έναν σύμμαχο οπλαρχηγό που ήθελε να προβοκάρει έναν άλλον σύμμαχο οπλαρχηγό.

Ο λοχίας των πεζοναυτών Τζων Χοπ παρασημοφορήθηκε μετά θάνατον, ετάφη με όλες τις τιμές (όχι δα και στο Άρλιγκτον, αλλά) στο νεκροταφείο του Τσάρλυ Τάουν στο Αϊντάχο, οι πεζοναύτες κορδώνονταν μέσα στις επίσημες μπλε στολές κι έριχναν βολές, οι παλιοί του φίλοι έγιναν κόκαλο στο νεκρόδειπνο και η κοπέλα του, που από καιρό ζούσε με άλλον, δάκρυσε λιγάκι…

Πηγή: topontiki.gr



Στάθης: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου