Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΛΛΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Της Ελένης Ζάχαρη

Κάποτε πριν πολλά χρόνια ο παππούς μου ξεκίνησε από το χωριό του, στη Φωκίδα, να πάει στρατιώτης στη Μικρά Ασία να πολεμήσει. Πήρε μέρος σε είκοσι δυο μάχες στο πλευρό του Μαύρου Καβαλάρη. Στο Σαγγάριο έζησε τη σφαγή των Ελλήνων στρατιωτών αλλά και την υποχώρηση του Μετώπου - λεπτομέρειες θα μου πείτε - Γύρισε πίσω μαζί με τον Πλαστήρα κάνοντας ότι μπορούσαν να μαζέψουν και γυναικόπαιδα που ούρλιαζαν μα δε συνωστίζονταν.

Όταν επέστρεψε. έκλεψε μια όμορφη και πλούσια κοπέλα. τη γιαγιά μου. μα δεν ήθελε να την αφήσει στο χωριό να βασανίζεται - ήδη μια αγελάδα είχε προκαλέσει την αποβολή του πρώτου παιδιού τους - ήρθε λοιπόν στην Αθήνα, συγκεκριμένα στον Πειραιά κι άρχισε να δουλεύει όπου μπορούσε μέχρι να μαζέψει χρήματα και να αγοράσει σπίτι ώστε να φέρει την οικογένειά του. Νυχτοφύλακας, φύλακας στις λαϊκές αγορές - τα πάντα - Δε σκέφτηκε ούτε στιγμή να πουλήσει την περιουσία τους. Έτρωγε φασόλια που έβραζε τρεις ημέρες. Λίγο πριν τον πόλεμο κατάφερε να μαζέψει χρήματα, να πάρει με τον ξάδερφο της γιαγιάς μου ένα μεγάλο οικόπεδο κι έχτισαν τα σπίτια και το μαγαζί αργότερα.

Λίγο μετά την Κατοχή ο μεγάλος γιος πέθανε από μηνιγγίτιδα, κι έτσι του έμεινε ο πατέρας μου μωρό, και η μεγάλη κόρη. Συνέχισαν με τη γιαγιά μου να δουλεύουν πολύ σκληρά κι έφτιαξαν κι εδώ μια σημαντική περιουσία για τα παιδιά και κυρίως για τα εγγόνια.

Πού να φανταστεί ένας ήρωας του Μικρασιατικού Μετώπου πως μια μέρα θα έπρεπε κάποιοι να διεκδικούν μερίδιο από εκείνα που έφτυνε αίμα για να δημιουργήσει;

Η δε γιαγιά μου - και το λέω με καμάρι - έχοντας παράξενες αντιλήψεις για κάθε εποχή, αγανακτούσε με τη φτώχεια και την πείνα, πράγμα που σήμαινε πως ο πατέρας μου έπαιρνε παπούτσια όταν "πέθαιναν" αυτά που είχε, και πως κάθε βράδυ ένα φάντασμα γύρναγε στη γειτονιά κουβαλώντας τρόφιμα στην ποδιά της στα σπίτια όσων πεινούσαν - που να φέρει αντίρρηση ο παππούς όσο σκληρός κι αν ήταν - κανείς δεν ήξερε ποια ήταν η σκιά μέχρι που κάποιος κατάλαβε πως ήταν η Αρχόντισσα, η κυρά  Λένη - από εκεί και το Λένη - γιατί έτσι με φωνάζουν.

Τα χρόνια που πέρασαν τα όνειρα που είχαν ήταν να δουν εγγόνια γιατί "οι κόποι" τους μόνο έτσι θα είχαν αξία - και είδαν, όπως και δισέγγονα - και άρχισαν να σκέφτονται πως τα εγγόνια τους πρέπει να σπουδάσουν για να ζήσουν καλύτερες μέρες απ' αυτούς. Άλλωστε ήταν και των οικογενειών τους συνήθεια.

Μα τα όνειρα για καλύτερη ζωή, παππού και γιαγιά, διαψεύδονται σήμερα με το χειρότερο τρόπο. Όσα μας φτιάξατε κινδυνεύουν να περάσουν στα χέρια απατεώνων και κλεφτών επειδή κάποιοι το αποφάσισαν, οι σπουδές που κάναμε κινδυνεύουν να αχρηστευτούν μια και δεν εξασφαλίζουν τα προς το ζην - μα Δόξα τω Θεώ εξασφαλίζουν ανοιχτό μυαλό - Τα δισέγγονά σας πορεύονται σ' ένα αβέβαιο και σκοτεινό αύριο ΚΑΙ Η ΧΩΡΑ ΠΑΠΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΟΛΗ ΜΑΣ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΕΚΑΝΕ ΜΙΑ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΑΙΜΑΤΟΣ σε κάθε πόλεμο, ξεπουλιέται από άχρηστους απογόνους αυτών που κυβερνούσαν και στην εποχή σας.

Καταργούν παππού και γιαγιά τις παροχές στην υγεία, τη δημόσια περίθαλψη, απολύουν καθηγητές και δασκάλους κι ετοιμάζονται να κλείσουν Σκολειά - θυμάσαι παππού που μου μάθαινες το "Φεγγαράκι μου λαμπρό" - και μου έλεγες πως είναι το πιο σπουδαίο να μάθεις γράμματα κι ακόμα σπουδαιότερο να είσαι Δάσκαλος;

Κλείνουν τα μικρομεσαία μαγαζιά. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό. Έμπορος ήσουν κι από τους καλύτερους, αργότερα. Ευτυχώς παππού που με έμαθες να διαβάζω Ιστορία κι ας μαλώναμε που έλεγες να πάμε με τους παπικούς. Τώρα θα καταλάβαινες πως καλά κάναμε και δεν πήγαμε.

Αλήθεια παππού, θα περίμενες, πεθαίνοντας περίπου εκατό χρονών, πως θα ερχόταν μια μέρα που οι άνθρωποι θα έψαχναν στα σκουπίδια για φαγητό;


Κι όμως παππού, στα σκουπίδια ψάχνουν. Και μένουν στο δρόμο Και είναι άθλιοι και νηστικοί. Άρρωστοι και χωρίς δουλειά. Και ρε παππού, ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο;

Ότι όλοι μένουν απαθείς γιατί φοβούνται!
 

Εσύ δεν φοβήθηκες ποτέ;

όταν πολεμούσες. Όταν βρισκόσουν στον εμφύλιο. Όταν ο γιος σου πέθαινε.

Γιατί δεν φοβήθηκες παππού; γιατί;

και γιατί τόλμησες να δουλέψεις; Δεν έπρεπε να σκεφτείς πως κάποια μέρα θα τα πάρουν αυτοί για να ξεχρεώσουν όσα έκλεψαν; Τη σύνταξη του μπαμπά την πετσοκόβουν κι ας πλήρωνε  - με όλα τα προβλήματα που αυτοί δημιούργησαν - για την ανώτερη.

Υπάρχουν ηλικιωμένοι παππού που πεινάνε και που δε μπορούν να αγοράσουν ούτε τα φάρμακα τους. Παιδιά που δε θα μπορέσουν να μάθουν γράμματα γιατί κάποιοι τα θέλουν αγράμματους εργάτες!

Όλη η χώρα παππού, καταδικασμένη σε θάνατο. Κοίτα για τι ακριβώς πολέμησες.


Λένη ---