Σπύρος Μανουσέλης
«Ειδισμός» είναι η μεροληπτική στάση τού να αποδίδει κανείς κάποια ιδιαίτερα και δήθεν ανώτερα χαρακτηριστικά στο βιολογικό είδος όπου ανήκει. Έτσι, πρέπει να θεωρούνται αθεράπευτα ειδιστές όλοι όσοι υποστηρίζουν ότι το ανθρώπινο είδος διαφέρει ριζικά και άρα είναι «ανώτερο» από τα υπόλοιπα είδη ζώων. Ενώ η αντίθετη άποψη και ο αγώνας για την ισοτιμία και τα δικαιώματα κάθε μορφής ζωής αποκαλείται «αντιειδισμός» ● Η ναρκισσιστική ειδιστική προκατάληψη υπέρ του είδους μας δεν είναι καθόλου αθώα, αφού νομιμοποιεί τις μισαλλόδοξες και καταστροφικές συμπεριφορές των ανθρώπων απέναντι στα μη ανθρώπινα ζώα.
Αντίθετα με τις μεταφυσικές εικασίες του παρελθόντος, οι σύγχρονες επιστήμες (από την Εξελικτική Βιολογία και τη Γενετική μέχρι την Ηθολογία), συνεπικουρούμενες από τις πιο πρόσφατες κατακτήσεις των επιστημών του εγκεφάλου και του νου (τις Νευροεπιστήμες και τη Γνωσιακή Ψυχολογία) μάς προσφέρουν μια πολύ πιο ρεαλιστική -και κυρίως εμπειρικά ελέγξιμη- εικόνα των προϋποθέσεων για την ανάδυση του ανθρώπινου νου.
Αντί λοιπόν να προβάλλουμε στα ζώα τα δικά μας ιδιαίτερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά (ανθρωπομορφισμός), είναι προτιμότερο και πολύ πιο επωφελές -γνωστικά αλλά και ηθικά- να αναγνωρίσουμε τις ζωικές καταβολές των «ανώτερων» νοητικών μας ικανοτήτων. Ικανότητες που, όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, δεν αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο του είδους μας.
Το να αποδίδει κανείς κάποια δήθεν ανώτερα χαρακτηριστικά στο βιολογικό είδος που ανήκει αποκαλείται «ειδισμός», ενώ η αντίθετη άποψη που υπερασπίζεται τα ίσα δικαιώματα όλων των ζώων περιγράφεται ως «αντιειδισμός». Ομως, όπως θα δούμε, αυτές οι δύο τόσο διαφορετικές προσεγγίσεις πάσχουν, αμφότερες, από αθεράπευτο ανθρωποκεντρισμό και παραπλανητικό ανθρωπομορφισμό.
Άραγε, η ηθικότητά μας είναι βαθιά ριζωμένη στη βιολογία μας, αποτελεί δηλαδή συνέχεια του εξελικτικού μας παρελθόντος, ή, αντίθετα, η εμφάνιση του ανθρώπινου είδους ήταν μια ριζική τομή με το εξελικτικό του παρελθόν;
Πρόκειται για ένα αποφασιστικό ερώτημα, διότι από την απάντηση σε αυτό εξαρτάται η ισότιμη ή όχι σχέση μας με τα άλλα ζώα. Από εξελικτική σκοπιά, η ανθρώπινη ηθική είναι μια μορφή διευθέτησης και κωδίκευσης των συνεργατικών-ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, μια διευθέτηση της έμφυτης ανθρώπινης κοινωνικότητας, η οποία συνοδεύεται από ρητούς κανόνες σχετικά με τις δυνατότητες και τις ελευθερίες μας (απέναντι στον εαυτό μας και τους άλλους).
Όπως και τα άλλα κοινωνικά θηλαστικά, και εμείς οι άνθρωποι υποτίθεται ότι είμαστε γενετικά προγραμματισμένοι να αποτιμάμε τα συν και τα πλην κάθε συμπεριφοράς και να απαντάμε αυτομάτως στα πολυάριθμα εξωτερικά ερεθίσματα που δεχόμαστε καθημερινά, χωρίς να χρειάζεται να τα πολυσκεφτούμε.
Αν όμως ισχύει αυτό, τότε τα δυσαπάντητα ερωτήματα σχετικά με την ηθική συνείδηση και την ελεύθερη βούληση είναι μόνο «μεταφυσικά» προβλήματα που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματική μας συμπεριφορά!
Πολλά θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς σε τέτοιες απλοϊκές και αναγωγιστικές «εξηγήσεις», όπως π.χ. ότι κάθε τυπικά ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά εξαρτάται κυρίως από τον εγκέφαλο και τον πολιτισμό μας και όχι από τα γονίδιά μας. Ή, εναλλακτικά, ότι η ανθρώπινη φύση ή κατάσταση διαφέρει ριζικά από αυτή των άλλων πρωτευόντων, αφού προϋποθέτει μια πολύ πιο ευέλικτη και εύπλαστη συνειδητή συμπεριφορά.
Η δεύτερη απάντηση, που αποδέχεται άκριτα τη ριζική διαφοροποίηση των ανθρώπινων συμπεριφορών από τις ζωικές, περιγράφεται συνήθως ως «ειδισμός» (speciesim), νεολογισμός που έχει αποδοθεί επίσης και ως «ειδοκρατία» ή ως «σπισισμός». Πρόκειται για την εμφανώς μεροληπτική στάση τού να αποδίδει κανείς κάποια ιδιαίτερα, μοναδικά και δήθεν ανώτερα χαρακτηριστικά στο βιολογικό είδος όπου ανήκει. Επομένως, αθεράπευτα ειδιστές θα πρέπει να θεωρούνται όσοι υποστηρίζουν ότι το ανθρώπινο είδος διαφέρει ριζικά από τα υπόλοιπα είδη ζώων.
Η ναρκισσιστική προκατάληψη υπέρ του είδους μας δεν είναι καθόλου αθώα, αφού νομιμοποιεί τις πιο μισαλλόδοξες και καταστροφικές συμπεριφορές των ανθρώπων απέναντι στα μη ανθρώπινα ζώα. Ακόμη και σε όσα ζώα παρουσιάζουν κάποιες νοητικές, συναισθηματικές και επικοινωνιακές ικανότητες ανάλογες με τις δικές μας, όπως π.χ. οι ανθρωπόμορφοι πίθηκοι, οι ελέφαντες και τα θαλάσσια κήτη (βλ. «Εφ.Συν.» 21.9.19).
Αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι αυτά τα ζώα διαθέτουν μια σχεδόν ανθρώπινη συναισθηματική νοημοσύνη, κυρίως την εγγενή ικανότητα να χαίρονται και να πονούν, ορισμένοι ηθικοί φιλόσοφοι επανέφεραν το ακανθώδες ζήτημα της αναγνώρισης των εύλογων «δικαιωμάτων» αυτών των ζώων και άρα της ηθικής αναγκαιότητας για ισότιμη μεταχείριση και απελευθέρωσή τους από την ανθρώπινη τυραννία. Αυτό βέβαια προϋποθέτει την αναγνώριση, τουλάχιστον, ορισμένων ζώων ως «προσώπων» ή ως «υποκειμένων της ζωής» και τη ριζική αναθεώρηση των σχέσεών μας με αυτά. Συνεπώς, τη διεύρυνση της ηθικής μας μέριμνας, ώστε να συμπεριλάβει και τις μη ανθρώπινες μορφές ζωής.
Μια αντισυμβατική και ιδιαίτερα ανατρεπτική άποψη που, στα τέλη του 20ού αιώνα, θα υποστηρίξουν με το έργο τους επιφανείς φιλόσοφοι, όπως ο Αυστραλός βιοηθικός Πίτερ Σίνγκερ (Peter Singer) και ο Αμερικανός Τομ Ρέιγκαν (Tom Regan). Έκτοτε, οι ιδέες της «ισότιμης αντιμετώπισης» των περισσότερων θηλαστικών και της αναγνώρισης από τους ανθρώπους των «ίσων δικαιωμάτων» των άλλων ζώων θα γεννήσουν μια «αντι-ειδιστική» προσέγγιση και ένα πολύ δυναμικό κίνημα ακτιβιστών που μάχεται για την απελευθέρωση των ζώων.
Οι θεωρητικοί και οι οπαδοί του αντιειδισμού, βασιζόμενοι στις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις της επιστήμης, προκρίνουν το δικαίωμα στην ίση μεταχείριση με τους ανθρώπους για όλα τα άλλα ζώα που είναι ικανά να αισθάνονται πόνο ή ευχαρίστηση. Κατά συνέπεια αρνούνται το ηθικά αυθαίρετο και ιδιοτελές «δικαίωμα» των ανθρώπων να εκμεταλλεύονται για οικονομικούς, διατροφικούς ή και επιστημονικούς λόγους τα πρωτεύοντα και τα άλλα θηλαστικά.
Έτσι προέκυψε, το 1978 στο Παρίσι, η «Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Ζώων», η οποία έθετε, πρώτη φορά, μια σειρά από ηθικές -αλλά όχι και νομικά δεσμευτικές- αρχές, όπως: Όλα τα ζώα γεννιούνται με ίσα δικαιώματα στη ζωή και στη δυνατότητα ύπαρξης. Ο άνθρωπος οφείλει να σέβεται τη ζωή κάθε ζώου. Κάθε ζώο δικαιούται φροντίδα, προσοχή και προστασία από τον άνθρωπο κ.ά.
Το πρόβλημα με αυτές τις ωφελιμιστικές ηθικές προσεγγίσεις των μη ανθρώπινων ζώων είναι το πού ακριβώς θα πρέπει να χαράξουμε τη διαχωριστική γραμμή και το ακριβές φυσικό όριο ανάμεσα στα έμβια όντα που θεωρούνται «υποκείμενα της ζωής» και στους υπόλοιπους ζωντανούς οργανισμούς, όπως π.χ. τα έντομα, τα αρπακτικά και -γιατί όχι;- τα φυτά. Γιατί μόνο τα πρώτα έχουν «εγγενή αξία», ενώ τα δεύτερα είναι ηθικά αδιάφορα;
Μήπως, παρά τις ευγενείς προθέσεις του, ο αντιειδισμός -τόσο ως σκέψη όσο και ως πρακτική- είναι εξίσου ανθρωπομορφικός, ιδιοτελής και αυθαίρετα επιλεκτικός με τον ειδισμό που καταγγέλλει; Το αναμφισβήτητο γεγονός ότι ορισμένα ζώα μπορούν όντως να αισθάνονται πόνο και να εκδηλώνουν χαρά δεν αρκεί, από μόνο του, για να τους αποδώσουμε ανθρώπινα δικαιώματα.
Αν πράγματι τα ζώα, εκτός από το να ζουν και να αναπαράγονται, είναι «πρόσωπα» άξια σεβασμού που θα πρέπει να έχουν αναφαίρετα «δικαιώματα», τότε ποιες είναι οι υποχρεώσεις τους; Για να έχουν το ίδιο ηθικό καθεστώς και τα ίδια ηθικά δικαιώματα με τους ανθρώπους δεν θα έπρεπε να διαθέτουν -ως ηθικά υποκείμενα ή πρόσωπα- συνείδηση των ιδιαίτερων ηθικών και όχι μόνο των βιολογικών αρχών της αυτονομίας τους;
Παρά τις εγγενείς και ανυπέρβλητες ανθρωπομορφικές αδυναμίες του, ο αντιειδισμός αποτελεί, εν τούτοις, μια πολύ σημαντική κριτική στην όντως ανήθικη εκμετάλλευση της ζωής από τον σύγχρονο άνθρωπο.
Το γεγονός μάλιστα ότι τα άλλα ζώα δεν είναι ταυτόσημα -ούτε από επιστημονική ούτε από ηθική άποψη- με το ζώο-άνθρωπο τα καθιστά πολύ πιο ενδιαφέροντα και άξια σεβασμού. Κατά τη γνώμη μας, η ανάγκη διεύρυνσης της ηθικής μας μέριμνας για όλες τις άλλες μορφές ζωής του πλανήτη και το έμπρακτο ενδιαφέρον μας για την επιβίωσή τους δεν θα πρέπει να εξαρτώνται από το αν είναι... όμοια με εμάς.
Το ερώτημα αν η ηθικότητα είναι βαθιά ριζωμένη στη βιολογία μας, αν αποτελεί συνέχεια του εξελικτικού μας παρελθόντος ή αν αντίθετα η εμφάνιση του ανθρώπου αποτελεί ριζική τομή με το εξελικτικό του παρελθόν είναι ένα αποφασιστικό ερώτημα.
Στο βιβλίο «Πρωτεύοντα και φιλόσοφοι» ο κορυφαίος Ολλανδός ηθολόγος Φρανς ντε Βάαλ εκθέτει με τρόπο σαφή και ιδιαίτερα γοητευτικό τις πρόσφατες κατακτήσεις της Ηθολογίας σχετικά με τους μηχανισμούς και την εξέλιξη της συμπεριφοράς των πρωτευόντων θηλαστικών, αλλά και τις φιλοσοφικές-κοινωνικές συνέπειες αυτών των ερευνητικών κατακτήσεων.
Σε αυτά τα κείμενά του, ο Ντε Βάαλ εκθέτει τους καρπούς τριάντα χρόνων εμπειρικής έρευνας και υποστηρίζει ότι η σύγχρονη βιολογική σκέψη γίνεται μάλλον απλοϊκή όταν εστιάζει αποκλειστικά στα «εγωιστικά» γονίδια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, η επιστήμη της ζωής επιτείνει τη διανοητική συνήθειά μας να κατηγορούμε τη Φύση για όλα τα ελαττώματά μας και να θεωρούμε ό,τι καλό κάνουμε αποκλειστικά «ανθρώπινο». Επομένως, έχουμε την τάση να αναζητάμε την προέλευση της ηθικής μας όχι στη βιολογική μας εξέλιξη αλλά μόνο στον ανθρώπινο πολιτισμό και πιστεύουμε ότι είμαστε «ηθικοί» από ελεύθερη επιλογή και όχι εκ φύσεως.
Παραθέτοντας εντυπωσιακά παραδείγματα από τις εκτεταμένες έρευνές του σχετικά με τη συμπεριφορά των πρωτευόντων, ο Ντε Βάαλ αντικρούει αυτή τη λανθασμένη «θεωρία του επιχρίσματος», σύμφωνα με την οποία η ηθική δεν είναι παρά η επικάλυψη μιας κατά τα άλλα μοχθηρής φύσης. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη ηθικότητα είναι το προϊόν εξέλιξης από απλούστερες μορφές της πιο απλής ηθικότητας των μη ανθρώπινων ζώων.
Το βιβλίο είναι η αποτύπωση των «Διαλέξεων Τάνερ» που είχε δώσει ο διαπρεπής ηθολόγος στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον τον Νοέμβριο του 2003.
Οι διαλέξεις του υποβλήθηκαν, κατόπιν, στην κρίση τεσσάρων επιφανών φιλοσόφων, του Ρόμπερτ Α. Ράιτ, της Κριστίν Κόρσγκαρντ, του Φίλιπ Κίτσερ και του Πίτερ Σίνγκερ, καθένας από τους οποίους ανέλαβε να σχολιάσει με κριτική διάθεση ορισμένες προκλητικές ιδέες της σύγχρονης Ηθολογίας. Ο διάλογος του Ντε Βάαλ με τους επικριτές του πλουτίζει αυτό το βιβλίο και το καθιστά ένα μοναδικό πνευματικό ντοκουμέντο για τις περίπλοκες σχέσεις και τις εγγενείς δυσκολίες του διαλόγου ανάμεσα στις θετικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Πηγή: efsyn.gr
Σπύρος Μανουσέλης: Σχετικά με τον Συντάκτη
«Ειδισμός» είναι η μεροληπτική στάση τού να αποδίδει κανείς κάποια ιδιαίτερα και δήθεν ανώτερα χαρακτηριστικά στο βιολογικό είδος όπου ανήκει. Έτσι, πρέπει να θεωρούνται αθεράπευτα ειδιστές όλοι όσοι υποστηρίζουν ότι το ανθρώπινο είδος διαφέρει ριζικά και άρα είναι «ανώτερο» από τα υπόλοιπα είδη ζώων. Ενώ η αντίθετη άποψη και ο αγώνας για την ισοτιμία και τα δικαιώματα κάθε μορφής ζωής αποκαλείται «αντιειδισμός» ● Η ναρκισσιστική ειδιστική προκατάληψη υπέρ του είδους μας δεν είναι καθόλου αθώα, αφού νομιμοποιεί τις μισαλλόδοξες και καταστροφικές συμπεριφορές των ανθρώπων απέναντι στα μη ανθρώπινα ζώα.
Αντίθετα με τις μεταφυσικές εικασίες του παρελθόντος, οι σύγχρονες επιστήμες (από την Εξελικτική Βιολογία και τη Γενετική μέχρι την Ηθολογία), συνεπικουρούμενες από τις πιο πρόσφατες κατακτήσεις των επιστημών του εγκεφάλου και του νου (τις Νευροεπιστήμες και τη Γνωσιακή Ψυχολογία) μάς προσφέρουν μια πολύ πιο ρεαλιστική -και κυρίως εμπειρικά ελέγξιμη- εικόνα των προϋποθέσεων για την ανάδυση του ανθρώπινου νου.
Αντί λοιπόν να προβάλλουμε στα ζώα τα δικά μας ιδιαίτερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά (ανθρωπομορφισμός), είναι προτιμότερο και πολύ πιο επωφελές -γνωστικά αλλά και ηθικά- να αναγνωρίσουμε τις ζωικές καταβολές των «ανώτερων» νοητικών μας ικανοτήτων. Ικανότητες που, όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, δεν αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο του είδους μας.
Το να αποδίδει κανείς κάποια δήθεν ανώτερα χαρακτηριστικά στο βιολογικό είδος που ανήκει αποκαλείται «ειδισμός», ενώ η αντίθετη άποψη που υπερασπίζεται τα ίσα δικαιώματα όλων των ζώων περιγράφεται ως «αντιειδισμός». Ομως, όπως θα δούμε, αυτές οι δύο τόσο διαφορετικές προσεγγίσεις πάσχουν, αμφότερες, από αθεράπευτο ανθρωποκεντρισμό και παραπλανητικό ανθρωπομορφισμό.
'Η είναι ο αντιειδισμός η απάντηση στον ανήθικο ειδισμό μας;
Άραγε, η ηθικότητά μας είναι βαθιά ριζωμένη στη βιολογία μας, αποτελεί δηλαδή συνέχεια του εξελικτικού μας παρελθόντος, ή, αντίθετα, η εμφάνιση του ανθρώπινου είδους ήταν μια ριζική τομή με το εξελικτικό του παρελθόν;
Πρόκειται για ένα αποφασιστικό ερώτημα, διότι από την απάντηση σε αυτό εξαρτάται η ισότιμη ή όχι σχέση μας με τα άλλα ζώα. Από εξελικτική σκοπιά, η ανθρώπινη ηθική είναι μια μορφή διευθέτησης και κωδίκευσης των συνεργατικών-ανταγωνιστικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, μια διευθέτηση της έμφυτης ανθρώπινης κοινωνικότητας, η οποία συνοδεύεται από ρητούς κανόνες σχετικά με τις δυνατότητες και τις ελευθερίες μας (απέναντι στον εαυτό μας και τους άλλους).
Όπως και τα άλλα κοινωνικά θηλαστικά, και εμείς οι άνθρωποι υποτίθεται ότι είμαστε γενετικά προγραμματισμένοι να αποτιμάμε τα συν και τα πλην κάθε συμπεριφοράς και να απαντάμε αυτομάτως στα πολυάριθμα εξωτερικά ερεθίσματα που δεχόμαστε καθημερινά, χωρίς να χρειάζεται να τα πολυσκεφτούμε.
Αν όμως ισχύει αυτό, τότε τα δυσαπάντητα ερωτήματα σχετικά με την ηθική συνείδηση και την ελεύθερη βούληση είναι μόνο «μεταφυσικά» προβλήματα που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματική μας συμπεριφορά!
Από τον ανήθικο και ζωοκτόνο «ειδισμό»...
Πολλά θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς σε τέτοιες απλοϊκές και αναγωγιστικές «εξηγήσεις», όπως π.χ. ότι κάθε τυπικά ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά εξαρτάται κυρίως από τον εγκέφαλο και τον πολιτισμό μας και όχι από τα γονίδιά μας. Ή, εναλλακτικά, ότι η ανθρώπινη φύση ή κατάσταση διαφέρει ριζικά από αυτή των άλλων πρωτευόντων, αφού προϋποθέτει μια πολύ πιο ευέλικτη και εύπλαστη συνειδητή συμπεριφορά.
Η δεύτερη απάντηση, που αποδέχεται άκριτα τη ριζική διαφοροποίηση των ανθρώπινων συμπεριφορών από τις ζωικές, περιγράφεται συνήθως ως «ειδισμός» (speciesim), νεολογισμός που έχει αποδοθεί επίσης και ως «ειδοκρατία» ή ως «σπισισμός». Πρόκειται για την εμφανώς μεροληπτική στάση τού να αποδίδει κανείς κάποια ιδιαίτερα, μοναδικά και δήθεν ανώτερα χαρακτηριστικά στο βιολογικό είδος όπου ανήκει. Επομένως, αθεράπευτα ειδιστές θα πρέπει να θεωρούνται όσοι υποστηρίζουν ότι το ανθρώπινο είδος διαφέρει ριζικά από τα υπόλοιπα είδη ζώων.
Η ναρκισσιστική προκατάληψη υπέρ του είδους μας δεν είναι καθόλου αθώα, αφού νομιμοποιεί τις πιο μισαλλόδοξες και καταστροφικές συμπεριφορές των ανθρώπων απέναντι στα μη ανθρώπινα ζώα. Ακόμη και σε όσα ζώα παρουσιάζουν κάποιες νοητικές, συναισθηματικές και επικοινωνιακές ικανότητες ανάλογες με τις δικές μας, όπως π.χ. οι ανθρωπόμορφοι πίθηκοι, οι ελέφαντες και τα θαλάσσια κήτη (βλ. «Εφ.Συν.» 21.9.19).
Αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι αυτά τα ζώα διαθέτουν μια σχεδόν ανθρώπινη συναισθηματική νοημοσύνη, κυρίως την εγγενή ικανότητα να χαίρονται και να πονούν, ορισμένοι ηθικοί φιλόσοφοι επανέφεραν το ακανθώδες ζήτημα της αναγνώρισης των εύλογων «δικαιωμάτων» αυτών των ζώων και άρα της ηθικής αναγκαιότητας για ισότιμη μεταχείριση και απελευθέρωσή τους από την ανθρώπινη τυραννία. Αυτό βέβαια προϋποθέτει την αναγνώριση, τουλάχιστον, ορισμένων ζώων ως «προσώπων» ή ως «υποκειμένων της ζωής» και τη ριζική αναθεώρηση των σχέσεών μας με αυτά. Συνεπώς, τη διεύρυνση της ηθικής μας μέριμνας, ώστε να συμπεριλάβει και τις μη ανθρώπινες μορφές ζωής.
Μια αντισυμβατική και ιδιαίτερα ανατρεπτική άποψη που, στα τέλη του 20ού αιώνα, θα υποστηρίξουν με το έργο τους επιφανείς φιλόσοφοι, όπως ο Αυστραλός βιοηθικός Πίτερ Σίνγκερ (Peter Singer) και ο Αμερικανός Τομ Ρέιγκαν (Tom Regan). Έκτοτε, οι ιδέες της «ισότιμης αντιμετώπισης» των περισσότερων θηλαστικών και της αναγνώρισης από τους ανθρώπους των «ίσων δικαιωμάτων» των άλλων ζώων θα γεννήσουν μια «αντι-ειδιστική» προσέγγιση και ένα πολύ δυναμικό κίνημα ακτιβιστών που μάχεται για την απελευθέρωση των ζώων.
...στον ζωοφιλικό «αντι-ειδισμό»
Οι θεωρητικοί και οι οπαδοί του αντιειδισμού, βασιζόμενοι στις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις της επιστήμης, προκρίνουν το δικαίωμα στην ίση μεταχείριση με τους ανθρώπους για όλα τα άλλα ζώα που είναι ικανά να αισθάνονται πόνο ή ευχαρίστηση. Κατά συνέπεια αρνούνται το ηθικά αυθαίρετο και ιδιοτελές «δικαίωμα» των ανθρώπων να εκμεταλλεύονται για οικονομικούς, διατροφικούς ή και επιστημονικούς λόγους τα πρωτεύοντα και τα άλλα θηλαστικά.
Έτσι προέκυψε, το 1978 στο Παρίσι, η «Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Ζώων», η οποία έθετε, πρώτη φορά, μια σειρά από ηθικές -αλλά όχι και νομικά δεσμευτικές- αρχές, όπως: Όλα τα ζώα γεννιούνται με ίσα δικαιώματα στη ζωή και στη δυνατότητα ύπαρξης. Ο άνθρωπος οφείλει να σέβεται τη ζωή κάθε ζώου. Κάθε ζώο δικαιούται φροντίδα, προσοχή και προστασία από τον άνθρωπο κ.ά.
Το πρόβλημα με αυτές τις ωφελιμιστικές ηθικές προσεγγίσεις των μη ανθρώπινων ζώων είναι το πού ακριβώς θα πρέπει να χαράξουμε τη διαχωριστική γραμμή και το ακριβές φυσικό όριο ανάμεσα στα έμβια όντα που θεωρούνται «υποκείμενα της ζωής» και στους υπόλοιπους ζωντανούς οργανισμούς, όπως π.χ. τα έντομα, τα αρπακτικά και -γιατί όχι;- τα φυτά. Γιατί μόνο τα πρώτα έχουν «εγγενή αξία», ενώ τα δεύτερα είναι ηθικά αδιάφορα;
Μήπως, παρά τις ευγενείς προθέσεις του, ο αντιειδισμός -τόσο ως σκέψη όσο και ως πρακτική- είναι εξίσου ανθρωπομορφικός, ιδιοτελής και αυθαίρετα επιλεκτικός με τον ειδισμό που καταγγέλλει; Το αναμφισβήτητο γεγονός ότι ορισμένα ζώα μπορούν όντως να αισθάνονται πόνο και να εκδηλώνουν χαρά δεν αρκεί, από μόνο του, για να τους αποδώσουμε ανθρώπινα δικαιώματα.
Αν πράγματι τα ζώα, εκτός από το να ζουν και να αναπαράγονται, είναι «πρόσωπα» άξια σεβασμού που θα πρέπει να έχουν αναφαίρετα «δικαιώματα», τότε ποιες είναι οι υποχρεώσεις τους; Για να έχουν το ίδιο ηθικό καθεστώς και τα ίδια ηθικά δικαιώματα με τους ανθρώπους δεν θα έπρεπε να διαθέτουν -ως ηθικά υποκείμενα ή πρόσωπα- συνείδηση των ιδιαίτερων ηθικών και όχι μόνο των βιολογικών αρχών της αυτονομίας τους;
Παρά τις εγγενείς και ανυπέρβλητες ανθρωπομορφικές αδυναμίες του, ο αντιειδισμός αποτελεί, εν τούτοις, μια πολύ σημαντική κριτική στην όντως ανήθικη εκμετάλλευση της ζωής από τον σύγχρονο άνθρωπο.
Το γεγονός μάλιστα ότι τα άλλα ζώα δεν είναι ταυτόσημα -ούτε από επιστημονική ούτε από ηθική άποψη- με το ζώο-άνθρωπο τα καθιστά πολύ πιο ενδιαφέροντα και άξια σεβασμού. Κατά τη γνώμη μας, η ανάγκη διεύρυνσης της ηθικής μας μέριμνας για όλες τις άλλες μορφές ζωής του πλανήτη και το έμπρακτο ενδιαφέρον μας για την επιβίωσή τους δεν θα πρέπει να εξαρτώνται από το αν είναι... όμοια με εμάς.
Η ηθική των ζώων: από τα πρωτεύοντα στους φιλοσόφους
Το ερώτημα αν η ηθικότητα είναι βαθιά ριζωμένη στη βιολογία μας, αν αποτελεί συνέχεια του εξελικτικού μας παρελθόντος ή αν αντίθετα η εμφάνιση του ανθρώπου αποτελεί ριζική τομή με το εξελικτικό του παρελθόν είναι ένα αποφασιστικό ερώτημα.
Στο βιβλίο «Πρωτεύοντα και φιλόσοφοι» ο κορυφαίος Ολλανδός ηθολόγος Φρανς ντε Βάαλ εκθέτει με τρόπο σαφή και ιδιαίτερα γοητευτικό τις πρόσφατες κατακτήσεις της Ηθολογίας σχετικά με τους μηχανισμούς και την εξέλιξη της συμπεριφοράς των πρωτευόντων θηλαστικών, αλλά και τις φιλοσοφικές-κοινωνικές συνέπειες αυτών των ερευνητικών κατακτήσεων.
Σε αυτά τα κείμενά του, ο Ντε Βάαλ εκθέτει τους καρπούς τριάντα χρόνων εμπειρικής έρευνας και υποστηρίζει ότι η σύγχρονη βιολογική σκέψη γίνεται μάλλον απλοϊκή όταν εστιάζει αποκλειστικά στα «εγωιστικά» γονίδια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, η επιστήμη της ζωής επιτείνει τη διανοητική συνήθειά μας να κατηγορούμε τη Φύση για όλα τα ελαττώματά μας και να θεωρούμε ό,τι καλό κάνουμε αποκλειστικά «ανθρώπινο». Επομένως, έχουμε την τάση να αναζητάμε την προέλευση της ηθικής μας όχι στη βιολογική μας εξέλιξη αλλά μόνο στον ανθρώπινο πολιτισμό και πιστεύουμε ότι είμαστε «ηθικοί» από ελεύθερη επιλογή και όχι εκ φύσεως.
Παραθέτοντας εντυπωσιακά παραδείγματα από τις εκτεταμένες έρευνές του σχετικά με τη συμπεριφορά των πρωτευόντων, ο Ντε Βάαλ αντικρούει αυτή τη λανθασμένη «θεωρία του επιχρίσματος», σύμφωνα με την οποία η ηθική δεν είναι παρά η επικάλυψη μιας κατά τα άλλα μοχθηρής φύσης. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη ηθικότητα είναι το προϊόν εξέλιξης από απλούστερες μορφές της πιο απλής ηθικότητας των μη ανθρώπινων ζώων.
Το βιβλίο είναι η αποτύπωση των «Διαλέξεων Τάνερ» που είχε δώσει ο διαπρεπής ηθολόγος στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον τον Νοέμβριο του 2003.
Οι διαλέξεις του υποβλήθηκαν, κατόπιν, στην κρίση τεσσάρων επιφανών φιλοσόφων, του Ρόμπερτ Α. Ράιτ, της Κριστίν Κόρσγκαρντ, του Φίλιπ Κίτσερ και του Πίτερ Σίνγκερ, καθένας από τους οποίους ανέλαβε να σχολιάσει με κριτική διάθεση ορισμένες προκλητικές ιδέες της σύγχρονης Ηθολογίας. Ο διάλογος του Ντε Βάαλ με τους επικριτές του πλουτίζει αυτό το βιβλίο και το καθιστά ένα μοναδικό πνευματικό ντοκουμέντο για τις περίπλοκες σχέσεις και τις εγγενείς δυσκολίες του διαλόγου ανάμεσα στις θετικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Πηγή: efsyn.gr
Σπύρος Μανουσέλης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου