του Θάνου Αθανασιάδη
Γερμανέ, έχε υπ' όψιν σου ότι δε σε λυπάμαι, ούτε θα σε λυπηθώ, αφού έχουμε πόλεμο.
Φιλογερμανέ: Και για σένα τα ίδια ισχύουν.
Λυπάμαι όμως τη χώρα μου.
Κάθε πόλεμος έχει θύματα, άρα είναι αναμενόμενο κι η χώρα μου να έχει απώλειες. Μπορεί η Μοίρα να ορίσει να συμπεριληφθώ σε εκείνη τη λίστα. Ξέρεις όμως κάτι; Αν αυτό συμβεί, το δικό μου όνομα δε θα χαθεί, το κλέος των πράξεών μου δε θα εξανεμιστεί στη λήθη. Γιατί θα χαθώ, όπως χάνονται οι Έλληνες: σαν ήρωας. Οι γενιές που θα ´ρθουν, θα με μνημονεύουν. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα πει και για μένα, όσα ειπώθηκαν για τους υπόλοιπους ήρωες της πατρίδας μου. Ο λαός μου, μέρος αναπόσπαστο του οποίου είμαι, θα συνεχίσει να υπάρχει στο διηνεκές του Χρόνου.
Δε νομίζω ότι θα συμβεί το ίδιο και με σένα, Γερμανέ.
Διαβάζω αρκετά, μελετών την Ιστορία. Δε θυμάμαι να αναφέρεσαι πουθενά ως ήρωας. Έχεις κάποιον Γερμανό ήρωα να μου θυμίσεις; Πόσα μωρά έσφαξε, πόσες γυναίκες βίασε για τη δόξα της Γερμανίας;
Στηρίζεσαι στη μάζα και τη μηχανική δύναμη. Στηρίζεσαι στην πειθαρχία. Όχι όμως όπως οι Ρωμαϊκές φάλαγγες, όχι όπως οι Μυρμιδόνες, όχι όπως οι Λακεδαιμόνιοι, όχι όπως η Ρώσικη Στρατιά του Στάλινγκραντ, όχι όπως οι γκρινιάρηδες του Βοναπάρτη. Κάθεσαι στη θέση σου μηχανικά, επειδή αυτό μόνο ξέρει να κάνει η φυλή σου. Αντίθετα με τον κινεζικό λαό, δεν περιορίζεις τα παιδιά σου, ώστε να είσαι αυτάρκης και ειρηνικός, αντεπεκτατικός. Οι δήθεν πολιτισμένες Χέλγκες, Αγγέλες και Μαργκερίτες σου φέρνουν στον κόσμο σαν τις κουνέλες εκατομμύρια Αριανά ανθρωπόμορφα ρομποτάκια, με μία ατταβιστική ορμή να τα κινεί: να γεμίσει ο κόσμος από βρωμερά ξανθομάλλικα γαλανομάτικα μπασταρδάκια, όλα για τη γραμμή παραγωγής, με κάλτσες μέσα από τα σανδάλια, χοιρινό λίπος λουκάνικου στη θέση της ψυχής και μπύρα για αίμα. Ο Ιούλιος έπρεπε να είχε ανασκολοπίσει μέχρι και τον τελευταίο από τη φάρα σου, οι καιροί ήσαν σκληροί και κανείς δε θα διαμαρτύρονταν και πολύ. Ίσως, σφάλλοντας, να σε θεώρησε είδος προς αυτοεξαφάνιση, σαν τα γενετικά απορρίμματα του Δαρβίνου, όργανο ίδιο κι απαράλλαχτο με τη σκωληκοειδή απόφυση: άχρηστο εδώ και εκατομμύρια χρόνια, αλλά πάντα εκεί, μέχρι την επείγουσα εγχείρηση επί περιτονίτιδος.
Ενίοτε δεν είσαι υπόθεση ρουτίνας. Δυο φορές έχεις κακοφορμίσει τόσο, που ο ασθενής σώθηκε μετά από μακρόχρονη και επίπονη επέμβαση. Αλλά ποτέ, δυστυχώς, το παγκόσμιο σώμα δε σε απέβαλε πλήρως, όπως θα έπρεπε με εξαμβλώματα σαν και την δική σου περίπτωση. Ναι, μην ξαφνιάζεσαι, Γερμανέ. Εσύ είσαι η περίπτωση της επιβεβλημένης γενοκτονίας, κι ας απεπειράθης να το πράξεις με τους Ρομ, με τους Εβραίους, με τους Ρώσους, με τους Έλληνες. Αν εσύ είχες εκλείψει από το πρόσωπο αυτής της γης, ο κόσμος δε θα είχε αιματοκυλιστεί δυο φορές στο παρελθόν, ο κόσμος ΣΗΜΕΡΑ δε θα βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού και της απόγνωσης. Σου αναγνωρίζω κάτι βέβαια: Έχεις κατορθώσει στις απαρχές κάθε ύπουλης και απάνθρωπης προσπάθειάς σου να κατακτήσεις τον κόσμο, άγνωστο πώς, να μετέλθεις επιτυχώς κάθε δυνατό μέσον, ώστε να μη σε αντιληφθεί κανείς, έως ότου δυναμώσεις αρκετά. Ακόμη και οι λακέδες σου αντιλαμβάνονται το μέγεθος της απανθρωπιάς σου ετεροχρονισμένα, και πάλι όχι όλοι. Όπως είναι αδύνατο για τον ανθρώπινο νου να αντιληφθεί την πρακτική κυνηγιού της ύαινας, έως τη στιγμή της ενδελεχούς παρατήρησης, έτσι και στην περίπτωσή σου: ουδείς αντιλαμβάνεται το τόσο απλό και άψυχο όνειρό σου, εφάμιλλο της σκέψης της κατσαρίδας: Να εξαπλωθείς στον κόσμο ολάκερο, να υποδουλώσεις τους πάντες και τα πάντα, να χρησιμοποιήσεις την εργατική δύναμη κάθε σκλαβωμένου υποτελούς σου, προς όφελος και για τη δόξα της Αρίας σου Φυλής.
Γερμανέ, έχεις αποτύχει κάθε φορά που δοκίμασες να εφαρμόσεις το κατσαριδοσχέδιό σου. Δεν ξέρω τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα τα καταφέρεις αυτή τη φορά. Οι συνθήκες παραμένουν ίδιες, η παγκόσμια κοινότητα έχει πάψει να εξαρτάται από τη δική σου απαράμιλλη ποιότητα της βιομηχανικής παραγωγής των εργοστασίων σου. Με νύχια και με δόντια επιτέθηκες, όπου σε έπαιρνε - είπαμε, ήρωας δεν είσαι - σε όλα τα μερικώς εκβιομηχανισμένα κράτη. Δημιούργησες το ευρωμάρκο, ενώθηκες με τους ανατολικούς. Ιστορικά, αυτά οδηγούν σε πόλεμο. Το βλέπουν όλοι, αλλά αρνούνται να το παραδεχθούν.
Εγώ δεν το αρνούμαι. Και, ναι, αυτή τη στιγμή κυβερνώμαι από γερμανόφιλους, όπως κάποτε ο Μεταξάς του κατοπινού, όσο και ηρωικού "Όχι", της απαρχής του τέλους της δεύτερης απόπειράς σου.
Βλέπεις, Γερμανέ, δεν έχεις ελπίδα, όσο κι αν εγώ θα χάσω, από όσα δύσμοιρα θα συμβούν. Είμαι σαν τον Εβραίο, λαός περιούσιος, είσαι σαν τους Τατάρους, λαός καταδικασμένος να χαθεί, όσο κι αν ματοκυλίσεις τον κόσμο. Εσύ μάλιστα δεν έχεις Τζέγκις Χαν να σε διοικεί, μια χοντρή νοικοκυρά έχεις. Λες να σε έσερνε σε αυτήν σου τη νέα περιπέτεια κάποιος με ιστορική γνώση; Μερικές φορές ακόμη κι εγώ απορώ πώς γίνεται να σε σέρνει μια κολλημένη γερμανίδα μάνα. Αλλά μετά θυμάμαι: παιδί της είσαι, άξιο βλαστάρι της γερμανικής γης, όχι ρόδο, όχι αγκάθι, αλλά σαπρόφυτο.
Έχεις μια ευκαιρία ακόμη, Γερμανέ, να με καταστρέψεις. Θα χαθεί κι αυτή. Και ξέρεις πότε; Όταν πληρωθεί ο όρος που ο τίτλος του παρόντος πονήματος θέτει: Όταν ο φίλος μου κι εγώ, Έλληνας κι εκείνος, ξεπεράσουμε το πρόσκαιρο σύνδρομο του σημερινού μαλάκα.
Δε στο εξήγησα στην αρχή, ε; Ίσως άλλο περίμενες. Πού να καταλάβεις κι εσύ. Για να στο εξηγήσω λοιπόν τώρα:
Εμείς οι Έλληνες είμαστε χαβαλές λαός, αρκεί να μη μας πειράξεις. Είμαστε οκνηροί, απέχοντες από τα πολιτικά, αφού άλλοι θα κάνουν τη δουλειά, εισπνέουμε ήλιο κι εκπνέουμε θάλασσα, γενικώς είμαστε - εν καιρώ ειρήνης - μαλάκες. Και παραμένουμε μαλάκες, ώσπου να μας πειράξεις. Είδες τι έγινε στις τελευταίες εκλογές. Το ένα τρίτο του λαού μου δεν πήγε να ψηφίσει, κι ας καιγότανε η χοντρή σου κυρία και οι φίλοι της να πάρει το ευκταίο αποτέλεσμα.
Για πες, το πήρε; Εσύ τι λες;
Τι θα ψήφιζε το μαλακοτριαντατρία τοις εκατό του ελληνικού λαού; Εσύ τι λες;
Κάθε γραΐδιο, κάθε ξεκούτης που ξέρω, κάθε βλάκας βγήκε σα σαλιγκάρι στην έρημο, και πήγε και υπέκυψε στις διαταγές σου. Μέσα στα σχολεία μου, μέσα στους ναούς της φωτοτυπημένης γνώσης που μου επέβαλες.
Κανένας μαλάκας.
Εγώ θα σου εξηγήσω τώρα τον όρο "μαλάκας", σύμφωνα με το σήμερα:
Είναι ο Έλληνας που καταδυναστεύεται, αλλά δεν αντιδρά, είναι η αρνητική εκδοχή της κατά τα λοιπά ουδέτερης λέξης, η οποία πέρασε ως προστατευομένης ονομασίας προελεύσεως (Π.Ο.Π) και παραμένει αμετάφραστη στην Αστόρια, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο. Είναι η ίδια λέξη που λέγαμε έφηβοι ο ένας στον άλλο, πειρακτικά και περιπαικτικά, όταν κάτι πήγαινε να γίνει, αλλά δε γινόταν εντελώς εντελώς. Είναι η λέξη που συντροφεύει τον ταρίφα, τον ασθενή, τον εργάτη, το μικροπολιτικό, τον υπάλληλο, τον επαγγελματία, σε κάθε διεστραμμένη έκφανση της πραγματικότητας, την οποία ζούμε στην ομορφότερη χώρα στον κόσμο.
Τρία χρόνια τώρα.
Εξαιτίας εσού του ιδίου και της χοντρής νοικοκυράς.
Βοηθάνε και οι γερμανόφιλοι, αλλά αυτοί εξοστρακισθήσονται εν συντόμω - κι όχι ευθέτω - χρόνω.
Ξέρεις ποιος μαλάκας ήμουνα, πριν από σένα;
Ήμουν ο μαλάκας που θα σου άλλαζε την πίστη, που θα σε έριχνε για πλάκα στο Ρήνο, να φας τα απόσκατα της γοτθικής γης. Λοιπόν, αυτό θα γίνει και τώρα.
Γι’ αυτό λυπάμαι το λαό μου. Γιατί άλλος μαλάκας ήμουνα, κι άλλο μαλάκα με κατάντησες.
Έχε υπ' όψιν σου, Γερμανέ, ότι το μαλάκα που ήξερες τρία χρόνια τώρα, θα πρέπει να τον ξεχάσεις.
Και να φοβάσαι πολύ το μαλάκα που έχεις μπροστά σου, γιατί είναι παλαιάς κοπής.
(ΣτΥ, δανεισμένη από τη wikipedia, και πες μου εσύ τώρα, φίλε αναγνώστη, πού κολλάει ο δήθεν ελεγειακός, ποιητικός μου οίστρος.)
Στην αρχαιότητα ελεγεία χαρακτηριζόταν κάθε ποίημα που αναπτυσσόταν σε δίστιχα. Πατρίδα της ελεγείας είναι η αρχαία Ελλάδα.
Αρχικά ο όρος ελεγεία εκ του έλεγος σήμαινε θρησκευτικό άσμα σε μορφή δίστιχου ποιήματος. Αργότερα σήμαινε εκείνη την Ωδή της οποίας ο πρώτος στίχος ήταν δακτυλικός εξάμετρος (αποτελούμενος από δύο ακατάληκτες τριποδίες) και ο δεύτερος δακτυλικός πεντάμετρος, (αποτελούμενος από δύο καταληκτικές τριποδίες) λεγόμενα "ελεγειακά ποιήματα", καταλήγοντας έτσι και σε χαρακτηρισμό ποιητικού μέτρου. Χαρακτηριστικότερο, κλασικό παράδειγμα ελεγείας αποτελεί το περίφημο επίγραμμα των πεσόντων Λακεδαιμονίων στις Θερμοπύλες που συνέγραψε ο Σιμωνίδης ο Κείος:
Ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε
κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι.
Οι ελεγείες εξέφραζαν διάφορα συναισθήματα, από την καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων, έτσι διακρίνονταν, ανάλογα αυτών, σε:
Πολεμικές ελεγείες, που αποκαλούντο και θούρια, αγάπης, λύπης, διδακτικές, με τις οποίες μεταδίδονταν φιλοσοφικές ιδέες, ελεγείες σοφιστικές, που περιείχαν αποφθέγματα, θριαμβικές, με έντονο πολιτικό χαρακτήρα κ.ά.
Γενικά οι ελεγείες στην αρχαία Ελλάδα απαγγέλλονταν με συνοδεία αυλητών.
Στην ελληνιστική περίοδο οι ελεγείες, αν και διατήρησαν τη μορφή τους, εμπλουτίστηκαν έντονα, ιδίως από τους Αλεξανδρινούς ποιητές, με θέματα από την Ελληνική Μυθολογία, χάνοντας έτσι τον παλαιότερο χαρακτήρα τους.
Στη Ρωμαϊκή περίοδο οι ελεγείες συνεχίστηκαν από εξαίρετους Λατίνους ποιητές οι οποίοι επανέφεραν το είδος αυτό στον αρχικό του χαρακτήρα.
Κατά το Μεσαίωνα η ελεγεία έχει ήδη λάβει τον χαρακτήρα της έκφρασης του ερωτικού πάθους και περισσότερο της ερωτικής απογοήτευσης. Πολλοί θεωρούν τον μεσαιωνικό θρήνο ως συνέχεια της ελεγείας. Με την εμφάνιση όμως του ουμανισμού που εμπνεόταν από την αρχαία ποίηση, η ελεγεία αρχίζει μια έντονη αρχαιοπρεπής επιστροφή στον αρχαίο λυρισμό. Έργα σπουδαίων ποιητών αποτελούν σταθμούς της εξέλιξης της ελεγείας στους νεότερους αιώνες, ειδικότερα στη γαλλική και περισσότερο στην αγγλική και γερμανική λογοτεχνία, όπου άρχισε να δίνει τη θέση της στο σύγχρονο λυρισμό.
Στη νεότερη Ελλάδα διαπιστώνεται με έκπληξη η διατήρηση της ελεγείας μέσα στο δημοτικό τραγούδι. Στη νεοελληνική λογοτεχνία - ποίηση, του 19ου και του 20ου αιώνα την ελεγεία εκπροσώπησαν με τα έργα τους οι Διονύσιος Σολωμός, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Κωστής Παλαμάς, Καρυωτάκης κ.ά., ενώ ο Καβάφης ακολούθησε μάλλον τους απόηχους του ποιητικού αυτού είδους.
… κατάλαβες, μαλάκα μου;
Από Manic Nirvana
Φιλογερμανέ: Και για σένα τα ίδια ισχύουν.
Λυπάμαι όμως τη χώρα μου.
Κάθε πόλεμος έχει θύματα, άρα είναι αναμενόμενο κι η χώρα μου να έχει απώλειες. Μπορεί η Μοίρα να ορίσει να συμπεριληφθώ σε εκείνη τη λίστα. Ξέρεις όμως κάτι; Αν αυτό συμβεί, το δικό μου όνομα δε θα χαθεί, το κλέος των πράξεών μου δε θα εξανεμιστεί στη λήθη. Γιατί θα χαθώ, όπως χάνονται οι Έλληνες: σαν ήρωας. Οι γενιές που θα ´ρθουν, θα με μνημονεύουν. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα πει και για μένα, όσα ειπώθηκαν για τους υπόλοιπους ήρωες της πατρίδας μου. Ο λαός μου, μέρος αναπόσπαστο του οποίου είμαι, θα συνεχίσει να υπάρχει στο διηνεκές του Χρόνου.
Δε νομίζω ότι θα συμβεί το ίδιο και με σένα, Γερμανέ.
Διαβάζω αρκετά, μελετών την Ιστορία. Δε θυμάμαι να αναφέρεσαι πουθενά ως ήρωας. Έχεις κάποιον Γερμανό ήρωα να μου θυμίσεις; Πόσα μωρά έσφαξε, πόσες γυναίκες βίασε για τη δόξα της Γερμανίας;
Στηρίζεσαι στη μάζα και τη μηχανική δύναμη. Στηρίζεσαι στην πειθαρχία. Όχι όμως όπως οι Ρωμαϊκές φάλαγγες, όχι όπως οι Μυρμιδόνες, όχι όπως οι Λακεδαιμόνιοι, όχι όπως η Ρώσικη Στρατιά του Στάλινγκραντ, όχι όπως οι γκρινιάρηδες του Βοναπάρτη. Κάθεσαι στη θέση σου μηχανικά, επειδή αυτό μόνο ξέρει να κάνει η φυλή σου. Αντίθετα με τον κινεζικό λαό, δεν περιορίζεις τα παιδιά σου, ώστε να είσαι αυτάρκης και ειρηνικός, αντεπεκτατικός. Οι δήθεν πολιτισμένες Χέλγκες, Αγγέλες και Μαργκερίτες σου φέρνουν στον κόσμο σαν τις κουνέλες εκατομμύρια Αριανά ανθρωπόμορφα ρομποτάκια, με μία ατταβιστική ορμή να τα κινεί: να γεμίσει ο κόσμος από βρωμερά ξανθομάλλικα γαλανομάτικα μπασταρδάκια, όλα για τη γραμμή παραγωγής, με κάλτσες μέσα από τα σανδάλια, χοιρινό λίπος λουκάνικου στη θέση της ψυχής και μπύρα για αίμα. Ο Ιούλιος έπρεπε να είχε ανασκολοπίσει μέχρι και τον τελευταίο από τη φάρα σου, οι καιροί ήσαν σκληροί και κανείς δε θα διαμαρτύρονταν και πολύ. Ίσως, σφάλλοντας, να σε θεώρησε είδος προς αυτοεξαφάνιση, σαν τα γενετικά απορρίμματα του Δαρβίνου, όργανο ίδιο κι απαράλλαχτο με τη σκωληκοειδή απόφυση: άχρηστο εδώ και εκατομμύρια χρόνια, αλλά πάντα εκεί, μέχρι την επείγουσα εγχείρηση επί περιτονίτιδος.
Ενίοτε δεν είσαι υπόθεση ρουτίνας. Δυο φορές έχεις κακοφορμίσει τόσο, που ο ασθενής σώθηκε μετά από μακρόχρονη και επίπονη επέμβαση. Αλλά ποτέ, δυστυχώς, το παγκόσμιο σώμα δε σε απέβαλε πλήρως, όπως θα έπρεπε με εξαμβλώματα σαν και την δική σου περίπτωση. Ναι, μην ξαφνιάζεσαι, Γερμανέ. Εσύ είσαι η περίπτωση της επιβεβλημένης γενοκτονίας, κι ας απεπειράθης να το πράξεις με τους Ρομ, με τους Εβραίους, με τους Ρώσους, με τους Έλληνες. Αν εσύ είχες εκλείψει από το πρόσωπο αυτής της γης, ο κόσμος δε θα είχε αιματοκυλιστεί δυο φορές στο παρελθόν, ο κόσμος ΣΗΜΕΡΑ δε θα βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού και της απόγνωσης. Σου αναγνωρίζω κάτι βέβαια: Έχεις κατορθώσει στις απαρχές κάθε ύπουλης και απάνθρωπης προσπάθειάς σου να κατακτήσεις τον κόσμο, άγνωστο πώς, να μετέλθεις επιτυχώς κάθε δυνατό μέσον, ώστε να μη σε αντιληφθεί κανείς, έως ότου δυναμώσεις αρκετά. Ακόμη και οι λακέδες σου αντιλαμβάνονται το μέγεθος της απανθρωπιάς σου ετεροχρονισμένα, και πάλι όχι όλοι. Όπως είναι αδύνατο για τον ανθρώπινο νου να αντιληφθεί την πρακτική κυνηγιού της ύαινας, έως τη στιγμή της ενδελεχούς παρατήρησης, έτσι και στην περίπτωσή σου: ουδείς αντιλαμβάνεται το τόσο απλό και άψυχο όνειρό σου, εφάμιλλο της σκέψης της κατσαρίδας: Να εξαπλωθείς στον κόσμο ολάκερο, να υποδουλώσεις τους πάντες και τα πάντα, να χρησιμοποιήσεις την εργατική δύναμη κάθε σκλαβωμένου υποτελούς σου, προς όφελος και για τη δόξα της Αρίας σου Φυλής.
Γερμανέ, έχεις αποτύχει κάθε φορά που δοκίμασες να εφαρμόσεις το κατσαριδοσχέδιό σου. Δεν ξέρω τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα τα καταφέρεις αυτή τη φορά. Οι συνθήκες παραμένουν ίδιες, η παγκόσμια κοινότητα έχει πάψει να εξαρτάται από τη δική σου απαράμιλλη ποιότητα της βιομηχανικής παραγωγής των εργοστασίων σου. Με νύχια και με δόντια επιτέθηκες, όπου σε έπαιρνε - είπαμε, ήρωας δεν είσαι - σε όλα τα μερικώς εκβιομηχανισμένα κράτη. Δημιούργησες το ευρωμάρκο, ενώθηκες με τους ανατολικούς. Ιστορικά, αυτά οδηγούν σε πόλεμο. Το βλέπουν όλοι, αλλά αρνούνται να το παραδεχθούν.
Εγώ δεν το αρνούμαι. Και, ναι, αυτή τη στιγμή κυβερνώμαι από γερμανόφιλους, όπως κάποτε ο Μεταξάς του κατοπινού, όσο και ηρωικού "Όχι", της απαρχής του τέλους της δεύτερης απόπειράς σου.
Βλέπεις, Γερμανέ, δεν έχεις ελπίδα, όσο κι αν εγώ θα χάσω, από όσα δύσμοιρα θα συμβούν. Είμαι σαν τον Εβραίο, λαός περιούσιος, είσαι σαν τους Τατάρους, λαός καταδικασμένος να χαθεί, όσο κι αν ματοκυλίσεις τον κόσμο. Εσύ μάλιστα δεν έχεις Τζέγκις Χαν να σε διοικεί, μια χοντρή νοικοκυρά έχεις. Λες να σε έσερνε σε αυτήν σου τη νέα περιπέτεια κάποιος με ιστορική γνώση; Μερικές φορές ακόμη κι εγώ απορώ πώς γίνεται να σε σέρνει μια κολλημένη γερμανίδα μάνα. Αλλά μετά θυμάμαι: παιδί της είσαι, άξιο βλαστάρι της γερμανικής γης, όχι ρόδο, όχι αγκάθι, αλλά σαπρόφυτο.
Έχεις μια ευκαιρία ακόμη, Γερμανέ, να με καταστρέψεις. Θα χαθεί κι αυτή. Και ξέρεις πότε; Όταν πληρωθεί ο όρος που ο τίτλος του παρόντος πονήματος θέτει: Όταν ο φίλος μου κι εγώ, Έλληνας κι εκείνος, ξεπεράσουμε το πρόσκαιρο σύνδρομο του σημερινού μαλάκα.
Δε στο εξήγησα στην αρχή, ε; Ίσως άλλο περίμενες. Πού να καταλάβεις κι εσύ. Για να στο εξηγήσω λοιπόν τώρα:
Εμείς οι Έλληνες είμαστε χαβαλές λαός, αρκεί να μη μας πειράξεις. Είμαστε οκνηροί, απέχοντες από τα πολιτικά, αφού άλλοι θα κάνουν τη δουλειά, εισπνέουμε ήλιο κι εκπνέουμε θάλασσα, γενικώς είμαστε - εν καιρώ ειρήνης - μαλάκες. Και παραμένουμε μαλάκες, ώσπου να μας πειράξεις. Είδες τι έγινε στις τελευταίες εκλογές. Το ένα τρίτο του λαού μου δεν πήγε να ψηφίσει, κι ας καιγότανε η χοντρή σου κυρία και οι φίλοι της να πάρει το ευκταίο αποτέλεσμα.
Για πες, το πήρε; Εσύ τι λες;
Τι θα ψήφιζε το μαλακοτριαντατρία τοις εκατό του ελληνικού λαού; Εσύ τι λες;
Κάθε γραΐδιο, κάθε ξεκούτης που ξέρω, κάθε βλάκας βγήκε σα σαλιγκάρι στην έρημο, και πήγε και υπέκυψε στις διαταγές σου. Μέσα στα σχολεία μου, μέσα στους ναούς της φωτοτυπημένης γνώσης που μου επέβαλες.
Κανένας μαλάκας.
Εγώ θα σου εξηγήσω τώρα τον όρο "μαλάκας", σύμφωνα με το σήμερα:
Είναι ο Έλληνας που καταδυναστεύεται, αλλά δεν αντιδρά, είναι η αρνητική εκδοχή της κατά τα λοιπά ουδέτερης λέξης, η οποία πέρασε ως προστατευομένης ονομασίας προελεύσεως (Π.Ο.Π) και παραμένει αμετάφραστη στην Αστόρια, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο. Είναι η ίδια λέξη που λέγαμε έφηβοι ο ένας στον άλλο, πειρακτικά και περιπαικτικά, όταν κάτι πήγαινε να γίνει, αλλά δε γινόταν εντελώς εντελώς. Είναι η λέξη που συντροφεύει τον ταρίφα, τον ασθενή, τον εργάτη, το μικροπολιτικό, τον υπάλληλο, τον επαγγελματία, σε κάθε διεστραμμένη έκφανση της πραγματικότητας, την οποία ζούμε στην ομορφότερη χώρα στον κόσμο.
Τρία χρόνια τώρα.
Εξαιτίας εσού του ιδίου και της χοντρής νοικοκυράς.
Βοηθάνε και οι γερμανόφιλοι, αλλά αυτοί εξοστρακισθήσονται εν συντόμω - κι όχι ευθέτω - χρόνω.
Ξέρεις ποιος μαλάκας ήμουνα, πριν από σένα;
Ήμουν ο μαλάκας που θα σου άλλαζε την πίστη, που θα σε έριχνε για πλάκα στο Ρήνο, να φας τα απόσκατα της γοτθικής γης. Λοιπόν, αυτό θα γίνει και τώρα.
Γι’ αυτό λυπάμαι το λαό μου. Γιατί άλλος μαλάκας ήμουνα, κι άλλο μαλάκα με κατάντησες.
Έχε υπ' όψιν σου, Γερμανέ, ότι το μαλάκα που ήξερες τρία χρόνια τώρα, θα πρέπει να τον ξεχάσεις.
Και να φοβάσαι πολύ το μαλάκα που έχεις μπροστά σου, γιατί είναι παλαιάς κοπής.
(ΣτΥ, δανεισμένη από τη wikipedia, και πες μου εσύ τώρα, φίλε αναγνώστη, πού κολλάει ο δήθεν ελεγειακός, ποιητικός μου οίστρος.)
Στην αρχαιότητα ελεγεία χαρακτηριζόταν κάθε ποίημα που αναπτυσσόταν σε δίστιχα. Πατρίδα της ελεγείας είναι η αρχαία Ελλάδα.
Αρχικά ο όρος ελεγεία εκ του έλεγος σήμαινε θρησκευτικό άσμα σε μορφή δίστιχου ποιήματος. Αργότερα σήμαινε εκείνη την Ωδή της οποίας ο πρώτος στίχος ήταν δακτυλικός εξάμετρος (αποτελούμενος από δύο ακατάληκτες τριποδίες) και ο δεύτερος δακτυλικός πεντάμετρος, (αποτελούμενος από δύο καταληκτικές τριποδίες) λεγόμενα "ελεγειακά ποιήματα", καταλήγοντας έτσι και σε χαρακτηρισμό ποιητικού μέτρου. Χαρακτηριστικότερο, κλασικό παράδειγμα ελεγείας αποτελεί το περίφημο επίγραμμα των πεσόντων Λακεδαιμονίων στις Θερμοπύλες που συνέγραψε ο Σιμωνίδης ο Κείος:
Ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε
κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι.
Οι ελεγείες εξέφραζαν διάφορα συναισθήματα, από την καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων, έτσι διακρίνονταν, ανάλογα αυτών, σε:
Πολεμικές ελεγείες, που αποκαλούντο και θούρια, αγάπης, λύπης, διδακτικές, με τις οποίες μεταδίδονταν φιλοσοφικές ιδέες, ελεγείες σοφιστικές, που περιείχαν αποφθέγματα, θριαμβικές, με έντονο πολιτικό χαρακτήρα κ.ά.
Γενικά οι ελεγείες στην αρχαία Ελλάδα απαγγέλλονταν με συνοδεία αυλητών.
Στην ελληνιστική περίοδο οι ελεγείες, αν και διατήρησαν τη μορφή τους, εμπλουτίστηκαν έντονα, ιδίως από τους Αλεξανδρινούς ποιητές, με θέματα από την Ελληνική Μυθολογία, χάνοντας έτσι τον παλαιότερο χαρακτήρα τους.
Στη Ρωμαϊκή περίοδο οι ελεγείες συνεχίστηκαν από εξαίρετους Λατίνους ποιητές οι οποίοι επανέφεραν το είδος αυτό στον αρχικό του χαρακτήρα.
Κατά το Μεσαίωνα η ελεγεία έχει ήδη λάβει τον χαρακτήρα της έκφρασης του ερωτικού πάθους και περισσότερο της ερωτικής απογοήτευσης. Πολλοί θεωρούν τον μεσαιωνικό θρήνο ως συνέχεια της ελεγείας. Με την εμφάνιση όμως του ουμανισμού που εμπνεόταν από την αρχαία ποίηση, η ελεγεία αρχίζει μια έντονη αρχαιοπρεπής επιστροφή στον αρχαίο λυρισμό. Έργα σπουδαίων ποιητών αποτελούν σταθμούς της εξέλιξης της ελεγείας στους νεότερους αιώνες, ειδικότερα στη γαλλική και περισσότερο στην αγγλική και γερμανική λογοτεχνία, όπου άρχισε να δίνει τη θέση της στο σύγχρονο λυρισμό.
Στη νεότερη Ελλάδα διαπιστώνεται με έκπληξη η διατήρηση της ελεγείας μέσα στο δημοτικό τραγούδι. Στη νεοελληνική λογοτεχνία - ποίηση, του 19ου και του 20ου αιώνα την ελεγεία εκπροσώπησαν με τα έργα τους οι Διονύσιος Σολωμός, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Κωστής Παλαμάς, Καρυωτάκης κ.ά., ενώ ο Καβάφης ακολούθησε μάλλον τους απόηχους του ποιητικού αυτού είδους.
… κατάλαβες, μαλάκα μου;
Από Manic Nirvana