Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Για την αριστουργηματική αντιπολεμική ταινία του Ζάζα Ουρουσάντζε
Τι γυρεύουν ένας Γεωργιανός και ένας Τσετσένος στρατιώτης γύρω από το ίδιο τραπέζι, στο σπίτι ενός Εσθονού, στην εμπόλεμη περιοχή της Αμπχαζίας, στα δύσκολα χρόνια του ’90; Μπορεί να ακούγεται σαν ανέκδοτο, όμως αποτελεί το σεναριακό εύρημα της αριστουργηματικής αντιπολεμικής ταινίας Μανταρίνια, του Γεωργιανού σκηνοθέτη Ζάζα Ουρουσάντζε.
Ένας Εσθονός ξυλουργός, ο Ίβο, μορφή γέροντα που λες και έχει βγει από πίνακες του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, κατοικεί εδώ και δεκαετίες στην περιοχή της Αμπχαζίας. Μετά από μια συμπλοκή έξω από το σπίτι του, περιμαζεύει τους μοναδικούς επιζώντες, έναν ημιλιπόθυμο Τσετσένο, τον Άχμεντ, και έναν βαριά τραυματισμένο Γεωργιανό, τον Νίκα.
Ο Άχμεντ που έχασε στην ενέδρα τον αδελφικό του φίλο, αναρρώνει γρήγορα και γεμάτος μίσος ορκίζεται να σκοτώσει τον Νίκα, μόλις συνέλθει, δίνει όμως το λόγο του στον Ίβο, πως δεν θα τον πειράξει, όσο παραμένει στο σπίτι του. Έτσι, δυο πολεμιστές από αντίπαλα στρατόπεδα βρίσκονται αναπάντεχα κάτω από την ίδια στέγη, με μια πόρτα να τους χωρίζει. Μοιράζονται και οι δυο τη φροντίδα του φιλόξενου Εσθονού, που πιστεύει πως η φιλία μπορεί να νικήσει το ασίγαστο μίσος των δυο αντίπαλων πλευρών.
Όσο αναρρώνει ο Γεωργιανός, οι λεκτικοί διαξιφισμοί γίνονται πιο αιχμηροί, με την αδρεναλίνη να αγγίζει συχνά κόκκινο. Το θαύμα, όμως, δεν αργεί να συμβεί. Τιμώντας τον λόγο του, ο Τσετσένος κατεβάζει τους τόνους και υποχωρεί σε μια προσωρινή ανακωχή, πριν τα τύμπανα του πολέμου ηχήσουν ξανά δυνατά, πυροδοτώντας απρόβλεπτα γεγονότα.
Ο Ουρουσάντζε καταφέρνει να δημιουργήσει ένα αντιπολεμικό δράμα, με απόλυτη οικονομία εκφραστικών μέσων, απλά πλάνα και γωνίες λήψης, με την κάμερα συχνά να ακολουθεί τις κινήσεις των ηθοποιών, σε έναν ήρεμο ρυθμό εναλλαγής πλάνων, που καταγράφει από απόσταση. Με συγκράτηση απέναντι στη διάχυτη τραγικότητα, αναδεικνύονται πανανθρώπινα συναισθήματα, όπως αλληλεγγύη, συμπόνια, συγχώρεση και ανοχή στη διαφορετικότητα φυλής, εθνότητας και θρησκείας.
Η ρεαλιστική αφήγηση δομείται γύρω από το σενάριο που θα μπορούσε να ανήκει και σε κάποιο θεατρικό έργο, με τις εντάσεις να καταλαγιάζουν ή να φουντώνουν σε περιορισμένο χώρο, μέσα από τους διαλόγους που φέρουν το αντιπολεμικό σημαινόμενο, θυμίζοντας τα διαχρονικά διακυβεύματα αρχαίας τραγωδίας.
Οι πολεμικές ταινίες χαρακτηρίζονται συνήθως από την απουσία γυναικών, ενώ στις αντιπολεμικές ταινίες σχολιάζεται κυρίως ο κόσμος των αντρών, ως το βασίλειο του πολέμου. Στην ταινία Μανταρίνια, η γυναικεία φιγούρα απεικονίζεται μονάχα σε φωτογραφία, ως ανάμνηση μιας άλλης ζωής.
Η δράση τοποθετείται στην ύπαιθρο, σε ένα εύκρατο μέρος όπου ο συμπατριώτης και γείτονας του Ίβο, ο Μάργκους, ανησυχεί για την τεράστια σοδειά του από μανταρίνια, που κινδυνεύουν να σαπίσουν στα δέντρα, εξαιτίας του πολέμου. Πασχίζει αρχικά να τα μαζέψει μοναχός του, εν μέσω πυρών, περιμένοντας μάταια, όπως του υποσχέθηκαν, τη βοήθεια φαντάρων, που αποδεκατίζονται εκατέρωθεν, καθημερινά.
Αυτό ακριβώς το κρίμα θέλει να υπογραμμίσει ο σκηνοθέτης, την παράλογη σπατάλη των αγαθών, παράλληλα με το χαμό ανθρώπινων ψυχών, θυμίζοντας τον ανθρωποκεντρικό λυρισμό των αντιπολεμικών ταινιών Βούλγαρων και Γιουγκοσλάβων σκηνοθετών της γενιάς του ’60 που, σύμφωνα με τα σοβιετικά ιδεώδη, υπογράμμιζαν την ηθική διάσταση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η σκοτεινή αισθητική των χειμωνιάτικων φωτισμών και η περιορισμένη χρωματική παλέτα σκούρων αποχρώσεων εντείνουν το δραματικό κλίμα της ταινίας. Η οπτική κλειστού κάδρου σε περιορισμένο χώρο, που δεν ανοίγει στην εύκρατη χειμωνιάτικη φύση, επικεντρώνεται στην ανθρώπινη παρουσία, στα πρόσωπα και τις εκφράσεις, κρατώντας υπόγεια τη σεναριακή δυναμική, στον πυρήνα της ταινίας, πλάι στις εξαιρετικές ερμηνείες.
Αξιοσημείωτη είναι και η πρωτότυπη μουσική σύνθεση ενός επαναλαμβανόμενου μελαγχολικού μοτίβου από παραδοσιακά όργανα, με τοπική λύρα και άλλα έγχορδα, που κρατάει το φολκλόρ ηχόχρωμα σε μια ταινία με ακούσματα γεωργιανής και εσθονικής γλώσσας, μακριά από την κυρίαρχη αγγλοσαξονική, ιδίως σε θεματικές πολέμου.
Συχνά, η μουσική συμμετέχει και στην ιστορική-πολιτισμική αντιπαράθεση, όταν το ανατολίτικου ρυθμού τσιφτετέλι του Τσετσένου μουσουλμάνου ενοχλεί τον Γεωργιανό χριστιανό, ενώ αντίστροφα, ένα ποπ λαϊκό τραγούδι, σε μια κασέτα που επιδιορθώνει ο Γεωργιανός, αποκτά στο τέλος μια έντονη συναισθηματική φόρτιση και για τον Τσετσένο, επιβεβαιώνοντας την ενωτική δύναμη της μουσικής.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
Για την αριστουργηματική αντιπολεμική ταινία του Ζάζα Ουρουσάντζε
Τι γυρεύουν ένας Γεωργιανός και ένας Τσετσένος στρατιώτης γύρω από το ίδιο τραπέζι, στο σπίτι ενός Εσθονού, στην εμπόλεμη περιοχή της Αμπχαζίας, στα δύσκολα χρόνια του ’90; Μπορεί να ακούγεται σαν ανέκδοτο, όμως αποτελεί το σεναριακό εύρημα της αριστουργηματικής αντιπολεμικής ταινίας Μανταρίνια, του Γεωργιανού σκηνοθέτη Ζάζα Ουρουσάντζε.
Ένας Εσθονός ξυλουργός, ο Ίβο, μορφή γέροντα που λες και έχει βγει από πίνακες του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, κατοικεί εδώ και δεκαετίες στην περιοχή της Αμπχαζίας. Μετά από μια συμπλοκή έξω από το σπίτι του, περιμαζεύει τους μοναδικούς επιζώντες, έναν ημιλιπόθυμο Τσετσένο, τον Άχμεντ, και έναν βαριά τραυματισμένο Γεωργιανό, τον Νίκα.
Ο Άχμεντ που έχασε στην ενέδρα τον αδελφικό του φίλο, αναρρώνει γρήγορα και γεμάτος μίσος ορκίζεται να σκοτώσει τον Νίκα, μόλις συνέλθει, δίνει όμως το λόγο του στον Ίβο, πως δεν θα τον πειράξει, όσο παραμένει στο σπίτι του. Έτσι, δυο πολεμιστές από αντίπαλα στρατόπεδα βρίσκονται αναπάντεχα κάτω από την ίδια στέγη, με μια πόρτα να τους χωρίζει. Μοιράζονται και οι δυο τη φροντίδα του φιλόξενου Εσθονού, που πιστεύει πως η φιλία μπορεί να νικήσει το ασίγαστο μίσος των δυο αντίπαλων πλευρών.
Όσο αναρρώνει ο Γεωργιανός, οι λεκτικοί διαξιφισμοί γίνονται πιο αιχμηροί, με την αδρεναλίνη να αγγίζει συχνά κόκκινο. Το θαύμα, όμως, δεν αργεί να συμβεί. Τιμώντας τον λόγο του, ο Τσετσένος κατεβάζει τους τόνους και υποχωρεί σε μια προσωρινή ανακωχή, πριν τα τύμπανα του πολέμου ηχήσουν ξανά δυνατά, πυροδοτώντας απρόβλεπτα γεγονότα.
Ο Ουρουσάντζε καταφέρνει να δημιουργήσει ένα αντιπολεμικό δράμα, με απόλυτη οικονομία εκφραστικών μέσων, απλά πλάνα και γωνίες λήψης, με την κάμερα συχνά να ακολουθεί τις κινήσεις των ηθοποιών, σε έναν ήρεμο ρυθμό εναλλαγής πλάνων, που καταγράφει από απόσταση. Με συγκράτηση απέναντι στη διάχυτη τραγικότητα, αναδεικνύονται πανανθρώπινα συναισθήματα, όπως αλληλεγγύη, συμπόνια, συγχώρεση και ανοχή στη διαφορετικότητα φυλής, εθνότητας και θρησκείας.
Η ρεαλιστική αφήγηση δομείται γύρω από το σενάριο που θα μπορούσε να ανήκει και σε κάποιο θεατρικό έργο, με τις εντάσεις να καταλαγιάζουν ή να φουντώνουν σε περιορισμένο χώρο, μέσα από τους διαλόγους που φέρουν το αντιπολεμικό σημαινόμενο, θυμίζοντας τα διαχρονικά διακυβεύματα αρχαίας τραγωδίας.
Οι πολεμικές ταινίες χαρακτηρίζονται συνήθως από την απουσία γυναικών, ενώ στις αντιπολεμικές ταινίες σχολιάζεται κυρίως ο κόσμος των αντρών, ως το βασίλειο του πολέμου. Στην ταινία Μανταρίνια, η γυναικεία φιγούρα απεικονίζεται μονάχα σε φωτογραφία, ως ανάμνηση μιας άλλης ζωής.
Η δράση τοποθετείται στην ύπαιθρο, σε ένα εύκρατο μέρος όπου ο συμπατριώτης και γείτονας του Ίβο, ο Μάργκους, ανησυχεί για την τεράστια σοδειά του από μανταρίνια, που κινδυνεύουν να σαπίσουν στα δέντρα, εξαιτίας του πολέμου. Πασχίζει αρχικά να τα μαζέψει μοναχός του, εν μέσω πυρών, περιμένοντας μάταια, όπως του υποσχέθηκαν, τη βοήθεια φαντάρων, που αποδεκατίζονται εκατέρωθεν, καθημερινά.
Αυτό ακριβώς το κρίμα θέλει να υπογραμμίσει ο σκηνοθέτης, την παράλογη σπατάλη των αγαθών, παράλληλα με το χαμό ανθρώπινων ψυχών, θυμίζοντας τον ανθρωποκεντρικό λυρισμό των αντιπολεμικών ταινιών Βούλγαρων και Γιουγκοσλάβων σκηνοθετών της γενιάς του ’60 που, σύμφωνα με τα σοβιετικά ιδεώδη, υπογράμμιζαν την ηθική διάσταση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η σκοτεινή αισθητική των χειμωνιάτικων φωτισμών και η περιορισμένη χρωματική παλέτα σκούρων αποχρώσεων εντείνουν το δραματικό κλίμα της ταινίας. Η οπτική κλειστού κάδρου σε περιορισμένο χώρο, που δεν ανοίγει στην εύκρατη χειμωνιάτικη φύση, επικεντρώνεται στην ανθρώπινη παρουσία, στα πρόσωπα και τις εκφράσεις, κρατώντας υπόγεια τη σεναριακή δυναμική, στον πυρήνα της ταινίας, πλάι στις εξαιρετικές ερμηνείες.
Αξιοσημείωτη είναι και η πρωτότυπη μουσική σύνθεση ενός επαναλαμβανόμενου μελαγχολικού μοτίβου από παραδοσιακά όργανα, με τοπική λύρα και άλλα έγχορδα, που κρατάει το φολκλόρ ηχόχρωμα σε μια ταινία με ακούσματα γεωργιανής και εσθονικής γλώσσας, μακριά από την κυρίαρχη αγγλοσαξονική, ιδίως σε θεματικές πολέμου.
Συχνά, η μουσική συμμετέχει και στην ιστορική-πολιτισμική αντιπαράθεση, όταν το ανατολίτικου ρυθμού τσιφτετέλι του Τσετσένου μουσουλμάνου ενοχλεί τον Γεωργιανό χριστιανό, ενώ αντίστροφα, ένα ποπ λαϊκό τραγούδι, σε μια κασέτα που επιδιορθώνει ο Γεωργιανός, αποκτά στο τέλος μια έντονη συναισθηματική φόρτιση και για τον Τσετσένο, επιβεβαιώνοντας την ενωτική δύναμη της μουσικής.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
Από τον Δρόμο της Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου