Από μικρά παιδιά όλοι σχεδόν οι Γαρδικιώτες μεγαλώσαμε με το άκουσμα
μιας ακόμα γώσσας (και όχι διαλέκτου) διαφορετικής από τα ελληνικά. Ήταν
αρχικά ένα περίεργο άκουσμα, που γινόταν οικείο σιγά σιγά. Θυμάμαι σαν
να ‘ταν χθες τη φράση: “τατς τώρα, άβντι φιτσόρλ” (=σώπα τώρα, ακούει το παιδί)
που έλεγαν όταν ήμαστε μικρά παιδιά και δεν ήθελαν να ακούσουμε κάτι
που συζητούσαν γονείς, παππούδες. Ή το “φροντιστήριο” από τις γιαγιάδες
με απλά βλάχικα αρχικά όπως “τσ’ αντάρ” (=τι κάνεις;), “γκίνι” (=καλά), “απ’ αράτσι ντε λα γκούρα” (=νερό κρύο από τη γκούρα, την πηγή του Γαρδικίου), “πανι” (=ψωμί), “λάπτι” (=γάλα), “Καπ Γκρας” (=χοντρό κεφάλι, το όρος Νεράιδα του Ασπροποτάμου στα βλάχικα), τους αριθμούς στα βλάχικα κ.ο.κ.
Μεγαλώνοντας όμως, έχοντας μάθει και κάποιοι νεότεροι τη γλώσσα αυτή,
συνειδητοποιώντας τις βλάχικες ρίζες μας, ακούγοντας κατά καιρούς
διάφορα για τους βλάχους –ακόμα και αυτές τις σκόπιμες ανακρίβειες της
ρουμανικής προπαγάνδας- και έχοντας υπόψη και την αστική έννοια της
λέξης βλάχος (=άξεστος χωριάτης), δημιουργήθηκαν στον καθένα κάποια
ερωτήματα. Ποιοί είμαστε οι βλάχοι, από πού προήλθαμε, τι είναι αυτή η διάλεκτος που μιλάμε, τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη Ρουμανία και πολλά άλλα.
Ας ξεκινήσουμε πρώτα πρώτα από την ετυμολογία της λέξης βλάχος. Το ορθό έτυμο είναι –όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο- η γερμανική λέξη Walh, στην έκφραση Walh Yolk (=λατινόγλωσσος λαός) που
χρησιμοποιούσαν τα γερμανικά φύλα για όσους λαούς μιλούσαν λατινογενή
ιδιώματα. Αυτή την λέξη πιθανόν να την πήραν από το Στράβωνα, που
ονομάζει μια κελτική φυλή “Ουόλκαι”. Το γερμανικό Walh έδωσε Walsh
(=Ουαλλός), Wallon (=Βαλόνος στο Βέλγιο), Vallais (= λατινόφωνος στη
Γαλλία) και με αναγραμματισμό Vlah από τη σλαβική γλώσσα, για τους λατινόφωνους των Βαλκανίων.
Συνεπώς, βλάχοι στον ελλαδικό χώρο ονομάζονται εξ’ορισμού όσοι ομιλούν την βλάχικη διάλεκτο. Και για αυτή, την πρώτη καταγραφή έχουμε τον 8ο αιώνα μ.Χ.
από το βυζαντινό χρονογράφο Θεοφάνη. Αυτός αναφέρει χαρακτηριστικό
περιστατικό σε εκστρατεία του στρατηγού Κομεντίολου εναντίων των Αβάρων
στη Θράκη, όπου αγωγιάτης βλέπει το φορτίο του μπροστινού ζώου να γέρνει
και φωνάζει: “Τόρνα, τόρνα φράτε” (=γέρνει, γέρνει αδελφέ!). Άλλωστε η λατινοφωνία στον ελλαδικό χώρο μαρτυρείται ήδη από το 229 π.Χ. (!)
όταν οι Ηπειρώτες συνεργάζονταν με τους Ρωμαιίους κατά των Ιλλυρίων. Ο
Ιωάννης Λύδος το 540 μ.Χ. αναφέρει ότι οι κάτοικοι των Βαλκανίων, στη
συντριπτική τους πλειοψηφία Έλληνες, “εφθέγγοντο τη των Ιταλών φωνή”
(=μιλούσαν ιταλικά –λατινικά δηλαδή-), ακόμα και οι “δημοσιεύοντες”
(=δημόσοι υπάλληλοι). Ας μην ξεχνάμε ακόμη ότι η λατινομάθεια ήταν
απαραίτητη τότε για την απόκτηση του τίτλου του Ρωμάιου πολίτη, ενώ ήταν
και η επίσημη γλώσσα του Βυζαντινού κράτους ώς το10ο αιώνα (στο στρατό
ως το 12ο).
Η λέξη βλάχος καταγράφεται για πρώτη φορά τον 12ο αιώνα,
από τον χρονογράφο Γεώργιο Κεδρηνό, που εξυμνεί τη συμβολή των βλάχων
στον αγώνα κατά των Βουλγάρων. Έκτοτε γίνεται αναφορά από όλους σχεδόν
τους επιφανείς Βυζαντινούς συγγραφείς, όπως: Κίνναμο (11ος αιωνας),
Κεκαυμένο (11ος αιωνας), Άννα Κομνηνή (12ος αιώνας), Χωνιάτη (12ος
αιώνας), Εφραίμ το χρονογράφο (13ος αιώνας), Παχυμέρη (13ος αιώνας),
Νικηφόρο Γρηγορά (14ος αιώνας) και άλλους. Επίσης σε έργα όπως το
Χρονικόν του Μωρέως (14ος αιώνας), ή το Χρυσόβουλο του Ανδρόνικου
Παλαιολόγου (1332) γίνεται μνεία Βλάχων. Θα μπορούσαμε ώρες να
καταγράφουμε τέτοια έργα που αποδεικνύουν των λόγων το αληθές, πράγμα
μάλλον βαρετό. Ας περάσουμε λοιπόν στην ουσία των πραγμάτων.
Πρωτη φορά τα βλάχικα τα μίλησαν στην οροσειρά της Πίνδου.
Και εξηγούμαι. Όταν οι Ρωμαίοι στράφηκαν στη βαλκανική συνάντησαν δύο
εμπόδια: το φυσικό της οροσειράς της Πίνδου, και το ανθρώπινο του
ισχυρού Μακεδονικού κράτους ανατολικά, και των άλλων λαών βόρεια.
Εναντίον αυτών οι Ρωμαίοι εφάρμοσαν ότι οι Πτολεμαίοι στην Αίγυπτο, ότι
οι Βυζαντινοί με τους Ακρίτες, ότι οι Τούρκοι με τους αρματωλούς.
Στρατολόγησαν δηλαδή ντόπιους, Έλληνες μισθοφόρους στις ορεινές
διαβάσεις ώστε να αντιμετωπίζονται οι εχθρικές επιδρομές. Οι μισθοφόροι
όμως υποχρεωτικά έπρεπε να μάθουν και κάποια βασικά λατινικά. Από τη
μίξη αυτών με τα ελληνικά προέκυψε η βλάχικη γλώσσα, που πάντα
οι βλάχοι τη μιλούσαν μαζί με τα ελληνικά, ως κατά κανόνα δίγλωσσο φύλο -
οι άντρες γιατί οι γυναίκες μέσα στο σπίτι κυρίως, μάθαιναν σχεδόν μόνο
βλάχικα. Πρόκειται για μια γλώσσα θυγατρική της δημώδους
βαλκανικής λατινικής, με πολλές λέξεις ελληνικής προέλευσης, τις
περισσότερες με λατινική ρίζα και πολύ λίγες σλαβικές και τούρκικες
λέξεις.
Οι πρώτοι αυτοί βλάχοι υπηρετούσαν επί δεκαετίες ως Ρωμαίοι “limatanei”
(=συνοριοφύλακες), έπαιρναν ποίμνια και εγκαθίστατο με τις οικογένειές
τους κοντά στις φρουρές, σχηματίζοντας κλειστές αγροτικές και
κτηνοροφικές κοινωνίες. Κοινωνίες Ελλήνων, όπου διαφυλάχθηκαν αναλλοίωτα
τα προαιώνια ήθη και έθιμα και η ελληνική γλώσσα. Δίπλα τους συνέρρεαν
και έμποροι, προμηθευτές, αγωγιάτες που συντέλεσαν στην διάδοση, σε μια
ευρύτερη περιοχή, της βλάχικης γλώσσας. Μετά την ανακατάληψη από τους
Βυζαντινούς, η βλάχικη ήταν απαραίτητη ως το 10ο -12ο αιώνα οπότε ήταν
ακόμα η λατινική επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας. Παράλληλα
όμως είχε ξεκινήσει η μεταστροφή προς τα ελληνορθόδοξα ιδεώδη, οι βλάχοι
σταδιακά μυήθηκαν στο χριστιανισμό, και αφού η επίσημη γλώσσα ήταν
πλέον η ελληνική των βυζαντινών χρόνων, η βλάχικη είχε χρήση κυρίως
μεταξύ των βλάχων.
Από αυτούς τους πρώτους βλαχόφωνους πυρήνες προέκυψαν σιγά σιγά τα βλαχοχώρια της Πίνδου, από τον 12ο αιώνα περίπου. Ιδιαίτερα στα δύσκολα χρόνια της Τουρκικής προέλασης στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, περί το 1387, οπότε και οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, τα χωριά αυτά άρχισαν να παίρνουν τη νεότερή τους μορφή, τη μορφή των ελληνικών κοινοτήτων της Τουρκοκρατίας, να συμπυκνώνονται με Έλληνες από τα πεδινά που εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους και να οχυρώνονται ενάντια στον κατακτητή. Κατά τον ίδιο τρόπο δημιουργήθηκε και το Γαρδίκι από βλάχους του Ασπροποτάμου. Όπως θα διαβάσατε άλλωστε και στη σύντομη ιστορία του Γαρδικίου στο παρόν site, πρώτη καταγραφή του Γαρδικίου ως “Gardik” έχουμε στην πρώτη επίσημη απογραφή των Τούρκων το 1454-5, ένα χρόνο μετά την Άλωση της Πόλης (29 Μαϊου 1453) και την οριστική πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι βλάχοι του Ασπροποτάμου, συνέχισαν
την από αιώνων ελληνορθόδοξη παράδοσή τους, διατήρησαν μέσα στον
τούρκικο ζυγό άσβεστη την ελληνική αλλά και τη βλάχικη γλώσσα,
κράτησαν ευλαβικά τα ήθη και έθιμα και τα εμπλούτισαν και με άλλα (τρανό
παράδειγμα ο χορός των γερόντων –πάλαι ποτέ δημογερόντων- την τρίτη
μέρα της πανηγύρεως του Δεκαπενταύγουστου, που συνεχίζεται έως σήμερα).
Τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας άρχισαν να συντίθενται και τα
πρώτα δημοτικά τραγούδια, ως επί το πλείστον ελληνόφωνα, αλλά και αρκετά
βλαχόφωνα. Τραγούδια κοινωνικά (της αγάπης, του γάμου και της γέννησης,
του θανάτου), θρησκευτικά, ιστορικά, βγαλμένα από την ψυχή του λαού και
τα βιώματά του.
Έπειτα ο Ασπροπόταμος συνέβαλε καταλυτικά στον ξεσηκωμό του γένους και
την απελευθέρωση της Θεσσαλίας με οπλαρχηγούς και τα βλάχικα ασκέρια
τους, που πήραν μέρος σε πολλές μάχες του αγώνα. Οπλαρχηγούς όπως ο
Γρηγόρης Λιακατάς, ο Νικόλαος Στορνάρης, ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος.
Θυμηθείτε απλά το τραγούδι “Παιδιά απ’ τον Ασπροπόταμο”, που ακούμε ουκ
ολίγες φορές σε κάθε πανηγύρι στο Γαρδίκι. Αλλά και οι Μακεδόνες και
Ηπειρώτες βλάχοι συνέβαλαν αποφασιστικά στην απελευθέρωση Ηπείρου,
Μακεδονίας και Θράκης από τους Τούρκους.
Ύστερα από όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, εξαιρετικά συνοπτικά, περί της ιστορίας των βλάχων, νομίζω ότι είναι
εύκολο να αντικρούσει κανείς τα ψεύδη της Ρουμανικής προπαγάνδας περί
Ρουμανικής προέλευσης των Βλάχων και βλάχικης μειονότητας εν Ελλάδι.
Η Δακία (αρχαία Ρουμανία), κατακτήθηκε και εκλατινίσθηκε από τους Δάκες
μετά το 104 μ.Χ., όταν η βλάχικη γλώσσα είχε ήδη αρχίσει να
διαμορφώνεται στην Ελλάδα. Καμία πηγή δεν αναφέρει κάθοδο Δακών προς την
Πίνδο ή άλλα ελληνικά ορεινά (και γιατί άλλωστε να αφήσουν την εύφορη
Δακία και να έρθουν στη δύσβατη και άγονη Πίνδο;), αντίθετα βλαχόφωνοι
Έλληνες βρέθηκαν στη Δακία, ως μέρος του Ρωμαϊκού στρατού κατοχής και
εποίκισαν τις περιοχές της Μολδοβλαχίας και μετέπειτα Ανατολικής
Ρωμυλίας. Το Ρουμανικό κράτος –πολύ μεταγενέστερο, ιδρύθηκε το 1859-
επιχείρησε επανειλλημένα σε καιρούς ανακατατάξεων στα Βαλκάνια αλλά
μέχρι και σήμερα, με κύριους συμμάχους τους Αλβανούς, να δημιουργήσει
θέμα βλάχικης μειονότητας στην Ελλάδα. Μετέφρασαν κείμενα στα βλάχικα,
έστελναν προπαγανδιστικό οπτικοακουστικό υλικό στους βλαχόφωνούς μας,
ίδρυσαν ανθελληνικές οργανώσεις.
Τέτοιες προσπάθειες βέβαια έπεσαν και θα συνεχίσουν να πέφτουν
στο κενό, τη στιγμή που είναι αδιάσειστη και αναμφίβολη η ελληνικότητα
των βλαχοφώνων. Σε όλα όσα ήδη διαβάσατε, να προσθέσω ότι η
βλάχικη είναι γλώσσα αδελφική και όχι θυγατρική προς τα ρουμάνικα, δεν
χρησιμοποιούμε παρά λίγες κοινές λέξεις γι’ αυτό και δεν μπορούμε να
συννεονηθούμε πλήρως με τους Ρουμάνους βλαχιστί, η γλώσσα μας διαφέρει
κατά περιοχές και δεν είναι ενιαίο -όπως θα ήταν επί μετοικίσεως
Ρουμάνων στην Ελλάδα-, δίνουμε ονόματα αρχαιοελληνικά και τοπικά
χριστιανικά στα παιδιά μας (π.χ. Αριστείδης, Βησσαρίων από το Γαρδίκι),
δεν γράφουμε τη βλάχικη γλώσσα, διότι η γραφή μας είναι η ελληνική. Αυτά
είναι λίγα από τα επιχειρήματα που θα μπορούσε κανείς να επικαλεσθεί.
Αντί επιλόγου, μια ευχή: το κράτος και η κεντρική διοίκηση να
νοιαστεί περισσότερο στο μέλλον για την προάσπιση των συμφερόντων των
βλαχόφωνων Ελλήνων, κόντρα σε κάθε έξωθεν κακή μαρτυρία, και οι νέοι
βλάχοι να νοιαστούμε για τη διάσωση της διαλέκτου μας, που αποτελέι
αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσής μας. Τέλος, κάποιοι στίχοι από βλαχόφωνα αυθεντικά δημοτικά τραγούδια:
Βίνι ουάρα σι φουτζίμ (=Ήρθε η ώρα να φύγουμε)
- Άιντε βίνι ουάρα, ωρέ σι φουτζίμ, (=Ήρθε η ώρα να φύγουμε)
Μάρω, Μάρω λάι μουσάτε. (=Μάρω όμορφη)
- Άιντε σι να τσεμ του λόκου λα νόστρου, (=Να πάμε στα δικά μας τα μέρη)
Μάρω, Μάρω κι όκλεου λάιου. (=Μάρω μαυρομάτα)
- Άιντ’ ακλό ιου σ’ κιάντι πούλεου βιάρα, (=Εκεί που κελαηδάει το πουλί το καλοκαίρι)
Μάρω, Μάρω λάι μουσάτε (=Μάρω όμορφη)
- Άιντε σι να τσεμ λα πανηγύρλου, (=Να πάμε στο πανηγύρι)
Μάρω, Μάρω κι όκλεου λάιου. (=Μάρω μαυρομάτα)
- Άιντε βα τσι' αντάρ' φουστάνι αρόσ', (=Θα σου πάρω κόκκινο φουστάνι)
Μάρω, Μάρω λάι μουσάτε. (=Μάρω όμορφη)
- Άιντε τσι' αντάρ' ζουνάρ' ντ' ασήμι, (=Θα σου πάρω ασημένια ζώνη)
Μάρω, Μάρω κι όκλεου λάιου. (=Μάρω μαυρομάτα)
Φιάτα λάι μουσιάτε (=Μάρω όμορφη)
- Ωρέ φιάτα, λάι φιάτα, φιάτα λάι μουσιάτε, (=Κορίτσι όμορφο)
Φιάτα λάι μουσιάτε, κατσέ τ' αγκάτσι μούμαι (=γιατί σε μαλώνει η μάνα σου;)
- Μούμαι νου μ’ αγκάτσιε, (=Δεν με μαλώνει η μάνα μου)
μι πιτριάτσι λα φαντίνα (=με στέλνει στη βρύση)
σι λιάου απ’ αράτσι (=να πάρω κρύο νερό)
- Ντι λα σόπουτουλ ντι κιάτρι, (=Στην πέτρινη τη βρύση)
ιάστι μάρι φρίγκου, (=που είναι πολύ κρύα)
σούνι τρέι φράτσι, (=είναι τρια αδέλφια)
σπιντουράτι ντι λα φάτι. (=σκαρφαλωμένα στα κλαδιά του φάγγου)
Ντόου φιάτι (=Δυο κορίτσια)
- Ντόου λάι φιάτι, φιάτι λάι μουσάτι, (=Δυό κορίτσια, κορίτσια όμορφα)
ντοόυ λάι φιάτι, φιάτι γκαρντιστιάνι. (=δύο κορίτσια απ’ το Γαρδίκι)
- Να λιτίρι, λιτίρι κάλια μάρι, (=Βγήκανε στο μεγάλο δρόμο)
κι σ’ αφλάρου, σ’ αφλάρου Γιώργη γκάλι, (=και βρήκανε το Γιώργη)
κου ντισάκου παν του μπάντι (=με το δισάκι μέχρι κάτω)
- Τσέ άι ατσέα, ατσέα Γιώργη φράτι, (=Τι έχεις εκεί Γιώργη αδελφέ)
τσέι ατσέα, ατσέα του ντισάκου (=Τι έχεις εκεί στο δισάκι)
- Αμ ουν τσάπα, ουν τσάπα σουν ταπόρου, (=Έχω ένα τσαπί κι ένα σκερπάρνι)
βα λι βίντου, λι βίντου σι μι σόρου (=θα τα πουλήσω για να παντρευτώ)
Λα πάτρου τζίντζι μάρμαρι (=Στα τέσσερα στα πέντε μάρμαρα)
- Ωρε λα πάτρου τζίντζι μάρμαρι, (=Στα τέσσερα στα πέντε μάρμαρα)
γιε μ’ λάι σάσι κιτριτσιάλι, (=στα έξι λιθαράκια)
λάι ντουόρμι φιάτα, (=κόρη κοιμόταν)
φιάτα σίγκουρε, (=κόρη μοναχή)
γιε μ’ λάι ντουόρμι φιάτα,
φιάτα σίγκουρε
- Ωρε λάι ντουόρμι φιάτα σίγκουρε, (=Κορη κοιμόταν μοναχή)
γιε μ’ σιγκούρε σ’ ασσουσίτ, (=μονάχη κι αρρεβωνιασμένη)
άι λάι ντι λα λού-, αχ αχ, λούμι ξακουσίτ, (=και στον κόσμο ξακουσμένη)
άι λάι ντι λα λού-, αχ αχ, λούμι ξακουσίτ.
Βούλω - Τσιβούλω
- Βούλω μάρη Βούλω, σοράι Παρασκευούλω, (=Βούλα μαρη Βούλα, αδρφή μου Παρασκευούλα)
τσ' άι ντουσίτσα σ' γκάλμπινε, (=π' έχεις την κοτσιδούλα σου κίτρινη)
φάτσα σ' κα τριαντάφυλλε. (=το πρόσωπο σαν τριαντάφυλλο)
- Βούλω μάρη Βούλω, νικάι Παρασκευούλω, (=Βούλα μαρη Βούλα, μικρή μου Παρασκευούλα)
λετσ' πουν του κάλι, (=βγες μέχρι το δρόμο)
σ' τι ντάου ουν πουρτουκάλι. (=να σου δώσω ένα πορτοκάλι)
-Βούλω μάρη Βούλω, σοράι Παρασκευούλω, (=Βούλα μαρη Βούλα, αδερφή μου Παρασκευούλα)
λετσ' λα φαντίνε, (=βγες μέχρι τη βρύση)
σι να κατσέ μ' ντι μινε. (=να πιαστούμε απ' το χέρι)
- Βούλω μάρη Βούλω, νικάι Παρασκευούλω, (=Βούλα μαρη Βούλα, μικρή μου Παρασκευούλα)
λετσ' πουν τ' ουμπόρου, (=βγες μέχρι την πόρτα)
σι τζούκου ουν σμπόρου. (=να σου πω μια κουβέντα)
- Νου σκάνι σια μαρή Βούλω, (=Μη νοιάζεσαι μαρή Βούλα)
κα σιάρσιλι ντουμπλόνι, (=που κάηκαν τα δουβλόνια)
νόι ντόι σι μπανέμ, (=εμείς οι δυο να ζήσουμε)
σ' αλτ' ντουμπλόνι βα κουμπαρέμ. (=κι άλλα δουβλόνια θα πάρουμε)
Βαγγελίτσα
Μα ντίκου νίκα τι άστιπτάι, (=Μικρή μου σε περίμενα)
σι τι κρέστι σι τι λιάου, Βαγγελίτσα μου, (=Να μεγαλώσεις να σε πάρω, Βαγγελίτσα μου,)
νικουζιάουα νι. (=μικρούλα μου)
Απ αράτσι ντι λα γκούρ', (=Νερό κρύο από τη Γκούρα)
Σι τι μπας κατά του γκούρ'. (=Να σε φιλήσω στο στόμα)
Μαρ' κι κρεσκούς ντι τ' αναλτσίς, (=Και μεγάλωσες και μου ψήλωσες)
τι φιάτσις ντι μαρτάρι, Βαγγελίτσα μου, (=κι έγινες για παντρειά, Βαγγελίτσα μου)
πω πω μαρ' νίκα νι. (=πω πω μικρή μου)
Φριντζι βιάρντι ντι τσιρέσου, (=Φύλλο πράσινο από κερασιά,)
σι τι μπασ' κα μα πρέσου. (=να σε φιλήσω που άναψα)
Νού ι πάρι αρέου κα τι μαρτάς, (=Δε με πειράζει που παντρεύτηκες)
τι νι άλτου τζόνι λοάσ', Βαγγελίτσα μου, (=κι έναν άλλο λεβέντη πήρες, Βαγγελίτσα μου)
νικουζιάουα νι. (=μικρούλα μου)
Φρίντζι βιάρντι ντι σαούγκ, (=φύλλο πράσινο από σαούγκ -είδος δέντρου-)
σι τι μπασ' κα βα φουγκ. (=να σε φιλήσω που θα φύγω)
Πηγές:
α) “Ελληνο-βλάχικο λεξικό” του Νίκου Μαλαβάκη, εκδόσεις “Πελεκάνος”
β) Εγκυκλοπαίδεια “Πάπυρος-Larousse-Brittanica”, πρώτος τόμος “Ελλάς”, copyright 1997
γ) “Μελέτη για τους βλάχους” του Αστέριου Κουκούδη, Θεσσαλονίκη 11/10/2003
δ) “Μουσική παράδοση Τρικάλων”, ως μέρος του Αρχείου ελληνικής μουσικής (κωδ. 401), από την Τ.Ε.Δ.Κ. & το Επιμελητηρίο του Νομού Τρικάλων
ε) “Ο Παραδοσιακός γάμος στο Γαρδίκι Ασπροποτάμου” του Σωτήρη Γοργογέτα, εκδόσεις “Τύποις” Τρικάλων, copyright 2004
στ) Ευχαριστώ τον Μιχάλη, ιθύνοντα νου του εξαιρετικού site vlach.gr, του οποίου το εξαιρετικό βιογραφικό μπορείτε να δείτε εδώ -και να καταλάβετε γιατί έχει βαρύτητα η άποψή του- , για χρήσιμες διορθώσεις σε βασικά σημεία του πονήματος αυτού
Από το Γαρδίκι Νέτ