Κώστας Λιανίδης
«ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ», μας λένε οι νεοφιλελεύθεροι.
Εκ πρώτης όψεως μοιάζει με ένα αθώο σύνθημα. «ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ». Το φαινομενικά αθώο αυτό σύνθημα- απαίτηση βέβαια έρχεται ως απάντηση σε ένα ερώτημα πολύ συγκεκριμένο. Το πολύ συγκεκριμένο αυτό ερώτημα είναι το εξής: «MENOYME Ή ΒΓΑΙΝΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ;».
Εδώ έχουμε να κάνουμε σαφέστατα με μια ερώτηση παγίδα καθώς πρόκειται για ένα ερώτημα το οποίο, εκτός απ’ το γεγονός ότι σε καθοδηγεί, σε εξαναγκάζει κιόλας να απαντήσεις με ένα «ναι» ή με ένα «όχι». Και σε εξαναγκάζει να απαντήσεις με ένα «ναι» ή μ’ ένα «όχι» με το «όχι» να βρίσκεται σε απευθείας σύνδεση με εμφυλιοπολεμικές εικόνες, με εικόνες εθνικής απομόνωσης, οικονομικής κατάρρευσης, δελτίων για τρόφιμα κτλ. Με εικόνες οι οποίες προβάλλονται καθημερινά ως τρομοκρατικά αντεπιχειρήματα που έρχονται να καλύψουν τις κραυγές των πολιτών οι οποίοι ασφυκτιούν μέσα σ’ αυτό το ιδιότυπο και απάνθρωπο καθεστώς ευρώ-ομηρίας.
Πέρα όμως από όλα αυτά, το συγκεκριμένο ερώτημα είναι παραπλανητικό για δύο ακόμη λόγους:
Πρώτον, επειδή παρουσιάζει την Ευρώπη ως μια στατική πραγματικότητα, μια αναπόδραστη κατάσταση την οποία πρέπει κανείς να δεχτεί δίχως κριτική σκέψη, δίχως συμμετοχή στις αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο, δίχως καμία αντίρρηση όσον αφορά την αρχιτεκτονική της, τη νομισματική ενοποίηση ή τους υπάρχοντες συσχετισμούς δυνάμεων. Δίχως να αξιολογεί τη δράση και το έργο των θεσμικών οργάνων, να διακρίνει τα αδιέξοδα στις πολιτικές, να προβληματίζεται με το μέλλον βλέποντας τις συνθήκες εκβιασμού υπό τις οποίες κλείνονται οι «συμφωνίες». Δίχως να οργίζεται για την αντιμετώπιση των χωρών της περιφέρειας από έναν απολυταρχικό πυρήνα που επιβάλλει πολιτικές λιτότητας έξω από κάθε λογική και μέτρο. Καλείται δηλαδή κάποιος να αποδεχτεί μια ολοκληρωτική, ηγεμονική Ευρώπη με τη Γερμανία σε ρόλο δικτάτορα, παρά μια ένωση ισότιμων μελών που συναποφασίζουν για την κοινή τους πορεία με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, τη διαφάνεια, την ισότητα και τη Δημοκρατία. Φυσικά αυτό έρχεται σε αντίθεση με το ίδιο το Ευρωπαϊκό Ιδεώδες αλλά κάτι τέτοιο δεν απασχολεί ιδιαίτερα τους Ευρωπαϊστές Νεοφιλελεύθερους.
Δεύτερον, το σύνθημα «ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ» είναι παραπλανητικό διότι αποσυνδέει αυτή την Ευρώπη στην οποία «μένουμε» από το κόστος αυτής της «παραμονής». Όταν οι νεοφιλελεύθεροι μας λένε «ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ», ουσιαστικά εννοούν «ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ ΚΟΣΤΟΥΣ».
Πως μπορεί όμως να τεθεί ένα τέτοιο αίτημα δίχως να λάβει κανείς υπόψη αυτόν τον παράγοντα; Δηλαδή όταν το χρέος έχει πάει από το 120% στο 185% του ΑΕΠ, όταν το ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί κατά 25%, όταν η ανεργία έχει εκτοξευτεί στο 27% και την ώρα που η «Ευρώπη», έξω από κάθε λογική, εξακολουθεί να θέτει όρους που όχι απλά δεν επιλύουν αλλά διογκώνουν το πρόβλημα, προκαλώντας παράλληλα ανυπολόγιστη κοινωνική καταστροφή;
Φυσικά οι νεοφιλελεύθεροι δεν πολυενδιαφέρονται για όλα αυτά κυρίως επειδή έχουν έναν κρυφό λόγο για να αποσυνδέουν το κόστος: Πρόκειται για κόστος το οποίο -κατά βάση- επωμίζονται άλλοι. Δύσκολα θα συναντήσει κανείς στις τάξεις των «ευρωπαϊστών» της «κοινής λογικής» ανθρώπους τσακισμένους από την κρίση και τα μέτρα λιτότητας.
Αν ενώσει λοιπόν κανείς όλα τα κομμάτια του παζλ, το αίτημα των νεοφιλελεύθερων «ευρωπαϊστών», μετατρέπεται σε κάτι που μοιάζει με το εξής: «ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ ΚΟΣΤΟΥΣ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΤΟ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΑΛΛΟΙ». Όποιος θεωρεί αυτό τον ισχυρισμό υπερβολικό δεν έχει παρά να ανατρέξει στη σχετική έρευνα του WSI (Institute of Economic and Social Research) του Γερμανικού ιδρύματος Hans-Böckler για να διαπιστώσει από μόνος του ποιες κοινωνικές ομάδες και ποια εισοδήματα χτυπήθηκαν περισσότερο από τα μέτρα που ήρθαν πακέτο με την «ευρωδιάσωση».
Από κει και πέρα είναι σαφές για ποιους λόγους οι νεοφιλελεύθεροι «ευρωπαϊστές» επιθυμούν διακαώς την παραμονή στην Ευρωζώνη με κάθε κόστος (πληρωμένο από άλλους).
Πρώτον επειδή οι κρίσεις χρέους είναι το καλύτερο όχημα για την προώθηση νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων» που θα μειώνουν τις κρατικές δαπάνες και θα ελαχιστοποιούν το εργοδοτικό κόστος. Είναι δηλαδή η τέλεια ευκαιρία νεκρανάστασης της ιδεολογίας τους εδώ αλλά και παντού.
Δεύτερον, επειδή η ίδια η Ευρωζώνη με οδηγό τη Γερμανία προωθεί αυτές τις πολιτικές, με τη συνδρομή φυσικά θεσμικών οργάνων όπως η ΕΚΤ (που απειλούν κράτη με οικονομικό στραγγαλισμό αν δεν αποδεχθούν τις «συμφωνίες») ή υπερεθνικών οργανισμών όπως το ΔΝΤ οι οποίοι –έξω από κάθε δημοκρατική νομιμοποίηση και αξιολόγηση- προωθούν μια συγκεκριμένη one size fits all νεοφιλελεύθερη ατζέντα που αποβλέπει σε αυτά ακριβώς τα οποία επιθυμούν οι ίδιοι οι νεοφιλελεύθεροι «ευρωπαϊστές». Δηλαδή στην ολοσχερή καταστροφή του κοινωνικού κράτους και την προώθηση ενός κοινωνικού και οικονομικού Δαρβινισμού όπου το κράτος θα παρεμβαίνει μονάχα για να διασφαλίζει τα συμφέροντα του κεφαλαίου, όπου θα κυριαρχεί η δομική βία της ανεργίας, όπου τα λαϊκά στρώματα και οι δυνάμεις της εργασίας θα τσακίζονται καθημερινά από φόρους, χαράτσια και δαπάνες κι όπου ο δημοκρατικός διάλογος και διακυβέρνηση θα έχουν υποκατασταθεί από την άνευ όρων συμμόρφωση με τις επιταγές μιας «πεφωτισμένης ελίτ» η οποία θα λαμβάνει τις αποφάσεις τις οποίες δεν είναι αρκετά ώριμη να πάρει η ανορθολογική μάζα.
Αντί λοιπόν να πέσει κανείς στην παγίδα των νεοφιλελεύθερων οι οποίοι, κρίνοντας εξ ιδίων συμφερόντων, θέτουν συγκεκριμένα ερωτήματα, δομημένα πάνω σε συγκεκριμένους μανιχαϊσμούς, ίσως θα έπρεπε να αλλάξει τη φύση των ερωτημάτων, να τα βγάλει από αδιέξοδες και πονηρές λογικές άσπρου-μαύρου και να ρωτήσει τον εαυτό του «Σε τι Ευρώπη θα θέλαμε να ζούμε;» ή -ακόμη καλύτερα- «Σε τι κοινωνία θα θέλαμε να ζούμε και αν η Ευρώπη όπως λειτουργεί σήμερα μας βοηθάει στην παραγωγή των συνθηκών εκείνων που θα μας έφερναν πιο κοντά σε αυτή».
Όταν κάποιος θέσει αυτά τα ερωτήματα, τότε αυτομάτως το αίτημα για παραμονή στην Ευρώπη μετατρέπεται σε κάτι άλλο, κάτι απ’ το οποίο οι οπαδοί του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού μας είχαν αποκλείσει εξαρχής. Γίνεται αυτομάτως «MENOYME ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΥΡΩΠΗ».
Και είναι σίγουρο ότι θα μείνουμε σε μια «άλλη Ευρώπη» αργά ή γρήγορα, είτε το θέλουν οι νεοφιλελεύθεροι, είτε όχι. Θα πρόκειται είτε για μία δημοκρατική Ευρώπη, φορέα ελπίδας και προόδου, με το όραμα της συνύπαρξης κάτω από μία κοινή ταυτότητα να μας οδηγεί, είτε για μια Ευρώπη που δε θα υπάρχει.
Στην περίπτωση που συμβεί το δεύτερο, οι «ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ» θα είναι οι βασικοί υπαίτιοι.
Νόστιμον Ήμαρ.
«ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ», μας λένε οι νεοφιλελεύθεροι.
Εκ πρώτης όψεως μοιάζει με ένα αθώο σύνθημα. «ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ». Το φαινομενικά αθώο αυτό σύνθημα- απαίτηση βέβαια έρχεται ως απάντηση σε ένα ερώτημα πολύ συγκεκριμένο. Το πολύ συγκεκριμένο αυτό ερώτημα είναι το εξής: «MENOYME Ή ΒΓΑΙΝΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ;».
Εδώ έχουμε να κάνουμε σαφέστατα με μια ερώτηση παγίδα καθώς πρόκειται για ένα ερώτημα το οποίο, εκτός απ’ το γεγονός ότι σε καθοδηγεί, σε εξαναγκάζει κιόλας να απαντήσεις με ένα «ναι» ή με ένα «όχι». Και σε εξαναγκάζει να απαντήσεις με ένα «ναι» ή μ’ ένα «όχι» με το «όχι» να βρίσκεται σε απευθείας σύνδεση με εμφυλιοπολεμικές εικόνες, με εικόνες εθνικής απομόνωσης, οικονομικής κατάρρευσης, δελτίων για τρόφιμα κτλ. Με εικόνες οι οποίες προβάλλονται καθημερινά ως τρομοκρατικά αντεπιχειρήματα που έρχονται να καλύψουν τις κραυγές των πολιτών οι οποίοι ασφυκτιούν μέσα σ’ αυτό το ιδιότυπο και απάνθρωπο καθεστώς ευρώ-ομηρίας.
Πέρα όμως από όλα αυτά, το συγκεκριμένο ερώτημα είναι παραπλανητικό για δύο ακόμη λόγους:
Πρώτον, επειδή παρουσιάζει την Ευρώπη ως μια στατική πραγματικότητα, μια αναπόδραστη κατάσταση την οποία πρέπει κανείς να δεχτεί δίχως κριτική σκέψη, δίχως συμμετοχή στις αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο, δίχως καμία αντίρρηση όσον αφορά την αρχιτεκτονική της, τη νομισματική ενοποίηση ή τους υπάρχοντες συσχετισμούς δυνάμεων. Δίχως να αξιολογεί τη δράση και το έργο των θεσμικών οργάνων, να διακρίνει τα αδιέξοδα στις πολιτικές, να προβληματίζεται με το μέλλον βλέποντας τις συνθήκες εκβιασμού υπό τις οποίες κλείνονται οι «συμφωνίες». Δίχως να οργίζεται για την αντιμετώπιση των χωρών της περιφέρειας από έναν απολυταρχικό πυρήνα που επιβάλλει πολιτικές λιτότητας έξω από κάθε λογική και μέτρο. Καλείται δηλαδή κάποιος να αποδεχτεί μια ολοκληρωτική, ηγεμονική Ευρώπη με τη Γερμανία σε ρόλο δικτάτορα, παρά μια ένωση ισότιμων μελών που συναποφασίζουν για την κοινή τους πορεία με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, τη διαφάνεια, την ισότητα και τη Δημοκρατία. Φυσικά αυτό έρχεται σε αντίθεση με το ίδιο το Ευρωπαϊκό Ιδεώδες αλλά κάτι τέτοιο δεν απασχολεί ιδιαίτερα τους Ευρωπαϊστές Νεοφιλελεύθερους.
Δεύτερον, το σύνθημα «ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ» είναι παραπλανητικό διότι αποσυνδέει αυτή την Ευρώπη στην οποία «μένουμε» από το κόστος αυτής της «παραμονής». Όταν οι νεοφιλελεύθεροι μας λένε «ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ», ουσιαστικά εννοούν «ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ ΚΟΣΤΟΥΣ».
Πως μπορεί όμως να τεθεί ένα τέτοιο αίτημα δίχως να λάβει κανείς υπόψη αυτόν τον παράγοντα; Δηλαδή όταν το χρέος έχει πάει από το 120% στο 185% του ΑΕΠ, όταν το ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί κατά 25%, όταν η ανεργία έχει εκτοξευτεί στο 27% και την ώρα που η «Ευρώπη», έξω από κάθε λογική, εξακολουθεί να θέτει όρους που όχι απλά δεν επιλύουν αλλά διογκώνουν το πρόβλημα, προκαλώντας παράλληλα ανυπολόγιστη κοινωνική καταστροφή;
Φυσικά οι νεοφιλελεύθεροι δεν πολυενδιαφέρονται για όλα αυτά κυρίως επειδή έχουν έναν κρυφό λόγο για να αποσυνδέουν το κόστος: Πρόκειται για κόστος το οποίο -κατά βάση- επωμίζονται άλλοι. Δύσκολα θα συναντήσει κανείς στις τάξεις των «ευρωπαϊστών» της «κοινής λογικής» ανθρώπους τσακισμένους από την κρίση και τα μέτρα λιτότητας.
Αν ενώσει λοιπόν κανείς όλα τα κομμάτια του παζλ, το αίτημα των νεοφιλελεύθερων «ευρωπαϊστών», μετατρέπεται σε κάτι που μοιάζει με το εξής: «ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ ΚΟΣΤΟΥΣ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΤΟ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΑΛΛΟΙ». Όποιος θεωρεί αυτό τον ισχυρισμό υπερβολικό δεν έχει παρά να ανατρέξει στη σχετική έρευνα του WSI (Institute of Economic and Social Research) του Γερμανικού ιδρύματος Hans-Böckler για να διαπιστώσει από μόνος του ποιες κοινωνικές ομάδες και ποια εισοδήματα χτυπήθηκαν περισσότερο από τα μέτρα που ήρθαν πακέτο με την «ευρωδιάσωση».
Από κει και πέρα είναι σαφές για ποιους λόγους οι νεοφιλελεύθεροι «ευρωπαϊστές» επιθυμούν διακαώς την παραμονή στην Ευρωζώνη με κάθε κόστος (πληρωμένο από άλλους).
Πρώτον επειδή οι κρίσεις χρέους είναι το καλύτερο όχημα για την προώθηση νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων» που θα μειώνουν τις κρατικές δαπάνες και θα ελαχιστοποιούν το εργοδοτικό κόστος. Είναι δηλαδή η τέλεια ευκαιρία νεκρανάστασης της ιδεολογίας τους εδώ αλλά και παντού.
Δεύτερον, επειδή η ίδια η Ευρωζώνη με οδηγό τη Γερμανία προωθεί αυτές τις πολιτικές, με τη συνδρομή φυσικά θεσμικών οργάνων όπως η ΕΚΤ (που απειλούν κράτη με οικονομικό στραγγαλισμό αν δεν αποδεχθούν τις «συμφωνίες») ή υπερεθνικών οργανισμών όπως το ΔΝΤ οι οποίοι –έξω από κάθε δημοκρατική νομιμοποίηση και αξιολόγηση- προωθούν μια συγκεκριμένη one size fits all νεοφιλελεύθερη ατζέντα που αποβλέπει σε αυτά ακριβώς τα οποία επιθυμούν οι ίδιοι οι νεοφιλελεύθεροι «ευρωπαϊστές». Δηλαδή στην ολοσχερή καταστροφή του κοινωνικού κράτους και την προώθηση ενός κοινωνικού και οικονομικού Δαρβινισμού όπου το κράτος θα παρεμβαίνει μονάχα για να διασφαλίζει τα συμφέροντα του κεφαλαίου, όπου θα κυριαρχεί η δομική βία της ανεργίας, όπου τα λαϊκά στρώματα και οι δυνάμεις της εργασίας θα τσακίζονται καθημερινά από φόρους, χαράτσια και δαπάνες κι όπου ο δημοκρατικός διάλογος και διακυβέρνηση θα έχουν υποκατασταθεί από την άνευ όρων συμμόρφωση με τις επιταγές μιας «πεφωτισμένης ελίτ» η οποία θα λαμβάνει τις αποφάσεις τις οποίες δεν είναι αρκετά ώριμη να πάρει η ανορθολογική μάζα.
Αντί λοιπόν να πέσει κανείς στην παγίδα των νεοφιλελεύθερων οι οποίοι, κρίνοντας εξ ιδίων συμφερόντων, θέτουν συγκεκριμένα ερωτήματα, δομημένα πάνω σε συγκεκριμένους μανιχαϊσμούς, ίσως θα έπρεπε να αλλάξει τη φύση των ερωτημάτων, να τα βγάλει από αδιέξοδες και πονηρές λογικές άσπρου-μαύρου και να ρωτήσει τον εαυτό του «Σε τι Ευρώπη θα θέλαμε να ζούμε;» ή -ακόμη καλύτερα- «Σε τι κοινωνία θα θέλαμε να ζούμε και αν η Ευρώπη όπως λειτουργεί σήμερα μας βοηθάει στην παραγωγή των συνθηκών εκείνων που θα μας έφερναν πιο κοντά σε αυτή».
Όταν κάποιος θέσει αυτά τα ερωτήματα, τότε αυτομάτως το αίτημα για παραμονή στην Ευρώπη μετατρέπεται σε κάτι άλλο, κάτι απ’ το οποίο οι οπαδοί του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού μας είχαν αποκλείσει εξαρχής. Γίνεται αυτομάτως «MENOYME ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΥΡΩΠΗ».
Και είναι σίγουρο ότι θα μείνουμε σε μια «άλλη Ευρώπη» αργά ή γρήγορα, είτε το θέλουν οι νεοφιλελεύθεροι, είτε όχι. Θα πρόκειται είτε για μία δημοκρατική Ευρώπη, φορέα ελπίδας και προόδου, με το όραμα της συνύπαρξης κάτω από μία κοινή ταυτότητα να μας οδηγεί, είτε για μια Ευρώπη που δε θα υπάρχει.
Στην περίπτωση που συμβεί το δεύτερο, οι «ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ» θα είναι οι βασικοί υπαίτιοι.
Νόστιμον Ήμαρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου