Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Ο Μπερία και ένα όνειρο προφητεία

Νίκος Αραπάκης


Ο Λαυρέντης έβγαλε το μαντίλι του, καθάρισε τους φακούς των γυαλιών του, για να βλέπει πιο καθαρά, κι ύστερα φύσηξε τη μύτη του. Οι άνδρες του ανήσυχοι· τη μια χτυπούσαν νευρικά τις ασπίδες τους, την άλλη έριχναν ματιές όλο μίσος και κακία στο συγκεντρωμένος πλήθος.

-Αργούμε, αρχηγέ;

Ο Λαυρέντης κοίταξε τον νεαρό αστυνομικό και χαμογέλασε.

-Λίγο υπομονή. Να μαζευτούν όλοι…

-Θα ’ρθουν κι άλλοι; Ρώτησε ξανά ο νεαρός αστυνομικός.

Ο Λαυρέντης δεν απάντησε αυτή τη φορά. Έμεινε να κοιτάζει το συγκεντρωμένο πλήθος. Κατά πάσα πιθανότητα θα έρχονταν κι άλλοι, αλλά δεν καθυστερούσε γι’ αυτό. Ήθελε, πρωτίστως, να ξεχωρίσει τους επικίνδυνους, αυτούς που πρέπει να συλληφθούν και να παταχθούν άμεσα.

Έδειξε με το χέρι έναν ψηλό, καλοντυμένο κύριο, που φορούσε ένα γκρι κοστούμι Armani και κρατούσε ένα πλακάτ που έγραφε «οι Γερμανοί είναι φίλοι μας».

-Αυτός να συλληφθεί από τους πρώτους. Μεγάλο λαμόγιο. Έχει φάει ένα σκασμό ΕΣΠΑ κι ακόμη να χορτάσει.

Έδειξε μερικούς διαδηλωτές ακόμη, κυρίως αυτούς που κρατούσαν πλακάτ με συνθήματα γραμμένα σε άθλια αγγλικά, κι έκανε νόημα στους άνδρες να μαζευτούν δίπλα του. Ξερόβηξε, ίσιωσε το χιτώνιό του και, με μια απότομη κίνηση, έδειξε το συγκεντρωμένο πλήθος.

-Γερμανοτσολιάδες. Όλοι τους. Προδότες, δωσίλογοι. Σεις, οι πιο επίλεκτοι από τους επίλεκτους, οι θεματοφύλακες της επανάστασης, θα έχετε την τιμή και τη χαρά να τους λιανίσετε.

Οι συγκεντρωμένοι μπάτσοι άρχισαν να παραληρούν και να πετάνε στον αέρα τα κράνη τους, τα κλομπ τους και τις ασπίδες τους.

Ο Λαυρέντης τους έκανε νόημα να σταματήσουν.

-Δεν θέλω οίκτο. Θέλω μόνο αίμα και πόνο. Θέλω, όσο ξύλο μας έριξαν τα προηγούμενα χρόνια, να τους το επιστρέψουμε πολλαπλάσιο.

Νέος παροξυσμός, καινούργια πανηγύρια. Επιτέλους, αυτό που περίμεναν όλοι, να λιανίσουν τους ευρώδουλους, τους προδότες του λαού και της πατρίδας, βρισκόταν ένα βήμα πριν λάβει σάρκα και οστά.

Ένας νεαρός οικοδόμος, που είχε ενταχθεί μόλις πριν λίγες ημέρες στην ειδική μονάδα αντιμετώπισης των γερμανοτσολιάδων, σήκωσε το χέρι του. Ο Λαυρέντης έκανε νόημα να σωπάσουν και του έδωσε το λόγο.

-Κύριε, διοικητά, αν τους επιτεθούμε αναίτια, τα ΜΜΕ θα μας ξεσκίσουν. Ο Άρης, ο Μπάμπης, ο Γιάννης και τα άλλα καλόπαιδα θα λυσσάξουν.

Ο Λαυρέντης χαμογέλασε με την αθωότητα του νεαρού. Λογικό βέβαια. Νέος στην ομάδα, δεν μπορεί να ξέρει πως τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη.

-Ξέρεις πώς ονομάζομαι, παιδί μου; Ρώτησε χαμογελώντας ο Λαυρέντης.

Ο νεαρός αστυνομικός τα έχασε προσωρινά. Φοβήθηκε ότι είπε κάποια βλακεία και εκνεύρισε τον αρχηγό.

-Αθανάσιος Πατουλέας, έκανε δειλά.

-Αυτό είναι το κανονικό μου όνομα. Το υπηρεσιακό, το ξέρεις;

Ο νεαρός αστυνομικός έφερε το κεφάλι του ένα γύρω και κοίταξε τους συναδέλφους του. Ανέκφραστοι όλοι.

-Λαυρέντης. Λαυρέντης Μπέρια.

-Λαβρέντι είναι το σωστό, αλλά δεν πειράζει, το ίδιο είναι.

Σταμάτησε για μια στιγμή, σαν κάτι να τον προβληματίζει, κι ύστερα έφερε τον ασύρματο μπροστά στο στόμα του.

-Μόσχα, ακούει; Έτοιμοι. Σε πέντε λεπτά ξεκινάμε.

-Μόσχα ακούει. Σε πέντε ξεκινάμε.

Ο Λαυρέντης σήκωσε το χέρι και έδειξε για μια ακόμη φορά το συγκεντρωμένο πλήθος.

-Η μέρα που όλοι ονειρευόμαστε έφτασε. Σήμερα θα πάρουμε το αίμα μας πίσω για το ξύλο φάγαμε τις ημέρες των μνημονίων, τότε που μας ψέκαζαν, μας έδερναν, μας συλλάμβαναν, γιατί δεν συναινούσαμε στην εξαθλίωσή μας. Σε σας έλαχε ο κλήρος για να εκδικηθείτε. Μόλις ακουστούν τα πρώτα υβριστικά συνθήματα, θα τους πετάξετε όσα δακρυγόνα και κρότου-λάμψης έχετε, κι αμέσως θα πέσετε επάνω τους.

-Μπάχαλοι εδώ, ακούστηκε από τον ασύρματο. Πότε ξεκινάμε;

-Σε τρία. Να τηρηθεί το σχέδιο επακριβώς. Θέλω να μην υπάρχει δίοδος διαφυγής. Όποιος επιχειρήσει να διαφύγει, να λιανίζεται συνοπτικά.

-Ελήφθη. Θα ξεράσουνε το σούσι της μάνας τους…

Ο Λαυρέντης χαμογέλασε ικανοποιημένος. Όλα πήγαιναν κατ’ ευχή. Οι μπάχαλοι, ψημένοι τόσα χρόνια στον ανταρτοπόλεμο με την αστυνομία, ήταν η απόλυτη εγγύηση για την επιτυχία της επιχείρησης.

Άξαφνα ακούστηκε σούσουρο από το πλήθος. Ελάχιστα αργότερα, μια ομάδα καταμεσής της συγκέντρωσης άρχισε να φωνάζει συνθήματα. Με κυριότερο το «μπάτσοι, γουρούνια, κομμουνιστές».

Ο Λαυρέντης έδειξε με το χέρι του το πλήθος.

-Για τη μητέρα πατρίδα, για την επανάσταση. No prisoners… και τα λάφυρα δικά σας.

Σε δευτερόλεπτα, οι μπάτσοι, αφού πρώτα πέταξαν όσα χημικά και κρότου-λάμψης είχαν, έπεσαν επάνω στο πλήθος και άρχισαν να λιανίζουν τους συγκεντρωμένους. Αυτό που επικράτησε δεν περιγράφεται με λόγια. Οι άμαθοι από επεισόδια «μένουμε Ευρώπη» άρχισαν να σκορπίζουν δεξιά κι αριστερά αλαλάζοντας.

Μισή ώρα αργότερα η πλατεία θύμιζε βομβαρδισμένο τοπίο. Ο Λαυρέντης παρακολουθούσε ευτυχισμένος. Αυτή, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν η τελευταία φορά που οι γερμανοτσολιάδες επιχείρησαν συγκέντρωση.

Άρχισε να προχωρά επάνω στην πλατεία. Χάος. Σε μια γωνιά, μια κατακόκκινη, ψιλοτάκουνη γόβα Louboutin, του τράβηξε την προσοχή. Προσπάθησε να φανταστεί το πόδι που τη φορούσε. Ωραίο πόδι, καλοξυρισμένο, τα νύχια του βαμμένα ροζ και στολισμένα με στρασάκια.

Έκανε λίγα βήματα ακόμη και σταμάτησε πλάι σε μια τσάντα Louis Vuitton. Τη σήκωσε, την άνοιξε και την άδειασε στο έδαφος. Το μάτι του έπεσε κατευθείαν στο μαύρο, παχύ πορτοφόλι (Louis Vuitton κι αυτό). Το ανοίγει και τι να δει; Γεμάτο πεντακοσάρικα. Συγκινήθηκε. Έβγαλε τα πεντακοσάρικα και άρχισε να τα χαϊδεύει στοργικά. Κόντευε τα πενήντα κι ακόμη δεν είχε πιάσει στα χέρια του τόσο μεγάλο χαρτονόμισμα.

Τα έβαλε βιαστικά στην τσέπη του κι άρχισε να περπατά και πάλι. Το βλέμμα του έπεσε επάνω σε δυο άνδρες της ομάδας του οι οποίοι στέκονταν επάνω από έναν ημιθανή (μπορεί και μακαρίτη), κουστουμαρισμένο κύριο και ήταν έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια. Πολύ σύντομα κατάλαβε ότι ο διαπληκτισμός τους είχε να κάνει με τα παπούτσια του, ένα ωραιότατο ζευγάρι χρώματος σομόν και μάρκας Hugo Boss (τα υπόλοιπα τα είχαν μοιράσει μια χαρά). Στην αρχή είπε να μην επέμβει. Όταν, όμως, ο ένας από τους δυο τράβηξε όπλο και το κόλλησε στο πρόσωπο του άλλου, δεν είχε άλλη επιλογή.

Σε ένα λεπτό, ως σοφός Σολομώντας, έδωσε τη λύση: τους έβαλε να τα δοκιμάσουν και, τελικά, τα πήρε αυτός που φορούσε το ίδιο νούμερο με τον ξαπλωμένο καταγής κύριο.

Ανέβηκε στο επάνω μέρος της πλατείας, για να βλέπει καλύτερα, κι έμεινε να κοιτάζει. Ήταν η ώρα του πλιάτσικου. Όλοι οι άνδρες του, αλλά και πλήθος φτωχού κόσμου, πλιατσικολογούσε ασύστολα. «Αναδιανομή πλούτου», ψέλλισε, κι έμεινε να χαζεύει μια ηλικιωμένη κυρία η οποία είχε ανοίξει το στόμα μιας εξίσου ηλικιωμένης, που είχε πλατινέ μαλλί και φορούσε ένα ροζ ταγέρ Cavalli class, και προσπαθούσε, με μια τανάλια, να βγάλει τα χρυσά δόντια της.

-Εδώ μπάχαλοι. Επιχείρηση άκρως επιτυχημένη. Δεν ξέφυγε ουδείς. 50 κλούβες γεμάτες αστούς κατευθύνονται ΓΑΔΑ. Αναμένουμε οδηγίες, ακούστηκε από τον ασύρματο.

-Εύγε. Να κρατηθούν άπαντες.

Σκούπισε τα δακρυσμένα από τη συγκίνηση και τους καπνούς μάτια του, ίσιωσε το χιτώνιό του, άρπαξε ένα φουλάρι Hermes, με το οποίο ένας νεκρός πλέον χίπστερ προσπαθούσε να προστατευτεί από τα δακρυγόνα, μπήκε στο περιπολικό κι έκανε νόημα στον οδηγό να ξεκινήσει. Οι αντεπαναστάτες, οι αστοί και τα τσιράκια τους είχαν πάρει ένα χρήσιμο μάθημα: η επανάσταση είναι πολύ σκληρή για τα δόντια τους…

Νόστιμον Ημαρ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου