Του Νίκου Ξυδάκη
Η προεκλογική συζήτηση και η μετεκλογική πορεία της Γερμανίας
ουδέποτε απασχόλησε την Ελλάδα ή και την Ευρώπη τόσο έντονα όσο τώρα.
Ευλόγως. Ουδέποτε η γερμανική πολιτική βούληση επηρέαζε τόσο έντονα τις
τύχες των Ευρωπαίων όσο τώρα - εκτός των δύο μεγάλων πολέμων του 20ού
αιώνα. Ουσιαστικά, το φλέγον δεν είναι καν η προεκλογική συζήτηση, αλλά
το πώς σκέφτονται πολιτικά οι Γερμανοί, κυρίως πώς βλέπουν την Ευρώπη
και τους εαυτούς τους μέσα σ’ αυτήν.
Η σκέψη, η στάση, το φαντασιακό των Γερμανών,
αυτών των Γερμανών, δύο γενιές μετά την πτώση του Τείχους και μιάμιση δεκαετία μετά την ενοποίηση, μας είναι λίγο-πολύ άγνωστα, ή τουλάχιστον μας προβληματίζουν. Η Αγκελα Μέρκελ, πρώην Ανατολική και μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας, δεν φέρει την πολιτική και πνευματική σκευή του Βίλι Μπραντ, του Χέλμουτ Σμιντ ούτε καν του Χέλμουτ Κολ.
Κανείς από τη σημερινή πολιτική ελίτ της Γερμανίας δεν μοιράζεται τα βιώματα των παλαιών ηγετών της Δυτικής Γερμανίας, άρα ούτε και τις πολιτικές σκέψεις τους. Ο διακεκριμένος κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ, αναλύοντας την πολιτική της συμπατριώτισσάς του καγκελαρίου, τη χαρακτηρίζει «μερκιαβελισμό»: επιδιώκει να τη φοβούνται στο εξωτερικό και την αγαπούν στο εσωτερικό. Αυτό δεν μπορούσε να το διανοηθεί ο Αντενάουερ, ούτε ο Βίλι Μπραντ, που γονατιστός στη Βαρσοβία ζητούσε συγγνώμη για το Ολοκαύτωμα.
Η πολιτική ατζέντα στη Γερμανία διαμορφώνεται για εσωτερική κατανάλωση
όπως και εδώ εξάλλου, έως ότου ξέσπασε η κρίση και σάρωσε την επαρχιακή μας μακαριότητα. Οι ηγέτες της Γερμανίας λένε στον λαό ό,τι τον καθησυχάζει και αφήνουν τα δαιμόνια του ταραγμένου κόσμου έξω από τα σύνορα. Η μνήμη, που τόσο βασάνισε τις πρώτες μεταπολεμικές γενιές, τώρα εξορίζεται· τη θέση της παίρνει ο υποκριτικός πραγματισμός και η ηθικολογία του περιχαρακωμένου μικροαστού. Ο,τι έγινε, έγινε στο απώτερο παρελθόν, εμείς δουλέψαμε σκληρά και προκόψαμε, οι άλλοι είναι τεμπέληδες και αγνώμονες.
Το στερεότυπο αυτό υφέρπει κάτω από τον ωμό πραγματισμό του υπουργού Σόιμπλε και την αμφισημία της καγκελαρίου Μέρκελ. Η εφημερίδα Die Zeit υπενθύμισε αυτές τις μέρες ότι η Γερμανία ορθοπόδησε μεταπολεμικά χάρη στο αμερικανικό Σχέδιο Μάρσαλ και στη διαγραφή των χρεών με τη Συμφωνία του Λονδίνου το 1953. (Θα προσθέταμε: χάρη και στην εργασία εκατομμυρίων μεταναστών από τον Νότο.)
Δηλαδή, το γερμανικό θαύμα πυροδοτήθηκε με ό,τι αρνείται τώρα
στους τεμπέληδες Νότιους ο Β. Σόιμπλε. Αυτή ακριβώς η μνήμη έχει διαγραφεί, του 1945, του 1953 αλλά και της πρόσφατης ενοποίησης· η μνήμη που έκανε τις ταινίες του Φασμπίντερ και του Βέντερς, τα βιβλία του Χ. Μπελ, τη ζωγραφική του Ρίχτερ, να συγκροτούν ευρωπαϊκό πολιτισμό, και όχι μόνο γερμανικό.
Αλλά όπως επισημαίνει ο επικριτής του Σόιμπλε, ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας, «η Γερμανία δεν χορεύει, λαγοκοιμάται πάνω σ’ ένα ηφαίστειο». Το ηφαίστειο είναι η ασύμμετρη Ευρώπη, η εξασθενημένη και παρακμάζουσα Ευρώπη, με το ογκούμενο έλλειμμα δημοκρατίας και τη ραγισμένη ταυτότητα, σε έναν κόσμο αυξημένης αβεβαιότητας και διακινδύνευσης.
Από την Καθημερινή
Η σκέψη, η στάση, το φαντασιακό των Γερμανών,
αυτών των Γερμανών, δύο γενιές μετά την πτώση του Τείχους και μιάμιση δεκαετία μετά την ενοποίηση, μας είναι λίγο-πολύ άγνωστα, ή τουλάχιστον μας προβληματίζουν. Η Αγκελα Μέρκελ, πρώην Ανατολική και μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας, δεν φέρει την πολιτική και πνευματική σκευή του Βίλι Μπραντ, του Χέλμουτ Σμιντ ούτε καν του Χέλμουτ Κολ.
Κανείς από τη σημερινή πολιτική ελίτ της Γερμανίας δεν μοιράζεται τα βιώματα των παλαιών ηγετών της Δυτικής Γερμανίας, άρα ούτε και τις πολιτικές σκέψεις τους. Ο διακεκριμένος κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ, αναλύοντας την πολιτική της συμπατριώτισσάς του καγκελαρίου, τη χαρακτηρίζει «μερκιαβελισμό»: επιδιώκει να τη φοβούνται στο εξωτερικό και την αγαπούν στο εσωτερικό. Αυτό δεν μπορούσε να το διανοηθεί ο Αντενάουερ, ούτε ο Βίλι Μπραντ, που γονατιστός στη Βαρσοβία ζητούσε συγγνώμη για το Ολοκαύτωμα.
Η πολιτική ατζέντα στη Γερμανία διαμορφώνεται για εσωτερική κατανάλωση
όπως και εδώ εξάλλου, έως ότου ξέσπασε η κρίση και σάρωσε την επαρχιακή μας μακαριότητα. Οι ηγέτες της Γερμανίας λένε στον λαό ό,τι τον καθησυχάζει και αφήνουν τα δαιμόνια του ταραγμένου κόσμου έξω από τα σύνορα. Η μνήμη, που τόσο βασάνισε τις πρώτες μεταπολεμικές γενιές, τώρα εξορίζεται· τη θέση της παίρνει ο υποκριτικός πραγματισμός και η ηθικολογία του περιχαρακωμένου μικροαστού. Ο,τι έγινε, έγινε στο απώτερο παρελθόν, εμείς δουλέψαμε σκληρά και προκόψαμε, οι άλλοι είναι τεμπέληδες και αγνώμονες.
Το στερεότυπο αυτό υφέρπει κάτω από τον ωμό πραγματισμό του υπουργού Σόιμπλε και την αμφισημία της καγκελαρίου Μέρκελ. Η εφημερίδα Die Zeit υπενθύμισε αυτές τις μέρες ότι η Γερμανία ορθοπόδησε μεταπολεμικά χάρη στο αμερικανικό Σχέδιο Μάρσαλ και στη διαγραφή των χρεών με τη Συμφωνία του Λονδίνου το 1953. (Θα προσθέταμε: χάρη και στην εργασία εκατομμυρίων μεταναστών από τον Νότο.)
Δηλαδή, το γερμανικό θαύμα πυροδοτήθηκε με ό,τι αρνείται τώρα
στους τεμπέληδες Νότιους ο Β. Σόιμπλε. Αυτή ακριβώς η μνήμη έχει διαγραφεί, του 1945, του 1953 αλλά και της πρόσφατης ενοποίησης· η μνήμη που έκανε τις ταινίες του Φασμπίντερ και του Βέντερς, τα βιβλία του Χ. Μπελ, τη ζωγραφική του Ρίχτερ, να συγκροτούν ευρωπαϊκό πολιτισμό, και όχι μόνο γερμανικό.
Αλλά όπως επισημαίνει ο επικριτής του Σόιμπλε, ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας, «η Γερμανία δεν χορεύει, λαγοκοιμάται πάνω σ’ ένα ηφαίστειο». Το ηφαίστειο είναι η ασύμμετρη Ευρώπη, η εξασθενημένη και παρακμάζουσα Ευρώπη, με το ογκούμενο έλλειμμα δημοκρατίας και τη ραγισμένη ταυτότητα, σε έναν κόσμο αυξημένης αβεβαιότητας και διακινδύνευσης.
Από την Καθημερινή