Αθηνά Παπανικολάου
Έλα, έλα μου γνέφεις, θα μπουμπουνίσουμε τη σόμπα κι ύστερα θα ξαπλώσουμε πάνω στην κόκκινη φλοκάτη ν’ αρχίσουμε το παραμύθι. Θα σου κρατώ το χέρι, εσύ θα κοιτάζεις τις γρεντιές στο ταβάνι και θα περνάμε το ποτάμι ξανά και ξανά. Τη θυμάσαι τη γραμμή; Εσκί Σεχήρ -Κιουτάχεια- Αφιόν Καραχισάρ. Να, εκείνη η σκούρα χαραγματιά στη γρεντιά είναι ο Σαγγάριος, δες πως αλλάζει η γραμμή του, πώς στρίβει σαν φίδι φαρμακερό. Δες τα τα παλληκάρια πώς χώθηκαν ως το λαιμό μες στα νερά του, δες τι κουβαλάνε στις πλάτες τους, πώς γέρνουνε μπροστά.
Παππού δεν βλέπω πρόσωπα, πάνε χρόνια που δεν βλέπω τα μάτια τους, μόνο φωνές ακούω στα βιβλία, σαν κι αυτές που άκουγες εσύ όταν γύρισες πίσω κι η γιαγιά σ’ έτρεχε στις εκκλησιές, στα μοναστήρια και σε εγκοίμιζε σε ιερά Ασκληπιεία, μα εσύ επέμενες να τους φωνάζεις, άγριο, άγριο, άγριο, κακό πράμα ο πόλεμος. Κάτσε τώρα μην κουράζεσαι, μη λαχανιάζεις απ’ το περπάτημα, σκέπασε τα παγωμένα πόδια σου, σειρά μου τώρα, μεγάλωσα, θα σου διαβάσω από το Γκιάκ τη σκηνή που πετάλωσαν το λοχαγό σου. Θυμάσαι εκείνη τη στιγμή που πίσω από τους λόφους βλέπατε να τον καλιγώνουν ζωντανό; Πώς τό ‘μαθε αλήθεια ο Παπαμάρκου; Δεν μπορεί, κάποιος συστρατιώτης σου το είπε. Άραγε, σαν γύρισε κι αυτός, άκουγε τις φωνές του λοχαγού;
Κάναμε και μεις άγρια πράματα, μου ψιθυρίζεις. Πώς να τα πεις αλήθεια σ’ ένα παιδί;
Γι αυτό οι φωνές, γι αυτό η νυχτερινή εκστρατεία στις γρεντιές; Πώς μπόρεσες αλήθεια και τό ‘κανες σαν παραμύθι; Έλα σκεπάσου τώρα, κι αν γκρεμιστεί σου λέω, θα την κρατήσω τη γρεντιά με όλους της τους ρόζους και κείνη την μεγάλη καφετιά γραμμή, το ποτάμι, θα το διαβαίνουμε κάθε βράδυ μαζί, ξανά και ξανά, να μην αγριεύεις σαν θα περνάς αντίπερα στην έρημο, για να γυρίζεις πίσω, εδώ στον χειμωνιάτικο οντά, να ρίχνουμε κούτσουρα στη φωτιά, να σου κρατώ το χέρι και να μετρώ τους κόμπους του, Εσκί Σεχήρ, Κιουτάχεια, Αφιόν Καραχισάρ.
Έλα, έλα μου γνέφεις, θα μπουμπουνίσουμε τη σόμπα κι ύστερα θα ξαπλώσουμε πάνω στην κόκκινη φλοκάτη ν’ αρχίσουμε το παραμύθι. Θα σου κρατώ το χέρι, εσύ θα κοιτάζεις τις γρεντιές στο ταβάνι και θα περνάμε το ποτάμι ξανά και ξανά. Τη θυμάσαι τη γραμμή; Εσκί Σεχήρ -Κιουτάχεια- Αφιόν Καραχισάρ. Να, εκείνη η σκούρα χαραγματιά στη γρεντιά είναι ο Σαγγάριος, δες πως αλλάζει η γραμμή του, πώς στρίβει σαν φίδι φαρμακερό. Δες τα τα παλληκάρια πώς χώθηκαν ως το λαιμό μες στα νερά του, δες τι κουβαλάνε στις πλάτες τους, πώς γέρνουνε μπροστά.
Παππού δεν βλέπω πρόσωπα, πάνε χρόνια που δεν βλέπω τα μάτια τους, μόνο φωνές ακούω στα βιβλία, σαν κι αυτές που άκουγες εσύ όταν γύρισες πίσω κι η γιαγιά σ’ έτρεχε στις εκκλησιές, στα μοναστήρια και σε εγκοίμιζε σε ιερά Ασκληπιεία, μα εσύ επέμενες να τους φωνάζεις, άγριο, άγριο, άγριο, κακό πράμα ο πόλεμος. Κάτσε τώρα μην κουράζεσαι, μη λαχανιάζεις απ’ το περπάτημα, σκέπασε τα παγωμένα πόδια σου, σειρά μου τώρα, μεγάλωσα, θα σου διαβάσω από το Γκιάκ τη σκηνή που πετάλωσαν το λοχαγό σου. Θυμάσαι εκείνη τη στιγμή που πίσω από τους λόφους βλέπατε να τον καλιγώνουν ζωντανό; Πώς τό ‘μαθε αλήθεια ο Παπαμάρκου; Δεν μπορεί, κάποιος συστρατιώτης σου το είπε. Άραγε, σαν γύρισε κι αυτός, άκουγε τις φωνές του λοχαγού;
Κάναμε και μεις άγρια πράματα, μου ψιθυρίζεις. Πώς να τα πεις αλήθεια σ’ ένα παιδί;
Γι αυτό οι φωνές, γι αυτό η νυχτερινή εκστρατεία στις γρεντιές; Πώς μπόρεσες αλήθεια και τό ‘κανες σαν παραμύθι; Έλα σκεπάσου τώρα, κι αν γκρεμιστεί σου λέω, θα την κρατήσω τη γρεντιά με όλους της τους ρόζους και κείνη την μεγάλη καφετιά γραμμή, το ποτάμι, θα το διαβαίνουμε κάθε βράδυ μαζί, ξανά και ξανά, να μην αγριεύεις σαν θα περνάς αντίπερα στην έρημο, για να γυρίζεις πίσω, εδώ στον χειμωνιάτικο οντά, να ρίχνουμε κούτσουρα στη φωτιά, να σου κρατώ το χέρι και να μετρώ τους κόμπους του, Εσκί Σεχήρ, Κιουτάχεια, Αφιόν Καραχισάρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου