Ξενοφών Μπρουντζάκης
Την άνοιξη του 1856, ύστερα από πιέσεις των φίλων του, ο Δαρβίνος αρχίζει τη συγγραφή του μεγάλου έργου του «On the Origin of Species by Means of Natural Selection or the Preservation of Favoured Races in the Struggle for Life» (εκδόθηκε στα ελληνικά ως «Η Καταγωγή των Ειδών»). Στις 18 Ιουνίου 1858 και αφού έχει γράψει ήδη το μεγαλύτερο μέρος του, πείθεται να ανακοινώσει την έκδοση του έργου, η οποία θα λάβει τελικά χώρα στις 22 Νοεμβρίου 1859. Η θεωρία του Δαρβίνου συνοψίζεται στα εξής:
Εκείνη την εποχή, οι θεωρίες «περί Εξέλιξης» υπονοούσαν δημιουργία χωρίς θεϊκή παρέμβαση, και ο Δαρβίνος απέφυγε τη χρήση της λέξης «εξέλιξη», αν και το βιβλίο τελείωνε με τη δήλωση ότι «ατελείωτοι σχηματισμοί, πανέμορφοι και υπέροχοι, έχουν εξελιχθεί και συνεχίζουν να εξελίσσονται». Το βιβλίο έκανε μόνο έναν σύντομο υπαινιγμό στην ιδέα ότι και ο άνθρωπος μπορούσε να εξελιχθεί με τον ίδιο τρόπο όπως και οι άλλοι οργανισμοί. Ο Δαρβίνος έγραψε με σκόπιμη επιφυλακτικότητα ότι «θα ριχτεί φως στην καταγωγή και την ιστορία του ανθρώπου».
Δύο μεγαλοφυΐες που καθόρισαν την πορεία της σκέψης κατά το δεύτερο μισό του 19ου και τον 20ό αιώνα, ο Κάρολος Δαρβίνος και ο Κάρολος Μαρξ, ήρθαν τότε σε επαφή εξ αιτίας της ανακοίνωσης της θεωρίας του πρώτου. Τον Δεκέμβριο του 1860, έχοντας διαβάσει το έργο του Δαρβίνου, ο Μαρξ έγραψε στον Ένγκελς: «Παρ’ ότι γραμμένο στο γνωστό ωμό αγγλικό στυλ, αυτό το βιβλίο περιέχει τον πυρήνα των απόψεών μας περί φυσικής ιστορίας». Το 1873, ο Μαρξ έστειλε στον Δαρβίνο ένα αντίτυπο από τη 2η έκδοση του «Κεφαλαίου» με ιδιόχειρη αφιέρωση. Η απάντηση του Δαρβίνου λέγεται πως τον ευχαρίστησε πολύ:
«Αξιότιμε Κύριε Μαρξ!
Σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε στέλνοντάς μου την εξαιρετική εργασία σας για το Κεφάλαιο. Και πράγματι, θα επιθυμούσα με όλη μου την καρδιά να ήμουν αξιότερος του δώρου σας και σε θέση να αντιληφθώ σε όλο της το βάθος και τη σπουδαιότητα την Πολιτική Οικονομία. Παρ’ ότι τα αντικείμενα των μελετών μας υπήρξαν τόσο διαφορετικά, πιστεύω ότι και οι δύο επιδιώξαμε ειλικρινά την επέκταση της Γνώσης – κι αυτό είμαι σίγουρος ότι στο διηνεκές θα συμβάλλει στην ευτυχία της ανθρωπότητας.
Παραμένω, αγαπητέ Κύριε, Ειλικρινά δικός σας
Κάρολος Δαρβίνος Οκτώβριος 1873».
Η Θεωρία της Εξέλιξης των Ειδών του Δαρβίνου είναι ένα έργο - σταθμός στην Ιστορία της ανθρώπινης σκέψης, το οποίο ανέτρεψε τις παγιωμένες απόψεις για τον φυσικό κόσμο της πλειονότητας των επιστημόνων της εποχής του και βρίσκεται μέχρι τις μέρες μας στη βάση κάθε επιστημονικής έρευνας και θεωρίας. Πριν απ’ τον Δαρβίνο, οι επικρατούσες απόψεις ανάμεσα στους επιστήμονες σε σχέση με τα είδη του ζωικού και φυτικού βασιλείου πρέσβευαν το αμετάβλητο και τη στατικότητά τους με βάση τη δημιουργία τους από τον Θεό που τα προόριζε για συγκεκριμένες λειτουργίες μέσα στη φύση. Κάποιοι αποδέχονταν την ιδέα της εξέλιξης, αλλά από μια μυστικιστική σκοπιά, θεωρώντας την πορεία και τα στάδιά της αντικείμενο κατευθυντήριας παρέμβασης του Υπέρτατου Όντος.
Ο Δαρβίνος αντιπροσωπεύει το σημείο της αποφασιστικής ρήξης με την ιδεαλιστική αυτήν αντίληψη. Για πρώτη φορά η εξέλιξη, κυρίως μέσω της διαδικασίας της φυσικής επιλογής, παρουσιάζεται ως πειστική εξήγηση για το πώς τα είδη μεταλλάχθηκαν στη διάρκεια δισεκατομμυρίων ετών, από τις απλούστερες μορφές μονοκύτταρων οργανισμών ώς τις πιο σύνθετες μορφές έμβιων όντων, των ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων. Η επαναστατική συμβολή του Δαρβίνου ήταν η ανακάλυψη του μηχανισμού της εξέλιξης και η δημιουργία μιας αξιόπιστης επιστημονικής εξελικτικής θεωρίας.
Σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή των εξελικτικών απόψεων, σε μεταγενέστερες εκδόσεις του έργου του περί της «Καταγωγής των Ειδών», ο Δαρβίνος αναφέρει ότι αναγνώρισε ίχνη εξελικτικών ιδεών στο έργο «Περί Φυσικής Ακροάσεως» του Αριστοτέλη, ενώ οι Έλληνες προσωκρατικοί φιλόσοφοι Αναξίμανδρος (610 π.Χ. - 546 π.Χ.) και Εμπεδοκλής (492 π.Χ. - 432 π.Χ.) ισχυρίστηκαν επίσης πως τα ζώα μεταλλάσσονταν και αφανίζονταν. Ωστόσο, μέχρι τον 17ο αιώνα, η εξαφάνιση ορισμένων ειδών θεωρείτο αποτέλεσμα κάποιας φυσικής καταστροφής, όπως για παράδειγμα του κατακλυσμού που περιγράφεται στο βιβλίο της Γένεσης. Στο πλαίσιο της φυσικής θεολογίας του 17ου αιώνα, ο Θεός αποκαλυπτόταν μέσα από την ομορφιά και την οργάνωση του φυσικού κόσμου.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, τέτοιες αλλαγές έγιναν αντικείμενο μελέτης για αρκετούς φυσιοδίφες που προσπαθούσαν να ταξινομήσουν τα είδη. Σήμερα, τα έργα των Τζον Ρέι, Κάρολου Λινναίου και Ζαν Μπατίστ Λαμάρκ θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά για τη διαμόρφωση των δαρβινικών ιδεών. Ο παππούς του Δαρβίνου, Έρασμος Δαρβίνος, διατύπωσε πρώτος την υπόθεση περί μεταλλάξεων των ειδών κατά τη δεκαετία του 1790, αλλά ο Λαμάρκ ανέπτυξε και δημοσίευσε μια περισσότερο αναλυτική θεωρία το 1809.
Ανάλογες αντιλήψεις εξέφρασε και ο φυσιοδίφης Ζωφρουά Σεντ-Ιλέρ (1772-1844), ο οποίος διατύπωσε την άποψη πως τα είδη δεν διαιωνίστηκαν με την ίδια μορφή. Ο Δαρβίνος βασίστηκε σε πλήθος επιστημονικών γνώσεων και παρατηρήσεων της εποχής του, χωρίς τις οποίες θα ήταν μάλλον αδύνατο να συντάξει την «Καταγωγή των Ειδών». Εξίσου σημαντικές ήταν και οι παρατηρήσεις και τα πειράματα που πραγματοποίησε ο ίδιος στα νησιά Κόκος και Γκαλαπάγκος, ενώ η μεγάλη συμβολή του έγκειται στο γεγονός πως κατάφερε να ενοποιήσει με μοναδικό τρόπο τα συμπεράσματα διαφορετικών ερευνών, συνθέτοντας μία τεκμηριωμένη γενική θεωρία για την καταγωγή των ειδών.
Σε νεαρή ηλικία – και κυρίως μετά το θρυλικό πενταετές ταξίδι του με το ερευνητικό πλοίο «Μπηγκλ» – ο Δαρβίνος απέκτησε μεγάλη φήμη στους κύκλους των γεωλόγων και των φυσιοδιφών. Οι μελέτες και οι δημοσιεύσεις του τον ενέταξαν στην ελίτ των επιστημόνων του κλάδου του. Απέκτησε σεβαστό εισόδημα και μεγάλο φόρτο εργασίας, που περιελάμβανε τη συγγραφή και την επίβλεψη της προετοιμασίας των πολλών τόμων της «Ζωολογίας» του.
Ήταν πλέον πεπεισμένος για την ορθότητα της Θεωρίας της Εξέλιξης, αλλά γνώριζε πως και μόνο η ιδέα της μετάλλαξης των ειδών ήταν κάτι σαν βλασφημία για το συντηρητικό κατεστημένο. Με την έκθεση των απόψεών του θα κινδύνευε να καταστρέψει τη φήμη του. Έτσι, διεξήγαγε εκτεταμένα πειράματα με φυτά και συμβουλεύτηκε εκτροφείς ζώων (όπως εκτροφείς περιστεριών και χοίρων) στην προσπάθειά του να παραθέσει ατράνταχτα επιχειρήματα που θα συνόδευαν την παρουσίαση της θεωρίας του στο κοινό.
Την άνοιξη του 1856, ύστερα από πιέσεις των φίλων του, ο Δαρβίνος αρχίζει τη συγγραφή του μεγάλου έργου του «On the Origin of Species by Means of Natural Selection or the Preservation of Favoured Races in the Struggle for Life» (εκδόθηκε στα ελληνικά ως «Η Καταγωγή των Ειδών»). Στις 18 Ιουνίου 1858 και αφού έχει γράψει ήδη το μεγαλύτερο μέρος του, πείθεται να ανακοινώσει την έκδοση του έργου, η οποία θα λάβει τελικά χώρα στις 22 Νοεμβρίου 1859. Η θεωρία του Δαρβίνου συνοψίζεται στα εξής:
- Κάθε άτομο ενός είδους έχει τη δυνατότητα να αναπαραχθεί και, αν επιζήσουν όλα τα άτομα του είδους, τότε ο πληθυσμός του θα αυξηθεί.
- Παρά τις περιοδικές διακυμάνσεις, οι αριθμοί των πληθυσμών διατηρούνται συνήθως σταθεροί.
- Οι πηγές συντήρησης κάθε είδους, όπως τα αποθέματα τροφής, είναι περιορισμένες και σχετικά σταθερές.
- Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ένταση του αγώνα για την επιβίωση.
- Τα άτομα ενός πληθυσμού διαφέρουν το ένα από το άλλο.
- Το μεγαλύτερο μέρος των διαφορών αυτών κληρονομείται.
- Άτομα του πληθυσμού που αποδεικνύονται ανίκανα να προσαρμοστούν στο περιβάλλον, συνήθως δεν επιβιώνουν, δεν μπορούν να αναπαραχθούν και τα χαρακτηριστικά τους δεν μεταδίδονται στις επόμενες γενιές με τη διαδικασία της φυσικής επιλογής.
- Αυτή η αργή διαδικασία καταλήγει σε ευπροσάρμοστους στο περιβάλλον πληθυσμούς, των οποίων τα σταδιακά μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά αθροίζονται δημιουργώντας μόνιμες μεταλλάξεις που οδηγούν στη δημιουργία νέων ειδών.
Μια θεωρία που δεν έχει τον… θεό της!
Εκείνη την εποχή, οι θεωρίες «περί Εξέλιξης» υπονοούσαν δημιουργία χωρίς θεϊκή παρέμβαση, και ο Δαρβίνος απέφυγε τη χρήση της λέξης «εξέλιξη», αν και το βιβλίο τελείωνε με τη δήλωση ότι «ατελείωτοι σχηματισμοί, πανέμορφοι και υπέροχοι, έχουν εξελιχθεί και συνεχίζουν να εξελίσσονται». Το βιβλίο έκανε μόνο έναν σύντομο υπαινιγμό στην ιδέα ότι και ο άνθρωπος μπορούσε να εξελιχθεί με τον ίδιο τρόπο όπως και οι άλλοι οργανισμοί. Ο Δαρβίνος έγραψε με σκόπιμη επιφυλακτικότητα ότι «θα ριχτεί φως στην καταγωγή και την ιστορία του ανθρώπου».
Δύο μεγαλοφυΐες που καθόρισαν την πορεία της σκέψης κατά το δεύτερο μισό του 19ου και τον 20ό αιώνα, ο Κάρολος Δαρβίνος και ο Κάρολος Μαρξ, ήρθαν τότε σε επαφή εξ αιτίας της ανακοίνωσης της θεωρίας του πρώτου. Τον Δεκέμβριο του 1860, έχοντας διαβάσει το έργο του Δαρβίνου, ο Μαρξ έγραψε στον Ένγκελς: «Παρ’ ότι γραμμένο στο γνωστό ωμό αγγλικό στυλ, αυτό το βιβλίο περιέχει τον πυρήνα των απόψεών μας περί φυσικής ιστορίας». Το 1873, ο Μαρξ έστειλε στον Δαρβίνο ένα αντίτυπο από τη 2η έκδοση του «Κεφαλαίου» με ιδιόχειρη αφιέρωση. Η απάντηση του Δαρβίνου λέγεται πως τον ευχαρίστησε πολύ:
«Αξιότιμε Κύριε Μαρξ!
Σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε στέλνοντάς μου την εξαιρετική εργασία σας για το Κεφάλαιο. Και πράγματι, θα επιθυμούσα με όλη μου την καρδιά να ήμουν αξιότερος του δώρου σας και σε θέση να αντιληφθώ σε όλο της το βάθος και τη σπουδαιότητα την Πολιτική Οικονομία. Παρ’ ότι τα αντικείμενα των μελετών μας υπήρξαν τόσο διαφορετικά, πιστεύω ότι και οι δύο επιδιώξαμε ειλικρινά την επέκταση της Γνώσης – κι αυτό είμαι σίγουρος ότι στο διηνεκές θα συμβάλλει στην ευτυχία της ανθρωπότητας.
Παραμένω, αγαπητέ Κύριε, Ειλικρινά δικός σας
Κάρολος Δαρβίνος Οκτώβριος 1873».
Ένα έργο - σταθμός
Η Θεωρία της Εξέλιξης των Ειδών του Δαρβίνου είναι ένα έργο - σταθμός στην Ιστορία της ανθρώπινης σκέψης, το οποίο ανέτρεψε τις παγιωμένες απόψεις για τον φυσικό κόσμο της πλειονότητας των επιστημόνων της εποχής του και βρίσκεται μέχρι τις μέρες μας στη βάση κάθε επιστημονικής έρευνας και θεωρίας. Πριν απ’ τον Δαρβίνο, οι επικρατούσες απόψεις ανάμεσα στους επιστήμονες σε σχέση με τα είδη του ζωικού και φυτικού βασιλείου πρέσβευαν το αμετάβλητο και τη στατικότητά τους με βάση τη δημιουργία τους από τον Θεό που τα προόριζε για συγκεκριμένες λειτουργίες μέσα στη φύση. Κάποιοι αποδέχονταν την ιδέα της εξέλιξης, αλλά από μια μυστικιστική σκοπιά, θεωρώντας την πορεία και τα στάδιά της αντικείμενο κατευθυντήριας παρέμβασης του Υπέρτατου Όντος.
Ο Δαρβίνος αντιπροσωπεύει το σημείο της αποφασιστικής ρήξης με την ιδεαλιστική αυτήν αντίληψη. Για πρώτη φορά η εξέλιξη, κυρίως μέσω της διαδικασίας της φυσικής επιλογής, παρουσιάζεται ως πειστική εξήγηση για το πώς τα είδη μεταλλάχθηκαν στη διάρκεια δισεκατομμυρίων ετών, από τις απλούστερες μορφές μονοκύτταρων οργανισμών ώς τις πιο σύνθετες μορφές έμβιων όντων, των ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων. Η επαναστατική συμβολή του Δαρβίνου ήταν η ανακάλυψη του μηχανισμού της εξέλιξης και η δημιουργία μιας αξιόπιστης επιστημονικής εξελικτικής θεωρίας.
Σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή των εξελικτικών απόψεων, σε μεταγενέστερες εκδόσεις του έργου του περί της «Καταγωγής των Ειδών», ο Δαρβίνος αναφέρει ότι αναγνώρισε ίχνη εξελικτικών ιδεών στο έργο «Περί Φυσικής Ακροάσεως» του Αριστοτέλη, ενώ οι Έλληνες προσωκρατικοί φιλόσοφοι Αναξίμανδρος (610 π.Χ. - 546 π.Χ.) και Εμπεδοκλής (492 π.Χ. - 432 π.Χ.) ισχυρίστηκαν επίσης πως τα ζώα μεταλλάσσονταν και αφανίζονταν. Ωστόσο, μέχρι τον 17ο αιώνα, η εξαφάνιση ορισμένων ειδών θεωρείτο αποτέλεσμα κάποιας φυσικής καταστροφής, όπως για παράδειγμα του κατακλυσμού που περιγράφεται στο βιβλίο της Γένεσης. Στο πλαίσιο της φυσικής θεολογίας του 17ου αιώνα, ο Θεός αποκαλυπτόταν μέσα από την ομορφιά και την οργάνωση του φυσικού κόσμου.
Μια ανατρεπτική θεώρηση του κόσμου
Στις αρχές του 19ου αιώνα, τέτοιες αλλαγές έγιναν αντικείμενο μελέτης για αρκετούς φυσιοδίφες που προσπαθούσαν να ταξινομήσουν τα είδη. Σήμερα, τα έργα των Τζον Ρέι, Κάρολου Λινναίου και Ζαν Μπατίστ Λαμάρκ θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά για τη διαμόρφωση των δαρβινικών ιδεών. Ο παππούς του Δαρβίνου, Έρασμος Δαρβίνος, διατύπωσε πρώτος την υπόθεση περί μεταλλάξεων των ειδών κατά τη δεκαετία του 1790, αλλά ο Λαμάρκ ανέπτυξε και δημοσίευσε μια περισσότερο αναλυτική θεωρία το 1809.
Ανάλογες αντιλήψεις εξέφρασε και ο φυσιοδίφης Ζωφρουά Σεντ-Ιλέρ (1772-1844), ο οποίος διατύπωσε την άποψη πως τα είδη δεν διαιωνίστηκαν με την ίδια μορφή. Ο Δαρβίνος βασίστηκε σε πλήθος επιστημονικών γνώσεων και παρατηρήσεων της εποχής του, χωρίς τις οποίες θα ήταν μάλλον αδύνατο να συντάξει την «Καταγωγή των Ειδών». Εξίσου σημαντικές ήταν και οι παρατηρήσεις και τα πειράματα που πραγματοποίησε ο ίδιος στα νησιά Κόκος και Γκαλαπάγκος, ενώ η μεγάλη συμβολή του έγκειται στο γεγονός πως κατάφερε να ενοποιήσει με μοναδικό τρόπο τα συμπεράσματα διαφορετικών ερευνών, συνθέτοντας μία τεκμηριωμένη γενική θεωρία για την καταγωγή των ειδών.
Σε νεαρή ηλικία – και κυρίως μετά το θρυλικό πενταετές ταξίδι του με το ερευνητικό πλοίο «Μπηγκλ» – ο Δαρβίνος απέκτησε μεγάλη φήμη στους κύκλους των γεωλόγων και των φυσιοδιφών. Οι μελέτες και οι δημοσιεύσεις του τον ενέταξαν στην ελίτ των επιστημόνων του κλάδου του. Απέκτησε σεβαστό εισόδημα και μεγάλο φόρτο εργασίας, που περιελάμβανε τη συγγραφή και την επίβλεψη της προετοιμασίας των πολλών τόμων της «Ζωολογίας» του.
Ήταν πλέον πεπεισμένος για την ορθότητα της Θεωρίας της Εξέλιξης, αλλά γνώριζε πως και μόνο η ιδέα της μετάλλαξης των ειδών ήταν κάτι σαν βλασφημία για το συντηρητικό κατεστημένο. Με την έκθεση των απόψεών του θα κινδύνευε να καταστρέψει τη φήμη του. Έτσι, διεξήγαγε εκτεταμένα πειράματα με φυτά και συμβουλεύτηκε εκτροφείς ζώων (όπως εκτροφείς περιστεριών και χοίρων) στην προσπάθειά του να παραθέσει ατράνταχτα επιχειρήματα που θα συνόδευαν την παρουσίαση της θεωρίας του στο κοινό.
Το Ποντίκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου