Στέλιος Ελληνιάδης
Από τον Δρόμο της Αριστεράς
Δεν
φτάνουν τα γράμματα και οι τέχνες. Ούτε η συνεχής επίκληση της λέξης
πολιτισμός σαν να είναι ένα βότανο που γιατρεύει όλες τις κοινωνικές
αρρώστιες, καταλαγιάζει τα πάθη και ημερώνει τον άνθρωπο. Όσο κι αν
ακούγεται πεζό, για να πιάνουν τόπο οι τέχνες και τα γράμματα, ο
άνθρωπος χρειάζεται φαγητό, στέγη, αγάπη, υγεία, δουλειά και αρμονικό
κοινωνικό περιβάλλον. Δηλαδή, χρειάζεται τη διασφάλιση των βασικών
υλικών και συναισθηματικών του αναγκών που είναι περίπου όμοιες και
αναντικατάστατες κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Γι’ αυτό, η προσέγγιση του πολιτισμού σαν κάτι ξεχωριστό από το υλικό, συναισθηματικό και πνευματικό μέρος της ζωής, συνέβαλε στη διαμόρφωση κοινωνιών με ένα θαυμάσιο περίβλημα που κρύβει μέσα του όλη την αγριότητα και βαρβαρότητα την οποία υποτίθεται ότι θα εξαφάνιζε αυτό που αποκαλούμε πολιτισμός.
Είναι πλέον φανερό ότι ανώτερος πολιτισμός δεν μπορεί να υπάρξει μόνο με γράμματα και τέχνες όσο κι αν αυτά στην εξέλιξη των κοινωνιών μπορεί να αποτελούν απαραίτητη ή αναπόφευκτη προϋπόθεσή του. Εάν δεν επιλυθεί το κεντρικό πρόβλημα της ασταμάτητης μεγέθυνσης της κοινωνικής ανισότητας, του διαχωρισμού των ανθρώπων σε πολίτες άλφα και βήτα κατηγορίας, του μέχρι θανάτου ανταγωνισμού μεταξύ μονάδων και συλλογικοτήτων και της ακόρεστης επιδίωξης του ατομικού κέρδους, τα γράμματα και οι τέχνες θα συνεχίσουν, σε τελευταία ανάλυση, να υπηρετούν όχι τον πολιτισμό, σαν την ιδανική μορφή συνύπαρξης που εμείς τον αντιλαμβανόμαστε, αλλά να υπηρετούν ακριβώς αυτά που ο πολιτισμός έρχεται να εξουδετερώσει και να αντικαταστήσει με άλλες αξίες και με ένα άλλο τρόπο ζωής.
Πανέμορφα αρχιτεκτονήματα, αριστουργηματικές ζωγραφιές και θεσπέσιες μουσικές έντυσαν και εξακολουθούν να ντύνουν τις πιο βάρβαρες και καταστροφικές ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές στις λεγόμενες πολιτισμένες κοινωνίες. Ποιοι άλλοι είχαν τις σημαντικότερες επιδόσεις στις τέχνες και τα γράμματα από τους Ιταλούς, τους Ισπανούς, τους Άγγλους, τους Γάλλους, τους Ολλανδούς, τους Γερμανούς και τους Αμερικάνους από το Μεσαίωνα μέχρι σήμερα; Κι όμως, αυτοί, οι μεγάλοι θεράποντες των γραμμάτων και των τεχνών, κάτω απ’ αυτό το αξιοθαύμαστο και αξιομίμητο περίβλημα, καλλιέργησαν και εφάρμοσαν τις πιο μεγάλες βαρβαρότητες και αγριότητες. Κατακρεούργησαν εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους με τη δουλεία, την αποικιοκρατία, τις γενοκτονίες και τους πολέμους. Και σ’ αυτό επιδίδονται πάλι, διαθέτοντας ελάχιστους αναλφάβητους, ζώντας σε σπίτια με ανέσεις και πόλεις γεμάτες με ωραία κτήρια, με μεγάλα πανεπιστήμια, πλούσια μουσεία, γκαλερί, όπερες, ακαδημίες, εντυπωσιακά εμπορικά κέντρα, συγκοινωνίες, μέσα επικοινωνίας και τεχνολογικά επιτεύγματα αδιανόητα στην ανθρώπινη ιστορία. Κι όμως, όλη αυτή η αναμφισβήτητη πτυχή της πραγματικότητας δεν απέτρεψε ούτε αποτρέπει τις κοινωνίες να σκέφτονται και να συμπεριφέρονται σαν βάρβαροι με πολλαπλάσια καταστροφική δύναμη και ασύλληπτη αγριότητα.
Δυστυχώς, ο χριστιανισμός, που ξεκίνησε σαν ένα τεράστιο ρεύμα ηθικοποίησης του κόσμου, έγινε εργαλείο, όπως κάθε οργανωμένη θρησκεία, στην υπηρεσία της ολιγαρχικής εξουσίας και έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαιώνιση και όχι στην εξάλειψη της βαρβαρότητας. Όπως και η δημοκρατία, ένα σύστημα πολύ προηγμένο για την ομαλή και δημιουργική ανθρώπινη συνύπαρξη και ανάπτυξη, μεταβλήθηκε σε μηχανισμό επιβολής και νομιμοποίησης της εξουσίας των προνομιούχων. Ακόμα και ο σοσιαλισμός, η νεότερη πρόταση υψηλού πολιτισμού, που εδράζεται με ακόμα πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο στην απάλειψη της κατηγοριοποίησης των πολιτών με βάση τον πλούτο, το χρώμα, τη φυλή, την καταγωγή και κάθε άλλο διαχωριστικό γνώρισμα, απέτυχε μέχρι τώρα, γιατί, μεταξύ άλλων αιτίων, δεν κατάφερε να αποφύγει και να αποτινάξει τα αρνητικά στοιχεία που κράτησε από τα προηγούμενα συστήματα και χρησιμοποίησε στις εφαρμογές του.
Στις σημερινές συνθήκες, οι κοινωνίες βρίσκονται σε μεγάλη σύγχυση και σε βαθιά απογοήτευση. Κι ένας λόγος, ίσως ο σημαντικότερος, είναι ότι συνειδητοποιούν ή διαισθάνονται αυτή τη διάσταση που γίνεται όλο και πιο χαοτική ανάμεσα στον πολυθρύλητο πολιτισμό με τις υψηλές ηθικές, πολιτικές και αισθητικές αξίες του, και στην πραγματικότητα που βιώνει ο πολίτης σαν άτομο και σαν μέλος μιας κοινότητας.
Στη μεταπολεμική περίοδο, για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο πολιτισμός και η πραγματική ζωή του καθενός είναι, έτειναν να είναι και μπορούν να είναι αδιαχώριστα. Να μην αποτελεί ο ανώτερος πολιτισμός προνόμιο των ολίγων, όπως π.χ. στο Μεσαίωνα, ούτε να αποτελεί απλώς το λαμπερό περιτύλιγμα σε μια πραγματικότητα σκληρή, φτηνή έως και χυδαία. Για πρώτη φορά, σε μια τόσο μεγάλη κλίμακα, από το Μπέλφαστ ως το Βλαδιβοστόκ και τη Σαγκάη, για μερικές δεκαετίες, υποχώρησαν οι κοινωνικές ανισότητες, διασφαλίστηκε η ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των ισχυρών δυνάμεων, αναπτύχθηκαν και διαδόθηκαν πλατιά τα γράμματα και οι τέχνες και παράχθηκε πλούτος σε πρωτοφανείς ποσότητες. Ο πολίτης στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Βερολίνο, τη Στοκχόλμη, το Βελιγράδι, τη Μόσχα και το Πεκίνο, απέκτησε την αίσθηση ότι δεν είναι παρίας, ότι συμμετέχει στα κοινά, ότι καρπούται το προϊόν της εργασίας του, ότι έχει ελευθερία επιλογής, ότι προστατεύεται από τους νόμους και η αξιοπρέπειά του είναι αδιαμφισβήτητο δικαίωμα. Όλα αυτά όχι τέλεια και ιδανικά, αλλά σε βαθμό πρωτόγνωρο σε σχέση με κάθε άλλη προγενέστερη ιστορική εμπειρία και, βεβαίως, με πολλές διαβαθμίσεις και ιδιαιτερότητες από χώρα σε χώρα.
Όσο διαρκούσε αυτή η φάση, τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία, τα μουσεία, οι όπερες και τα κοινοβούλια ή τα σοβιέτ, φαίνονταν ότι ανήκουν σε όλους, ότι δεν αποτελούσαν μια παραχώρηση των λίγων στους πολλούς ούτε ήταν το ωραίο περίβλημα μιας κατά άλλα ζωής γεμάτης στερήσεις, ταπεινώσεις, πολέμους και καταστροφές.
Μετά τη διάλυση του ανατολικού μπλοκ και την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού απ’ άκρη σ’ άκρη, με όλο και μικρότερες εστίες αντίστασης, το χάσμα πολιτισμός-πραγματικότητα άνοιξε πάλι και συνεχώς διευρύνεται. Χρεοκοπίες, πόλεμοι, αυταρχισμός, ολιγαρχία και ανταγωνισμός μέχρι θανάτου καθιστούν και πάλι τον πολιτισμό ένα περίβλημα της πραγματικότητας και όχι το άνθος και τον καρπό της. Ο πολιτισμός επιστρέφει σαν εικονική πραγματικότητα. Μια ωραία εικόνα από το παρελθόν και μια μαζικά παραγόμενη κουλτούρα, τυποποιημένη, ρηχή και κακής ποιότητας. Με τις όπερες ανοιχτές, τις βιβλιοθήκες εκσυγχρονισμένες, τα πανεπιστήμια περιζήτητα και τα κοινοβούλια υπεραπασχολημένα, αλλά την ανισότητα, την κρατική βία και τους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς σε νέα μεγάλη έξαρση. Περισσότεροι φτωχοί, λιγότερα δικαιώματα, περισσότεροι φυλακισμένοι, λιγότερα σχολεία, περισσότερα όπλα, λιγότερα φάρμακα.
Με αυτές τις συνθήκες, ξαναμπαίνει επιτακτικά το ζήτημα που έπαψε να συζητείται από την εποχή της αντιπαράθεσης «τέχνη για την τέχνη ή στρατευμένη τέχνη»; Αλλά το ζήτημα, σήμερα, δεν πρέπει να μπει με τον ίδιο τρόπο, αλλά ούτε να αγνοήσει κανείς την μεταπολεμική εμπειρία και το σημερινό ξεπεσμό. Γιατί και η στρατευμένη τέχνη έγινε καλούπι που υπονόμευσε τη στράτευση και η τέχνη για την τέχνη έγινε πλούσιο ντεκόρ στα σαλόνια της ολιγαρχίας ή φτηνό καταναλωτικό προϊόν που ναρκώνει τις μάζες.
Ο πολιτισμός δεν μπορεί να είναι ένας μηχανισμός αναπαραγωγής της κυρίαρχης κουλτούρας ούτε μια επιχορηγούμενη παραγωγή προϊόντων ψυχαγωγίας ούτε η επιλεκτική τους ανάδειξη. Ούτε μπορεί να προσεγγιστεί μονοδιάστατα, ξεκομμένος από τον όλο βίο, από την όλη σύσταση της κοινωνίας, από τους προσανατολισμούς μιας καθολικής ανάταξης. Πολιτισμός, σήμερα, πρέπει να είναι η ατομική και συλλογική προσπάθεια ανασκευής έως και ανατροπής του υπαρκτού κοινωνικού μοντέλου και των αντιλήψεων που το συνοδεύουν και όχι μόνο των γραμμάτων και των τεχνών. Κι αυτό μπορεί να επιδιωχθεί με τη διεύρυνση και τη διευκόλυνση της συμμετοχής στα κοινά πάσης φύσεως, με την ανάπτυξη άπειρων συλλογικοτήτων, με την ενίσχυση του ταλέντου και της δεξιότητας του κάθε πολίτη, με το συσχετισμό του πολιτισμού με την κοινωνικότητα, τη δημοκρατία, την εντιμότητα, τον πατριωτισμό, την αλληλεγγύη, την προστασία της φύσης και του περιβάλλοντος, με τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των θεσμών και των υπηρεσιών, την απαξίωση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, με την επανεδραίωση του κράτους πρόνοιας, με την καταπολέμηση της ανισότητας και του αυταρχισμού, με την ασφάλεια και την ειρηνική συνύπαρξη, με μια συνειδητοποίηση υψηλότερου επιπέδου.
Γι’ αυτό ο πολιτισμός δεν μπορεί να είναι εγκλωβισμένος σε ένα υπουργείο, σαν τις συγκοινωνίες ή τη βιομηχανία, εκτός κι αν είναι ένα υπουργείο που θα διακλαδώνεται σε όλα τα υπουργεία, σε όλη τη δομή του κράτους και της κοινωνίας. Που θα συμβάλλει ώστε όλα να γίνονται αλλιώς, με άλλες μεθόδους και άλλες νοοτροπίες.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο διανοούμενος, ο καλλιτέχνης και ο δημιουργικός σε οποιονδήποτε τομέα πολίτης, θα βρει το δρόμο του, θα επιλέξει τη θεματολογία του, θα αναζητήσει τη συμπόρευση. Καμία κοινωνία δεν μπορεί να γίνει καλύτερη, πολιτισμένη, όσα θέατρα κι αν χτίσεις, όσες μουσικές κι αν ηχογραφήσεις, όσα μουσεία κι αν ανοίξεις, εάν όλες αυτές οι δραστηριότητες δεν έχουν την αντιστοιχία τους σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής. Εάν ο υπάλληλος σε ένα υπουργείο ή μια εταιρία δεν είναι φιλικός στον πολίτη που χρειάζεται τις υπηρεσίες του, όσα βιβλία κι αν διαβάσει θα παραμείνει ξύλο απελέκητο. Αυτό δεν σημαίνει ότι το βιβλίο, το θέατρο και η μουσική δεν συμβάλλουν στον εκπολιτισμό του πολίτη. Αλλοίμονο. Αλλά δεν αρκούν. Η εμπειρία του ρόλου των διαβασμένων θεραπαινίδων του συστήματος το επιβεβαιώνει δυσάρεστα.
Ξέρουμε, επίσης, ουκ ολίγους προοδευτικούς, που μπορεί να πηγαίνουν στο ποιοτικό θέατρο ή να ακούνε καλή μουσική, να μιλάνε για αλλαγές και σοσιαλισμούς, αλλά στην καθημερινή ζωή τους ούτε τη δημοκρατία να εφαρμόζουν ούτε ανιδιοτελείς να είναι.
Ο πολιτισμός της νέας εποχής, που δεν ξέρουμε εάν έχει αρχίσει να ανατέλλει και δεν ξέρουμε πότε θα σκάσουν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου της, αλλά εν πάση περιπτώσει πρέπει να δουλεύουμε γι’ αυτή και να προετοιμαζόμαστε, δεν μπορεί παρά να είναι ένας ορατός και αόρατος ιστός ή μία αύρα που θα διαπερνάει την κοινωνία οριζοντίως και καθέτως. Που θα συμμετέχουν όλοι και θα τους αφορά όλους. Που δεν θα είναι υπόθεση μόνο των ειδικών, των επαγγελματιών του είδους, καθηγητών, ζωγράφων, γλυπτών, ηθοποιών ή χορευτών. Που θα είναι όλοι οι πολίτες δημιουργοί και χρήστες, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του καθενός, ταυτόχρονα και όχι διαχωρισμένοι σε παραγωγούς και καταναλωτές.
Σε ανατολή και δύση, τα μοντέλα που εφαρμόστηκαν δεν δημιούργησαν το νέο τύπο ανθρώπου που η δημοκρατία, η συμμετοχή, η ειρήνη, η ισότητα και η αλληλεγγύη θα είναι κτήμα και ταυτότητά του. Τον τύπο του ανθρώπου που θα διαμορφώνει, θα υπερασπίζεται, θα διασφαλίζει και θα αναπτύσσει παραπέρα τα αγαθά εκείνα που συνθέτουν τον πολιτισμό της νέας εποχής. Υπήρξαν θετικά αποτελέσματα, υπήρξε πρόοδος, αλλά και άτακτη υποχώρηση, βαριά υποτροπή, που σημαίνει ότι χωρίς ουσιαστικές και ριζικές αλλαγές στο κοινωνικό σύστημα, στο σύνολο των στοιχείων που το συναποτελούν, κάθε πρόοδος είναι εύθραυστη και προσωρινή και κάθε πολιτισμός επιφανειακός και σαθρός.
Η Αριστερά που για άλλη μια φορά επωμίζεται το δύσκολο έργο της αλλαγής και της ανατροπής δεν έχει να αντιπαλέψει μόνο την ολιγαρχία και το σύστημά της, έχει να αντιπαλέψει και την πολιτισμική διάσταση αυτού του μοντέλου που έχει διαποτίσει τις κοινωνίες και τις έχει καταστήσει παθητικούς αποδέκτες και υποχείριά του.
Για να γίνει αυτό, η αντεπίθεσή μας πρέπει να είναι ολομέτωπη, πολύμορφη και πολυεπίπεδη. Να ξεκινάει από το μέσα μας και να εξωτερικεύεται πολυδιάστατα. Να αποφεύγουμε τη μίμηση των προτύπων του συστήματος και να χτίζουμε πετραδάκι-πετραδάκι και να προβάλλουμε συστηματικά και επίμονα το αντιμοντέλο μας. Εάν χτίζουμε με δημοκρατικό τρόπο, επιδιώκουμε τη μέγιστη συμμετοχή, επιμένουμε στις αξίες που έχουν σφυρηλατηθεί με αγώνες και θυσίες και ενεργούμε με διαφάνεια και αξιοκρατία, σιγά-σιγά, θα αρχίσει και το όραμα (άνευ του οποίου δύσκολα εξεγείρονται οι συνειδήσεις) που λείπει από κοινωνίες απογοητευμένες και κινήματα διαψευσμένα, να μορφοποιείται και να αναδύεται σαν άστρο λαμπερό στο δρόμο όχι μόνο για την ανατροπή, αλλά και για την οικοδόμηση του μελλοντικού κόσμου, του πολιτισμού με όλη τη σημασία της λέξης.
Γι’ αυτό, η προσέγγιση του πολιτισμού σαν κάτι ξεχωριστό από το υλικό, συναισθηματικό και πνευματικό μέρος της ζωής, συνέβαλε στη διαμόρφωση κοινωνιών με ένα θαυμάσιο περίβλημα που κρύβει μέσα του όλη την αγριότητα και βαρβαρότητα την οποία υποτίθεται ότι θα εξαφάνιζε αυτό που αποκαλούμε πολιτισμός.
Είναι πλέον φανερό ότι ανώτερος πολιτισμός δεν μπορεί να υπάρξει μόνο με γράμματα και τέχνες όσο κι αν αυτά στην εξέλιξη των κοινωνιών μπορεί να αποτελούν απαραίτητη ή αναπόφευκτη προϋπόθεσή του. Εάν δεν επιλυθεί το κεντρικό πρόβλημα της ασταμάτητης μεγέθυνσης της κοινωνικής ανισότητας, του διαχωρισμού των ανθρώπων σε πολίτες άλφα και βήτα κατηγορίας, του μέχρι θανάτου ανταγωνισμού μεταξύ μονάδων και συλλογικοτήτων και της ακόρεστης επιδίωξης του ατομικού κέρδους, τα γράμματα και οι τέχνες θα συνεχίσουν, σε τελευταία ανάλυση, να υπηρετούν όχι τον πολιτισμό, σαν την ιδανική μορφή συνύπαρξης που εμείς τον αντιλαμβανόμαστε, αλλά να υπηρετούν ακριβώς αυτά που ο πολιτισμός έρχεται να εξουδετερώσει και να αντικαταστήσει με άλλες αξίες και με ένα άλλο τρόπο ζωής.
Πανέμορφα αρχιτεκτονήματα, αριστουργηματικές ζωγραφιές και θεσπέσιες μουσικές έντυσαν και εξακολουθούν να ντύνουν τις πιο βάρβαρες και καταστροφικές ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές στις λεγόμενες πολιτισμένες κοινωνίες. Ποιοι άλλοι είχαν τις σημαντικότερες επιδόσεις στις τέχνες και τα γράμματα από τους Ιταλούς, τους Ισπανούς, τους Άγγλους, τους Γάλλους, τους Ολλανδούς, τους Γερμανούς και τους Αμερικάνους από το Μεσαίωνα μέχρι σήμερα; Κι όμως, αυτοί, οι μεγάλοι θεράποντες των γραμμάτων και των τεχνών, κάτω απ’ αυτό το αξιοθαύμαστο και αξιομίμητο περίβλημα, καλλιέργησαν και εφάρμοσαν τις πιο μεγάλες βαρβαρότητες και αγριότητες. Κατακρεούργησαν εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους με τη δουλεία, την αποικιοκρατία, τις γενοκτονίες και τους πολέμους. Και σ’ αυτό επιδίδονται πάλι, διαθέτοντας ελάχιστους αναλφάβητους, ζώντας σε σπίτια με ανέσεις και πόλεις γεμάτες με ωραία κτήρια, με μεγάλα πανεπιστήμια, πλούσια μουσεία, γκαλερί, όπερες, ακαδημίες, εντυπωσιακά εμπορικά κέντρα, συγκοινωνίες, μέσα επικοινωνίας και τεχνολογικά επιτεύγματα αδιανόητα στην ανθρώπινη ιστορία. Κι όμως, όλη αυτή η αναμφισβήτητη πτυχή της πραγματικότητας δεν απέτρεψε ούτε αποτρέπει τις κοινωνίες να σκέφτονται και να συμπεριφέρονται σαν βάρβαροι με πολλαπλάσια καταστροφική δύναμη και ασύλληπτη αγριότητα.
Κοινωνίες σε σύγχυση
Δυστυχώς, ο χριστιανισμός, που ξεκίνησε σαν ένα τεράστιο ρεύμα ηθικοποίησης του κόσμου, έγινε εργαλείο, όπως κάθε οργανωμένη θρησκεία, στην υπηρεσία της ολιγαρχικής εξουσίας και έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαιώνιση και όχι στην εξάλειψη της βαρβαρότητας. Όπως και η δημοκρατία, ένα σύστημα πολύ προηγμένο για την ομαλή και δημιουργική ανθρώπινη συνύπαρξη και ανάπτυξη, μεταβλήθηκε σε μηχανισμό επιβολής και νομιμοποίησης της εξουσίας των προνομιούχων. Ακόμα και ο σοσιαλισμός, η νεότερη πρόταση υψηλού πολιτισμού, που εδράζεται με ακόμα πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο στην απάλειψη της κατηγοριοποίησης των πολιτών με βάση τον πλούτο, το χρώμα, τη φυλή, την καταγωγή και κάθε άλλο διαχωριστικό γνώρισμα, απέτυχε μέχρι τώρα, γιατί, μεταξύ άλλων αιτίων, δεν κατάφερε να αποφύγει και να αποτινάξει τα αρνητικά στοιχεία που κράτησε από τα προηγούμενα συστήματα και χρησιμοποίησε στις εφαρμογές του.
Στις σημερινές συνθήκες, οι κοινωνίες βρίσκονται σε μεγάλη σύγχυση και σε βαθιά απογοήτευση. Κι ένας λόγος, ίσως ο σημαντικότερος, είναι ότι συνειδητοποιούν ή διαισθάνονται αυτή τη διάσταση που γίνεται όλο και πιο χαοτική ανάμεσα στον πολυθρύλητο πολιτισμό με τις υψηλές ηθικές, πολιτικές και αισθητικές αξίες του, και στην πραγματικότητα που βιώνει ο πολίτης σαν άτομο και σαν μέλος μιας κοινότητας.
Στη μεταπολεμική περίοδο, για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο πολιτισμός και η πραγματική ζωή του καθενός είναι, έτειναν να είναι και μπορούν να είναι αδιαχώριστα. Να μην αποτελεί ο ανώτερος πολιτισμός προνόμιο των ολίγων, όπως π.χ. στο Μεσαίωνα, ούτε να αποτελεί απλώς το λαμπερό περιτύλιγμα σε μια πραγματικότητα σκληρή, φτηνή έως και χυδαία. Για πρώτη φορά, σε μια τόσο μεγάλη κλίμακα, από το Μπέλφαστ ως το Βλαδιβοστόκ και τη Σαγκάη, για μερικές δεκαετίες, υποχώρησαν οι κοινωνικές ανισότητες, διασφαλίστηκε η ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των ισχυρών δυνάμεων, αναπτύχθηκαν και διαδόθηκαν πλατιά τα γράμματα και οι τέχνες και παράχθηκε πλούτος σε πρωτοφανείς ποσότητες. Ο πολίτης στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Βερολίνο, τη Στοκχόλμη, το Βελιγράδι, τη Μόσχα και το Πεκίνο, απέκτησε την αίσθηση ότι δεν είναι παρίας, ότι συμμετέχει στα κοινά, ότι καρπούται το προϊόν της εργασίας του, ότι έχει ελευθερία επιλογής, ότι προστατεύεται από τους νόμους και η αξιοπρέπειά του είναι αδιαμφισβήτητο δικαίωμα. Όλα αυτά όχι τέλεια και ιδανικά, αλλά σε βαθμό πρωτόγνωρο σε σχέση με κάθε άλλη προγενέστερη ιστορική εμπειρία και, βεβαίως, με πολλές διαβαθμίσεις και ιδιαιτερότητες από χώρα σε χώρα.
Όσο διαρκούσε αυτή η φάση, τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία, τα μουσεία, οι όπερες και τα κοινοβούλια ή τα σοβιέτ, φαίνονταν ότι ανήκουν σε όλους, ότι δεν αποτελούσαν μια παραχώρηση των λίγων στους πολλούς ούτε ήταν το ωραίο περίβλημα μιας κατά άλλα ζωής γεμάτης στερήσεις, ταπεινώσεις, πολέμους και καταστροφές.
Μετά τη διάλυση του ανατολικού μπλοκ και την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού απ’ άκρη σ’ άκρη, με όλο και μικρότερες εστίες αντίστασης, το χάσμα πολιτισμός-πραγματικότητα άνοιξε πάλι και συνεχώς διευρύνεται. Χρεοκοπίες, πόλεμοι, αυταρχισμός, ολιγαρχία και ανταγωνισμός μέχρι θανάτου καθιστούν και πάλι τον πολιτισμό ένα περίβλημα της πραγματικότητας και όχι το άνθος και τον καρπό της. Ο πολιτισμός επιστρέφει σαν εικονική πραγματικότητα. Μια ωραία εικόνα από το παρελθόν και μια μαζικά παραγόμενη κουλτούρα, τυποποιημένη, ρηχή και κακής ποιότητας. Με τις όπερες ανοιχτές, τις βιβλιοθήκες εκσυγχρονισμένες, τα πανεπιστήμια περιζήτητα και τα κοινοβούλια υπεραπασχολημένα, αλλά την ανισότητα, την κρατική βία και τους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς σε νέα μεγάλη έξαρση. Περισσότεροι φτωχοί, λιγότερα δικαιώματα, περισσότεροι φυλακισμένοι, λιγότερα σχολεία, περισσότερα όπλα, λιγότερα φάρμακα.
Με αυτές τις συνθήκες, ξαναμπαίνει επιτακτικά το ζήτημα που έπαψε να συζητείται από την εποχή της αντιπαράθεσης «τέχνη για την τέχνη ή στρατευμένη τέχνη»; Αλλά το ζήτημα, σήμερα, δεν πρέπει να μπει με τον ίδιο τρόπο, αλλά ούτε να αγνοήσει κανείς την μεταπολεμική εμπειρία και το σημερινό ξεπεσμό. Γιατί και η στρατευμένη τέχνη έγινε καλούπι που υπονόμευσε τη στράτευση και η τέχνη για την τέχνη έγινε πλούσιο ντεκόρ στα σαλόνια της ολιγαρχίας ή φτηνό καταναλωτικό προϊόν που ναρκώνει τις μάζες.
Ολικός πολιτισμός
Ο πολιτισμός δεν μπορεί να είναι ένας μηχανισμός αναπαραγωγής της κυρίαρχης κουλτούρας ούτε μια επιχορηγούμενη παραγωγή προϊόντων ψυχαγωγίας ούτε η επιλεκτική τους ανάδειξη. Ούτε μπορεί να προσεγγιστεί μονοδιάστατα, ξεκομμένος από τον όλο βίο, από την όλη σύσταση της κοινωνίας, από τους προσανατολισμούς μιας καθολικής ανάταξης. Πολιτισμός, σήμερα, πρέπει να είναι η ατομική και συλλογική προσπάθεια ανασκευής έως και ανατροπής του υπαρκτού κοινωνικού μοντέλου και των αντιλήψεων που το συνοδεύουν και όχι μόνο των γραμμάτων και των τεχνών. Κι αυτό μπορεί να επιδιωχθεί με τη διεύρυνση και τη διευκόλυνση της συμμετοχής στα κοινά πάσης φύσεως, με την ανάπτυξη άπειρων συλλογικοτήτων, με την ενίσχυση του ταλέντου και της δεξιότητας του κάθε πολίτη, με το συσχετισμό του πολιτισμού με την κοινωνικότητα, τη δημοκρατία, την εντιμότητα, τον πατριωτισμό, την αλληλεγγύη, την προστασία της φύσης και του περιβάλλοντος, με τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των θεσμών και των υπηρεσιών, την απαξίωση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, με την επανεδραίωση του κράτους πρόνοιας, με την καταπολέμηση της ανισότητας και του αυταρχισμού, με την ασφάλεια και την ειρηνική συνύπαρξη, με μια συνειδητοποίηση υψηλότερου επιπέδου.
Γι’ αυτό ο πολιτισμός δεν μπορεί να είναι εγκλωβισμένος σε ένα υπουργείο, σαν τις συγκοινωνίες ή τη βιομηχανία, εκτός κι αν είναι ένα υπουργείο που θα διακλαδώνεται σε όλα τα υπουργεία, σε όλη τη δομή του κράτους και της κοινωνίας. Που θα συμβάλλει ώστε όλα να γίνονται αλλιώς, με άλλες μεθόδους και άλλες νοοτροπίες.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο διανοούμενος, ο καλλιτέχνης και ο δημιουργικός σε οποιονδήποτε τομέα πολίτης, θα βρει το δρόμο του, θα επιλέξει τη θεματολογία του, θα αναζητήσει τη συμπόρευση. Καμία κοινωνία δεν μπορεί να γίνει καλύτερη, πολιτισμένη, όσα θέατρα κι αν χτίσεις, όσες μουσικές κι αν ηχογραφήσεις, όσα μουσεία κι αν ανοίξεις, εάν όλες αυτές οι δραστηριότητες δεν έχουν την αντιστοιχία τους σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής. Εάν ο υπάλληλος σε ένα υπουργείο ή μια εταιρία δεν είναι φιλικός στον πολίτη που χρειάζεται τις υπηρεσίες του, όσα βιβλία κι αν διαβάσει θα παραμείνει ξύλο απελέκητο. Αυτό δεν σημαίνει ότι το βιβλίο, το θέατρο και η μουσική δεν συμβάλλουν στον εκπολιτισμό του πολίτη. Αλλοίμονο. Αλλά δεν αρκούν. Η εμπειρία του ρόλου των διαβασμένων θεραπαινίδων του συστήματος το επιβεβαιώνει δυσάρεστα.
Ξέρουμε, επίσης, ουκ ολίγους προοδευτικούς, που μπορεί να πηγαίνουν στο ποιοτικό θέατρο ή να ακούνε καλή μουσική, να μιλάνε για αλλαγές και σοσιαλισμούς, αλλά στην καθημερινή ζωή τους ούτε τη δημοκρατία να εφαρμόζουν ούτε ανιδιοτελείς να είναι.
Αντιμοντέλο πολιτισμού
Ο πολιτισμός της νέας εποχής, που δεν ξέρουμε εάν έχει αρχίσει να ανατέλλει και δεν ξέρουμε πότε θα σκάσουν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου της, αλλά εν πάση περιπτώσει πρέπει να δουλεύουμε γι’ αυτή και να προετοιμαζόμαστε, δεν μπορεί παρά να είναι ένας ορατός και αόρατος ιστός ή μία αύρα που θα διαπερνάει την κοινωνία οριζοντίως και καθέτως. Που θα συμμετέχουν όλοι και θα τους αφορά όλους. Που δεν θα είναι υπόθεση μόνο των ειδικών, των επαγγελματιών του είδους, καθηγητών, ζωγράφων, γλυπτών, ηθοποιών ή χορευτών. Που θα είναι όλοι οι πολίτες δημιουργοί και χρήστες, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του καθενός, ταυτόχρονα και όχι διαχωρισμένοι σε παραγωγούς και καταναλωτές.
Σε ανατολή και δύση, τα μοντέλα που εφαρμόστηκαν δεν δημιούργησαν το νέο τύπο ανθρώπου που η δημοκρατία, η συμμετοχή, η ειρήνη, η ισότητα και η αλληλεγγύη θα είναι κτήμα και ταυτότητά του. Τον τύπο του ανθρώπου που θα διαμορφώνει, θα υπερασπίζεται, θα διασφαλίζει και θα αναπτύσσει παραπέρα τα αγαθά εκείνα που συνθέτουν τον πολιτισμό της νέας εποχής. Υπήρξαν θετικά αποτελέσματα, υπήρξε πρόοδος, αλλά και άτακτη υποχώρηση, βαριά υποτροπή, που σημαίνει ότι χωρίς ουσιαστικές και ριζικές αλλαγές στο κοινωνικό σύστημα, στο σύνολο των στοιχείων που το συναποτελούν, κάθε πρόοδος είναι εύθραυστη και προσωρινή και κάθε πολιτισμός επιφανειακός και σαθρός.
Η Αριστερά που για άλλη μια φορά επωμίζεται το δύσκολο έργο της αλλαγής και της ανατροπής δεν έχει να αντιπαλέψει μόνο την ολιγαρχία και το σύστημά της, έχει να αντιπαλέψει και την πολιτισμική διάσταση αυτού του μοντέλου που έχει διαποτίσει τις κοινωνίες και τις έχει καταστήσει παθητικούς αποδέκτες και υποχείριά του.
Για να γίνει αυτό, η αντεπίθεσή μας πρέπει να είναι ολομέτωπη, πολύμορφη και πολυεπίπεδη. Να ξεκινάει από το μέσα μας και να εξωτερικεύεται πολυδιάστατα. Να αποφεύγουμε τη μίμηση των προτύπων του συστήματος και να χτίζουμε πετραδάκι-πετραδάκι και να προβάλλουμε συστηματικά και επίμονα το αντιμοντέλο μας. Εάν χτίζουμε με δημοκρατικό τρόπο, επιδιώκουμε τη μέγιστη συμμετοχή, επιμένουμε στις αξίες που έχουν σφυρηλατηθεί με αγώνες και θυσίες και ενεργούμε με διαφάνεια και αξιοκρατία, σιγά-σιγά, θα αρχίσει και το όραμα (άνευ του οποίου δύσκολα εξεγείρονται οι συνειδήσεις) που λείπει από κοινωνίες απογοητευμένες και κινήματα διαψευσμένα, να μορφοποιείται και να αναδύεται σαν άστρο λαμπερό στο δρόμο όχι μόνο για την ανατροπή, αλλά και για την οικοδόμηση του μελλοντικού κόσμου, του πολιτισμού με όλη τη σημασία της λέξης.
Από τον Δρόμο της Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου