Του Γιώργου Παπαϊωάννου
Ο Σλοβένος φιλόσοφος Σλάβοϊ Ζίζεκ σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Εφημερίδα των Συντακτών, αναφέρεται εκτενώς σε θέματα σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, την Αριστερά αλλά και τη χώρα μας και τις προοπτικές του ΣΥΡΙΖΑ. Όσα είπε ο Σλ. Ζίζεκ προκάλεσαν την άμεση αντίδραση αρθρογράφων που έσπευσαν να τον επαναφέρουν στην τάξη, από τη σκοπιά μιας υποτιθέμενης πιο ορθόδοξης μαρξιστικής προσέγγισης.
Χαρακτηριστικότερο ήταν το άρθρο του καθηγητή Αλέξανδρου Χρύση, στην ίδια εφημερίδα, με τίτλο Καλωσορίσατε στην έρημο του σοσιαλφιλελευθερισμού, κ. Ζίζεκ! (που παραπέμπει σε παρόμοιο τίτλο βιβλίου του Σλοβένου), ενώ η συνέντευξη σχολιάστηκε και σε άλλους χώρους, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ (για παράδειγμα, το άρθρο με τίτλο Όταν ο Ζίζεκ συνάντησε τον… Κατσιφάρα που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα iskra.gr).
Τι έθεσε, όμως, στην πραγματικότητα ο φιλόσοφος με τη συνέντευξή του, προκαλώντας αυστηρές μεθοδολογικές παρατηρήσεις και ευφάνταστους τίτλους; Καταρχάς, ο Ζίζεκ εντοπίζει την άνοδο της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς στην Ευρώπη και προβληματίζεται για αυτήν, αντιπαραβάλλοντάς την και με τη στασιμότητα της Αριστεράς στη Γηραιά Ήπειρο, ειδικά σε μια περίοδο κρίσης.
Δεύτερον, αναφέρεται στην «εξαίρεση» της Ελλάδας και την ισχυρή παρουσία της Αριστεράς, σε αντιδιαστολή με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως αυτές του Βορρά. Εκφράζει την αγωνία του για την επιτυχία του εγχειρήματος, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι… αν και άθεος, προσεύχεται στον Θεό για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.
Τρίτον, εκτιμά ότι η πολιτική διαίρεση στην Ευρώπη μετατοπίζεται από το δίπολο σοσιαλδημοκρατία-Δεξιά (π.χ. ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. στην Ελλάδα ή Εργατικοί-Συντηρητικοί στη Μ. Βρεττανία) στη συνύπαρξη ενός τεχνοκρατικού μεταδημοκρατικού πόλου με έναν ριζοσπαστικό ακροδεξιό και αντιμεταναστευτικό, που βγήκε ραγδαία δυναμωμένος στις τελευταίες Ευρωεκλογές. Θεωρεί πιθανή τη συνεργασία των δύο αυτών πόλων στο μέλλον, και τη ζωγραφίζει με μελανά χρώματα. Μάλιστα, τον ενδιαφέρει το ενδεχόμενο η Αριστερά να τραβήξει όσους ειλικρινείς πολιτικά φιλελεύθερους δεν συντάσσονται με μια τέτοια προοπτική, καταφεύγοντας στην αιρετική(;) φράση «μόνο εμείς οι αριστεροί μπορούμε να σώσουμε τους φιλελεύθερους»…
Τέταρτον, διατυπώνει τη σκέψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να ανταποκριθεί σε προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία, όπως αυτό της κατάργησης της δημοκρατίας αλλά και του παρασιτικού χαρακτήρα του κρατικού, πολιτικού και οικονομικού συστήματος, ώστε να διευρύνει την επιρροή του και να μην αποτελέσει μια σύντομη αριστερή παρένθεση. Αναπτύσσοντας αυτή την επιχειρηματολογία, πέφτει σε ακόμα ένα… θανάσιμο αμάρτημα να χαρακτηρίσει «μετριοπαθή» αυτή τη στάση, αντιπαραβάλλοντάς τη με μια «αριστερίστικη ριζοσπαστική επανάσταση».
Αν, όμως, το ζήτημα δεν είναι οι λέξεις αλλά το περιεχόμενο και η μέθοδος που αυτό προσεγγίζεται, τότε προκύπτει ένα θέμα. Πώς αντιμετωπίζει κανείς την παρέμβαση του Ζίζεκ; Πρώτα, θα έπρεπε κανείς να διακρίνει ότι η σκέψη του ξεκινάει από την προσπάθεια αναγνώρισης της πραγματικότητας και των δεδομένων που αυτή προσφέρει και όχι από την ανάγκη να δικαιωθεί, εκ των προτέρων, μια δική του ιδέα ή ιδεοληψία. Αυτό θα έπρεπε να αξιολογείται ως θετικό, μια και συχνά στους χώρους της διανόησης συναντάται η αντίθετη στάση.
Έπειτα, ο Ζίζεκ δείχνει ενδιαφέρον, ίσως και αγωνία, για το ελληνικό ζήτημα και την πορεία της Αριστεράς στον τόπο μας, που αποδεικνύεται κρίσιμη για τις εξελίξεις στην Ευρώπη. Κι αυτό θα μπορούσε να αξιολογείται κάπως θετικά, πριν αρχίσει κανείς να τον νουθετεί για παρεκκλίσεις από μια ορθόδοξη ανάλυση που δείχνει σαν να έχει λυμένα τα ζητήματα της κοινωνικής αλλαγής στη χώρα.
Κι όμως. Άλλος ξεμπερδεύει εύκολα με το ζήτημα, αποκαλύπτοντας ότι η Αριστερά που επικαλείται ο Ζίζεκ, απλώς δεν υπάρχει, μια και δεν είναι αρκούντως αντικαπιταλιστική και…«διπλά οριοθετημένη» (Αλ. Χρύσης), ενώ άλλοι, μιλώντας μάλιστα από τη σκοπιά του ΣΥΡΙΖΑ, ερμηνεύουν τον προβληματισμό του σαν κάλεσμα για άνοιγμα των θυρών του ΣΥΡΙΖΑ στο ΠΑΣΟΚ.
Στην πραγματικότητα, ο Ζίζεκ, εξετάζοντας τη διαφορά του ελλαδικού πολιτικού σκηνικού από αυτό του Ευρωπαϊκού Βορρά, αντιλαμβάνεται ότι εδώ έχει συντελεστεί ένα μεγάλο πείραμα κοινωνικής καταστροφής και αποικιοποίησης, ενώ αξιολογεί τα ιδιαίτερα παρασιτικά χαρακτηριστικά του εγχώριου συστήματος. Έτσι, φαίνεται να προβληματίζεται για τη δυνατότητα να ηγεμονεύσει η Αριστερά σε διαδικασίες μετασχηματισμού που είναι υπερώριμες στην ελληνική κοινωνία. Αλλά αυτό έχει τεράστια διαφορά από την υποταγή της Αριστεράς σε ένα φιλελεύθερο ή σοσιαλδημοκρατικό σχέδιο που αποκαλύπτουν οι σχολιαστές της παρέμβασής του.
Αντί, λοιπόν, κανείς να αξιοποιήσει τις σκέψεις του Σλοβένου, να δει αν κάτι χρήσιμο προσφέρουν οι θεωρήσεις του και αν κανείς μπορεί να εμβαθύνει σε αυτές, αρχίζουν οι καταγγελίες για σοσιαλφιλελευθερισμό ή του απαντιέται ότι αυτά η ελληνική Αριστερά τα συζήτησε και τα έλυσε κάπου στη δεκαετία του ’50…
Οι επικριτές του Ζίζεκ μάλλον αδυνατούν να συλλάβουν την πραγματικότητα που οδηγεί στην ανάγκη μιας συνολικής διεξόδου της χώρας και όχι μόνο της υπεράσπισης των οικονομικών συμφερόντων μιας τάξης. Είτε γιατί δεν ταιριάζει με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται την ταξική πάλη, είτε γιατί αδιαφορούν ή δεν αγχώνονται ιδιαίτερα για μια μεταβατική διαδικασία στη χώρα, αν αυτή δεν είναι σύμφωνη με δικά τους στερεότυπα και κλασικές αναλύσεις και μάλιστα σε κακοχωνεμένες εκδοχές.
Εκεί βρίσκεται το πρόβλημα και όχι στο τι γνώμη έχει κανείς για τις αναλύσεις του Σλοβένου φιλόσοφου. Ο 21ος αιώνας προσφέρει ήδη αρκετό υλικό για τις διαδικασίες μετάβασης σε μια άλλη κοινωνική προοπτική, χωρίς να παρέχει συνταγές για αντιγραφή. Το να νομίζει κανείς ότι ξεμπερδεύει εύκολα, αναφερόμενος σε μια ομιχλώδη σοσιαλιστική επανάσταση ή παραπέμποντας περίπου σε μια αντιγραφή της Κομμούνας και του Οκτώβρη (παλιότερες τοποθετήσεις του Αλ. Χρύση) θα ήταν ενδιαφέρον και καθησυχαστικό. Αρκεί να είχε και να υποδείξει το υποκείμενο αυτής της «επιστροφής» ή τις διαδικασίες συγκρότησής του.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, η πραγματικότητα είναι πιο πλούσια. Η μετάβαση και η διέξοδος της χώρας θα αναμετρηθεί με αφάνταστα δύσκολα αλλά πραγματικά προβλήματα. Ριζοσπαστικό και αριστερό σήμερα είναι ό,τι ανοίγει δρόμους σε αυτές τις διαδικασίες. Όποιος έχει, σε θεωρητικό επίπεδο, κάτι να προσφέρει σε αυτές, θα πρέπει να το κάνει. Τι λύσεις προτείνει για ένα τέτοιο μεταβατικό πρόγραμμα αλλά και ποιος και πώς βλέπει να το υλοποιεί. Αλλιώς, υπάρχει ο δρόμος της επαγρύπνησης απέναντι σε κάθε παρέκκλιση. Εύκολος αλλά όχι και τόσο παραγωγικός, έχει δοκιμαστεί από πλήθος θεωρητικών στο παρελθόν, βγαλμένων από ορθόδοξες σχολές μεν, αλλά με αμφίβολη κατάληξη, δε.
Από τον Δρόμο της Αριστεράς
Η θεωρητική «ορθοδοξία» και η πλούσια πραγματικότητα
Ο Σλοβένος φιλόσοφος Σλάβοϊ Ζίζεκ σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Εφημερίδα των Συντακτών, αναφέρεται εκτενώς σε θέματα σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, την Αριστερά αλλά και τη χώρα μας και τις προοπτικές του ΣΥΡΙΖΑ. Όσα είπε ο Σλ. Ζίζεκ προκάλεσαν την άμεση αντίδραση αρθρογράφων που έσπευσαν να τον επαναφέρουν στην τάξη, από τη σκοπιά μιας υποτιθέμενης πιο ορθόδοξης μαρξιστικής προσέγγισης.
Χαρακτηριστικότερο ήταν το άρθρο του καθηγητή Αλέξανδρου Χρύση, στην ίδια εφημερίδα, με τίτλο Καλωσορίσατε στην έρημο του σοσιαλφιλελευθερισμού, κ. Ζίζεκ! (που παραπέμπει σε παρόμοιο τίτλο βιβλίου του Σλοβένου), ενώ η συνέντευξη σχολιάστηκε και σε άλλους χώρους, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ (για παράδειγμα, το άρθρο με τίτλο Όταν ο Ζίζεκ συνάντησε τον… Κατσιφάρα που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα iskra.gr).
Τι έθεσε, όμως, στην πραγματικότητα ο φιλόσοφος με τη συνέντευξή του, προκαλώντας αυστηρές μεθοδολογικές παρατηρήσεις και ευφάνταστους τίτλους; Καταρχάς, ο Ζίζεκ εντοπίζει την άνοδο της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς στην Ευρώπη και προβληματίζεται για αυτήν, αντιπαραβάλλοντάς την και με τη στασιμότητα της Αριστεράς στη Γηραιά Ήπειρο, ειδικά σε μια περίοδο κρίσης.
Δεύτερον, αναφέρεται στην «εξαίρεση» της Ελλάδας και την ισχυρή παρουσία της Αριστεράς, σε αντιδιαστολή με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως αυτές του Βορρά. Εκφράζει την αγωνία του για την επιτυχία του εγχειρήματος, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι… αν και άθεος, προσεύχεται στον Θεό για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.
Τρίτον, εκτιμά ότι η πολιτική διαίρεση στην Ευρώπη μετατοπίζεται από το δίπολο σοσιαλδημοκρατία-Δεξιά (π.χ. ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. στην Ελλάδα ή Εργατικοί-Συντηρητικοί στη Μ. Βρεττανία) στη συνύπαρξη ενός τεχνοκρατικού μεταδημοκρατικού πόλου με έναν ριζοσπαστικό ακροδεξιό και αντιμεταναστευτικό, που βγήκε ραγδαία δυναμωμένος στις τελευταίες Ευρωεκλογές. Θεωρεί πιθανή τη συνεργασία των δύο αυτών πόλων στο μέλλον, και τη ζωγραφίζει με μελανά χρώματα. Μάλιστα, τον ενδιαφέρει το ενδεχόμενο η Αριστερά να τραβήξει όσους ειλικρινείς πολιτικά φιλελεύθερους δεν συντάσσονται με μια τέτοια προοπτική, καταφεύγοντας στην αιρετική(;) φράση «μόνο εμείς οι αριστεροί μπορούμε να σώσουμε τους φιλελεύθερους»…
Τέταρτον, διατυπώνει τη σκέψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να ανταποκριθεί σε προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία, όπως αυτό της κατάργησης της δημοκρατίας αλλά και του παρασιτικού χαρακτήρα του κρατικού, πολιτικού και οικονομικού συστήματος, ώστε να διευρύνει την επιρροή του και να μην αποτελέσει μια σύντομη αριστερή παρένθεση. Αναπτύσσοντας αυτή την επιχειρηματολογία, πέφτει σε ακόμα ένα… θανάσιμο αμάρτημα να χαρακτηρίσει «μετριοπαθή» αυτή τη στάση, αντιπαραβάλλοντάς τη με μια «αριστερίστικη ριζοσπαστική επανάσταση».
Αν, όμως, το ζήτημα δεν είναι οι λέξεις αλλά το περιεχόμενο και η μέθοδος που αυτό προσεγγίζεται, τότε προκύπτει ένα θέμα. Πώς αντιμετωπίζει κανείς την παρέμβαση του Ζίζεκ; Πρώτα, θα έπρεπε κανείς να διακρίνει ότι η σκέψη του ξεκινάει από την προσπάθεια αναγνώρισης της πραγματικότητας και των δεδομένων που αυτή προσφέρει και όχι από την ανάγκη να δικαιωθεί, εκ των προτέρων, μια δική του ιδέα ή ιδεοληψία. Αυτό θα έπρεπε να αξιολογείται ως θετικό, μια και συχνά στους χώρους της διανόησης συναντάται η αντίθετη στάση.
Έπειτα, ο Ζίζεκ δείχνει ενδιαφέρον, ίσως και αγωνία, για το ελληνικό ζήτημα και την πορεία της Αριστεράς στον τόπο μας, που αποδεικνύεται κρίσιμη για τις εξελίξεις στην Ευρώπη. Κι αυτό θα μπορούσε να αξιολογείται κάπως θετικά, πριν αρχίσει κανείς να τον νουθετεί για παρεκκλίσεις από μια ορθόδοξη ανάλυση που δείχνει σαν να έχει λυμένα τα ζητήματα της κοινωνικής αλλαγής στη χώρα.
Κι όμως. Άλλος ξεμπερδεύει εύκολα με το ζήτημα, αποκαλύπτοντας ότι η Αριστερά που επικαλείται ο Ζίζεκ, απλώς δεν υπάρχει, μια και δεν είναι αρκούντως αντικαπιταλιστική και…«διπλά οριοθετημένη» (Αλ. Χρύσης), ενώ άλλοι, μιλώντας μάλιστα από τη σκοπιά του ΣΥΡΙΖΑ, ερμηνεύουν τον προβληματισμό του σαν κάλεσμα για άνοιγμα των θυρών του ΣΥΡΙΖΑ στο ΠΑΣΟΚ.
Στην πραγματικότητα, ο Ζίζεκ, εξετάζοντας τη διαφορά του ελλαδικού πολιτικού σκηνικού από αυτό του Ευρωπαϊκού Βορρά, αντιλαμβάνεται ότι εδώ έχει συντελεστεί ένα μεγάλο πείραμα κοινωνικής καταστροφής και αποικιοποίησης, ενώ αξιολογεί τα ιδιαίτερα παρασιτικά χαρακτηριστικά του εγχώριου συστήματος. Έτσι, φαίνεται να προβληματίζεται για τη δυνατότητα να ηγεμονεύσει η Αριστερά σε διαδικασίες μετασχηματισμού που είναι υπερώριμες στην ελληνική κοινωνία. Αλλά αυτό έχει τεράστια διαφορά από την υποταγή της Αριστεράς σε ένα φιλελεύθερο ή σοσιαλδημοκρατικό σχέδιο που αποκαλύπτουν οι σχολιαστές της παρέμβασής του.
Αντί, λοιπόν, κανείς να αξιοποιήσει τις σκέψεις του Σλοβένου, να δει αν κάτι χρήσιμο προσφέρουν οι θεωρήσεις του και αν κανείς μπορεί να εμβαθύνει σε αυτές, αρχίζουν οι καταγγελίες για σοσιαλφιλελευθερισμό ή του απαντιέται ότι αυτά η ελληνική Αριστερά τα συζήτησε και τα έλυσε κάπου στη δεκαετία του ’50…
Οι επικριτές του Ζίζεκ μάλλον αδυνατούν να συλλάβουν την πραγματικότητα που οδηγεί στην ανάγκη μιας συνολικής διεξόδου της χώρας και όχι μόνο της υπεράσπισης των οικονομικών συμφερόντων μιας τάξης. Είτε γιατί δεν ταιριάζει με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται την ταξική πάλη, είτε γιατί αδιαφορούν ή δεν αγχώνονται ιδιαίτερα για μια μεταβατική διαδικασία στη χώρα, αν αυτή δεν είναι σύμφωνη με δικά τους στερεότυπα και κλασικές αναλύσεις και μάλιστα σε κακοχωνεμένες εκδοχές.
Εκεί βρίσκεται το πρόβλημα και όχι στο τι γνώμη έχει κανείς για τις αναλύσεις του Σλοβένου φιλόσοφου. Ο 21ος αιώνας προσφέρει ήδη αρκετό υλικό για τις διαδικασίες μετάβασης σε μια άλλη κοινωνική προοπτική, χωρίς να παρέχει συνταγές για αντιγραφή. Το να νομίζει κανείς ότι ξεμπερδεύει εύκολα, αναφερόμενος σε μια ομιχλώδη σοσιαλιστική επανάσταση ή παραπέμποντας περίπου σε μια αντιγραφή της Κομμούνας και του Οκτώβρη (παλιότερες τοποθετήσεις του Αλ. Χρύση) θα ήταν ενδιαφέρον και καθησυχαστικό. Αρκεί να είχε και να υποδείξει το υποκείμενο αυτής της «επιστροφής» ή τις διαδικασίες συγκρότησής του.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, η πραγματικότητα είναι πιο πλούσια. Η μετάβαση και η διέξοδος της χώρας θα αναμετρηθεί με αφάνταστα δύσκολα αλλά πραγματικά προβλήματα. Ριζοσπαστικό και αριστερό σήμερα είναι ό,τι ανοίγει δρόμους σε αυτές τις διαδικασίες. Όποιος έχει, σε θεωρητικό επίπεδο, κάτι να προσφέρει σε αυτές, θα πρέπει να το κάνει. Τι λύσεις προτείνει για ένα τέτοιο μεταβατικό πρόγραμμα αλλά και ποιος και πώς βλέπει να το υλοποιεί. Αλλιώς, υπάρχει ο δρόμος της επαγρύπνησης απέναντι σε κάθε παρέκκλιση. Εύκολος αλλά όχι και τόσο παραγωγικός, έχει δοκιμαστεί από πλήθος θεωρητικών στο παρελθόν, βγαλμένων από ορθόδοξες σχολές μεν, αλλά με αμφίβολη κατάληξη, δε.
Από τον Δρόμο της Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου