Του Βασίλη Ρόγγα
Το Ποικίλο Όρος από τη μεριά της Πάρνηθας
Εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι
παίρνουν μέρος στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Τα αιτήματα "μου αρέσει" σε
νέες σελίδες με ιλουστρασιόν φωτογραφίες των υποψηφίων δίνουν και
παίρνουν.
Στη πραγματικότητα η τεράστια πλειοψηφία αυτού του εν δυνάμει πολιτικού προσωπικού δεν έχει καμία σχέση με την πόλη, παρά μόνο ξώφαλτσα.
Μέλος/στέλεχος ενός κόμματος (ή πρώην μέλος/στέλεχος), στη διοίκηση μιας αθλητικής ομάδας, πρώην/νυν εκλεγμένος/η σε κάποιο σωματείο/σύλλογο/όμιλο, πρώην/νυν δημοτικός σύμβουλος. Και κάπου κάπου ηρωικά βιογραφικά με ημερομηνίες που σταματούν χρόνια πριν.
Η αγκομαχητή κούρσα για την ανάδειξη παράγει δημόσια υποκείμενα φαιδρά, που αυτοξεφτιλίζονται προσπαθώντας να μοιάζουν σε κάτι παραδοσιακά κυρίαρχο.
Επικρατούν δε, πολίτες με μια σχετική κοινωνική εμβέλεια ή μια εν δυνάμει απήχηση από την φύση του επαγγέλματος τους, το επίθετο που φέρουν αν είναι πολιτικοί απόγονοι «μεγάλων» ανδρών και γυναικών, τον φορέα στον οποίο εντάσσονται ή ελέγχουν καθολικά.
Αυτοί οι συμπολίτες μας σε μεγάλο βαθμό έλειπαν από τη μάχη για την υπεράσπιση των χώρων των Κοινών που διεξάχθηκε όλα τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια. Δεν επιτέλεσαν κινηματικές, εξωθεσμικές, άτυπες δράσεις, δεν έδωσαν σινιάλα στους οικείους τους μιας άλλης σκέψης μα και πράξη για το πολιτικό και το κοινωνικό, δεν προέβησαν σε βαριά βιωματική δράση.
Δεν μορφώθηκαν κοινωνικά.
Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, πολλούς και πολλές θα τους γνωρίζαμε, θα τους ξέραμε από το δρόμο, από το ζάλισμα που θα μας είχαν κάνει όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα για κινητοποιήσεις, για συλλογικές διαδικασίες αντίστασης και δημιουργίας.
Αν λοιπόν δεν ήταν χυδαία η προσπάθεια τους για ανάδειξη θα ήταν για τρολλάρισμα, θα ήταν φαιδρή. Το δυστυχές για τους πολλούς από αυτούς είναι ότι παραμένει βαθιά πελατειακή η σχέση που ξέρεις πως προσπαθούν να θεμελιώσουν με την εκλογική τους αγορά.
Δεν έχουν ασχοληθεί στην συντριπτική τους πλειοψηφία με ένα δράμι διαβάσματος ή πράξης για το τι θα πει πόλη, δημόσιος χώρος, συλλογικά αγαθά, δικαίωμα, φαντασιακή γεωγραφία, αυτοοργάνωση, περιβαλλοντική αντίσταση. Είναι άγνωστοι σε αυτούς οι ελεγκτές αυτών των εννοιών.
Και τούτο, δεν είναι θέμα μόρφωσης, ας μη γελιόμαστε. Δεν ήθελε αυτός ο ανθρωπολογικός τύπος να ασχοληθεί με τέτοια δύσκολα, ούτε τώρα θέλει.
Κάτι τέτοιους, λοιπόν, η κοινωνία σε μεγάλο βαθμό τους φτύνει. Δε χρειάζεται να κάνει discourse analysis για να καταλάβει ότι λένε τα ίδια, ότι είναι πουθενάδες, ότι δεν κάνουν.
Από την από κει μεριά δυστυχώς συμπεριλαμβάνονται και κάποια –όχι πολλά ευτυχώς- δημοτικά σχήματα της Αριστεράς. Δεν ενσωματώνουν δυο μεγάλες διαιρετικές τομές που αναδείχθηκαν από το 2010. Η διάκριση μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων και η τομή ευτελισμένη αντιπροσώπευση/ άμεση δημοκρατία.
Όποιος δεν κατανοεί ότι τα 4 τελευταία χρόνια οι στοιχήσεις της κοινωνικής κίνησης άλλαξαν άρδην και πλέον το πολιτικό ισοδύναμο αυτής της αλλαγής επερωτάται πάντα σε ακριβώς αυτή τη βάση, τότε μάλλον δε νογάει τι συνέβη στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Άσε που η ηθική υπεροχή πρέπει να είναι αδιαμφισβήτητη.
Φυσικά και υπάρχουν εξαιρέσεις. Τα ψηφοδέλτια της Αριστεράς δεν είναι τέτοια, ας μη γελιόμαστε, σε μεγάλο βαθμό, σε πολλές πόλεις.
Πρόσφατα, η παρουσίαση των υποψηφίων δημοτικών συμβούλων της Ανοιχτής Πόλης του Γαβριήλ Σακελλαρίδη ήταν μια πολύ βαθιά ανάσα για όσους δε θέλουν να πειθαρχούν χωρίς ερωτήσεις.
Πρέπει κάπως να απαντήσουμε: Γιατί υπάρχει τόσο σάπιο πολιτικό προσωπικό;
Οι ιδέες είναι μια υλική ισχύς στην ιστορία, έλεγε κάπου ο Μαρξ. Και ο David Harvey, ο μεγάλος μαρξιστής γεωγράφος το έκανε τάλαρα περιγράφοντας το 2011:
«Οι μεταμορφώσεις είναι αδύνατον να επιτευχθούν χωρίς, έστω και στο ελάχιστο, να αλλάξουμε τις ιδέες μας, να εγκαταλείψουμε τα αγαπημένα μας πιστεύω και τις προκαταλήψεις μας, να παραιτηθούμε από ποικίλες καθημερινές ανέσεις και δικαιώματα, να υποταχθούμε σε ένα νέο καθημερινό καθεστώς,
αλλάζοντας κοινωνικούς και πολιτικούς ρόλους, αναδιανέμοντας τα δικαιώματα, τα καθήκοντα και τις ευθύνες μας, και αλλάζοντας τις συμπεριφορές μας έτσι ώστε να συμμορφώνονται με τις συλλογικές ανάγκες και σε μια κοινή βούληση.
Ο κόσμος γύρω μας- οι γεωγραφίες μας – πρέπει να αναδιαπλαστούν ριζικά, όπως και οι κοινωνικές μας σχέσεις, η σχέση μας με τη φύση και όλες οι άλλες σφαίρες δράσης.
Είναι κατανοητό, έως ένα βαθμό, το ότι πολλοί προτιμούν μια πολιτική άρνησης από μια πολιτική ενεργούς σύγκρουσης με όλα τα παραπάνω».
Στη πραγματικότητα η τεράστια πλειοψηφία αυτού του εν δυνάμει πολιτικού προσωπικού δεν έχει καμία σχέση με την πόλη, παρά μόνο ξώφαλτσα.
Μέλος/στέλεχος ενός κόμματος (ή πρώην μέλος/στέλεχος), στη διοίκηση μιας αθλητικής ομάδας, πρώην/νυν εκλεγμένος/η σε κάποιο σωματείο/σύλλογο/όμιλο, πρώην/νυν δημοτικός σύμβουλος. Και κάπου κάπου ηρωικά βιογραφικά με ημερομηνίες που σταματούν χρόνια πριν.
Η αγκομαχητή κούρσα για την ανάδειξη παράγει δημόσια υποκείμενα φαιδρά, που αυτοξεφτιλίζονται προσπαθώντας να μοιάζουν σε κάτι παραδοσιακά κυρίαρχο.
Επικρατούν δε, πολίτες με μια σχετική κοινωνική εμβέλεια ή μια εν δυνάμει απήχηση από την φύση του επαγγέλματος τους, το επίθετο που φέρουν αν είναι πολιτικοί απόγονοι «μεγάλων» ανδρών και γυναικών, τον φορέα στον οποίο εντάσσονται ή ελέγχουν καθολικά.
Αυτοί οι συμπολίτες μας σε μεγάλο βαθμό έλειπαν από τη μάχη για την υπεράσπιση των χώρων των Κοινών που διεξάχθηκε όλα τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια. Δεν επιτέλεσαν κινηματικές, εξωθεσμικές, άτυπες δράσεις, δεν έδωσαν σινιάλα στους οικείους τους μιας άλλης σκέψης μα και πράξη για το πολιτικό και το κοινωνικό, δεν προέβησαν σε βαριά βιωματική δράση.
Δεν μορφώθηκαν κοινωνικά.
Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, πολλούς και πολλές θα τους γνωρίζαμε, θα τους ξέραμε από το δρόμο, από το ζάλισμα που θα μας είχαν κάνει όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα για κινητοποιήσεις, για συλλογικές διαδικασίες αντίστασης και δημιουργίας.
Αν λοιπόν δεν ήταν χυδαία η προσπάθεια τους για ανάδειξη θα ήταν για τρολλάρισμα, θα ήταν φαιδρή. Το δυστυχές για τους πολλούς από αυτούς είναι ότι παραμένει βαθιά πελατειακή η σχέση που ξέρεις πως προσπαθούν να θεμελιώσουν με την εκλογική τους αγορά.
Δεν έχουν ασχοληθεί στην συντριπτική τους πλειοψηφία με ένα δράμι διαβάσματος ή πράξης για το τι θα πει πόλη, δημόσιος χώρος, συλλογικά αγαθά, δικαίωμα, φαντασιακή γεωγραφία, αυτοοργάνωση, περιβαλλοντική αντίσταση. Είναι άγνωστοι σε αυτούς οι ελεγκτές αυτών των εννοιών.
Και τούτο, δεν είναι θέμα μόρφωσης, ας μη γελιόμαστε. Δεν ήθελε αυτός ο ανθρωπολογικός τύπος να ασχοληθεί με τέτοια δύσκολα, ούτε τώρα θέλει.
Κάτι τέτοιους, λοιπόν, η κοινωνία σε μεγάλο βαθμό τους φτύνει. Δε χρειάζεται να κάνει discourse analysis για να καταλάβει ότι λένε τα ίδια, ότι είναι πουθενάδες, ότι δεν κάνουν.
Από την από κει μεριά δυστυχώς συμπεριλαμβάνονται και κάποια –όχι πολλά ευτυχώς- δημοτικά σχήματα της Αριστεράς. Δεν ενσωματώνουν δυο μεγάλες διαιρετικές τομές που αναδείχθηκαν από το 2010. Η διάκριση μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων και η τομή ευτελισμένη αντιπροσώπευση/ άμεση δημοκρατία.
Όποιος δεν κατανοεί ότι τα 4 τελευταία χρόνια οι στοιχήσεις της κοινωνικής κίνησης άλλαξαν άρδην και πλέον το πολιτικό ισοδύναμο αυτής της αλλαγής επερωτάται πάντα σε ακριβώς αυτή τη βάση, τότε μάλλον δε νογάει τι συνέβη στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Άσε που η ηθική υπεροχή πρέπει να είναι αδιαμφισβήτητη.
Φυσικά και υπάρχουν εξαιρέσεις. Τα ψηφοδέλτια της Αριστεράς δεν είναι τέτοια, ας μη γελιόμαστε, σε μεγάλο βαθμό, σε πολλές πόλεις.
Πρόσφατα, η παρουσίαση των υποψηφίων δημοτικών συμβούλων της Ανοιχτής Πόλης του Γαβριήλ Σακελλαρίδη ήταν μια πολύ βαθιά ανάσα για όσους δε θέλουν να πειθαρχούν χωρίς ερωτήσεις.
Πρέπει κάπως να απαντήσουμε: Γιατί υπάρχει τόσο σάπιο πολιτικό προσωπικό;
Οι ιδέες είναι μια υλική ισχύς στην ιστορία, έλεγε κάπου ο Μαρξ. Και ο David Harvey, ο μεγάλος μαρξιστής γεωγράφος το έκανε τάλαρα περιγράφοντας το 2011:
«Οι μεταμορφώσεις είναι αδύνατον να επιτευχθούν χωρίς, έστω και στο ελάχιστο, να αλλάξουμε τις ιδέες μας, να εγκαταλείψουμε τα αγαπημένα μας πιστεύω και τις προκαταλήψεις μας, να παραιτηθούμε από ποικίλες καθημερινές ανέσεις και δικαιώματα, να υποταχθούμε σε ένα νέο καθημερινό καθεστώς,
αλλάζοντας κοινωνικούς και πολιτικούς ρόλους, αναδιανέμοντας τα δικαιώματα, τα καθήκοντα και τις ευθύνες μας, και αλλάζοντας τις συμπεριφορές μας έτσι ώστε να συμμορφώνονται με τις συλλογικές ανάγκες και σε μια κοινή βούληση.
Ο κόσμος γύρω μας- οι γεωγραφίες μας – πρέπει να αναδιαπλαστούν ριζικά, όπως και οι κοινωνικές μας σχέσεις, η σχέση μας με τη φύση και όλες οι άλλες σφαίρες δράσης.
Είναι κατανοητό, έως ένα βαθμό, το ότι πολλοί προτιμούν μια πολιτική άρνησης από μια πολιτική ενεργούς σύγκρουσης με όλα τα παραπάνω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου