Γελωτοποιός
Ήταν στην επόμενη σειρά, που σημαίνει ότι μπήκε στη Σούδα, αυτός και η σειρά του, δυο μήνες μετά από μένα. Με είχαν ήδη ρίξει στα μαγειρεία, ως «επιτροπάριο» (από το επιτροπή συσσιτίου), που σημαίνει ότι κουβαλούσα και διαχειριζόμουν όλα τα τρόφιμα του ναυστάθμου.
Ο Σταύρος (ας τον λέμε έτσι) ξεχώριζε με την πρώτη ματιά. Φορούσε τη στολή αγγαρείας κάπως ατσούμπαλα, σαν να είχε κουμπώσει ανάποδα τα κουμπιά. Κυκλοφορούσε κοιτώντας τις παλάμες του και μονολογούσε.
Είχε πράσινα, σχεδόν διάφανα μάτια, χωρίς ματοτσίνουρα. Μικροκαμωμένος και αδέξιος, περπατούσε λιγάκι σαν ρομπότ, που δεν έχει εξελιγμένο λογισμικό βαδίσματος.
Με το που μπήκε στην αίθουσα συσσιτίου οι λύκοι τον εντόπισαν. Ήταν οι παλιοί. Κάτι κρητικόπουλα, βία είκοσι χρονών, που τους είχαν φυτεύσει στο κεφάλι το ιδανικό της μαγκιάς. Όχι της λεβεντιάς, αυτό είναι κάτι άλλο, αόριστο, που το κατακτάς μόνος σου, παλεύοντας, ζώντας, δεν το κληρονομείς.
Οι λύκοι περικύκλωσαν τον Σταύρο και ξεκίνησαν την καζούρα. Τον κορόιδευαν, τον έσπρωχναν, του έκαναν ηλίθιες ερωτήσεις. Εκείνος δεν απαντούσε, δεν τους κοιτούσε καν. Είχε βρει διέξοδο στις παλάμες του.
Απ” τα τραπέζια πετάχτηκε ο Φράγκος (αυτό είναι αληθινό όνομα), ο Πατρινός. Ήταν σειρά μου, νέος κι αυτός, αλλά ήταν 28 χρονών, σχεδόν παππούς. Κοντός, αλλά νευρικός.
«Γιατί το πειράζετε το παιδί;» τους είπε και πήγε κατά πάνω τους.
«Κι εσένα τι σε κόφτει; Αδελφός σου είναι η γκόμενος σου;» είπε ένας παλιός.
«Ναι, ρε γαμιόλη, αδελφός μου είναι. Έχεις κάποιο πρόβλημα;»
Τράβηξε κοντά του τον Σταύρο, που συνέχιζε να κοιτάει τις παλάμες του.
«Είναι ηλίθιος», είπε κάποιος απ” τους λύκους.
«Κι εσείς είστε έξυπνοι; Αν είστε, ελάτε να τα βάλετε μαζί μου. ΕΛΑΤΕ!»
Ο Σταύρος σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον Φράγκο, που έτρεμε απ” την οργή. Οι λύκοι υποχώρησαν με την ουρά στα σκέλια, γρυλλίζοντας απειλές για νυχτερινά μπουγέλα.
«Θα σας περιμένω», τους είπε ο Φράγκος. «Αλλά έτσι και ξαναπειράξετε τον αδελφό μου, θα σας γαμήσω.»
Δεν τον πείραξαν. Ο Σταύρος συνέχισε ν” απολαμβάνει την ησυχία του, περπατώντας, μονολογώντας και κοιτώντας τον Φράγκο με λατρεία. Μέχρι που πήρε μετάθεση για κάπου αλλού, όπου θα είχε να αντιμετωπίσει νέους λύκους.
Θυμήθηκα τον Σταύρο καθώς (ξανα)διάβαζα στο «Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ” ένα καπέλο» μια ιστορία για ένα κορίτσι… ελλειμματικό.
Η Ρεβέκκα ήταν 19 χρονών όταν τη συνάντησε ο Όλιβερ Σακς, αλλά ήταν «παιδί σε πολλά πράγματα». Είχε δείκτη νοημοσύνης 60. Δεν μπορούσε να βρει το δρόμο της γύρω απ” το τετράγωνο του σπιτιού ή ν” ανοίξει την πόρτα με το κλειδί, να ντυθεί μόνη της και ήταν «αδέξια και ασυντόνιστη», σε όλες της τις κινήσεις.
Φορούσε πολύ χοντρά ματογυαλιά και όταν μιλούσε ακουγόταν ένα σφύριγμα. Ήταν οδυνηρά ντροπαλή και αποτραβηγμένη, αφού σ” όλη της τη ζωή είχε υπάρξει «αντικείμενο γέλιων».
Όμως, παρά τα νοητικά της ελλείμματα, είχε βαθιά πνευματικότητα.
Αγαπούσε τη γιαγιά της, που την είχε μεγαλώσει από τριών ετών. Της άρεσε να περπατάει στη φύση και να της διαβάζουν ιστορίες και ποιήματα (η ίδια δεν μπορούσε να μάθει να διαβάζει). Λάτρευε τον χορό κι όταν χόρευε η αδεξιότητα της, η «κινητική καθυστέρηση», εξαφανιζόταν.
Την άρεσε να βρίσκεται στη Συναγωγή, όπου τη φρόντιζαν ως «παιδί του Κυρίου», ένα είδος αθώου, άγιου τρελού. Καταλάβαινε πλήρως τη λειτουργία, τους ύμνους, τις προσευχές και την τελετουργία.
«Επιφανειακά δεν ήταν παρά ένας σωρός από ανικανότητες και ελλείμματα. Επιφανειακά πάντα ήταν και αισθανόταν μια διανοητικά ανάπηρη, πολύ χαμηλότερα απ” τις άκοπες ικανότητες, τις ευτυχισμένες δυνατότητες των άλλων.
Αλλά σε κάποιο βαθύτερο επίπεδο δεν υπήρχε αίσθηση κανενός ελλείμματος ή ανικανότητας, αλλά ένα αίσθημα ηρεμίας και πληρότητας.
Νοητικά η Ρεβέκκα ήταν ανάπηρη. Πνευματικά ένιωθε πλήρης και ολοκληρωμένη.»
Μερικούς μήνες μετά η γιαγιά της πέθανε. Ο Σακς βρήκε τη Ρεβέκκα να κλαίει.
«Κρυώνω τόσο πολύ», του είπε. «Δεν είναι έξω, είναι μέσα ο χειμώνας. Κρύος σαν τον θάνατο.»
Και μετά από λίγο:
«Είναι χειμώνας. Νιώθω νεκρή. Αλλά ξέρω πως η άνοιξη θα ξανάρθει.»
(Πόσο σπουδαίος άνθρωπος πρέπει να είσαι για να καταφέρεις να αισθανθείς κάτι τέτοιο; Μέσα στον χειμώνα.)
Η Ρεβέκκα ξεπέρασε το πένθος, αργά αλλά επιτυχημένα. Τότε ήταν που αποφάσισε να σταματήσει τα «μαθήματα».
Εκείνον τον καιρό όλοι οι «ασθενείς» της κλινικής όπου εργαζόταν ο Σακς εξαναγκάζονταν σε μια ποικιλία εργαστηρίων και μαθημάτων σαν μέρος του «Αναπτυξιακού και Γνωσιακού Προγράμματος». Όμως αυτά τα «μαθήματα» δεν λειτουργούσαν σωστά, ούτε με την Ρεβέκκα ούτε με τους άλλους.
«Αυτό που κάναμε», γράφει ο Σακς, «ήταν να τους οδηγούμε κατά μέτωπο πάνω στα όρια τους, όπως ήδη το είχαν κάνει μάταια, και συχνά μέχρι κάποιο απάνθρωπο σημείο, σε ολόκληρη τη ζωή τους. Δίναμε υπερβολική προσοχή στα ελλείμματα των ασθενών μας.»
«Δεν θέλω άλλα μαθήματα, άλλα εργαστήρια», του είπε η Ρεβέκκα κοιτώντας κάτω, το χαλί. «Δεν μου προσφέρουν τίποτα… Είμαι σαν ένα ζωντανό χαλί. Έχω ανάγκη από ένα σχέδιο, σαν αυτό που έχετε στο χαλί σας. Γίνομαι κομμάτια και ξεφτάω, αν δεν έχω σχέδιο.»
Τελικά πήραν τη Ρεβέκκα απ” τα εργαστήρια που μισούσε και την έγραψαν σε μια ειδική θεατρική ομάδα. Εκεί, όταν έπαιζε, μεταμορφωνόταν. Σύντομα το θέατρο και η θεατρική της ομάδα έγιναν η ίδια της η ζωή.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Με τον Σταύρο, όσο καιρό έμεινε στον ναύσταθμο, είχα καλή σχέση, όσο κι όταν με άφηνε να τον προσεγγίσω. Όταν ερχόταν στα μαγειρεία του έβαζα καλύτερη μερίδα ή του πάσαρα λαθραία κάποιο μεζεδάκι.
Δεν τον λυπόμουν. Μου θύμιζε τον παππού μου, που είχε άνοια από τότε που τον γνώρισα -και παρόμοια μάτια, διάφανα. Μάλλον μου θύμιζε και τον εαυτό μου.
Η κοινωνία μας, και κάθε κοινωνία, κρίνεται απ” τον τρόπο που συμπεριφέρεται στους «ελλειμματικούς», στους δυσπροσαρμοστικούς και σ” αυτούς που δεν είναι «κανονικοί».
Όμως η κανονικότητα είναι ένας μύθος, όπως και η διαφορετικότητα (που βασίζεται στην ύπαρξη κανονικών ανθρώπων).
Υπάρχει μόνο Ποικιλότητα (diversity) -και σίγουρα έχετε κουραστεί να με ακούτε να γράφω γι” αυτήν.
Δεν υπάρχουν (ή τουλάχιστον δεν θα “πρεπε να υπάρχουν) κατώτεροι κι ανώτεροι άνθρωποι, παιδιά ανώτερων και κατώτερων θεών, γιατί δεν υπάρχουν θεοί (άντε, στη καλύτερη περίπτωση να υπάρχει ένας, με πολλά ονόματα, αλλά δεν βάζω στοίχημα γι” αυτό).
Υπάρχουν μόνο άνθρωποι, κι όλοι είναι εξίσου σημαντικοί και απαραίτητοι.
Άνθρωποι σαν τον Σταύρο ή τη Ρεβέκκα, μας μαθαίνουν πολλά για τη φύση μας, για την «ανθρωπιά» μας. Όσο τους αποκλείουμε και τους περιθωριοποιούμε θα μένουμε εγκλωβισμένοι σ” έναν Άριο πολιτισμό, καταδικασμένο να αυτοκαταστραφεί.
Κι όσο υπάρχουν επιστήμονες σαν τον Σακς, να τους πλησιάσουν, όσο υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Φράγκο, να τους υπερασπιστούν, υπάρχει ελπίδα.
Άνθρωποι που λένε, χωρίς φόβο, αλλά με πάθος: «Ναι ρε, αδελφός μου είναι».
Γελωτοποιός
Ο πίνακας είναι του Chuck Connelly, Masked Children, 2010
Ήταν στην επόμενη σειρά, που σημαίνει ότι μπήκε στη Σούδα, αυτός και η σειρά του, δυο μήνες μετά από μένα. Με είχαν ήδη ρίξει στα μαγειρεία, ως «επιτροπάριο» (από το επιτροπή συσσιτίου), που σημαίνει ότι κουβαλούσα και διαχειριζόμουν όλα τα τρόφιμα του ναυστάθμου.
Ο Σταύρος (ας τον λέμε έτσι) ξεχώριζε με την πρώτη ματιά. Φορούσε τη στολή αγγαρείας κάπως ατσούμπαλα, σαν να είχε κουμπώσει ανάποδα τα κουμπιά. Κυκλοφορούσε κοιτώντας τις παλάμες του και μονολογούσε.
Είχε πράσινα, σχεδόν διάφανα μάτια, χωρίς ματοτσίνουρα. Μικροκαμωμένος και αδέξιος, περπατούσε λιγάκι σαν ρομπότ, που δεν έχει εξελιγμένο λογισμικό βαδίσματος.
Με το που μπήκε στην αίθουσα συσσιτίου οι λύκοι τον εντόπισαν. Ήταν οι παλιοί. Κάτι κρητικόπουλα, βία είκοσι χρονών, που τους είχαν φυτεύσει στο κεφάλι το ιδανικό της μαγκιάς. Όχι της λεβεντιάς, αυτό είναι κάτι άλλο, αόριστο, που το κατακτάς μόνος σου, παλεύοντας, ζώντας, δεν το κληρονομείς.
Οι λύκοι περικύκλωσαν τον Σταύρο και ξεκίνησαν την καζούρα. Τον κορόιδευαν, τον έσπρωχναν, του έκαναν ηλίθιες ερωτήσεις. Εκείνος δεν απαντούσε, δεν τους κοιτούσε καν. Είχε βρει διέξοδο στις παλάμες του.
Απ” τα τραπέζια πετάχτηκε ο Φράγκος (αυτό είναι αληθινό όνομα), ο Πατρινός. Ήταν σειρά μου, νέος κι αυτός, αλλά ήταν 28 χρονών, σχεδόν παππούς. Κοντός, αλλά νευρικός.
«Γιατί το πειράζετε το παιδί;» τους είπε και πήγε κατά πάνω τους.
«Κι εσένα τι σε κόφτει; Αδελφός σου είναι η γκόμενος σου;» είπε ένας παλιός.
«Ναι, ρε γαμιόλη, αδελφός μου είναι. Έχεις κάποιο πρόβλημα;»
Τράβηξε κοντά του τον Σταύρο, που συνέχιζε να κοιτάει τις παλάμες του.
«Είναι ηλίθιος», είπε κάποιος απ” τους λύκους.
«Κι εσείς είστε έξυπνοι; Αν είστε, ελάτε να τα βάλετε μαζί μου. ΕΛΑΤΕ!»
Ο Σταύρος σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον Φράγκο, που έτρεμε απ” την οργή. Οι λύκοι υποχώρησαν με την ουρά στα σκέλια, γρυλλίζοντας απειλές για νυχτερινά μπουγέλα.
«Θα σας περιμένω», τους είπε ο Φράγκος. «Αλλά έτσι και ξαναπειράξετε τον αδελφό μου, θα σας γαμήσω.»
Δεν τον πείραξαν. Ο Σταύρος συνέχισε ν” απολαμβάνει την ησυχία του, περπατώντας, μονολογώντας και κοιτώντας τον Φράγκο με λατρεία. Μέχρι που πήρε μετάθεση για κάπου αλλού, όπου θα είχε να αντιμετωπίσει νέους λύκους.
~~{}~~
Θυμήθηκα τον Σταύρο καθώς (ξανα)διάβαζα στο «Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ” ένα καπέλο» μια ιστορία για ένα κορίτσι… ελλειμματικό.
Η Ρεβέκκα ήταν 19 χρονών όταν τη συνάντησε ο Όλιβερ Σακς, αλλά ήταν «παιδί σε πολλά πράγματα». Είχε δείκτη νοημοσύνης 60. Δεν μπορούσε να βρει το δρόμο της γύρω απ” το τετράγωνο του σπιτιού ή ν” ανοίξει την πόρτα με το κλειδί, να ντυθεί μόνη της και ήταν «αδέξια και ασυντόνιστη», σε όλες της τις κινήσεις.
Φορούσε πολύ χοντρά ματογυαλιά και όταν μιλούσε ακουγόταν ένα σφύριγμα. Ήταν οδυνηρά ντροπαλή και αποτραβηγμένη, αφού σ” όλη της τη ζωή είχε υπάρξει «αντικείμενο γέλιων».
Όμως, παρά τα νοητικά της ελλείμματα, είχε βαθιά πνευματικότητα.
Αγαπούσε τη γιαγιά της, που την είχε μεγαλώσει από τριών ετών. Της άρεσε να περπατάει στη φύση και να της διαβάζουν ιστορίες και ποιήματα (η ίδια δεν μπορούσε να μάθει να διαβάζει). Λάτρευε τον χορό κι όταν χόρευε η αδεξιότητα της, η «κινητική καθυστέρηση», εξαφανιζόταν.
Την άρεσε να βρίσκεται στη Συναγωγή, όπου τη φρόντιζαν ως «παιδί του Κυρίου», ένα είδος αθώου, άγιου τρελού. Καταλάβαινε πλήρως τη λειτουργία, τους ύμνους, τις προσευχές και την τελετουργία.
«Επιφανειακά δεν ήταν παρά ένας σωρός από ανικανότητες και ελλείμματα. Επιφανειακά πάντα ήταν και αισθανόταν μια διανοητικά ανάπηρη, πολύ χαμηλότερα απ” τις άκοπες ικανότητες, τις ευτυχισμένες δυνατότητες των άλλων.
Αλλά σε κάποιο βαθύτερο επίπεδο δεν υπήρχε αίσθηση κανενός ελλείμματος ή ανικανότητας, αλλά ένα αίσθημα ηρεμίας και πληρότητας.
Νοητικά η Ρεβέκκα ήταν ανάπηρη. Πνευματικά ένιωθε πλήρης και ολοκληρωμένη.»
~~
Μερικούς μήνες μετά η γιαγιά της πέθανε. Ο Σακς βρήκε τη Ρεβέκκα να κλαίει.
«Κρυώνω τόσο πολύ», του είπε. «Δεν είναι έξω, είναι μέσα ο χειμώνας. Κρύος σαν τον θάνατο.»
Και μετά από λίγο:
«Είναι χειμώνας. Νιώθω νεκρή. Αλλά ξέρω πως η άνοιξη θα ξανάρθει.»
(Πόσο σπουδαίος άνθρωπος πρέπει να είσαι για να καταφέρεις να αισθανθείς κάτι τέτοιο; Μέσα στον χειμώνα.)
~~
Η Ρεβέκκα ξεπέρασε το πένθος, αργά αλλά επιτυχημένα. Τότε ήταν που αποφάσισε να σταματήσει τα «μαθήματα».
Εκείνον τον καιρό όλοι οι «ασθενείς» της κλινικής όπου εργαζόταν ο Σακς εξαναγκάζονταν σε μια ποικιλία εργαστηρίων και μαθημάτων σαν μέρος του «Αναπτυξιακού και Γνωσιακού Προγράμματος». Όμως αυτά τα «μαθήματα» δεν λειτουργούσαν σωστά, ούτε με την Ρεβέκκα ούτε με τους άλλους.
«Αυτό που κάναμε», γράφει ο Σακς, «ήταν να τους οδηγούμε κατά μέτωπο πάνω στα όρια τους, όπως ήδη το είχαν κάνει μάταια, και συχνά μέχρι κάποιο απάνθρωπο σημείο, σε ολόκληρη τη ζωή τους. Δίναμε υπερβολική προσοχή στα ελλείμματα των ασθενών μας.»
«Δεν θέλω άλλα μαθήματα, άλλα εργαστήρια», του είπε η Ρεβέκκα κοιτώντας κάτω, το χαλί. «Δεν μου προσφέρουν τίποτα… Είμαι σαν ένα ζωντανό χαλί. Έχω ανάγκη από ένα σχέδιο, σαν αυτό που έχετε στο χαλί σας. Γίνομαι κομμάτια και ξεφτάω, αν δεν έχω σχέδιο.»
Τελικά πήραν τη Ρεβέκκα απ” τα εργαστήρια που μισούσε και την έγραψαν σε μια ειδική θεατρική ομάδα. Εκεί, όταν έπαιζε, μεταμορφωνόταν. Σύντομα το θέατρο και η θεατρική της ομάδα έγιναν η ίδια της η ζωή.
~~{}~~
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Με τον Σταύρο, όσο καιρό έμεινε στον ναύσταθμο, είχα καλή σχέση, όσο κι όταν με άφηνε να τον προσεγγίσω. Όταν ερχόταν στα μαγειρεία του έβαζα καλύτερη μερίδα ή του πάσαρα λαθραία κάποιο μεζεδάκι.
Δεν τον λυπόμουν. Μου θύμιζε τον παππού μου, που είχε άνοια από τότε που τον γνώρισα -και παρόμοια μάτια, διάφανα. Μάλλον μου θύμιζε και τον εαυτό μου.
~
Η κοινωνία μας, και κάθε κοινωνία, κρίνεται απ” τον τρόπο που συμπεριφέρεται στους «ελλειμματικούς», στους δυσπροσαρμοστικούς και σ” αυτούς που δεν είναι «κανονικοί».
Όμως η κανονικότητα είναι ένας μύθος, όπως και η διαφορετικότητα (που βασίζεται στην ύπαρξη κανονικών ανθρώπων).
Υπάρχει μόνο Ποικιλότητα (diversity) -και σίγουρα έχετε κουραστεί να με ακούτε να γράφω γι” αυτήν.
Δεν υπάρχουν (ή τουλάχιστον δεν θα “πρεπε να υπάρχουν) κατώτεροι κι ανώτεροι άνθρωποι, παιδιά ανώτερων και κατώτερων θεών, γιατί δεν υπάρχουν θεοί (άντε, στη καλύτερη περίπτωση να υπάρχει ένας, με πολλά ονόματα, αλλά δεν βάζω στοίχημα γι” αυτό).
Υπάρχουν μόνο άνθρωποι, κι όλοι είναι εξίσου σημαντικοί και απαραίτητοι.
Άνθρωποι σαν τον Σταύρο ή τη Ρεβέκκα, μας μαθαίνουν πολλά για τη φύση μας, για την «ανθρωπιά» μας. Όσο τους αποκλείουμε και τους περιθωριοποιούμε θα μένουμε εγκλωβισμένοι σ” έναν Άριο πολιτισμό, καταδικασμένο να αυτοκαταστραφεί.
Κι όσο υπάρχουν επιστήμονες σαν τον Σακς, να τους πλησιάσουν, όσο υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Φράγκο, να τους υπερασπιστούν, υπάρχει ελπίδα.
Άνθρωποι που λένε, χωρίς φόβο, αλλά με πάθος: «Ναι ρε, αδελφός μου είναι».
Γελωτοποιός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου