Του Όττο
Ω πέος συ τρικάταρτο και τρισευλογημένο
του χειρογλύκανου η χαρά σ’ έχει μαγαρισμένο.
Πώς το ‘παθες που σού ‘πρεπε, συ να ξεσκλάς τσι τρύπες,
στόματα να λιγώνουνται με της ειρήνης πίπες,
η χούφτα η μοναχική να σ’ έχει αγκαλιάσει
και στη φρικτή της ηδονή να σ’ έχει αναγκάσει;
Αντί να σε τυλίγουνε χείλη μικρά μεγάλα,
αφηνιασμένα δάχτυλα σ’ αρμέγουνε το γάλα.
Πώς την αντέχεις πέος μου ετούτη την κατάντια
που είναι και στον Διάβολο και στον Θεό ενάντια;
Ποια μαύρη μοίρα σ’ έριξε σ’ αυνανιστών τα χέρια
που σαν σφεντόνα σε τραβούν σ’ ατέλειωτα νυχτέρια;
Της φαλακρής σου κεφαλής τη γνώση τήνε κλέψαν
κι οι όρχεις απ’ τη μάλαξη σαν έρημοι στερέψαν.
Πενθήστε Σπαρτιάτισσες, Σουλιώτισσες θρηνείστε,
που ο πέος αυνανίζεται κι εσείς άγαμες είστε.
Δεν τον επήρε ο πόλεμος, δεν έπεσε στη μάχη,
εις το πεδίον της τιμής, δόξαν αιώνιο να ‘χει,
τον πήρε ο κατήφορος της τρόμπας ο μεγάλος
μόνος του λέει το ποίημα του σαν άθλιος παπαγάλος.
Τον πέο τον εκλέγανε, της Μάνης μαυροφόρες
κι άντρες θε να εισάγουνε από τις ξένες χώρες.
Κι εσύ ρε Όττο φουκαρά που επήδαγες εμπόδια,
που τις γυναίκες ξάπλωνες μ’ ανορθωμένα πόδια,
πώς ξέπεσες στα Τάρταρα του αυνανισμού τα στείρα
να ‘χεις για ερωμένη σου πέντε ορφανών τη χείρα;
Δεν ντράπηκες του πάππου σου την τιμημένη βράκα
στο δρόμο να κυκλοφορείς και να σε λεν μαλάκα;
Για πες μου δεν αισχύνεσαι, συ ο γαμών και δέρων
να την ευρίσκεις μοναχός σαν χαυνωμένος γέρων;
Πού πήγε αθεόφοβε η αντρική τιμή σου,
που σαν μαγκανοπήγαδο δουλεύεις το πουλί σου;
Δεν τη λυπάσαι άθλιε τη νιόπαντρή σου νύφη
που απότιστη την άφησες κι έχει καημό στα στήθη;
Κι εσύ λεβέντη Σαμαρά, της ηθικής Τιτάνα
άρχοντα του κηρύγματος, της εκκλησιάς καμπάνα
που σαν αυνανιζόμεθα μας κατακεραυνώνεις
κι όταν εσέ σου σηκωθεί στην άμμο τήνε χώνεις…,
…την κεφαλήν λεβέντη μου, δίκην στρουθοκαμήλου
ν’ αντισταθείς στον πειρασμό του φιληδόνου μήλου,
του προπατορικότερου πάντων αμαρτημάτων
του παίζειν το μακρύτερον τριών εξαρτημάτων.
Βγάλε τ’ απωθημένα σου στον ταπεινόν εμένα,
που απ’ το μαλακομπούκωμα τα έχω πια χαμένα.
Μη με λυπάσαι δέσποτα, οίκτο ποτέ μη δείξεις,
όταν εγώ χειροτραβώ εσύ πας να πηδήξεις…
…της ιστορίας το διάσελο σαν ήρωας του Σαράντα
αγνός, ακριβοθώρητος κι αγέρωχος ως πάντα,
να διώχνεις τους αυνανιστάς φωνάζοντας «αέρα»,
τα βόλια μόνο πρόσεξε να μη σε βρουν πιο πέρα,
γιατί το χειρογλύκανο δεν φτάνει που λατρεύουμε,
οι αχρείοι την μαλάπα μας μακράν την εκτοξεύουμε.
Ω Μούσα που μου δώρισες την έμπνευση στο πιάτο
χάριζε δόξαν στον Σουρή, δάφνας στον Λασκαράτο
γιατί αν δεν ήτανε κι αυτοί, σάτιρας πρωτοπόροι,
Καρβέλα στίχους θα ‘γραφα κι εκείνους με το ζόρι…
Great Chaos'
Ω πέος συ τρικάταρτο και τρισευλογημένο
του χειρογλύκανου η χαρά σ’ έχει μαγαρισμένο.
Πώς το ‘παθες που σού ‘πρεπε, συ να ξεσκλάς τσι τρύπες,
στόματα να λιγώνουνται με της ειρήνης πίπες,
η χούφτα η μοναχική να σ’ έχει αγκαλιάσει
και στη φρικτή της ηδονή να σ’ έχει αναγκάσει;
Αντί να σε τυλίγουνε χείλη μικρά μεγάλα,
αφηνιασμένα δάχτυλα σ’ αρμέγουνε το γάλα.
Πώς την αντέχεις πέος μου ετούτη την κατάντια
που είναι και στον Διάβολο και στον Θεό ενάντια;
Ποια μαύρη μοίρα σ’ έριξε σ’ αυνανιστών τα χέρια
που σαν σφεντόνα σε τραβούν σ’ ατέλειωτα νυχτέρια;
Της φαλακρής σου κεφαλής τη γνώση τήνε κλέψαν
κι οι όρχεις απ’ τη μάλαξη σαν έρημοι στερέψαν.
Πενθήστε Σπαρτιάτισσες, Σουλιώτισσες θρηνείστε,
που ο πέος αυνανίζεται κι εσείς άγαμες είστε.
Δεν τον επήρε ο πόλεμος, δεν έπεσε στη μάχη,
εις το πεδίον της τιμής, δόξαν αιώνιο να ‘χει,
τον πήρε ο κατήφορος της τρόμπας ο μεγάλος
μόνος του λέει το ποίημα του σαν άθλιος παπαγάλος.
Τον πέο τον εκλέγανε, της Μάνης μαυροφόρες
κι άντρες θε να εισάγουνε από τις ξένες χώρες.
Κι εσύ ρε Όττο φουκαρά που επήδαγες εμπόδια,
που τις γυναίκες ξάπλωνες μ’ ανορθωμένα πόδια,
πώς ξέπεσες στα Τάρταρα του αυνανισμού τα στείρα
να ‘χεις για ερωμένη σου πέντε ορφανών τη χείρα;
Δεν ντράπηκες του πάππου σου την τιμημένη βράκα
στο δρόμο να κυκλοφορείς και να σε λεν μαλάκα;
Για πες μου δεν αισχύνεσαι, συ ο γαμών και δέρων
να την ευρίσκεις μοναχός σαν χαυνωμένος γέρων;
Πού πήγε αθεόφοβε η αντρική τιμή σου,
που σαν μαγκανοπήγαδο δουλεύεις το πουλί σου;
Δεν τη λυπάσαι άθλιε τη νιόπαντρή σου νύφη
που απότιστη την άφησες κι έχει καημό στα στήθη;
Κι εσύ λεβέντη Σαμαρά, της ηθικής Τιτάνα
άρχοντα του κηρύγματος, της εκκλησιάς καμπάνα
που σαν αυνανιζόμεθα μας κατακεραυνώνεις
κι όταν εσέ σου σηκωθεί στην άμμο τήνε χώνεις…,
…την κεφαλήν λεβέντη μου, δίκην στρουθοκαμήλου
ν’ αντισταθείς στον πειρασμό του φιληδόνου μήλου,
του προπατορικότερου πάντων αμαρτημάτων
του παίζειν το μακρύτερον τριών εξαρτημάτων.
Βγάλε τ’ απωθημένα σου στον ταπεινόν εμένα,
που απ’ το μαλακομπούκωμα τα έχω πια χαμένα.
Μη με λυπάσαι δέσποτα, οίκτο ποτέ μη δείξεις,
όταν εγώ χειροτραβώ εσύ πας να πηδήξεις…
…της ιστορίας το διάσελο σαν ήρωας του Σαράντα
αγνός, ακριβοθώρητος κι αγέρωχος ως πάντα,
να διώχνεις τους αυνανιστάς φωνάζοντας «αέρα»,
τα βόλια μόνο πρόσεξε να μη σε βρουν πιο πέρα,
γιατί το χειρογλύκανο δεν φτάνει που λατρεύουμε,
οι αχρείοι την μαλάπα μας μακράν την εκτοξεύουμε.
Ω Μούσα που μου δώρισες την έμπνευση στο πιάτο
χάριζε δόξαν στον Σουρή, δάφνας στον Λασκαράτο
γιατί αν δεν ήτανε κι αυτοί, σάτιρας πρωτοπόροι,
Καρβέλα στίχους θα ‘γραφα κι εκείνους με το ζόρι…
Great Chaos'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου