Του Στάθη
«Καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», είπε ο συνταξιούχος στον κ. Σαμαρά που του περιέκοψε βιαίως τη σύνταξη. «Καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», λέει ο άνεργος στον κ. Σόιμπλε ο οποίος του έκανε βιαίως τη ζωή αβίωτη. «Καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», είπε σε όλους τους εκείνος που έθεσε βιαίως τέλος στη ζωή του κι έφυγε. Στουρνάρας,
Βενιζέλος και Κουβέλης «καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» εκτός απ’ τη βία που άσκησαν και ασκούν οι ίδιοι εναντίον παιδιών που υποσιτίζονται, ασθενών που δεν τους «αντέχει η οικονομία» τα νέα αενάως μέτρα κι άλλων 7.000.000 Ελλήνων που δεν έχουν τα δέοντα για να αγοράζουν ούτε τα στοιχειώδη τρόφιμα.
Η βία υπάρχει - μάλιστα στον σύγχρονο κόσμο η βία είναι αποκλειστικό προνόμιο του κράτους (αστικού ή σοσιαλιστικού), με μόνη υποχρέωσή του να ασκεί αυτή τη βία νομίμως - με βάση τους θεσμούς και τους νόμους. Τα κράτη έχουν το αποκλειστικό προνόμιο της άσκησης βίας, μόνον αυτά, μέσα απ’ τους θεσμούς, μπορούν να προσάγουν, να διώκουν, να καταδικάζουν, να υποχρεώνουν σε φορολόγηση, σε στράτευση και πλήθος άλλων που οι περισσότεροι, αν δεν τα εκλάμβαναν ως υποχρεώσεις ή καθήκοντα, θα τα απέφευγαν.
Τι γίνεται όμως όταν ένα κράτος διά της κυβέρνησής του παραβιάζει το ίδιο του το Σύνταγμα και ασκεί βία εναντίον των πολιτών παρά το γράμμα του και το πνεύμα του; Τι γίνεται όταν ένα κράτος, αντί να προστατεύει τους πολίτες του, τους καταδιώκει κατ’ εντολή άλλων; (Τρόικας, τραπεζών κ.τ.λ.)
Τι γίνεται όταν ένα κράτος διά της κυβέρνησής του καθιστά φόρου υποτελή (σαν να έχει χάσει πόλεμο) την πατρίδα του λαού και του έθνους που θα έπρεπε να προασπίζεται; Τι γίνεται όταν η εθνική ανεξαρτησία και η λαϊκή κυριαρχία απόλλυνται λόγω ανωτέρας βίας εκείνων προς τους οποίους το κράτος προώρισται να ανθίσταται κι όχι να υποτάσσεται;
Τι γίνεται όταν το αποκλειστικό προνόμιο της άσκησης θεσμισμένης βίας απ’ το κράτος υποκαθίσταται απ’ όποιον μπόρεσε να το βουτήξει, είτε πρόκειται για τη Χρυσή Αυγή, είτε για οποιονδήποτε άλλον συμμορίτη;
Οταν λοιπόν συμβαίνουν όλα αυτά, ανεβαίνουν στον μιναρέ οι χοτζάδες της «αγίας βλακείας» (δηλαδή πονηρής ιδιοτέλειας), τύπου Μανδραβέλη, Πρετεντέρη, Βορίδη, και «καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται»!
Ιδιαιτέρως τύποι σαν τον θαυμαστό κ. Ρίπλεϋ Βορίδη οδηγούν τα κροκοδείλια δάκρυα (για τη βία που ασκούν οι κροκόδειλοι) στα άκρα. Επί παραδείγματι: α) παραβιάζει έως βιασμού η κυβέρνηση το Σύνταγμα. β) Διαμαρτύρεται η αντιπολίτευση. γ) Αρα φταίει η αντιπολίτευση για τη φασαρία που γίνεται!
Φταίει δηλαδή εκείνος που διαμαρτύρεται για την παραβίαση του Συντάγματος κι όχι αυτός που το παραβιάζει.
Παράλογο; Οχι με την αποκολοκύνθωση που έχουμε πάθει λόγω του πρωτογενούς πλεονάσματος της προπαγάνδας που υφιστάμεθα - μιας ακόμα βίας... «που την καταδικάζουμε απ’ όπου κι αν προέρχεται».
«Καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Αυτή είναι η χυλώδης ουσία του Συνταγματικού Τόξου: η ενσωμάτωση της αντίδρασης στη βία που ξετσίπωτα ασκεί η κυβέρνηση, έχοντας υπερβεί το αποκλειστικό προνόμιο του κράτους σε αυτήν, όχι μόνον σε βαθμό κατάχρησης, αλλά σε βαθμό κακουργήματος.
Το Συνταγματικό Τόξο (ένας α-πολιτικός, α-νομικός και οπωσδήποτε ανήθικος νεολογισμός) σκοπό έχει να ενσωματώσει την Αριστερά στο ίδιο σύνολο με τις μνημονιακές δυνάμεις τόσον, όσον και με εκείνες, τις ίδιες ή άλλες, που ασκούν την ίδια ή και χειρότερη αντιλαϊκή πολιτική ιδία βουλήσει. Στη σούπα του βενιζέλειας εμπνεύσεως Συνταγματικού Τόξου επιχειρείται η απορρόφηση των αντιδράσεων που οφείλει να έχει η Αριστερά εναντίον της πολιτικής που σκλαβώνει τους εργαζόμενους και υποδουλώνει την πατρίδα τους.
Με την ακροδεξιάς εμπνεύσεως (απ’ όταν ο κ. Σαμαράς εζήλωσε δόξα Τσώρτσιλ) θεωρία «των δύο άκρων» από τη μια μεριά και το «Συνταγματικό Τόξο» από την άλλη, επιχειρείται να τεθεί η Αριστερά μεταξύ σφύρας και άκμονος.
Ομως, ούτε η Αριστερά, ούτε οποιαδήποτε άλλη λαϊκή δύναμη μπορεί να βρεθεί στο ίδιο πλευρό για να αντιμετωπίσει τον φασισμό με εκείνους των οποίων η πολιτική τον παράγει ή τον χρησιμοποιεί.
Μπορεί και η Αριστερά να έχει τις ευθύνες της για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει τώρα ο λαός με τη Χρυσή Αυγή, είτε επειδή ένα μέρος της αποκόπηκε απ’ τη λαϊκή παράδοση, είτε επειδή ένα μέρος της μπέρδεψε το έθνος με τον εθνικισμό ή τον διεθνισμό με τον κοσμοπολιτισμό, αλλά οι ευθύνες της περιορίζονται σε αυτά. Σε αυτά και την αλαζονεία όσων εν τέλει έχουν προσχωρήσει στο καθεστώς κι απ’ το ύψος του πελάτη του δικομματισμού λοιδορούν τους πληβείους για λαϊκισμό. Αυτά όμως και ώς εδώ! Η περαιτέρω προσπάθεια ενοχοποίησης της Αριστεράς για όσα κάνει το αντίθετό της (κι όχι το «άλλο άκρο») είναι εκ του πονηρού (του στυλ «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται»). Η Αριστερά είναι ως εκ της φύσεώς της αντιφασιστική. Είναι αντιιμπεριαλιστική και διεθνιστική, ενώ ο φασισμός είναι η μαύρη χειρ του διεθνούς κεφαλαίου, είναι αντισημιτικός και ρατσιστικός. Η Αριστερά είναι πατριωτική, υπερασπίστηκε την πατρίδα εν κινδύνω, ενώ οι εθνικιστές την πρόδωσαν, όταν συνεργάστηκαν με τους ναζί, όταν κατέλυσαν τη δημοκρατία, και τώρα, όταν υποκαθιστούν την πολιτική με το έγκλημα, τις ανθρώπινες σχέσεις με τον βόθρο, και τον λόγο με τον φόνο.
Αλλά, αν δεχθούμε, όχι μόνον οι αριστεροί αλλά όλοι οι δημοκρατικοί πολίτες, ότι η άσκηση της βίας σε μια συντεταγμένη πολιτεία είναι αποκλειστικό προνόμιο του κράτους, τι εννοούμε όταν λέμε «βία στη βία της εξουσίας»;
Εννοούμε το «σκοτώστε τους φασίστες» ή ότι θα τους «τρελάνουμε στη νομιμότητα»; Είναι ίδιο το νόημα στο σύνθημα «θάνατος στον φασισμό» με το νόημα στο σύνθημα «φασίστες, ήρθε η ώρα σας»; - ή άλλα τέτοια συναφή;
Οποιος σπάει το κεφάλι του φασίστα για τις ιδέες του είναι φασίστας ο ίδιος. Οποιος, απ’ την άλλη, δεν συλλαμβάνει τον φασίστα για τα εγκλήματά του, παραβιάζει τους νόμους - εν προκειμένω ποινικούς. Διότι, ευτυχώς, νόμοι που να καταδιώκουν τη σκέψη δεν υπάρχουν, τουλάχιστον όχι ακόμα, στην Ελλάδα.
«Βία στη βία της εξουσίας» σημαίνει υπεράσπιση των νόμων, όταν το κράτος ή οποιοσδήποτε άλλος τούς παραβιάζει. Κι αυτό δεν είναι λεγκαλισμός, διότι αν ορισμένοι νόμοι δεν μας αρέσουν, ας πείσουμε τον λαό να τους αλλάξει - αυτό είναι το νόημα της πολιτικής. Για αυτό η «επανάσταση παράγει δίκαιο», όταν ο λαός ξεσηκώνεται. Για αυτό η βία είναι η μαμή της Ιστορίας, διότι και οι μεταρρυθμίσεις επίσης (είτε προς αντιδραστική είτε προς προοδευτική κατεύθυνση) βία του καινούργιου πάνω στο παλιό είναι. Και το ποια ανάγκη εξυπηρετεί η βία του καινούργιου πάνω στο παλιό δείχνει το ταξικό πρόσημο της κάθε μεταρρύθμισης.
«Καταδικάζουμε» λοιπόν «τη βία από όπου και αν προέρχεται» μπορούν να λένε μόνον οι ηλίθιοι ή οι πονηροί (και συνεπώς δεν είναι παράξενο που η πληθύς των εκπροσώπων του καθεστώτος μηρυκάζει αυτό το στερεότυπο). Στην πραγματικότητα, σε μια ταξική κοινωνία όπως η δική μας η βία δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται από γενικεύσεις (που μάλιστα οδηγούν σε ηθικιστικές κατηγοριοποιήσεις του τύπου καλή, κακή και τα τοιαύτα), αλλά να προσδιορίζεται ως προς τις αιτίες της και τα αποτελέσματά της. Αυτή είναι η δουλειά της πολιτικής (στη βάση των συσχετισμών που την καθορίζουν) και το αποτέλεσμα της πολιτικής είναι οι νόμοι. Και «οι νόμοι μόνον εν μέσω πολέμων σιωπούν». Εν καιρώ ειρήνης διέπουν. Οσον υπάρχουν και ώσπου να αλλάξουν, διέπουν.
«Θάνατος στον φασισμό» λοιπόν σημαίνει εναντίωση στο σύστημα εκείνο που καταργεί την όποια κεκτημένη νομιμότητα, ιδίως τη δυνατότητα της καταφυγής σ’ αυτήν των πιο ανίσχυρων απέναντι των πιο δυνατών. Σηματοδοτεί την εναντίωση (την υποχρέωση της εναντίωσης) στη ζούγκλα των υπερανθρώπων. Αντιθέτως, το «καλός φασίστας είναι ο νεκρός φασίστας» σηματοδοτεί τον εκφασισμό εκείνου που το λέει.
Και αν «η καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται» αποενοχοποιεί τη βία των Δυνατών εναντίον των αδυνάτων, η «βία ενάντια στη βία της εξουσίας» νομιμοποιεί τα δικαιώματα αλλά και την αντίσταση εκείνων εναντίον των οποίων το κράτος διά της κυβέρνησής του χρησιμοποιεί το αποκλειστικό του προνόμιο στη χρήση βίας καταχρηστικώς και με δόλο.
Ο,τι είναι νόμιμο, αν δεν είναι ηθικό, δεν θα είναι για πάντα νόμιμο. Μπορεί να περάσουν δεκαετίες ή και αιώνες, αλλά η μαμή της Ιστορίας τείνει να κάνει νόμιμο το ηθικό κι όχι να διαιωνίζει το ανήθικο.
Είτε με μεταρρυθμίσεις είτε με επαναστάσεις, και παρά τις πρόσκαιρες υφέσεις, οι άνθρωποι εξανθρωπίζονται, δεν αποθηριώνονται...
Από τον eniko.gr
Βενιζέλος και Κουβέλης «καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» εκτός απ’ τη βία που άσκησαν και ασκούν οι ίδιοι εναντίον παιδιών που υποσιτίζονται, ασθενών που δεν τους «αντέχει η οικονομία» τα νέα αενάως μέτρα κι άλλων 7.000.000 Ελλήνων που δεν έχουν τα δέοντα για να αγοράζουν ούτε τα στοιχειώδη τρόφιμα.
Η βία υπάρχει - μάλιστα στον σύγχρονο κόσμο η βία είναι αποκλειστικό προνόμιο του κράτους (αστικού ή σοσιαλιστικού), με μόνη υποχρέωσή του να ασκεί αυτή τη βία νομίμως - με βάση τους θεσμούς και τους νόμους. Τα κράτη έχουν το αποκλειστικό προνόμιο της άσκησης βίας, μόνον αυτά, μέσα απ’ τους θεσμούς, μπορούν να προσάγουν, να διώκουν, να καταδικάζουν, να υποχρεώνουν σε φορολόγηση, σε στράτευση και πλήθος άλλων που οι περισσότεροι, αν δεν τα εκλάμβαναν ως υποχρεώσεις ή καθήκοντα, θα τα απέφευγαν.
Τι γίνεται όμως όταν ένα κράτος διά της κυβέρνησής του παραβιάζει το ίδιο του το Σύνταγμα και ασκεί βία εναντίον των πολιτών παρά το γράμμα του και το πνεύμα του; Τι γίνεται όταν ένα κράτος, αντί να προστατεύει τους πολίτες του, τους καταδιώκει κατ’ εντολή άλλων; (Τρόικας, τραπεζών κ.τ.λ.)
Τι γίνεται όταν ένα κράτος διά της κυβέρνησής του καθιστά φόρου υποτελή (σαν να έχει χάσει πόλεμο) την πατρίδα του λαού και του έθνους που θα έπρεπε να προασπίζεται; Τι γίνεται όταν η εθνική ανεξαρτησία και η λαϊκή κυριαρχία απόλλυνται λόγω ανωτέρας βίας εκείνων προς τους οποίους το κράτος προώρισται να ανθίσταται κι όχι να υποτάσσεται;
Τι γίνεται όταν το αποκλειστικό προνόμιο της άσκησης θεσμισμένης βίας απ’ το κράτος υποκαθίσταται απ’ όποιον μπόρεσε να το βουτήξει, είτε πρόκειται για τη Χρυσή Αυγή, είτε για οποιονδήποτε άλλον συμμορίτη;
Οταν λοιπόν συμβαίνουν όλα αυτά, ανεβαίνουν στον μιναρέ οι χοτζάδες της «αγίας βλακείας» (δηλαδή πονηρής ιδιοτέλειας), τύπου Μανδραβέλη, Πρετεντέρη, Βορίδη, και «καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται»!
Ιδιαιτέρως τύποι σαν τον θαυμαστό κ. Ρίπλεϋ Βορίδη οδηγούν τα κροκοδείλια δάκρυα (για τη βία που ασκούν οι κροκόδειλοι) στα άκρα. Επί παραδείγματι: α) παραβιάζει έως βιασμού η κυβέρνηση το Σύνταγμα. β) Διαμαρτύρεται η αντιπολίτευση. γ) Αρα φταίει η αντιπολίτευση για τη φασαρία που γίνεται!
Φταίει δηλαδή εκείνος που διαμαρτύρεται για την παραβίαση του Συντάγματος κι όχι αυτός που το παραβιάζει.
Παράλογο; Οχι με την αποκολοκύνθωση που έχουμε πάθει λόγω του πρωτογενούς πλεονάσματος της προπαγάνδας που υφιστάμεθα - μιας ακόμα βίας... «που την καταδικάζουμε απ’ όπου κι αν προέρχεται».
«Καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Αυτή είναι η χυλώδης ουσία του Συνταγματικού Τόξου: η ενσωμάτωση της αντίδρασης στη βία που ξετσίπωτα ασκεί η κυβέρνηση, έχοντας υπερβεί το αποκλειστικό προνόμιο του κράτους σε αυτήν, όχι μόνον σε βαθμό κατάχρησης, αλλά σε βαθμό κακουργήματος.
Το Συνταγματικό Τόξο (ένας α-πολιτικός, α-νομικός και οπωσδήποτε ανήθικος νεολογισμός) σκοπό έχει να ενσωματώσει την Αριστερά στο ίδιο σύνολο με τις μνημονιακές δυνάμεις τόσον, όσον και με εκείνες, τις ίδιες ή άλλες, που ασκούν την ίδια ή και χειρότερη αντιλαϊκή πολιτική ιδία βουλήσει. Στη σούπα του βενιζέλειας εμπνεύσεως Συνταγματικού Τόξου επιχειρείται η απορρόφηση των αντιδράσεων που οφείλει να έχει η Αριστερά εναντίον της πολιτικής που σκλαβώνει τους εργαζόμενους και υποδουλώνει την πατρίδα τους.
Με την ακροδεξιάς εμπνεύσεως (απ’ όταν ο κ. Σαμαράς εζήλωσε δόξα Τσώρτσιλ) θεωρία «των δύο άκρων» από τη μια μεριά και το «Συνταγματικό Τόξο» από την άλλη, επιχειρείται να τεθεί η Αριστερά μεταξύ σφύρας και άκμονος.
Ομως, ούτε η Αριστερά, ούτε οποιαδήποτε άλλη λαϊκή δύναμη μπορεί να βρεθεί στο ίδιο πλευρό για να αντιμετωπίσει τον φασισμό με εκείνους των οποίων η πολιτική τον παράγει ή τον χρησιμοποιεί.
Μπορεί και η Αριστερά να έχει τις ευθύνες της για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει τώρα ο λαός με τη Χρυσή Αυγή, είτε επειδή ένα μέρος της αποκόπηκε απ’ τη λαϊκή παράδοση, είτε επειδή ένα μέρος της μπέρδεψε το έθνος με τον εθνικισμό ή τον διεθνισμό με τον κοσμοπολιτισμό, αλλά οι ευθύνες της περιορίζονται σε αυτά. Σε αυτά και την αλαζονεία όσων εν τέλει έχουν προσχωρήσει στο καθεστώς κι απ’ το ύψος του πελάτη του δικομματισμού λοιδορούν τους πληβείους για λαϊκισμό. Αυτά όμως και ώς εδώ! Η περαιτέρω προσπάθεια ενοχοποίησης της Αριστεράς για όσα κάνει το αντίθετό της (κι όχι το «άλλο άκρο») είναι εκ του πονηρού (του στυλ «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται»). Η Αριστερά είναι ως εκ της φύσεώς της αντιφασιστική. Είναι αντιιμπεριαλιστική και διεθνιστική, ενώ ο φασισμός είναι η μαύρη χειρ του διεθνούς κεφαλαίου, είναι αντισημιτικός και ρατσιστικός. Η Αριστερά είναι πατριωτική, υπερασπίστηκε την πατρίδα εν κινδύνω, ενώ οι εθνικιστές την πρόδωσαν, όταν συνεργάστηκαν με τους ναζί, όταν κατέλυσαν τη δημοκρατία, και τώρα, όταν υποκαθιστούν την πολιτική με το έγκλημα, τις ανθρώπινες σχέσεις με τον βόθρο, και τον λόγο με τον φόνο.
Αλλά, αν δεχθούμε, όχι μόνον οι αριστεροί αλλά όλοι οι δημοκρατικοί πολίτες, ότι η άσκηση της βίας σε μια συντεταγμένη πολιτεία είναι αποκλειστικό προνόμιο του κράτους, τι εννοούμε όταν λέμε «βία στη βία της εξουσίας»;
Εννοούμε το «σκοτώστε τους φασίστες» ή ότι θα τους «τρελάνουμε στη νομιμότητα»; Είναι ίδιο το νόημα στο σύνθημα «θάνατος στον φασισμό» με το νόημα στο σύνθημα «φασίστες, ήρθε η ώρα σας»; - ή άλλα τέτοια συναφή;
Οποιος σπάει το κεφάλι του φασίστα για τις ιδέες του είναι φασίστας ο ίδιος. Οποιος, απ’ την άλλη, δεν συλλαμβάνει τον φασίστα για τα εγκλήματά του, παραβιάζει τους νόμους - εν προκειμένω ποινικούς. Διότι, ευτυχώς, νόμοι που να καταδιώκουν τη σκέψη δεν υπάρχουν, τουλάχιστον όχι ακόμα, στην Ελλάδα.
«Βία στη βία της εξουσίας» σημαίνει υπεράσπιση των νόμων, όταν το κράτος ή οποιοσδήποτε άλλος τούς παραβιάζει. Κι αυτό δεν είναι λεγκαλισμός, διότι αν ορισμένοι νόμοι δεν μας αρέσουν, ας πείσουμε τον λαό να τους αλλάξει - αυτό είναι το νόημα της πολιτικής. Για αυτό η «επανάσταση παράγει δίκαιο», όταν ο λαός ξεσηκώνεται. Για αυτό η βία είναι η μαμή της Ιστορίας, διότι και οι μεταρρυθμίσεις επίσης (είτε προς αντιδραστική είτε προς προοδευτική κατεύθυνση) βία του καινούργιου πάνω στο παλιό είναι. Και το ποια ανάγκη εξυπηρετεί η βία του καινούργιου πάνω στο παλιό δείχνει το ταξικό πρόσημο της κάθε μεταρρύθμισης.
«Καταδικάζουμε» λοιπόν «τη βία από όπου και αν προέρχεται» μπορούν να λένε μόνον οι ηλίθιοι ή οι πονηροί (και συνεπώς δεν είναι παράξενο που η πληθύς των εκπροσώπων του καθεστώτος μηρυκάζει αυτό το στερεότυπο). Στην πραγματικότητα, σε μια ταξική κοινωνία όπως η δική μας η βία δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται από γενικεύσεις (που μάλιστα οδηγούν σε ηθικιστικές κατηγοριοποιήσεις του τύπου καλή, κακή και τα τοιαύτα), αλλά να προσδιορίζεται ως προς τις αιτίες της και τα αποτελέσματά της. Αυτή είναι η δουλειά της πολιτικής (στη βάση των συσχετισμών που την καθορίζουν) και το αποτέλεσμα της πολιτικής είναι οι νόμοι. Και «οι νόμοι μόνον εν μέσω πολέμων σιωπούν». Εν καιρώ ειρήνης διέπουν. Οσον υπάρχουν και ώσπου να αλλάξουν, διέπουν.
«Θάνατος στον φασισμό» λοιπόν σημαίνει εναντίωση στο σύστημα εκείνο που καταργεί την όποια κεκτημένη νομιμότητα, ιδίως τη δυνατότητα της καταφυγής σ’ αυτήν των πιο ανίσχυρων απέναντι των πιο δυνατών. Σηματοδοτεί την εναντίωση (την υποχρέωση της εναντίωσης) στη ζούγκλα των υπερανθρώπων. Αντιθέτως, το «καλός φασίστας είναι ο νεκρός φασίστας» σηματοδοτεί τον εκφασισμό εκείνου που το λέει.
Και αν «η καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται» αποενοχοποιεί τη βία των Δυνατών εναντίον των αδυνάτων, η «βία ενάντια στη βία της εξουσίας» νομιμοποιεί τα δικαιώματα αλλά και την αντίσταση εκείνων εναντίον των οποίων το κράτος διά της κυβέρνησής του χρησιμοποιεί το αποκλειστικό του προνόμιο στη χρήση βίας καταχρηστικώς και με δόλο.
Ο,τι είναι νόμιμο, αν δεν είναι ηθικό, δεν θα είναι για πάντα νόμιμο. Μπορεί να περάσουν δεκαετίες ή και αιώνες, αλλά η μαμή της Ιστορίας τείνει να κάνει νόμιμο το ηθικό κι όχι να διαιωνίζει το ανήθικο.
Είτε με μεταρρυθμίσεις είτε με επαναστάσεις, και παρά τις πρόσκαιρες υφέσεις, οι άνθρωποι εξανθρωπίζονται, δεν αποθηριώνονται...
Από τον eniko.gr