Σπύρος Μανουσέλης
Η σημερινή μόδα να υποβαθμίζονται και να απαξιώνονται «επιστημολογικά» οι προσπάθειες κατανόησης της πραγματικότητας μέσω της επιστήμης είναι στην πραγματικότητα το προϊόν μιας βαθύτατα αντιδραστικής πολιτικής αντίληψης και όχι το αποτέλεσμα των εξελίξεων στη φιλοσοφία-μεθοδολογία της επιστήμης, ένα γνωστικό πεδίο που δεν μπορεί, ούτε και οφείλει, να προδιαγράφει την πορεία των επιστημονικών εξελίξεων.
Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε ότι η ζωτική, όσο ποτέ, κοινωνική ανάγκη για συστηματική επιστημονική ενημέρωση των πολιτών σχετικά με τις εξελίξεις και τις εφαρμογές της επιστήμης είναι καταδικασμένη να παραμένει ανεκπλήρωτη όσο κυριαρχεί ο επιστημονικός αναλφαβητισμός, με τα ΜΜΕ να περιορίζονται στις γνωστές «εκλαϊκευτικές» πρακτικές: στην επιλεκτική προβολή μόνο των πιο εντυπωσιακών ανακαλύψεων ή τεχνολογικών καινοτομιών και όχι στην ευρύτερη δυνατή οικειοποίηση της επιστημονικής σκέψης που τις παράγει.
Στόχος του επιστημονικού εγγραμματισμού και της έγκαιρης-έγκυρης ενημέρωσης δεν είναι βέβαια να μετατρέψει τις/τους μη ειδικούς πολίτες σε ειδικούς επιστήμονες, αλλά να τους εξοικειώσει με τις νέες κατακτήσεις της επιστήμης, ώστε να είναι σε θέση να αποφασίζουν οι ίδιοι για τη σκοπιμότητα ή όχι των τεχνολογικών εφαρμογών της.
Ομως, όπως θα δούμε, υψώνονται αρκετά εμπόδια στην υλοποίηση αυτού του στόχου, εμπόδια που υπονομεύουν στην πράξη τον επιστημονικό εγγραμματισμό και συνεπώς το δημοκρατικό δικαίωμα των πολιτών να αποτιμούν οι ίδιοι τη γνωστική, ηθική και κοινωνική αξία των επιστημονικών εξελίξεων και να αποφασίζουν για τις εφαρμογές τους.
Ως «επιστημονικό εγγραμματισμό» θα μπορούσαμε να ορίσουμε την ικανότητα των ανθρώπων που έχουν κάποια υποχρεωτική εκπαίδευση να κατανοούν τις βασικές επιστημονικές έννοιες και, συνάμα, να αντιλαμβάνονται τον τρόπο με τον οποίο αυτές παράγονται από την επιστημονική κοινότητα και επιβάλλονται στην κοινωνία. Με άλλα λόγια, πώς οι νέες επιστημονικές ιδέες προκύπτουν ιστορικά και πώς η αποδοχή τους επηρεάζει τις κοινωνικές εξελίξεις.
Μόνο ο «επιστημονικός εγγραμματισμός» προσφέρει στους πολίτες τη δυνατότητα να διακρίνουν την επιστημονική γνώση από την ψευδοεπιστήμη και κυρίως να αποφασίζουν με τρόπο έλλογο και τεκμηριωμένο για τις εφικτές και τις ευκτέες τεχνολογικές εφαρμογές αυτής της γνώσης.
Για να δικαιολογηθεί, ωστόσο, ο σημαντικά αναβαθμισμένος κοινωνικός, οικονομικός και πολιτισμικός ρόλος της Επιστήμης στις δυτικές κοινωνίες έπρεπε να τεκμηριωθεί επαρκώς η γνωσιολογική, μεθοδολογική και πρακτική ανωτερότητά της σε σύγκριση με τις άλλες μορφές γνώσης.
Ετσι, από τα μέσα του 20ού αιώνα, οι μέχρι τότε αυθόρμητες και εν πολλοίς αυθαίρετες γνωσιολογικά και μάλλον καθαρά ανεκδοτολογικές απόψεις των ίδιων των επιστημόνων άρχισαν να επηρεάζονται και σταδιακά αντικαταστάθηκαν από τις πολύ πιο σοβαρές και συστηματικές προσεγγίσεις μιας ετερογενούς αλλά ιδιαίτερα δυναμικής ομάδας μελετητών, η οποία απέβλεπε σε μια πιο αντικειμενική περιγραφή και ανάλυση των επιστημονικών φαινομένων.
Πρόκειται για μια νέα γενιά επιστημόνων, φιλοσόφων και ιστορικών, οι οποίοι κατά τις αρχές του 20ού αιώνα θα ενώσουν τις προσπάθειές τους για να αποκαλύψουν ποια είναι η ιδιαίτερη μεθοδολογική και γνωστική προσέγγιση που διασφαλίζει τη γνωσιολογική ανωτερότητα και τις αναμφίβολες πρακτικές επιτυχίες των φυσικών επιστημών.
Οι νέοι μελετητές της Επιστήμης έθεσαν λοιπόν ως προγραμματικό τους στόχο να χαρτογραφήσουν το σύμπαν του επιστημονικού λόγου και να οριοθετήσουν επακριβώς τις ιδιαιτερότητές του, επιδιώκοντας να εξηγήσουν το πώς και κυρίως το γιατί η επιστημονική γνώση διαφοροποιείται από τις «αυθαίρετες» μεταφυσικές και υπερ-ιστορικές προσεγγίσεις του παρελθόντος, όπως υποστήριζαν.
Εκτοτε, κάθε προσπάθεια συστηματικής φιλοσοφικής, μεθοδολογικής και ιστορικής ανάλυσης των επιμέρους επιστημών περιγράφεται ως «επιστημολογία» και ορθά, κατά τη γνώμη μας, ώστε να διαφοροποιείται ρητά το ιδιαίτερο αντικείμενό της από την παραδοσιακή Γνωσιολογία.
Αυτό το πολύ φιλόδοξο επιστημολογικό πρόγραμμα αποκρυσταλλώνεται και διατυπώνεται ρητά, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, από την περίφημη Σχολή της Βιέννης και θα γίνει ευρύτερα γνωστό ως Θετικισμός (ή Λογικός Εμπειρισμός).
Μετά τη δεκαετία του 1960, όμως, στις επιστημολογικές έρευνες τείνει να επικρατήσει η λεγόμενη «ιστορικιστική στροφή»: μία εναλλακτική προσέγγιση, που ανέδειξε τα εγγενή και ανυπέρβλητα όρια της τυπολογικής και αφηρημένης θετικιστικής προσέγγισης, η οποία, επί δεκαετίες, μάταια αναζητούσε ένα διαχρονικό και άρα απόλυτο φυσικαλιστικό θεμέλιο της επιστημονικής γνώσης.
Πράγματι, χάρη στο έργο κορυφαίων επιστημολόγων, όπως ο Καρλ Πόπερ, o Τόμας Κουν, ο Νόργουντ Χάνσον, o Ιμρε Λάκατος και o Πολ Φεγεράμπεντ, πολύ σύντομα έγινε σαφές πόσο ατελέσφορο και εν τέλει παραπλανητικό ήταν το θετικιστικό πρόγραμμα της απόλυτης και πάγιας διάκρισης της Επιστήμης τόσο από τη Μεταφυσική όσο και από το ιστορικο-κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο, κάθε εποχή, παράγεται η επιστημονική γνώση και πρακτική (τεχνολογία).
Δεδομένου ότι, ανέκαθεν, οι μεταφυσικές προκαταλήψεις και η πολιτισμική ιστορία έπαιξαν και παίζουν αποφασιστικό ρόλο στις επιλογές και τις κατευθύνσεις που ακολουθούν -λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά- οι ερευνητές κατά την ανάπτυξη ενός πεδίου γνώσης, ποιος είναι τελικά ο ρόλος και η πραγματική συμβολή της επιστημολογικής σκέψης στην ανάπτυξη της επιστήμης; Μήπως η μοναδική λειτουργία της επιστημολογίας είναι να μας αποκαλύπτει το πώς σε κάθε εποχή προκύπτουν οι επιστημονικές αλήθειες και πώς αυτές δικαιολογούνται από μια επιστημονική κοινότητα;
Αν αυτό ισχύει, τότε η επιστημολογία, ως η φιλοσοφική-ιστορική διερεύνηση και αποτίμηση της επιστημονικής περιπέτειας, δεν μπορεί ούτε να προκαθορίζει ούτε και να προδικάζει την πορεία των επιμέρους επιστημονικών ερευνών. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί μόνο να τις αξιολογεί σύμφωνα με συγκεκριμένα μεταφυσικά, ιστορικά ή και πολιτικο-οικονομικά κριτήρια και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί μόνο να γίνει η ιστορική, κοινωνική και πολιτιστική αυτο-συνείδηση της επιστήμης.
Σύμφωνα με μια ευρέως αποδεκτή ερμηνεία των επιστημολογικών και ιστορικών ερευνών σχετικά με την οικειοποίηση της επιστημονικής γνώσης από τις σύγχρονες κοινωνίες, η αποφασιστική λειτουργία της επιστήμης εκδηλώνεται σχεδόν αποκλειστικά ως «επιστημονισμός», δηλαδή ως η κυρίαρχη ιδεολογία που νομιμοποιεί και νομιμοποιείται από την τρέχουσα κοινωνική εξουσία.
Δυστυχώς, αυτές οι θεμελιώδεις ανακαλύψεις της επιστημολογίας σχετικά με τον ιστορικό και αναπόφευκτα κοινωνικο-πολιτισμικό χαρακτήρα κάθε επιστημονικής γνώσης μετατράπηκαν, κατά τα τέλη του 20ού αιώνα, σε κριτική όχι μόνο των τεχνολογικών εφαρμογών αλλά του επιστημονικού εγχειρήματος συνολικά. Γεγονός που, με τη σειρά του, τροφοδότησε τις ακραίες σκεπτικιστικές και αποδομιστικές απόψεις που επιχειρούν να υποβαθμίσουν την αποφασιστική σημασία της επιστημονικής διερεύνησης στην ανθρώπινη Ιστορία.
Οι πιο ακραίες, μάλιστα, από αυτές τις μεταμοντέρνες σκοταδιστικές απόψεις περί επιστήμης, αφού σχετικοποίησαν και απαξίωσαν συστηματικά τον πρωτεύοντα ρόλο της κατανόησης της «Φύσης» στην επιστημονική έρευνα, κατέληξαν να την εξαλείψουν εντελώς ως αποφασιστικό παράγοντα ή, έστω, ως βασική προϋπόθεση των κοινά αποδεκτών επιστημονικών μας πεποιθήσεων.
Ετσι, όμως, οι σύγχρονοι κοινωνιολόγοι της επιστημονικής γνώσης εισάγουν λαθραία στην ανθρώπινη γνωστική περιπέτεια -χωρίς ποτέ να τη δικαιολογήσουν επαρκώς!- μια πολύ πιο σκοτεινή κοινωνικο-πολιτική αιτιότητα, η οποία εκλαμβάνεται ως μία «υπερ-φυσική» δύναμη. Πρόκειται για μια μηδενιστική ιστορικιστική προσέγγιση της επιστημονικής γνώσης, θύματα της οποίας θα είναι μοιραία και οι ίδιοι οι αποδομιστές που την υποστηρίζουν.
Η τρέχουσα μόδα να υποβαθμίζονται και να απαξιώνονται συστηματικά οι προσπάθειες κατανόησης της πραγματικότητας μέσω της επιστήμης είναι στην πραγματικότητα το προϊόν μιας βαθύτατα αντιδραστικής αντίληψης. Της σκοταδιστικής αντίληψης που στο παρελθόν είχε εκφραστεί μόνο από τα πιο ολοκληρωτικά συστήματα εξουσίας.
Απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα απαξίωσης της επιστήμης, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εφησυχάζει. Απεναντίας, οφείλει με όλες τις δυνάμεις της να υπερασπιστεί την ελευθερία της επιστημονικής γνώσης απέναντι στη σκοταδιστική λαίλαπα της ψευδοεπιστήμης, που δικαιώνει τις ιδεολογίες του ρατσισμού και της πολιτικής μισαλλοδοξίας.
Σχεδόν όλοι οι ιστορικοί της επιστήμης συμφωνούν ότι η πραγματοποίηση της Μεγάλης Επιστημονικής Επανάστασης, κατά τους Νέους Χρόνους, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην υπέρβαση των μεσαιωνικών θεολογικών και ερμητικών κοσμοαντιλήψεων. Ωστόσο, μεταξύ των ιστορικών υπάρχει μεγάλη ασυμφωνία για το πότε και το πώς ξεκίνησε αυτή η όντως μεγαλειώδης πνευματική μεταβολή.
Πράγματι, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν πληθύνει οι ιστορικές μελέτες που τοποθετούν τις απαρχές της νεότερης επιστήμης στον ύστερο Μεσαίωνα (μεταξύ 1500 και 1600 ή και πολύ νωρίτερα). Σε μια τόσο ταραγμένη ιστορική περίοδο, είναι επομένως εξαιρετικά δύσκολο να διαχωρίσει κανείς με σαφήνεια τα καινοφανή επιστημονικά στοιχεία από τις μαγικές-μυθολογικές προκαταλήψεις των πρωταγωνιστών της Επιστημονικής Επανάστασης.
Για παράδειγμα, ο Ιωάννης Κέπλερ, εκτός από θεμελιωτής της νεότερης αστρονομίας, ήταν επίσης αμετανόητος αστρολόγος, γιος μιας διάσημης μάγισσας την οποία προσπάθησε να σώσει από την πυρά, όταν καταδικάστηκε από τους θεοσεβούμενους αλλά φανατικούς συμπατριώτες της. Ενώ ο μεγάλος Νεύτωνας, εκτός από πατέρας της σύγχρονης φυσικής επιστήμης, ήταν και βαθύτατος μελετητής της ερμητικής γνώσης, αλχημιστής και θεοσοφιστής, ώστε δικαιολογημένα χαρακτηρίστηκε από τον συμπατριώτη του λόρδο Κέινς «ο τελευταίος των μάγων».
Και ας μη σκεφτεί κανείς ότι τα παραδείγματα αυτά αποτελούν την εξαίρεση. Αντίθετα, αποτελούν τον κανόνα: στη σκέψη των περισσότερων πρωτεργατών της νεότερης επιστήμης συνυπάρχουν, λίγο-πολύ αρμονικά, οι πιο ριζοσπαστικές επιστημονικές αντιλήψεις με τις πιο σκοτεινές ερμητικές δοξασίες και θρησκευτικές δεισιδαιμονίες!
Η εικόνα του Μεσαίωνα ως μιας σκοτεινής εποχής κοινωνικής και πνευματικής βαρβαρότητας δεν είναι παρά ένας μεταγενέστερος μύθος της νεωτερικής εποχής. Εξάλλου, όπως αποδεικνύει πλήθος ερευνών, πρόκειται για ένα ανιστόρητο ιδεολόγημα, επινοημένο από τους ουμανιστές και τους διαφωτιστές για να προβάλουν την αναγκαιότητα μιας νέας, αλλά όχι ακόμη επαρκώς νομιμοποιημένης, επιστημονικής κοσμοαντίληψης.
«Οι επαναστάσεις έχουν ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό: όχι μόνο στρέφονται προς το μέλλον και δίνουν ζωή σε κάτι πρωτόφαντο, αλλά κατασκευάζουν και ένα φανταστικό παρελθόν», γράφει χαρακτηριστικά ο μεγάλος ιστορικός της επιστήμης Paolo Rossi στο βιβλίο του «Η γένεση της σύγχρονης επιστήμης στην Ευρώπη» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα).
Το γεγονός ότι η νέα πειραματική και εμπειρική επιστήμη οφείλει πολλά στις κακόφημες, σήμερα, «ερμητικές επιστήμες» (μαγεία, αλχημεία, αστρολογία, βοτανολογία) θεωρείται κοινό μυστικό μεταξύ των ιστορικών.
Αν μάλιστα ο απώτερος διακηρυγμένος στόχος των απόκρυφων μαγικών τεχνών ήταν να θέσουν τις δυνάμεις της φύσης υπό την εξουσία του ανθρώπου, τότε δικαίως θεωρούνται οι αναγκαστικοί πρόδρομοι της νεότερης τεχνοεπιστήμης. Χωρίς αυτό, προφανώς, να σημαίνει ότι η νεωτερική επιστήμη ήταν υποχρεωμένη να αποδεχτεί όλες τις υπερφυσικές «εξηγήσεις» της μαγικής σκέψης.
Στο ενοχλητικό ερώτημα γιατί, παρά την εμπειρική και θεωρητική διάψευσή της, η δεισιδαιμονία και η μαγεία εξακολουθούν, τον 21ο αιώνα, να γοητεύουν και να παραπλανούν τη σκέψη των περισσότερων ανθρώπων, η απάντηση δεν είναι καθόλου απλή, αφού πιθανότατα σχετίζεται με τη βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπινου νου για οριστικές απαντήσεις και απόλυτες, αν και αναπόδεικτες, βεβαιότητες.
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την ιδέα μιας αβέβαιης, δυνητικά διαψεύσιμης και πάντα μερικής επιστημονικής αλήθειας. Οσο για τη σημερινή ιλιγγιώδη ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης και τον πολλαπλασιασμό των επιστημονικών θεωριών, αυτές δεν καταφέρνουν να ικανοποιήσουν τις βαθύτερες υπαρξιακές αναζητήσεις και τις ανάγκες αυτών των ανθρώπων.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Η σημερινή μόδα να υποβαθμίζονται και να απαξιώνονται «επιστημολογικά» οι προσπάθειες κατανόησης της πραγματικότητας μέσω της επιστήμης είναι στην πραγματικότητα το προϊόν μιας βαθύτατα αντιδραστικής πολιτικής αντίληψης και όχι το αποτέλεσμα των εξελίξεων στη φιλοσοφία-μεθοδολογία της επιστήμης, ένα γνωστικό πεδίο που δεν μπορεί, ούτε και οφείλει, να προδιαγράφει την πορεία των επιστημονικών εξελίξεων.
Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε ότι η ζωτική, όσο ποτέ, κοινωνική ανάγκη για συστηματική επιστημονική ενημέρωση των πολιτών σχετικά με τις εξελίξεις και τις εφαρμογές της επιστήμης είναι καταδικασμένη να παραμένει ανεκπλήρωτη όσο κυριαρχεί ο επιστημονικός αναλφαβητισμός, με τα ΜΜΕ να περιορίζονται στις γνωστές «εκλαϊκευτικές» πρακτικές: στην επιλεκτική προβολή μόνο των πιο εντυπωσιακών ανακαλύψεων ή τεχνολογικών καινοτομιών και όχι στην ευρύτερη δυνατή οικειοποίηση της επιστημονικής σκέψης που τις παράγει.
Στόχος του επιστημονικού εγγραμματισμού και της έγκαιρης-έγκυρης ενημέρωσης δεν είναι βέβαια να μετατρέψει τις/τους μη ειδικούς πολίτες σε ειδικούς επιστήμονες, αλλά να τους εξοικειώσει με τις νέες κατακτήσεις της επιστήμης, ώστε να είναι σε θέση να αποφασίζουν οι ίδιοι για τη σκοπιμότητα ή όχι των τεχνολογικών εφαρμογών της.
Ομως, όπως θα δούμε, υψώνονται αρκετά εμπόδια στην υλοποίηση αυτού του στόχου, εμπόδια που υπονομεύουν στην πράξη τον επιστημονικό εγγραμματισμό και συνεπώς το δημοκρατικό δικαίωμα των πολιτών να αποτιμούν οι ίδιοι τη γνωστική, ηθική και κοινωνική αξία των επιστημονικών εξελίξεων και να αποφασίζουν για τις εφαρμογές τους.
Από την επιστημολογική αποδόμηση στον μετανεωτερικό σκοταδισμό
Ως «επιστημονικό εγγραμματισμό» θα μπορούσαμε να ορίσουμε την ικανότητα των ανθρώπων που έχουν κάποια υποχρεωτική εκπαίδευση να κατανοούν τις βασικές επιστημονικές έννοιες και, συνάμα, να αντιλαμβάνονται τον τρόπο με τον οποίο αυτές παράγονται από την επιστημονική κοινότητα και επιβάλλονται στην κοινωνία. Με άλλα λόγια, πώς οι νέες επιστημονικές ιδέες προκύπτουν ιστορικά και πώς η αποδοχή τους επηρεάζει τις κοινωνικές εξελίξεις.
Μόνο ο «επιστημονικός εγγραμματισμός» προσφέρει στους πολίτες τη δυνατότητα να διακρίνουν την επιστημονική γνώση από την ψευδοεπιστήμη και κυρίως να αποφασίζουν με τρόπο έλλογο και τεκμηριωμένο για τις εφικτές και τις ευκτέες τεχνολογικές εφαρμογές αυτής της γνώσης.
Για να δικαιολογηθεί, ωστόσο, ο σημαντικά αναβαθμισμένος κοινωνικός, οικονομικός και πολιτισμικός ρόλος της Επιστήμης στις δυτικές κοινωνίες έπρεπε να τεκμηριωθεί επαρκώς η γνωσιολογική, μεθοδολογική και πρακτική ανωτερότητά της σε σύγκριση με τις άλλες μορφές γνώσης.
Ετσι, από τα μέσα του 20ού αιώνα, οι μέχρι τότε αυθόρμητες και εν πολλοίς αυθαίρετες γνωσιολογικά και μάλλον καθαρά ανεκδοτολογικές απόψεις των ίδιων των επιστημόνων άρχισαν να επηρεάζονται και σταδιακά αντικαταστάθηκαν από τις πολύ πιο σοβαρές και συστηματικές προσεγγίσεις μιας ετερογενούς αλλά ιδιαίτερα δυναμικής ομάδας μελετητών, η οποία απέβλεπε σε μια πιο αντικειμενική περιγραφή και ανάλυση των επιστημονικών φαινομένων.
Πρόκειται για μια νέα γενιά επιστημόνων, φιλοσόφων και ιστορικών, οι οποίοι κατά τις αρχές του 20ού αιώνα θα ενώσουν τις προσπάθειές τους για να αποκαλύψουν ποια είναι η ιδιαίτερη μεθοδολογική και γνωστική προσέγγιση που διασφαλίζει τη γνωσιολογική ανωτερότητα και τις αναμφίβολες πρακτικές επιτυχίες των φυσικών επιστημών.
Οι νέοι μελετητές της Επιστήμης έθεσαν λοιπόν ως προγραμματικό τους στόχο να χαρτογραφήσουν το σύμπαν του επιστημονικού λόγου και να οριοθετήσουν επακριβώς τις ιδιαιτερότητές του, επιδιώκοντας να εξηγήσουν το πώς και κυρίως το γιατί η επιστημονική γνώση διαφοροποιείται από τις «αυθαίρετες» μεταφυσικές και υπερ-ιστορικές προσεγγίσεις του παρελθόντος, όπως υποστήριζαν.
Εκτοτε, κάθε προσπάθεια συστηματικής φιλοσοφικής, μεθοδολογικής και ιστορικής ανάλυσης των επιμέρους επιστημών περιγράφεται ως «επιστημολογία» και ορθά, κατά τη γνώμη μας, ώστε να διαφοροποιείται ρητά το ιδιαίτερο αντικείμενό της από την παραδοσιακή Γνωσιολογία.
Η άγονη αντιπαράθεση επιστήμης-επιστημολογίας
Αυτό το πολύ φιλόδοξο επιστημολογικό πρόγραμμα αποκρυσταλλώνεται και διατυπώνεται ρητά, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, από την περίφημη Σχολή της Βιέννης και θα γίνει ευρύτερα γνωστό ως Θετικισμός (ή Λογικός Εμπειρισμός).
Μετά τη δεκαετία του 1960, όμως, στις επιστημολογικές έρευνες τείνει να επικρατήσει η λεγόμενη «ιστορικιστική στροφή»: μία εναλλακτική προσέγγιση, που ανέδειξε τα εγγενή και ανυπέρβλητα όρια της τυπολογικής και αφηρημένης θετικιστικής προσέγγισης, η οποία, επί δεκαετίες, μάταια αναζητούσε ένα διαχρονικό και άρα απόλυτο φυσικαλιστικό θεμέλιο της επιστημονικής γνώσης.
Πράγματι, χάρη στο έργο κορυφαίων επιστημολόγων, όπως ο Καρλ Πόπερ, o Τόμας Κουν, ο Νόργουντ Χάνσον, o Ιμρε Λάκατος και o Πολ Φεγεράμπεντ, πολύ σύντομα έγινε σαφές πόσο ατελέσφορο και εν τέλει παραπλανητικό ήταν το θετικιστικό πρόγραμμα της απόλυτης και πάγιας διάκρισης της Επιστήμης τόσο από τη Μεταφυσική όσο και από το ιστορικο-κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο, κάθε εποχή, παράγεται η επιστημονική γνώση και πρακτική (τεχνολογία).
Δεδομένου ότι, ανέκαθεν, οι μεταφυσικές προκαταλήψεις και η πολιτισμική ιστορία έπαιξαν και παίζουν αποφασιστικό ρόλο στις επιλογές και τις κατευθύνσεις που ακολουθούν -λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά- οι ερευνητές κατά την ανάπτυξη ενός πεδίου γνώσης, ποιος είναι τελικά ο ρόλος και η πραγματική συμβολή της επιστημολογικής σκέψης στην ανάπτυξη της επιστήμης; Μήπως η μοναδική λειτουργία της επιστημολογίας είναι να μας αποκαλύπτει το πώς σε κάθε εποχή προκύπτουν οι επιστημονικές αλήθειες και πώς αυτές δικαιολογούνται από μια επιστημονική κοινότητα;
Αν αυτό ισχύει, τότε η επιστημολογία, ως η φιλοσοφική-ιστορική διερεύνηση και αποτίμηση της επιστημονικής περιπέτειας, δεν μπορεί ούτε να προκαθορίζει ούτε και να προδικάζει την πορεία των επιμέρους επιστημονικών ερευνών. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί μόνο να τις αξιολογεί σύμφωνα με συγκεκριμένα μεταφυσικά, ιστορικά ή και πολιτικο-οικονομικά κριτήρια και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί μόνο να γίνει η ιστορική, κοινωνική και πολιτιστική αυτο-συνείδηση της επιστήμης.
Γνωσιακά και πολιτικά ύποπτες επιστημολογικές «παρανοήσεις»
Σύμφωνα με μια ευρέως αποδεκτή ερμηνεία των επιστημολογικών και ιστορικών ερευνών σχετικά με την οικειοποίηση της επιστημονικής γνώσης από τις σύγχρονες κοινωνίες, η αποφασιστική λειτουργία της επιστήμης εκδηλώνεται σχεδόν αποκλειστικά ως «επιστημονισμός», δηλαδή ως η κυρίαρχη ιδεολογία που νομιμοποιεί και νομιμοποιείται από την τρέχουσα κοινωνική εξουσία.
Δυστυχώς, αυτές οι θεμελιώδεις ανακαλύψεις της επιστημολογίας σχετικά με τον ιστορικό και αναπόφευκτα κοινωνικο-πολιτισμικό χαρακτήρα κάθε επιστημονικής γνώσης μετατράπηκαν, κατά τα τέλη του 20ού αιώνα, σε κριτική όχι μόνο των τεχνολογικών εφαρμογών αλλά του επιστημονικού εγχειρήματος συνολικά. Γεγονός που, με τη σειρά του, τροφοδότησε τις ακραίες σκεπτικιστικές και αποδομιστικές απόψεις που επιχειρούν να υποβαθμίσουν την αποφασιστική σημασία της επιστημονικής διερεύνησης στην ανθρώπινη Ιστορία.
Οι πιο ακραίες, μάλιστα, από αυτές τις μεταμοντέρνες σκοταδιστικές απόψεις περί επιστήμης, αφού σχετικοποίησαν και απαξίωσαν συστηματικά τον πρωτεύοντα ρόλο της κατανόησης της «Φύσης» στην επιστημονική έρευνα, κατέληξαν να την εξαλείψουν εντελώς ως αποφασιστικό παράγοντα ή, έστω, ως βασική προϋπόθεση των κοινά αποδεκτών επιστημονικών μας πεποιθήσεων.
Ετσι, όμως, οι σύγχρονοι κοινωνιολόγοι της επιστημονικής γνώσης εισάγουν λαθραία στην ανθρώπινη γνωστική περιπέτεια -χωρίς ποτέ να τη δικαιολογήσουν επαρκώς!- μια πολύ πιο σκοτεινή κοινωνικο-πολιτική αιτιότητα, η οποία εκλαμβάνεται ως μία «υπερ-φυσική» δύναμη. Πρόκειται για μια μηδενιστική ιστορικιστική προσέγγιση της επιστημονικής γνώσης, θύματα της οποίας θα είναι μοιραία και οι ίδιοι οι αποδομιστές που την υποστηρίζουν.
Η τρέχουσα μόδα να υποβαθμίζονται και να απαξιώνονται συστηματικά οι προσπάθειες κατανόησης της πραγματικότητας μέσω της επιστήμης είναι στην πραγματικότητα το προϊόν μιας βαθύτατα αντιδραστικής αντίληψης. Της σκοταδιστικής αντίληψης που στο παρελθόν είχε εκφραστεί μόνο από τα πιο ολοκληρωτικά συστήματα εξουσίας.
Απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα απαξίωσης της επιστήμης, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εφησυχάζει. Απεναντίας, οφείλει με όλες τις δυνάμεις της να υπερασπιστεί την ελευθερία της επιστημονικής γνώσης απέναντι στη σκοταδιστική λαίλαπα της ψευδοεπιστήμης, που δικαιώνει τις ιδεολογίες του ρατσισμού και της πολιτικής μισαλλοδοξίας.
Οι σκοτεινές καταβολές της επιστημονικής σκέψης
Σχεδόν όλοι οι ιστορικοί της επιστήμης συμφωνούν ότι η πραγματοποίηση της Μεγάλης Επιστημονικής Επανάστασης, κατά τους Νέους Χρόνους, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην υπέρβαση των μεσαιωνικών θεολογικών και ερμητικών κοσμοαντιλήψεων. Ωστόσο, μεταξύ των ιστορικών υπάρχει μεγάλη ασυμφωνία για το πότε και το πώς ξεκίνησε αυτή η όντως μεγαλειώδης πνευματική μεταβολή.
Πράγματι, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν πληθύνει οι ιστορικές μελέτες που τοποθετούν τις απαρχές της νεότερης επιστήμης στον ύστερο Μεσαίωνα (μεταξύ 1500 και 1600 ή και πολύ νωρίτερα). Σε μια τόσο ταραγμένη ιστορική περίοδο, είναι επομένως εξαιρετικά δύσκολο να διαχωρίσει κανείς με σαφήνεια τα καινοφανή επιστημονικά στοιχεία από τις μαγικές-μυθολογικές προκαταλήψεις των πρωταγωνιστών της Επιστημονικής Επανάστασης.
Για παράδειγμα, ο Ιωάννης Κέπλερ, εκτός από θεμελιωτής της νεότερης αστρονομίας, ήταν επίσης αμετανόητος αστρολόγος, γιος μιας διάσημης μάγισσας την οποία προσπάθησε να σώσει από την πυρά, όταν καταδικάστηκε από τους θεοσεβούμενους αλλά φανατικούς συμπατριώτες της. Ενώ ο μεγάλος Νεύτωνας, εκτός από πατέρας της σύγχρονης φυσικής επιστήμης, ήταν και βαθύτατος μελετητής της ερμητικής γνώσης, αλχημιστής και θεοσοφιστής, ώστε δικαιολογημένα χαρακτηρίστηκε από τον συμπατριώτη του λόρδο Κέινς «ο τελευταίος των μάγων».
Και ας μη σκεφτεί κανείς ότι τα παραδείγματα αυτά αποτελούν την εξαίρεση. Αντίθετα, αποτελούν τον κανόνα: στη σκέψη των περισσότερων πρωτεργατών της νεότερης επιστήμης συνυπάρχουν, λίγο-πολύ αρμονικά, οι πιο ριζοσπαστικές επιστημονικές αντιλήψεις με τις πιο σκοτεινές ερμητικές δοξασίες και θρησκευτικές δεισιδαιμονίες!
Η ανάγκη για... μαγεία
Η εικόνα του Μεσαίωνα ως μιας σκοτεινής εποχής κοινωνικής και πνευματικής βαρβαρότητας δεν είναι παρά ένας μεταγενέστερος μύθος της νεωτερικής εποχής. Εξάλλου, όπως αποδεικνύει πλήθος ερευνών, πρόκειται για ένα ανιστόρητο ιδεολόγημα, επινοημένο από τους ουμανιστές και τους διαφωτιστές για να προβάλουν την αναγκαιότητα μιας νέας, αλλά όχι ακόμη επαρκώς νομιμοποιημένης, επιστημονικής κοσμοαντίληψης.
«Οι επαναστάσεις έχουν ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό: όχι μόνο στρέφονται προς το μέλλον και δίνουν ζωή σε κάτι πρωτόφαντο, αλλά κατασκευάζουν και ένα φανταστικό παρελθόν», γράφει χαρακτηριστικά ο μεγάλος ιστορικός της επιστήμης Paolo Rossi στο βιβλίο του «Η γένεση της σύγχρονης επιστήμης στην Ευρώπη» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα).
Το γεγονός ότι η νέα πειραματική και εμπειρική επιστήμη οφείλει πολλά στις κακόφημες, σήμερα, «ερμητικές επιστήμες» (μαγεία, αλχημεία, αστρολογία, βοτανολογία) θεωρείται κοινό μυστικό μεταξύ των ιστορικών.
Αν μάλιστα ο απώτερος διακηρυγμένος στόχος των απόκρυφων μαγικών τεχνών ήταν να θέσουν τις δυνάμεις της φύσης υπό την εξουσία του ανθρώπου, τότε δικαίως θεωρούνται οι αναγκαστικοί πρόδρομοι της νεότερης τεχνοεπιστήμης. Χωρίς αυτό, προφανώς, να σημαίνει ότι η νεωτερική επιστήμη ήταν υποχρεωμένη να αποδεχτεί όλες τις υπερφυσικές «εξηγήσεις» της μαγικής σκέψης.
Στο ενοχλητικό ερώτημα γιατί, παρά την εμπειρική και θεωρητική διάψευσή της, η δεισιδαιμονία και η μαγεία εξακολουθούν, τον 21ο αιώνα, να γοητεύουν και να παραπλανούν τη σκέψη των περισσότερων ανθρώπων, η απάντηση δεν είναι καθόλου απλή, αφού πιθανότατα σχετίζεται με τη βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπινου νου για οριστικές απαντήσεις και απόλυτες, αν και αναπόδεικτες, βεβαιότητες.
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την ιδέα μιας αβέβαιης, δυνητικά διαψεύσιμης και πάντα μερικής επιστημονικής αλήθειας. Οσο για τη σημερινή ιλιγγιώδη ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης και τον πολλαπλασιασμό των επιστημονικών θεωριών, αυτές δεν καταφέρνουν να ικανοποιήσουν τις βαθύτερες υπαρξιακές αναζητήσεις και τις ανάγκες αυτών των ανθρώπων.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου