Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Ο Νίκος Καββαδίας για τις γυναίκες, τη ζωή, τη θάλασσα

Eπιμέλεια: Σπύρος Στάβερης



Ὁ Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε τὸ 1910 σὲ μία μικρὴ ἐπαρχιακὴ πόλη τῆς Μαντζουρίας, στὴν περιοχὴ τοῦ Χαρμπὶν ποὺ ἦταν στρατιωτικὴ βάση. Λεγόταν τότε Νικόλσκι Οὐσουρίσκι, κοντὰ στὸν ποταμὸ Οὐσσούρ. Ὁ πατέρας ἦταν ἐπιχειρηματίας. Διατηροῦσε γραφεῖο γενικοῦ ἐμπορίου -εἰσαγωγὲς / ἐξαγωγὲς / μεταφορές-, διακινοῦσε μεγάλες ποσότητες ἐμπορευμάτων, τροφίμων καὶ ἄλλων καταναλωτικῶν εἰδῶν καὶ συγχρόνως ἦταν προμηθευτὴς τοῦ τσαρικοῦ στρατοῦ. Σ᾿ αὐτὴ τὴ μικρὴ πόλη γεννήθηκαν τὰ τρία ἀπὸ τὰ τέσσερα παιδιὰ τῆς οἰκογένειας.

Τὸ 1914, στὴν ἀρχὴ τοῦ Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ πατέρας ἀποφάσισε νὰ φέρει τὴν οἰκογένεια στὴν Ἑλλάδα, καθὼς πλανιόταν στὸν ἀέρα ἡ ἐπερχόμενη ἀνατροπή. Ταξίδεψαν μὲ τὸν Ὑπερσιβηρικὸ σιδηρόδρομο δεκαπέντε ὁλόκληρες μέρες διασχίζοντας τὰ Οὐράλια Ὄρη κι ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἐνδοχώρας. Φτάσανε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου βρήκανε τ᾿ ἀδέρφια τῆς μάνας ποὺ εἶχαν ναυτικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ μὲ κάποιο καράβι τους, τοὺς περάσανε στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος. Φτάσανε στὴν Ἀθήνα ὅπου ἔμειναν στὸ ξενοδοχεῖο «Διάνα». Τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιὰ εἶδαν γιὰ πρώτη φορὰ θέατρο - Τὰ «Παναθήναια» μὲ τὴ Μαρίκα Κοτοπούλη.

Καταλήξανε στὴν Κεφαλονιὰ στὰ πατρικὰ σπίτια μὲ τὶς γιαγιάδες καὶ τοὺς παπποῦδες, τῆς μάνας στὴν Ἄσσο, τοῦ πατέρα στὸ Φισκάρδο. Δὲν ἔμειναν πολύ. Ἦρθαν στὸ Ἀργοστόλι ὅπου νοικίασαν ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ περιβόλι στὸ δρόμο τῆς Λάσσης, καὶ γράψανε τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιὰ στὸ Νηπιαγωγεῖο τῆς σχολῆς Ἑλένης Μαζαράκη, «Παρθεναγωγεῖο αἱ Μοῦσαι».

Ὁ πατέρας γύρισε στὴ Ρωσία γιὰ νὰ τακτοποιήσει τὶς ἐπιχειρήσεις του καὶ τὰ μικρὰ ἀπομεῖναν ξαφνιασμένα στὸ ἀνύποπτο ὡς τότε καὶ ἥσυχο Ἀργοστόλι, ποὺ ἄρχιζε νὰ τὸ τραντάζει ὁ ἀπόηχος τοῦ πολέμου. Ὑδροπλάνα, ὁπλιταγωγά, ἀτμάκατοι, συμμαχικὸς στρατός, Ἄγγλοι, Γάλλοι, Σενεγαλέζοι. Τὰ παιδιὰ τῆς οἰκογένειας βρίσκονταν κάθε ἀπόγευμα μὲ τὴ νταντὰ στὴν πλατεία.

Ὁ Νίκος Καββαδίας ξέφευγε κατὰ τὴ συνήθειά του γιὰ νὰ κάνει φιλίες μὲ στρατιῶτες τοῦ συμμαχικοῦ στρατοῦ, κατὰ προτίμηση τοὺς Σενεγαλέζους ποὺ τὸν ἐντυπωσίαζαν μὲ τὸ χρῶμα τους καὶ τὸ μπόι τους καθὼς τὸν σήκωναν ψηλὰ στὰ χέρια τους καὶ τοῦ χαρίζανε ταινίες ἀπὸ τὰ καπέλα τους καὶ ἄλλα ἀντικείμενα. Ἡ οἰκογένεια ἀποκλείστηκε στὴν Κεφαλονιὰ καὶ ὁ πατέρας ἀποκλείστηκε στὴ Ρωσία. Ἑφτὰ ὁλόκληρα χρόνια χάθηκαν τὰ ἴχνη του. Διώχθηκε, φυλακίστηκε, ἔχασε ὡς τὸ τελευταῖο του ρούβλι.

Γύρισε τὸ 1921, ταλαιπωρημένος, νευρασθενικὸς, ἄρρωστος -καὶ τὸ τραγικότερο, ξένος καὶ ἀνένταχτος. Μετακομίσαμε στὸν Πειραιᾶ, ὅπου ὁ Καββαδίας τελείωσε τὸ Δημοτικὸ στὴ σχολὴ ἀδελφῶν Μπάρδη. Συμμαθητές του ὁ Γιάννης Τσαρούχης καὶ ὁ πάπα-Πυρουνάκης".

"Στὸν Πειραιᾶ ὁ Καββαδίας καὶ τ᾿ ἀδέρφια του τελειώσανε καὶ τὸ Γυμνάσιο. Ἐκεῖ εἶχε συμμαθητὴ τὸ γιὸ τοῦ Παύλου Νιρβάνα, τὸν Κώστα Ἀποστολίδη, ποὺ τοῦ γνώρισε τὸν πατέρα του. Μένανε σ᾿ ἕνα σπίτι στὸ Νέο Φάληρο. Ὁ Καββαδίας πήγαινε συχνὰ - ἡ αὐστηρὴ παρακολούθηση τοῦ πατέρα εἶχε χαλαρώσει. Ἡ ἀρρώστια εἶχε ἀρχίσει νὰ τὸν λυγίζει.

Ὁ Νιρβάνας ὑπῆρξε γιὰ τὸν δεκαπεντάχρονο Καββαδία ὁ πρῶτος δάσκαλος. Τοῦ διάβαζε τὰ ποιήματα ποὺ ἔγραφε - βρίσκεται ἀνάμεσα στὰ βιβλία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἕνας μικρὸς τόμος μὲ χρονογραφήματα καὶ μὲ τὴν ἀφιέρωση: «Στὸ μικρό μου φίλο Ν. Καββαδία, ἀπὸ ἐκτίμηση στὸ νεαρό του τάλαντο.»

Συχνὰ ὁ ἡλικιωμένος συγγραφέας καὶ ὁ νεαρὸς ποιητὴς κάνανε μακρινοὺς περιπάτους στοὺς ἥσυχους δρόμους τοῦ ἤρεμου προαστίου μὲ τὶς διάσπαρτες βίλες. Ἕνα εἶδος σιωπηλῆς λατρείας εἶχε ὁ μικρὸς Καββαδίας γιὰ τὸν πολιτισμένο καὶ σοφὸ ἄνθρωπο, ποὺ τοῦ φέρθηκε σὰν ἴσο πρὸς ἴσο. Μία τέτοια φιλία εἶχε ἀργότερα καὶ μὲ τὸν Κ. Καρθαῖο ποὺ κι αὐτὸς ὑπῆρξε δάσκαλος κι ὁδηγητής του".

"Τὸ 1933 ἄφησαν τὸν Πειραιᾶ καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ἀθήνα. Μείνανε στὴν Κυψέλη - τὰ περισσότερα χρόνια, στὸ σπίτι τῆς ὁδοῦ Ἁγ. Μελετίου 10. Ἐκεῖ τοὺς βρῆκε ὁ πόλεμος. Πῆρε μέρος στὸν Ἀλβανικὸ καὶ γύρισε ἀπὸ τοὺς τελευταίους μὲ τὰ πόδια, ταλαιπωρημένος, ἀδύνατος, τρώγοντας ὅ,τι τοῦ ῾διναν οἱ νοικοκυρὲς στὰ χωριὰ ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε.

Στὰ χρόνια της Γερμανικῆς Κατοχῆς ἔμεινε στὴν Ἀθήνα καὶ πῆρε μέρος στὴν Ἀντίσταση, μέσα ἀπὸ τὶς γραμμὲς τοῦ Κ.Κ.Ε. Ἐκεῖ ὅπου Ἕλληνες ἀπὸ τὴ μία μεριὰ καὶ Γερμανοὶ καὶ Ταγματασφαλίτες ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔπαιζαν τὸ παιχνίδι τῆς γάτας μὲ τὰ ποντίκια. Τότε ποὺ γέμισαν τὰ Χαϊδάρια κι οἱ Καισαριανὲς καὶ δὲν ἤξερες ἂν τὸ βράδυ θὰ κοιμηθεῖς στὸ σπίτι σου ἢ στὴν Ἀσφάλεια τῆς ὁδοῦ Μέρλιν. Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ Στρατοῦ Κατοχῆς μπαρκάρισε ὑπὸ περιοριστικοὺς ὅρους καὶ ταξίδεψε σ᾿ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή του ὡς ἀσυρματιστής, μέχρι τὸ θάνατό του, στὶς 10 Φεβρουαρίου 1975"

Τζένια Καββαδία, από το μπλογκ Υδροναύτες

Πηγή:lifo.gr


–Αγαπάω (Ένα αδημοσίευτο ποίημα που έγραψε ο Νίκος Καββαδίας όταν ήταν 19 χρονών)


“Αγαπάω τ’ ό,τι θλιμμένο στον κόσμο,

Τα θολά τα ματάκια, τους άρρωστους ανθρώπους,

Τα ξερά, γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,

Τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.

Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ ένα δισάκι

Για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε.

Τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,

Τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε

Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν

Τον ιππότη που είδαν μια βραδιά στο όνειρό τους

Να φανεί απ τα βάθη του απέραντου δρόμου

Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους

Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια

Και δεν ξέρουν καλά αν θα γυρίσουν ποτέ πίσω

Αγαπάω, και θα θελα μαζί τους να πάω,

Κι ούτε πια να γυρίσω

Αγαπάω τις κλαμένες, ωραίες γυναίκες

Που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα.

Αγαπώ σε τούτον τον κόσμο ό, τι κλαίει

Γιατί μοιάζει με μένα.”



Γράμμα ενός αρρώστου


Φίλε μου Αλέξη, το 'λαβα το γράμμα σου
και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω
Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου
ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω...

Είναι καιρός όπου έπληξα διαβάζοντας
όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία
κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα
που να μου φέρει λίγη ποικιλία

Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα
σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε
και τ' άκουσα, στην κάμαρα σκοτείνιαζε
κι ο θόρυβος του δρόμου σταματούσε

Έκλαψα βέβαια, κάτω απ' την κουβέρτα μου
Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος
μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα
πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος

Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα
κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη
και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: Το Μάρτη...

Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
«Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!»
κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει

Να πεις σ' όλους τους φίλους χαιρετίσματα
κι αν τύχει ν' απαντήσεις την Ελένη
πως μ' ένα φορτηγό πες της μπαρκάρισα
και τώρα πια να μη με περιμένει

Αλήθεια, ο Χάρος ήθελα να 'ρχότανε
σαν ένας καπετάνιος να με πάρει
χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του
κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει

Αλέξη, νιώθω τώρα πως σε κούρασα
μπορεί κιόλας να σ' έκαμα να κλάψεις
δε θα 'βρεις, βέβαια, λόγια για μια απάντηση
μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις...





Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου