Θέα Μανούρα
Πτωτικά κινείται εδώ και περίπου μία εβδομάδα η τιμή του πετρελαίου, καθώς δέχεται πιέσεις από την αύξηση των αμερικανικών αποθεμάτων αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τις γεωπολιτικές ανησυχίες (Βενεζουέλα και Ιράν), οι οποίες ήταν διάχυτες κατά το τελευταίο τρίμηνο και ωθούσαν ανοδικά τις τιμές.
Οι γεωπολιτικές ανησυχίες, συμπεριλαμβανομένης της αναταραχής στη Βενεζουέλα και των αυστηρότερων κυρώσεων από τις ΗΠΑ στις ιρανικές εξαγωγές αργού – και ειδικά μετά την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αναστείλει τις εξαιρέσεις από οκτώ χώρες που ακόμα μπορούσαν να αγοράσουν πετρέλαιο από το Ιράν – συνέβαλαν στην αύξηση των τιμών τον Απρίλιο. Ωστόσο οι επενδυτές έχουν στρέψει την προσοχή τους στην ισχυρή αμερικανική και ρωσική παραγωγή πετρελαίου, η οποία ώθησε το brent κάτω από το όριο των 70 δολαρίων, ειδικά στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας.
Στο ίδιο κλίμα ο Αμερικανός Πρόεδρος κάλεσε τον ΟΠΕΚ να μειώσει την τιμή του πετρελαίου. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τραμπ ζητάει από τον ΟΠΕΚ να αυξήσει την παραγωγή του ώστε να μειωθεί η τιμή του «μαύρου χρυσού».
Δεν διευκρίνισε, πάντως, αν κάλεσε απευθείας τον Οργανισμό, που εδρεύει στη Βιέννη, ή αν το ζήτησε από κάποια συγκεκριμένα μέλη του, όπως η Σαουδική Αραβία, η οποία έχει διαβεβαιώσει ότι είναι έτοιμη να συμβάλει στη «σταθεροποίηση» της αγοράς μετά την απόφαση της Ουάσιγκτον να αναστείλει τις εξαιρέσεις που χορηγούσε σε οκτώ χώρες που επέτρεπαν σ’ αυτές να αγοράζουν ιρανικό πετρέλαιο.
Οι ΗΠΑ, κλείνοντας οριστικά τη στρόφιγγα του ιρανικού πετρελαίου και για τις υπόλοιπες οκτώ χώρες – μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα – και απειλώντας με κυρώσεις όσες χώρες συνεχίζουν να το προμηθεύονται, δεν υπολογίζουν ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να τους γυρίσει μπούμερανγκ.
Κλιμακώνει ο Τραμπ ή απλώς ισχύει η παροιμία «σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει»; Καταρχάς, λόγω της μείωσης της παραγωγής πετρελαίου από τον ΟΠΕΚ και τη Βενεζουέλα, λείπουν καθημερινά από την αγορά 500.000 βαρέλια. Σε περίπτωση που δεν ανανεωθεί η εξαίρεση και για τις οκτώ παραπάνω χώρες, η έλλειψη θα φτάσει μέχρι και τα 2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Στις χώρες που πλήττονται περισσότερο από τα νέα μέτρα των ΗΠΑ συγκαταλέγονται η Κίνα, η Τουρκία και η Ινδία.
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ιρανικού πετρελαίου με 29 εκατ. τόνους το 2018, που αντιστοιχεί στο 6% των ενεργειακών αναγκών της σε μαύρο χρυσό, γι’ αυτό οι μεγαλύτερες αντιστάσεις έρχονται από εκεί. Δεδομένου και του ανοιχτού εμπορικού πολέμου, που ακόμα δεν φαίνεται να λήγει, οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου θα φτάσουν στα άκρα.
«Η συνεργασία μας με το Ιράν είναι ανοιχτή, διαφανής και νόμιμη και θα πρέπει να γίνει σεβαστή» τόνισε τις προάλλες εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών. «Η κυβέρνησή μας είναι αποφασισμένη να διατηρήσει τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα των κινεζικών επιχειρήσεων και θα διαδραματίσει θετικό και εποικοδομητικό ρόλο στη σταθερότητα στον ενεργειακό τομέα» συμπλήρωσε.
Αντίθετα η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ταϊβάν βρίσκονται από καιρό στην αμερικανική γραμμή. Από την πλευρά της η Ινδία ανακοίνωσε ότι θα συμμετάσχει στις αμερικανικές κυρώσεις και ότι θα στραφεί σε άλλες αγορές για να καλύψει τις ανάγκες της σε πετρέλαιο. Οι Ευρωπαίοι ίδρυσαν ειδικά την εταιρεία Instex για να κάνουν με το Ιράν εμπόριο σε είδος (προϊόντα και παροχή υπηρεσιών) παρακάμπτοντας με αυτόν τον τρόπο τις αμερικανικές κυρώσεις.
Για να «επιζήσει», η Τεχεράνη πρέπει να πουλά 1-1,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Χάνοντας τον μεγαλύτερό της αγοραστή, την Κίνα, η οποία μέχρι πέρσι αγόραζε 585.000 βαρέλια, συν τις απώλειες από τις υπόλοιπες χώρες, για τις οποίες ανεστάλησαν οι εξαιρέσεις, μεγάλο μέρος της παραγωγής ιρανικού πετρελαίου μένει αδιάθετο. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε και τον Ιρανό Πρόεδρο Χασάν Ρουχανί να δηλώσει πως «μπορούμε (το Ιράν) να απαντήσουμε με διπλωματία και με πόλεμο».
Μια επιλογή για το Ιράν θα ήταν η οριστική αποχώρηση από τη συμφωνία για τα πυρηνικά που δεσμεύει ακόμη την Κίνα, τη Ρωσία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία, ενώ, αν θέλει να σκληρύνει τη στάση του ακόμη περισσότερο, θα μπορούσε να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ, έναν από τους πιο σημαντικούς θαλάσσιους δρόμους για το εμπόριο πετρελαίου. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε σοβαρό χτύπημα για το εμπόριο και θα οδηγούσε με μεγάλη πιθανότητα σε ένοπλη αντιπαράθεση. Η Τεχεράνη είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει όλα τα διπλωματικά της χαρτιά.
Αναλυτές εκτιμούν πως το ρίσκο για τις ΗΠΑ δεν είναι αμελητέο. Εάν η Κίνα αντισταθεί και οι ΗΠΑ δεν υποχωρήσουν, τότε οι μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις ενδέχεται να υποστούν κυρώσεις σε περίπτωση, για παράδειγμα, που η Ουάσιγκτον προχωρήσει στον αποκλεισμό τους από το αμερικανικό δημοσιονομικό σύστημα. Κάτι τέτοιο θα είχε ανυπολόγιστες επιπτώσεις, καθώς οι ΗΠΑ έχουν τεράστιο χρέος στην Κίνα και σε πολλά πολιτικά και οικονομικά ζητήματα εξαρτώνται από τη συνεργασία με το Πεκίνο.
Το παρελθόν έχει δείξει ότι συχνά ο Πρόεδρος Τραμπ απειλεί με κυρώσεις, αλλά εν τέλει, λίγο πριν από την εκπνοή της διορίας, αλλάζει γνώμη και χορηγεί εξαιρέσεις. «Δεν αποκλείεται να συμβεί κάτι παρόμοιο και αυτή τη φορά» εκτιμά ο αναλυτής της Commerzbank Όιγκεν Βάινμπεργκ. Το θέμα είναι πού μπορεί να φτάσει αυτή η κλιμάκωση και αν βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας πετρελαϊκής κρίσης.
Πηγή: www.topontiki.gr
Θέα Μανούρα: Σχετικά με τον συντάκτη
Πτωτικά κινείται εδώ και περίπου μία εβδομάδα η τιμή του πετρελαίου, καθώς δέχεται πιέσεις από την αύξηση των αμερικανικών αποθεμάτων αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τις γεωπολιτικές ανησυχίες (Βενεζουέλα και Ιράν), οι οποίες ήταν διάχυτες κατά το τελευταίο τρίμηνο και ωθούσαν ανοδικά τις τιμές.
Οι γεωπολιτικές ανησυχίες, συμπεριλαμβανομένης της αναταραχής στη Βενεζουέλα και των αυστηρότερων κυρώσεων από τις ΗΠΑ στις ιρανικές εξαγωγές αργού – και ειδικά μετά την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αναστείλει τις εξαιρέσεις από οκτώ χώρες που ακόμα μπορούσαν να αγοράσουν πετρέλαιο από το Ιράν – συνέβαλαν στην αύξηση των τιμών τον Απρίλιο. Ωστόσο οι επενδυτές έχουν στρέψει την προσοχή τους στην ισχυρή αμερικανική και ρωσική παραγωγή πετρελαίου, η οποία ώθησε το brent κάτω από το όριο των 70 δολαρίων, ειδικά στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας.
Στο ίδιο κλίμα ο Αμερικανός Πρόεδρος κάλεσε τον ΟΠΕΚ να μειώσει την τιμή του πετρελαίου. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τραμπ ζητάει από τον ΟΠΕΚ να αυξήσει την παραγωγή του ώστε να μειωθεί η τιμή του «μαύρου χρυσού».
Δεν διευκρίνισε, πάντως, αν κάλεσε απευθείας τον Οργανισμό, που εδρεύει στη Βιέννη, ή αν το ζήτησε από κάποια συγκεκριμένα μέλη του, όπως η Σαουδική Αραβία, η οποία έχει διαβεβαιώσει ότι είναι έτοιμη να συμβάλει στη «σταθεροποίηση» της αγοράς μετά την απόφαση της Ουάσιγκτον να αναστείλει τις εξαιρέσεις που χορηγούσε σε οκτώ χώρες που επέτρεπαν σ’ αυτές να αγοράζουν ιρανικό πετρέλαιο.
Απειλεί η Τεχεράνη
Οι ΗΠΑ, κλείνοντας οριστικά τη στρόφιγγα του ιρανικού πετρελαίου και για τις υπόλοιπες οκτώ χώρες – μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα – και απειλώντας με κυρώσεις όσες χώρες συνεχίζουν να το προμηθεύονται, δεν υπολογίζουν ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να τους γυρίσει μπούμερανγκ.
Κλιμακώνει ο Τραμπ ή απλώς ισχύει η παροιμία «σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει»; Καταρχάς, λόγω της μείωσης της παραγωγής πετρελαίου από τον ΟΠΕΚ και τη Βενεζουέλα, λείπουν καθημερινά από την αγορά 500.000 βαρέλια. Σε περίπτωση που δεν ανανεωθεί η εξαίρεση και για τις οκτώ παραπάνω χώρες, η έλλειψη θα φτάσει μέχρι και τα 2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Στις χώρες που πλήττονται περισσότερο από τα νέα μέτρα των ΗΠΑ συγκαταλέγονται η Κίνα, η Τουρκία και η Ινδία.
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ιρανικού πετρελαίου με 29 εκατ. τόνους το 2018, που αντιστοιχεί στο 6% των ενεργειακών αναγκών της σε μαύρο χρυσό, γι’ αυτό οι μεγαλύτερες αντιστάσεις έρχονται από εκεί. Δεδομένου και του ανοιχτού εμπορικού πολέμου, που ακόμα δεν φαίνεται να λήγει, οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου θα φτάσουν στα άκρα.
«Η συνεργασία μας με το Ιράν είναι ανοιχτή, διαφανής και νόμιμη και θα πρέπει να γίνει σεβαστή» τόνισε τις προάλλες εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών. «Η κυβέρνησή μας είναι αποφασισμένη να διατηρήσει τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα των κινεζικών επιχειρήσεων και θα διαδραματίσει θετικό και εποικοδομητικό ρόλο στη σταθερότητα στον ενεργειακό τομέα» συμπλήρωσε.
Αντίθετα η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ταϊβάν βρίσκονται από καιρό στην αμερικανική γραμμή. Από την πλευρά της η Ινδία ανακοίνωσε ότι θα συμμετάσχει στις αμερικανικές κυρώσεις και ότι θα στραφεί σε άλλες αγορές για να καλύψει τις ανάγκες της σε πετρέλαιο. Οι Ευρωπαίοι ίδρυσαν ειδικά την εταιρεία Instex για να κάνουν με το Ιράν εμπόριο σε είδος (προϊόντα και παροχή υπηρεσιών) παρακάμπτοντας με αυτόν τον τρόπο τις αμερικανικές κυρώσεις.
Για να «επιζήσει», η Τεχεράνη πρέπει να πουλά 1-1,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Χάνοντας τον μεγαλύτερό της αγοραστή, την Κίνα, η οποία μέχρι πέρσι αγόραζε 585.000 βαρέλια, συν τις απώλειες από τις υπόλοιπες χώρες, για τις οποίες ανεστάλησαν οι εξαιρέσεις, μεγάλο μέρος της παραγωγής ιρανικού πετρελαίου μένει αδιάθετο. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε και τον Ιρανό Πρόεδρο Χασάν Ρουχανί να δηλώσει πως «μπορούμε (το Ιράν) να απαντήσουμε με διπλωματία και με πόλεμο».
Μια επιλογή για το Ιράν θα ήταν η οριστική αποχώρηση από τη συμφωνία για τα πυρηνικά που δεσμεύει ακόμη την Κίνα, τη Ρωσία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία, ενώ, αν θέλει να σκληρύνει τη στάση του ακόμη περισσότερο, θα μπορούσε να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ, έναν από τους πιο σημαντικούς θαλάσσιους δρόμους για το εμπόριο πετρελαίου. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε σοβαρό χτύπημα για το εμπόριο και θα οδηγούσε με μεγάλη πιθανότητα σε ένοπλη αντιπαράθεση. Η Τεχεράνη είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει όλα τα διπλωματικά της χαρτιά.
Θα γυρίσει μπούμερανγκ;
Αναλυτές εκτιμούν πως το ρίσκο για τις ΗΠΑ δεν είναι αμελητέο. Εάν η Κίνα αντισταθεί και οι ΗΠΑ δεν υποχωρήσουν, τότε οι μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις ενδέχεται να υποστούν κυρώσεις σε περίπτωση, για παράδειγμα, που η Ουάσιγκτον προχωρήσει στον αποκλεισμό τους από το αμερικανικό δημοσιονομικό σύστημα. Κάτι τέτοιο θα είχε ανυπολόγιστες επιπτώσεις, καθώς οι ΗΠΑ έχουν τεράστιο χρέος στην Κίνα και σε πολλά πολιτικά και οικονομικά ζητήματα εξαρτώνται από τη συνεργασία με το Πεκίνο.
Το παρελθόν έχει δείξει ότι συχνά ο Πρόεδρος Τραμπ απειλεί με κυρώσεις, αλλά εν τέλει, λίγο πριν από την εκπνοή της διορίας, αλλάζει γνώμη και χορηγεί εξαιρέσεις. «Δεν αποκλείεται να συμβεί κάτι παρόμοιο και αυτή τη φορά» εκτιμά ο αναλυτής της Commerzbank Όιγκεν Βάινμπεργκ. Το θέμα είναι πού μπορεί να φτάσει αυτή η κλιμάκωση και αν βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας πετρελαϊκής κρίσης.
Πηγή: www.topontiki.gr
Θέα Μανούρα: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου