Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

Γιατί o Μητσοτάκης δεν υπερασπίζεται το «θα σας πάω μέχρι τέλους» του Σαμαρά

Του Σταύρου Χριστακόπουλου


Η απουσία στοιχείων υποχρέωσε τον Μητσοτάκη να αφήσει τον Τσίπρα εκτός Προανακριτικής

«Εγώ τους πολιτικούς μου αντιπάλους δεν τους στέλνω στα δικαστήρια. Οι πρωθυπουργοί κρίνονται στις κάλπες, στις συνειδήσεις των πολιτών και στις σελίδες της Ιστορίας».

Με αυτή τη δήλωση σε συνεργάτες του, η οποία διέρρευσε από το Μέγαρο Μαξίμου την Τρίτη το απόγευμα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να μην συμπεριλάβει τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα στο αίτημα για σύσταση Προκαταρκτικής Επιτροπής της Βουλής για τη διερεύνηση των καταγγελιών περί «σκευωρίας» της προηγούμενης κυβέρνησης κατά πολιτικών της αντιπάλων στο πλαίσιο της διερεύνησης του σκανδάλου Novartis.

Αυτή η «μεγαλόψυχη» δήλωση ωστόσο αποτυπώνει πλήρως μερικά δεδομένα

  1. Κατ’ αρχάς, όπως ανακοίνωσε την επομένη ο γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Ν.Δ. Σταύρος Καλαφάτης, μετά την ανακοίνωση του προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Τασούλα ότι παρέλαβε τη σχετική δικογραφία, «δεν μπορεί να αποδίδονται κατηγορίες σε πρώην πρωθυπουργούς, παρά μόνον αν προκύπτουν αδιάσειστες αποδείξεις. Διαφορετικά δηλητηριάζεται η πολιτική ζωή του τόπου».

  2. Στην πραγματικότητα όχι μόνο «αδιάσειστες», αλλά ούτε καν... αποδείξεις ή, έστω, ενδείξεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι ισχυρισμοί κάποιων εκ των Αντώνη Σαμαρά, Δημήτρη Αβραμόπουλου, Ευάγγελου Βενιζέλου και του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή, των οποίων οι καταθέσεις, τα υπομνήματα και τα συνημμένα έγγραφα αποτελούν το υλικό της δικογραφίας.

  3. Εάν υπήρχαν αποδείξεις, είναι αυτονόητο ότι θα είχαν δημοσιοποιηθεί στη διάρκεια της σχεδόν διετούς –και επισήμως άδικης για τους περισσότερους– ταλαιπωρίας των δέκα πολιτικών αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ, των οποίων τα ονόματα ενεπλάκησαν κατά τη διερεύνηση του σκανδάλου.

Συνεπώς η απόδοση σε έναν τέως πρωθυπουργό μιας κατηγορίας που δεν έχει στοιχειοθετηθεί θα αποτελούσε σκάνδαλο, του οποίου η αποφυγή δεν είναι δυνατόν να εκληφθεί ως... «μεγαλοψυχία». Αν τα πράγματα ήταν αλλιώς, εάν τεκμηριώνονταν, πρώτον, η «σκευωρία» και, δεύτερον, η εμπλοκή του Τσίπρα σε αυτήν, κανενός είδους «μεγαλοψυχία» δεν θα βλέπαμε να εκφράζεται από την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό.

Η σκοπιμότητα

Στην πραγματικότητα η έκφραση της πρωθυπουργικής «μεγαλοψυχίας» δεν είναι τίποτε άλλο από μια «παγίδα» η οποία στήνεται στον τέως πρωθυπουργό:

  • Πρώτον, στην κυβερνητική επικοινωνιακή διαχείριση δεν προτάσσεται η απουσία στοιχείων, αλλά η υποτιθέμενη πρωτοβουλία του διαδόχου του. Με τον τρόπο αυτόν επιχειρείται να μείνει μια σκιά πάνω στον Τσίπρα ανεξαρτήτως της κατάληξης της έρευνας. Χωρίς μάλιστα ο Μητσοτάκης να κατηγορηθεί για ρεβανσισμό.
  •  Δεύτερον, διαχωρίζονται ο Τσίπρας και ο Παπαγγελόπουλος, ο οποίος θα διερευνηθεί από την Προκαταρκτική Επιτροπή της Βουλής ύστερα από «σαφείς ενδείξεις για αθέμιτες παρεμβάσεις του στη Δικαιοσύνη», ώστε να δημιουργηθεί «ρήγμα» μεταξύ τους, μήπως και βγει κάτι που εν συνεχεία θα φορτωθεί στον Τσίπρα, έστω και ως πολιτική ευθύνη. Η τακτική αυτή αναμένεται να συνεχιστεί και σε περίπτωση που τρέξει ανάλογη έρευνα για τα πεπραγμένα και άλλου υπουργού της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛΛ.
  • Τρίτον, επιχειρείται να φύγει η όποια πολιτική αντιπαράθεση επί της υπόθεσης αυτής από το επίπεδο του Μεγάρου Μαξίμου και να «κατέβει» σε αυτό των καταγγελλόντων τη «σκευωρία», ώστε ο Τσίπρας να εγκλωβιστεί σε σκιαμαχίες με διαφόρους... πρώην.
  • Τέταρτον, στο Μαξίμου φαίνεται να θεωρούν ότι ο Τσίπρας, ύστερα από τη «μεγαλόψυχη» κίνηση Μητσοτάκη, θα είναι δύσκολο στο μέλλον, εάν προκύψουν σκανδαλώδεις υποθέσεις κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Ν.Δ., να απειλεί σε προσωπικό επίπεδο τον Μητσοτάκη με διερεύνηση.

Το θέμα Σαμαρά

Στην πραγματικότητα ο πρωθυπουργός δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που τώρα αποφάσισε. Κυρίως επειδή δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορούσε να βρεθεί έστω και το ελάχιστο. Όχι μόνο για τον Τσίπρα, αλλά ακόμη και για τον Παπαγγελόπουλο, για τον οποίον μέχρι στιγμής, κατά τον Καλαφάτη, υπάρχουν μόνο «σαφείς ενδείξεις».

Για να κάνει διαφορετική επιλογή ο Μητσοτάκης, θα έπρεπε να αναλάβει ένα μεγάλο ρίσκο. Για ποιον όμως να το αναλάβει και γιατί; Ο... επισπεύδων στο εσωτερικό του κόμματός του, ο «θα σας πάω μέχρι τέλους», είναι ο Αντώνης Σαμαράς, ένας πρώην πρόεδρος της Ν.Δ. και πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος:

  • Έχει προσωπικά «προηγούμενα» με τον Τσίπρα επειδή τον έριξε μέσω της προεδρικής εκλογής και των πρόωρων εκλογών το 2015 και θεωρεί ότι εσκεμμένα τον έμπλεξε με τη Novartis. Έκτοτε ζητάει μανιωδώς εκδίκηση.
  • Είναι σφόδρα δυσαρεστημένος με τον Μητσοτάκη –και το δείχνει μέσω κύκλων και φιλικών του ΜΜΕ– καθώς θεωρεί ότι εξαπατήθηκε κατά την επιλογή του Έλληνα επιτρόπου στη νέα Κομισιόν χάνοντας τη θέση από τον Μαργαρίτη Σχοινά.

Η αλήθεια είναι ότι κανένας πρόεδρος κόμματος ή/και πρωθυπουργός δεν έχει την «καούρα» να υπερασπιστεί κάποιον από τους προκατόχους του στο κόμμα ή την κυβέρνηση, διότι έτσι αναλαμβάνει και τις ευθύνες που τον βαρύνουν. Άλλωστε –για να τα λέμε... όλα– ούτε ο Σαμαράς πήρε πάνω του τη διακυβέρνηση Καραμανλή όταν εγκαταστάθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου.

Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο όταν ο πρώην εξακολουθεί να παραμένει ενεργός, να έχει ισχυρές φιλοδοξίες και να προειδοποιεί –πάντα μέσω φιλικών του ΜΜΕ– ότι... «έχει ο καιρός γυρίσματα».

Γιατί, λοιπόν, ο Μητσοτάκης να αναλάβει ένα ρίσκο δυνητικά καταστροφικό; Είναι σαφώς προτιμότερο να αφήσει δυσαρεστημένο τον Σαμαρά, ο οποίος, στο κάτω - κάτω, εάν αποφασίσει να αντιδράσει διαφοροποιούμενος σε μόνιμη βάση, πρώτον θα το χρεώνεται και δεύτερον, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, θα χάνει ερείσματα και θα απομονώνεται. Η συνέχεια επί της οθόνης...

Πηγή: topontiki.gr



Σταύρος Χριστακόπουλος: Σχετικά με το Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου