Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΨΗΦΟΦΟΡΟΣ

του Θάνου Αθανασιάδη






Μπήκα στον πειρασμό να χρησιμοποιήσω το ερωτηματολόγιο του Προυστ, όπως είχα συζητήσει και με ένα φίλο, ο οποίος με είχε προτρέψει προς τούτο. Η περίπτωση που είχε αναφερθεί εκείνος ήταν διαφορετική από τη δική μου σκέψη – άλλος ήταν ο προταθείς υποψήφιος να απαντήσει, εγώ αλλού κατέληξα.

Στο δικό μου μυαλό, οι απαντήσεις που πρέπει να δοθούν, πρέπει να δοθούν από το εκλογικό σώμα, αυτούς που το απαρτίζουν, τους ενεργούς ψηφοφόρους αυτής της Χώρας. Και γιατί, θα αναρωτηθεί κάποιος, να κάνουμε ψυχογράφημα σε έναν ολόκληρο λαό; Το ερωτηματολόγιο αφορά και απευθύνεται σε έναν κάθε φορά, όχι σε μιλιούνια. Σύμφωνοι, και πολύ σωστό το ερώτημα, αλλά εγώ σκέφτηκα ότι το εκλογικό σώμα – Δημοκρατία έχουμε, έτσι δεν είναι; - αποφασίζει συλλογικά, και μάλιστα με έναν ιδιότυπο τρόπο τώρα τελευταία: Ο πρώτος πριμοδοτείται, σαν να τον ψήφισαν κι άλλοι, περισσότεροι. Είναι κάτι σαν να είμαστε μια παρέα από δέκα άτομα, να προσπαθούμε να βάλουμε μια κατσαρόλα στη φωτιά, να λέει ο καθένας το δικό του αγαπημένο φαγητό και δυο να λένε το ίδιο. Με αυτό το σύστημα που έχουμε τώρα, αν οι δυο πουν «φακή» και καθένας από τους οχτώ λέει διαφορετικό, φακή θα μπει στο τσουκάλι, δεν είμαστε για περισσότερα έξοδα.

Αν το καλοσκεφτείς, βέβαια, σε δυο θα αρέσει η φακή, σε οχτώ όχι…… 

Έβαλα λοιπόν κατά νου τα εξής:
Ποιος ψηφίζει, ποιον ψηφίζει, γιατί τον ψηφίζει, πότε τον ψηφίζει.
Και απάντησα αντίστροφα:
Τον ψηφίζει, όποτε έχουμε εκλογές.
Τον ψηφίζει, επειδή αυτό του εμπεδώθηκε.
Ψηφίζει αυτόν που εγγυάται σταθερότητα και υπόσχεται ανάπτυξη.

Το πρώτο ερώτημα, αυτό που άφησα τελευταίο, μου φάνηκε και το δυσκολότερο:

Τι θα πει «ποιος ψηφίζει;» 

«Ο ψηφοφόρος, φυσικά», θα πει κάποιος  - ενδεχομένως χαμογελώντας και με τη δυσκολία μου να αντιληφθώ το αυτονόητο.

Εντάξει, λοιπόν, αυτό είναι αυτονόητο. Για να δοκιμάσω λοιπόν εγώ να κάνω το αυτονόητο πιο δυσνόητο, για να δικαιολογηθώ και εξηγήσω και τη δυσκολία μου. Ας κάνω ένα πιο εξειδικευμένο ερώτημα:

«Κάθε ψηφοφόρος ψηφίζει;» 

«Όχι», θα απαντήσει ο εξυπνότερος από εμένα, τον αδαή. 
«Αλλιώς δε θα είχαμε αποχή, ούτε λευκά, ούτε  - επίτηδες – άκυρα».

Να λοιπόν που τελικά δεν ψηφίζει «ο ψηφοφόρος», γενικά κι αόριστα, αλλά εκείνος ο ψηφοφόρος που επιλέγει:
α) να μην απέχει, δηλαδή να πάει στο εκλογικό τμήμα την ημέρα των εκλογών, και
β) να ψηφίσει, όχι λευκό, όχι άκυρο, αλλά το κόμμα της επιλογής του.

Όπως με τη φακή που τη θέλουν δυο, αν ένας πει «ψάρι», ένας «τραχανά», ένας «παϊδάκια» κι ένας «γλαρόσουπα» (αυτός είναι ο επίτηδες άκυρος !!), και τέσσερις πουν «δε με νοιάζει, ό,τι να ‘ναι, μόνο κάποιος να μαγειρέψει» (να 'τος κι ο λευκός!!), η κατάληξη θα είναι:
Α) να φάμε όλοι φακή,
Β) να μη φάει κανείς από τους  - περισσότερους – τρεις το φαγητό της επιλογής του,
Γ) ο άκυρος να φάει τη μουρμούρα του και την κουταμάρα του, κι ας μην του αρέσει,
Δ) οι τέσσερις να φάνε «ό,τι είπαν οι πολλοί».

Όμως οι τέσσερις αδιάφοροι είναι «πιο πολλοί» από τους δυο, οι τρεις «μοναχοφάηδες» είναι «πιο πολλοί» από τους δυο και ο ένας . . . ας ψάχνει να πιάσει γλάρο.

Εν τω μεταξύ, νομίζω ότι θα καταλάβατε ήδη ότι κάποιους ξεχάσαμε:

Αυτούς που απέχουν! 

Αυτοί δεν τρώνε;
Αυτοί δεν έχουν ανάγκες;
Τους αρέσει να κοιτάνε το τραπέζι από μακριά;
Δεν έχουν αγαπημένο φαγητό;
Είναι τόσο μπουχτισμένοι από το ερώτημα: «τι θα φάμε σήμερα», που απαξιούν και τη γνώμη τους να πουν;
Μήπως δεν έχουν ιδέα τι θέλουν να φάνε;
Δεν ξέρουν τι τους αρέσει;

Μα, και τα πρόβατα, αν τους βάλεις ψάρι, δεν το τρώνε.
Να μη μιλήσω για τους λύκους, που δε δοκίμασαν ποτέ τους λαχταριστό ανανά.
Όποιοι κι αν το διαλέξουν για χάρη τους και για λογαριασμό τους.

Παράδοξο, δε βρίσκετε;

Τελικά δεν ήταν τόσο απλή η αρχική ερώτηση, ή δεν ήταν και τόσο «γενικού περιεχομένου».

Ποιος ψηφίζει, άραγε;

Για να δούμε, γίνεται να διευκολυνθούμε, για να βρούμε και τη σωστή απάντηση;

Μια που γράφω εις την καθομιλουμένην νεοελληνικήν, νομίζω ότι το ελάχιστο ποσοστό των συνανθρώπων μου από άλλες χώρες, μπορώ, για τις ανάγκες του παρόντος, να τους παρακάμψω. Συγχωρέστε με, φίλοι, είναι ζήτημα εθνικόν, καταλαβαίνετε.

Στατιστικά λοιπόν, το 51% του πληθυσμού, περισσότερο από το μισό, αποτελείται από γυναίκες. Εάν, δηλαδή, ψηφίζαμε στην κόντρα, ένας προς έναν, οι γυναίκες θα νικούσαν. 

Θα σκεφτεί τώρα, και λογικά, κάποιος:
«Και γιατί να πηγαίναμε στην κόντρα;
Διαφορετικά είναι τα πράγματα για τους άντρες, από ό,τι για τις γυναίκες;»

Και ναι, και όχι, θα πω εγώ. 
Ναι, επειδή η ζωή η άτιμη και η μπαμπέσα, είναι μία για όλους
Όχι, επειδή οι γυναίκες στην Ελλάδα ψηφίζουν από το Σωτήριον Έτος 1944 μ.Χ.

Φοβερό, ε;
Αντιγράφω ένα κομματάκι, διαβάστε, αν θέλετε, και το υπόλοιπο, από κάτι που βρήκα εδώ:
«Στην Ελλάδα, το 1868-1870 η Αιμιλία Κτενά και η Καλλιρρόη Κεχαγιά ζήτησαν ίση αμοιβή για ίση εργασία.
Το 1930, μετά από σκληρούς αγώνες των γυναικών και ύστερα από πολλές συζητήσεις, δίνεται στην Ελληνίδα το δικαίωμα ψήφου υπό όρους.
α) Μόνο για τις δημοτικές εκλογές.
β) Μόνο για να εκλέγει, όχι να εκλέγεται.
γ) Μόνο οι εγγράμματες είχαν δικαίωμα να ψηφίσουν.
δ) Μόνο όσες ήταν πάνω από 30 χρονών.
Αλλά το 1930 το 70% των γυναικών στην Ελλάδα, άνω των 30 χρονών, ήταν αγράμματες. Επρόκειτο λοιπόν για καθαρή κοροϊδία.
Το 1934 οι γυναίκες καλούνται να ψηφίσουν, για πρώτη φορά, στις δημοτικές εκλογές. Στις εκλογές εκείνες, ψήφισαν μόνο 240 γυναίκες σε όλη την Ελλάδα. Οι εκλογές εκείνες, ήταν οι πρώτες στην ιστορία του τόπου, όπου οι γυναίκες, έστω και υπό όρους, είχαν το δικαίωμα ψήφου.
Μερικά χρόνια αργότερα, μέσα στην κατοχή, στην ελεύθερη Ελλάδα αναγνωρίζεται τυπικά και ουσιαστικά η ισότητα της γυναίκας. Έτσι, για πρώτη φορά οι γυναίκες έχουν ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους άνδρες.
Στις 23 Απρίλη του 1944 γίνονται οι πρώτες εκλογές στην ελεύθερη Ελλάδα και στο Εθνικό Συμβούλιο (Βουλή) εκλέγονται οι πρώτες γυναίκες βουλευτές: Χρύσα Χατζηβασιλείου, Μαρία Σβώλου, Καίτη Νισυρίου-Ζεύγου, Μάχη Μαυροειδή, Φωτεινή Φιλιππίδη».

Άρα το 51% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, εδώ κι εξήντα χρόνια θα μπορούσε να έχει την εξουσία, αφού του επέτρεψαν να εκλέγει  κ α ι   να εκλέγεται.


«Του επέτρεψαν»…. Λίγο υποτιμητικό ακούγεται αυτό. Τέλος πάντων, ας ακούγεται όπως θέλει, υποτιμητικό ξεϋποτιμητικό – και ειδικά αφού έγινε μετά από πολλούς πραγματικά αγώνες και κατέληξε, όπως κατέληξε.

Και πώς κατέληξε δηλαδή;

Έλα μου ντε, αυτό είναι ένα πραγματικά σοβαρό υποερώτημα!

Πώς κατέληξε, αφού δεν κυβερνά το 51% του πληθυσμού;
Πώς πέτυχε τους στόχους του, αφού εν τέλει, εν έτει 2013, μιλάμε ακόμη για παράδοξες «ενισχύσεις» της γυναικείας συμμετοχής στην πολιτική, με ποσοστώσεις και ενώσεις και διάφορα αδιάφορα για το παρόν ζήτημα;

Μικρή ανακεφαλαίωση:

Α) Ψάχνουμε να βρούμε ποιος ψηφίζει και  γνωρίζουμε ότι - με απόλυτους όρους πλειοψηφίας – το 51% θα μπορούσε να διοικεί τη χώρα.

51% είναι μόνες τους οι γυναίκες της Χώρας.

Β) Ψάχνουμε να βρούμε και ποιος απέχει. Ποιος δεν ενδιαφέρεται να αποφασίσει τι θα φάει, αν θα φάει, αν θα του αρέσει το φαΐ και άλλα τέτοια που εμπεριέχουν και φακή που έχει σίδηρο και κάνει καλό, εκτός κι αν έχεις αλλεργία στα όσπρια.  

Επί των ανωτέρω, θα πρέπει  - επιτέλους - να γίνει εδώ η αναφορά στην Ελληνίδα Μάνα. Μπορεί να μην επικράτησε εδώ η μητριαρχία, όπως στην Κίνα, αλλά οι θηλυκού γένους Έλληνες πολίτες στήριξαν τα ένστολα παιδιά μας στα βουνά της Πίνδου κόντρα στους Ιταλούς, το καμάρι της οικογενείας μπορεί να μείνει έως και τα 45 του στο σπίτι, τα μεταπτυχιακά και τα διδακτορικά συντηρούνται ακόμη κι από της γιαγιάς (του παιδιού μου το παιδί, δυο φορές παιδί μου) τη σύνταξη. Ο Έλλην πατέρας καλά τα πάει, αλλά έχει επωμιστεί ρόλους που συμπληρωματικά μάλλον λειτουργούν επί της βάσης των οικογενειακών συνοχών, παρά σε κύρια θέση: Να φέρει το ψωμί, να φωνάξει, άμα το βλαστάρι παρεκτραπεί, να είναι η έξωθεν καλή μαρτυρία της ηθικής της οικογενείας, να λειτουργήσει ως ανασχετικός των εξωτερικών επιθέσεων παράγων, ως ασπίδα, όσο τα γυναικόπαιδα προκόβουν μέσα στην εστία.

Υφίσταται, βεβαίως, και η χειραφέτηση. Το "η γυναίκα στο σπίτι, ο άντρας στη δουλειά" συνιστά μέρος μόνο της πραγματικότητας, και δη της τάξης του 40% πλέον. Μη σας φαίνεται μεγάλο το ποσοστό, είναι πραγματικό στην επαρχία, και η επαρχία αποτελεί το 60%  του πληθυσμιακού προφίλ, αλλά εκτείνεται στο 90% της εδαφικής επικράτειας.

Υπάρχουν ένα σωρό άλλα καλά που μπορεί να πει κανείς για την Ελληνίδα Μάνα, άλλες φορές διακωμωδημένα, πολλές φορές υπερεκτιμημένα, αλλά πάντοτε στα πλαίσια μιας πραγματικότητας, η οποία καμία σχέση δεν έχει με το ευρωπαϊκό μοντέλο (μάλλον με κανένα άλλο μοντέλο!) οικογενείας.

Θεσπέσια όλα αυτά ... το 2007. Βρισκόμαστε στο τέλος του 2013.

Τι λέτε; Κάνουμε μαζί το Ερωτηματολόγιο; Έχετε υπ' όψιν σας ότι ως δείγμα πήρα σχεδόν κάθε μάνα που ξέρω, καλή - κακή, δύστροπη - καλόβολη, εύχαρι - μουρτζούφλω, φτωχή - πλούσια, νέα - λιγότερο νέα (δεν υπάρχουν γριές στην Ελλάδα, όλες 28 είναι).


Ποια είναι για σας η εικόνα της απόλυτης ευτυχίας;
Να δω τα παιδιά μου παντρεμένα με καλούς ανθρώπους και αποκατεστημένα σε καλές θέσεις, σύμφωνα με τα προσόντα τους, τα οποία είναι πάρα πολλά, να ξέρετε!
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Μην πάθουν κάτι τα παιδιά!
Με ποια ιστορική μορφή ταυτίζεστε περισσότερο;
Με τη Γυναίκα της Πίνδου.
Τι θεωρείτε ως έσχατο βαθμό δυστυχίας;
Να πάθουν κάτι τα παιδιά!
Σε ποιες περιπτώσεις λέτε ψέματα;
Αν χρειαστεί να καλύψω το παιδί.
Ποιο ταλέντο θα θέλατε να είχατε;
Θα ήθελα να μπορούσα να διαβλέπω το μέλλον, για να προστατέψω τα παιδιά από τις κακοτοπιές και τους κακούς ανθρώπους.
Τι θα αλλάζατε στον εαυτό σας;
Θα ήθελα να ήμουν λίγο πιο καπάτσα, ώστε να έπειθα το σύζυγο να κάνει λίγη περισσότερη οικονομία, για να πάρουμε στη μικρή κι ένα σπιτάκι εδώ δίπλα μας - για τα γεράματα, ξέρετε.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας φανταστικός ήρωας;
Το γουρουνάκι που έφτιαξε το πέτρινο σπίτι.
Ποιοι είναι οι πραγματικοί σας ήρωες;
Η μητέρα μου και η γιαγιά μου. Και η κυρία Φλέμινγκ. Τόσα παιδιά έσωσε.
Αν μπορούσατε να διαλέξετε πώς να επιστρέψετε στη ζωή, τι θα θέλετε να είστε;
Θα ήθελα να είμαι η μάνα των παιδιών μου.
Πού θα θέλατε να ζείτε;
Σε ένα μεγάλο σπίτι, όπου θέλουν τα παιδιά, ώστε να είναι αυτόνομα με τις οικογένειές τους, αλλά να έχω κι εγώ έναν άνθρωπο δίπλα, να χαίρομαι τα εγγονάκια μου.
Τι σας λείπει περισσότερο;
Οι μέρες που ήμουν ανέμελη.
Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερό σας επίτευγμα;
Τα παιδιά μου
Ποιο εν ζωή πρόσωπο εκτιμάτε περισσότερο;
Για αυτό καλύτερα να ρωτήσετε τον άντρα μου.
Σε ποιο πράγμα προδώσατε τον εαυτό σας και μετανιώνετε περισσότερο γι’ αυτό;
Που δε σπούδασα και ίσως τα παιδιά μου ντρέπονται για μένα.
Για ποια προδοσία του εαυτού τους οικτίρετε τους άλλους;
Η μάνα μου δε με άφησε να σπουδάσω. Είχε τους λόγους της, αλλά κι εγώ ήθελα.
Ποιο εν ζωή πρόσωπο σιχαίνεστε περισσότερο;
Τους εχθρούς των παιδιών μου.
Ποιο είναι το αγαπημένο σας απόφθεγμα;
Έξι φορές να πέφτεις, να σηκώνεσαι επτά.
Τι νοσταλγείτε περισσότερο;
Τα νιάτα μου.
Ποιο είναι το πιο εξωφρενικό πράγμα που έχετε κάνει; 
Μια φορά, είχα τα παιδιά μικρά, αποφάσισα να μάθω κιθάρα. Μέχρι και δάσκαλο έφερα στο σπίτι. Ξόδεψα ένα σωρό χρήματα. Τίποτε δεν έμαθα - και ξόδεψα κι ένα σωρό χρήματα!
Ποιο είναι το αγαπημένο σας ταξίδι;
Κάπου με τα παιδιά.
Ποια θεωρείτε την πιο υπερεκτιμημένη αρετή; 
Τη μετριοφροσύνη. Τις περισσότερες φορές είναι το άλλο πρόσωπο της υποκρισίας.
Ποιο είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σας;
Είμαι καλή μάνα.
Ποιο χαρακτηριστικό προτιμάτε περισσότερο σε κάποιον;
Τη σοβαρότητα και τη σταθερότητα στις απόψεις του.
Τι θεωρείτε πιο σημαντικό στους φίλους σας;
Να μην είναι κουτσομπόληδες.
Ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που σας έχουν δώσει;
Τα παιδιά σου και τα μάτια σου.
Πότε κλάψατε για τελευταία φορά;
Την ημέρα που η μικρή πήρε το δεύτερο μεταπτυχιακό.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος μύθος για τη διασημότητα; 
Δεν ξέρει κανείς τι γίνεται στο σπίτι τους. Μπορεί να μην είναι τόσο ευτυχισμένοι, όσο λένε τα λαμπερά φώτα.
Διαλέξτε πέντε λέξεις που περιγράφουν τον εαυτό σας;
Σταθερή, σοβαρή, προσηλωμένη, σύζυγος, μητέρα.   
Ποια μουσική θα θέλατε να παίξουν στην κηδεία σας; 
Αυτή που θα αρέσει στον άντρα μου και στα παιδιά μου. Εκείνοι θα την ακούσουν, εγώ όχι. Αν είναι κάτι με κιθάρα, καλύτερα.
Τι θεωρείτε ως έσχατο βαθμό δυστυχίας; 
Να φύγουν τα παιδιά σου πριν από σένα.
Ποιες λέξεις ή φράσεις χρησιμοποιείτε υπερβολικά; 
Πρόσεχε!
Τι ή ποιον αγαπάτε περισσότερο στη ζωή σας;
Τα παιδιά μου.
Πότε και πού υπήρξατε ευτυχισμένη;
Στις γέννες των παιδιών μου.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς; 
Διάβασα Παπαδιαμάντη και Παλαμά και Σολωμό. Και ο Τσιφόρος μου αρέσει πολύ.
Ποια είναι τα αγαπημένα σας ονόματα;
Τα ονόματα των παιδιών μου.
Τι απεχθάνεστε περισσότερο; 
Την αχαριστία. Και το θράσος του ημιμαθούς.
Ποια είναι η παρούσα διανοητική σας κατάσταση; 
Νιώθω ένα βάρος, λόγω της οικονομικής κατάστασης, όπως την ακούω στην τηλεόραση. 
Αλλά ο άντρας μου λέει ότι όλα θα φτιάξουν.
Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον εαυτό σας, τι θα ήταν αυτό; 
Να μην είμαι τόσο ανυπόμονη.
Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στην οικογένεια σας, τι θα ήταν αυτό; 
Στη δική μου, αυτή που δημιούργησα, σχεδόν τίποτα.
Ποια θεωρείτε τη μεγαλύτερή σας επιτυχία; 
Το ότι έκανα δύο υπέροχα παιδιά.


Εδώ τελειώνει το ερωτηματολόγιο. Θα χαρακτηριστούν αφελείς, ίσως, οι απαντήσεις, δεν είναι όμως: είναι ενδεικτικές. Όχι του παρόντος χρόνου, αλλά του 2007.

Και το ερώτημα που τίθεται, δεν είναι αν ισχύει αυτό το ερωτηματολόγιο σήμερα, αλλά γιατί δεν ισχύει.

Τι λέτε, φωνάζουμε την καλή κυρία, να μας απαντήσει σε μια τελευταία ερώτηση;

- Κυρία, με την άδειά σας, μπορώ να σας κάνω μια τελευταία ερώτηση;
- Παρακαλώ!  Ό,τι θέλετε!
- Τι ψηφίζετε;
- Ό,τι πει ο άντρας μου.

Πάει το όνειρο.... Πάει το 51%, πάει η αυτοδυναμία και η πλειοψηφική κυβέρνηση....
Γρήγορα, ας ρωτήσουμε κάτι ακόμη!!

- Κυρία, πείτε μου κάτι ακόμη, αν θέλετε: 
Εσείς δεν είστε που θέλετε το καλύτερο για τα παιδιά σας; 
Θα έχετε ακούσει τι γίνεται στη σημερινή Ελλάδα, κοντά τέσσερα χρόνια τώρα. 
Γιατί δεν προσπαθείτε με την ψήφο σας να αλλάξετε αυτήν την κατάσταση;
Τα παιδιά σας τι λένε; Εργάζονται;

- Κοιτάξτε να δείτε, τα παιδιά είναι παιδιά. Ό,τι κι αν πουν, έχουν τα άγχη τους. Εμείς, οι γονείς, έχουμε την υποχρέωση να τα στηρίξουμε, αλλά όχι και στις κουτουράδες, ο σύζυγός μου είναι σαφής επ' αυτού. Ο μεγάλος δεν έχει ψηφίσει ποτέ, η μικρή σήκωσε αντάρτικο στο σπίτι και λέει ότι δεν πάει άλλο, πήγε και γράφτηκε στο ΣΥΡΙΖΑ πρόσφατα - και αυτό είναι ένα μελανό σημείο στις σχέσεις της οικογένειας από πέρισυ. Αλληλεγγύη και μετανάστες και μεταλλεία και πορείες και τέτοια, όλα αυτά διασπούν τη συνοχή της οικογένειας. Ο σύζυγός μου είναι σαφής, σαφέστατος. Μεγάλα παιδιά είναι, δε σημαίνει όμως αυτό ότι θα σηκώσουν και μπαϊράκι. Απολύεται, λέει, κόσμος. Κι εμείς τι να κάνουμε; Αν έτσι πρέπει; Λέτε αν εργάζονται. Όχι, αλλά έχουμε λάβει κι εμείς τα μέτρα μας, κάποιον ξέρει ο σύζυγος στο Υπουργείο, κάτι θα γίνει. Ακούστε, καταλαβαίνω τι σκέπτεστε, ότι είμαι ένα φερέφωνο του συζύγου, ότι δε σκέπτομαι μόνη μου, ότι δεν έχω δική μου άποψη. Πείτε μου όμως εσείς: Ποιον να εμπιστευτώ; Κάποιον έξω από αυτό που γνωρίζω τόσα χρόνια; Γιατί να το κάνω; 

Χαιρέτησα την κυρία, ήταν, άλλωστε πολύ ευγενική και συνεργάσιμη, χωρίς να της δώσω απάντηση. Όχι επειδή δεν είχα, αλλά επειδή στριφογύρισε άξαφνα στο μυαλό μου εκείνη η αποκαρδιωτική ρήση του Κοέλιο.



Και σκέφτηκα το "μεγάλο", αυτόν που δεν έχει ψηφίσει ποτέ.
Αυτόν που αναρωτήθηκα στην αρχή αν ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που δεν τρώνε, που δεν έχουν ανάγκες, που τους αρέσει να κοιτάνε το τραπέζι από μακριά, που δεν έχουν αγαπημένο φαγητό, που είναι τόσο μπουχτισμένοι από το ερώτημα: «τι θα φάμε σήμερα», που απαξιούν και τη γνώμη τους να πουν, που δεν έχουν ιδέα τι θέλουν να φάνε, που δεν ξέρουν τι τους αρέσει.

Πόσοι υπάρχουν, σαν και το "μεγάλο", πόσοι δεν έχουν ψηφίσει ποτέ;

Ας αντιγράψουμε το σχετικό άρθρο από τον ημερήσιο Τύπο:
"Εντυπωσιακή ήταν η αποχή των ψηφοφόρων από τις κάλπες, κατά τη χθεσινή εκλογική αναμέτρηση, αφού άγγιξε το 35% (34,91%) στην επικράτεια, όταν στις αντίστοιχες βουλευτικές εκλογές του 2009 ήταν 30%, έναντι 26% της αναμέτρησης του 2007 και 24% εκείνης του 2004. Τα μεγαλύτερες ποσοστά αποχής καταγράφηκαν στην περιφέρεια, όπου καθώς φάνηκε δεν έσπευσαν για να ψηφίσουν οι ετεροδημότες ψηφοφόροι, κυρίως σε απομακρυσμένες από μεγάλα αστικά κέντρα, στα οποία, εν αντιθέσει, σημειώθηκαν τα υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία. Έτσι, υπήρξαν περιφέρειες που μέτρησαν σοβαρές απώλειες στην προσέλευση των εκλογέων, όπως αυτή της ακριτικής Φλώρινας, όπου οι εκλογείς συμμετείχαν στη διαδικασία σε ποσοστό μόλις κατά 40,93%.
Σε δύο εκλογικές περιφέρειες, οι μισοί από τους εγγεγραμμένους ψηφοφόρους δεν εμφανίσθηκαν για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα.
Στην Κεφαλονιά η αποχή έφτασε 55,61% και στη Λακωνία το 54,83%.
Στη Λέσβο από την εκλογική διαδικασία οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι απείχαν σε ποσοστό 52,98%, ενώ στην περιφέρεια της Ευρυτανίας η αποχή έφτασε το 49,30%.
Στις περιφέρειες της Χίου και της Σάμου, απείχαν από τη διαδικασία ένας στους δύο ψηφοφόρους (50% ήταν συμμετοχή στη Χίο και 50,77% στη Σάμο).
Στον αντίποδα, σε τρεις μόνον από τις 56 εκλογικές περιφέρειες της χώρας, η συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές ξεπέρασε το 70% και μία το άγγιξε.
Πρώτη σε συμμετοχή ήταν η περιφέρεια Αττικής με ποσοστό 75,36%, δεύτερη η Β΄Θεσσαλονίκης με 75,14%, τρίτη η Β΄Αθηνών με 73,42% και τέταρτη η περιφέρεια Λάρισας με 70,40%.
Στο 69,77% έφτασε η συμμετοχή στην Α΄Θεσσαλονίκης".


Μήπως η καλή μαμά, η Ελληνίδα Μάνα, μήπως ο σοβαρός πατέρας, με τις όποιες ιδέες του, τις ανασφάλειές του και την ανάγκη του να παρέξει ασφάλεια και να καθησυχάσει και τους δικούς του φόβους, φταίνε;

Ποιο το μερίδιο ευθύνης των γονιών και ποιο του "μεγάλου";

Οι γονείς έκαναν τη δική τους δουλειά. Με βάση τα δικά τους δεδομένα έφτιαξαν ένα παιδί, το οποίο παρέδωσε τα όπλα, κι ένα που αντέδρασε. Κριτήριο ασφαλές δεν υπάρχει. Άλλος θα αποδώσει τη στάση του πρώτου στον "κανακαρισμό", άλλος στο ότι ήταν "παιδί" κι όχι "κορίτσι", άρα όλα έτοιμα στο πιάτο, καθένας θα πει κάτι για τη στάση του μεγάλου και καθένας θα πει κάτι για τη στάση της μικρής, την οποία θα αποδώσει στο ότι ήταν "τσαούσα", στο ότι βαρέθηκε να βλέπει το μεγάλο σε αδράνεια, ότι αντιμετώπισε καλύτερα και με μεγαλύτερο ψυχικό σθένος την κατάθλιψη της ανεργίας και της έλλειψης κατανόησης από μέρους των αξιολάτρευτων γονιών που έχουν γίνει θυσία, και άλλα τέτοια.

Ποιον να πείσουμε ότι βρισκόμαστε στο 2013 και όχι στο 2007;

Αν πείσουμε το γιο, θα έχουμε πετύχει το ευκταίο: Νέοι άνθρωποι στην εξουσία.
Αν πείσουμε τη μαμά, θα έχουμε πετύχει ένα διαζύγιο, αφού θα έχει παρακούσει το μπαμπά.
Αν πείσουμε τον πατέρα, θα έχουμε βρει και τη λύση στον τετραγωνισμό του κύκλου.


Εγώ λέω να μιλήσουμε σε όλους: 
Και στο αγύριστο κεφάλι.
Και στην υποτακτικιά.
Και στο "μεγάλο".


Καθένας τους πρέπει να ακούσει διαφορετικά πράγματα, όχι όμως με την έννοια του "άλλα στον έναν κι άλλα στον άλλον".
Καθένας τους πρέπει να ακούσει αυτά που θέλει να ακούσει, όχι όμως με την έννοια των ευχολογίων και των ψευδών υποσχέσεων.

Ο πατέρας θέλει σταθερότητα στάσης και σκέψης, κοντά σε αυτό που ξέρει. Είναι ο πιο δύσκολος, επειδή δε μπορεί να βρει το ρόλο του σε αυτόν το νέο κόσμο, όπου όλες οι σταθερές του κατέρρευσαν. Είναι ο πιο επιφυλακτικός, επειδή τον πρόδωσαν οι δικοί του. Κι όταν λέει ψέμματα στη γυναίκα του και υπόσχεται κινήσεις Υπουργών και βελτίωση ως μάννα εξ ουρανού, το μοτίβο του είναι τέτοιο, επειδή φοβάται ότι η ασπίδα που παρείχε δεν υπάρχει πια. Δε μπορεί να εμπιστευτεί το μεγάλο, επειδή τον βλέπει να καταρρέει υπό το κράτος της ανεργίας και της μελαγχολίας. Αρνείται να αποδεχθεί ότι και ο ίδιος υφίσταται κρίση ταυτότητας, ότι θα ήθελε να πάει και να ρίξει πέντε σφαλιάρες στους παλιούς του φίλους, έτσι, για να του βγει το γινάτι. 

Η μάνα ξέρει καλά τον άντρα της. Κι αυτή λέει ψέμματα στο ερωτηματολόγιο, αλλά το έχει δηλώσει εξαρχής: "Μόνο αν είναι να καλύψω το παιδί!" Παραλείπει μόνο να πει ότι στο σπιτικό της μεγάλωσε τρία παιδιά, δυο αγόρια κι ένα κορίτσι. Τώρα που καλύπτει το στεφάνι της, το μεγάλο της μπέμπη, το ναζιάρη και μουρτζούφλη καλύπτει. Γιαυτό κάνει την ανήξερη, την άσχετη και την υπάκουη. Αυτή είπε στον άντρα της, αυτή του εμφύσησε το τρίπτυχο: Προκοπή, σοβαρότητα, παιδιά. Κι αφού με αυτά της "βγήκε" η περισσότερη ζωή της, αφού με αυτά έφτιαξε τα δικά της, αφού για αυτά εγκατέλειψε τον εαυτό της, νιώθει πολύ καλύτερα στο πετσί της την αποτυχία κάθε εγχειρήματος δημιουργίας "ασπίδων προστασίας", επειδή αυτές ποτέ δεν κρατάνε για πάντα. Έχει λίγο απογοητευτεί με το "καμάρι", αλλά τρέφει ελπίδες που προέρχονται από τη μικρή. Δεν ξέρει γιατί, σιγά σιγά όμως χωνεύει ότι ο καιρός της οικογένειας που έφτιαξε πέρασε, ότι πρέπει να προχωρήσει και να αφήσει τα βλαστάρια να ανθίσουν, εκεί έξω, στον αληθινό σκληρό κόσμο.

Ο μεγάλος τελεί υπό το κράτος της κατάθλιψης. Όλα όσα του έμαθαν είναι άχρηστα, χαρτιά, πτυχία, σπουδές, όλα χαμένος χρόνος. Πράγματι, δεν ξέρει τι θέλει, περιμένει μόνο να γίνει το θαύμα, αλλά ούτε σε θαύματα πιστεύει πια.

 "Φακές, αν θέλουν φακές. Εγώ δεν ασχολούμαι. Κι ας μη φάω κιόλας". 

Ποιος θα μεταστρέψει το μεγάλο; Όχι η μικρή, όχι ο μπαμπάς. Η μαμά θα το κάνει, μόλις καταλάβει ότι μόνος τρόπος να κερδίσει το παιδί της δεν είναι ο στρουθοκαμηλισμός, δεν είναι το ψέμα της έλλειψης αντίληψης του προβλήματος. Μόνος τρόπος να κερδίσει το παιδί της είναι να το στείλει να αλλάξει αυτό που συμβαίνει εδώ και τέσσερα χρόνια. 

Είναι ένας σκληρός κόσμος εκεί έξω. Αλλά η γυναίκα της Πίνδου κουβάλησε τα πυρομαχικά στην πλάτη, είδε τα παιδιά της να σκοτώνονται δίπλα της και συνέχισε. 

Η Ελληνίδα μάνα είναι η ελπίδα να σηκωθεί η Χώρα από το λήθαργο.

Η Ελληνίδα Μάνα είναι η ψηφοφόρος.

Από το Manic Nirvana