Του Νίκου Αραπάκη
-Εσείς ειδοποιήσατε;
Η Βασιλική σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το νεαρό αστυνομικό. Έμεινε για λίγο ακίνητη κι ύστερα ψέλλισε ένα «ναι». Ο αστυνομικός σημείωσε κάτι στο μπλοκ που κρατούσε στα χέρια του και ρώτησε ξανά.
-Είσαστε συγγενείς;
Η Βασιλική αυτή τη φορά δεν αντέδρασε. Σαν να μην άκουσε. Πώς να του εξηγήσει; Τι θα πει συγγενής; Η δικιά τους η σχέση ήταν πάνω από συγγένειες, δεσμούς αίματος και διάφορα τέτοια. Κι ας ήταν μόνο γείτονες.
Απ’ το στόμα της βγήκε ένα ξεψυχισμένο «όχι».
Ο αστυνομικός, μολονότι αντιλήφθηκε τη δυσφορία της, συνέχισε να ρωτά. Η Βασιλική απαντούσε με κόπο και μονολεκτικά. Μαρτύριο της φαίνονταν οι ερωτήσεις του. Όχι ότι την έφερναν σε δύσκολη θέση, αλλά τούτη την ώρα ήθελε να είναι μόνη της. Μόνοι τους, για την ακρίβεια. Αυτή κι ο Παντελής. Να καθίσει πλάι του στο κρεβάτι, να πουν τα δικά τους. Όπως έκαναν χρόνια και χρόνια.
Παρακάλεσε τον αστυνομικό να σταματήσει για λίγο τις ερωτήσεις και κάθισε πλάι του· όπως τον άφησε την προηγούμενη νύχτα. Μόνο που τότε ανάσαινε ακόμη… Άπλωσε το χέρι και τον χάιδεψε στο μέτωπο: «αδικία, Παντελή», ψέλλισε, ενώ από τα μάτια της κυλούσαν δάκρυα. «Μ’ άφησες μόνη καταμεσής μιας χώρας άγνωστης. Πού ξέρω εγώ από Αργεντινές; Πού θα πάω τώρα; Τι θα κάνω;».
Με την άκρη του ματιού της διέκρινε τον νεαρό αστυνομικό να την κοιτάζει. Ντράπηκε. Δεν ήθελε να την περάσει για σαλή. Πώς να του εξηγήσει πως χθες το βράδυ είχαν ξεκινήσει ένα ταξίδι στην Αργεντινή; Όχι, δεν θα καταλάβαινε. Όπως δεν θα καταλάβαινε κανείς.
Έκλεισε τα μάτια κι έφερε στο νου της τη χθεσινή τους συνάντηση. Καθισμένοι στο τραπέζι, αντικριστά. Μπροστά τους δυο μικρά ποτήρια, μια καράφα με κόκκινο κρασί, ένα πιάτο με ντομάτα, τυρί και λουκάνικο. Κι ένα πιρούνι βαλμένο στη μέση· τη μια το έπαιρνε ο Παντελής την άλλη η Βασιλική. Ο Παντελής είχε κέφια. Κέφια και μια ζωντάνια πρωτόγνωρη. Για πότε πέρασαν το Μπουένος Άιρες και κατέληξαν στα υψίπεδα του Γκραν Τσάκο δεν κατάλαβε. Βιαζόταν ο Παντελής. Του έλεγε να κάνει λίγο κράτει, να προλάβει να δει και κάτι. Τίποτα αυτός, βιαζόταν να της δείξει την Παταγονία. «Πεδιάδες και γελάδες έχουμε κι εμείς», της έλεγε και χαμογελούσε πλατιά. Όχι, δεν τις έλεγε πεδιάδες, κάπως αλλιώς τις είπε… Α, ναι, Πάμπας, έτσι τις λένε τις πεδιάδες στην Αργεντινή.
Δέκα χρόνια μπαρκαρισμένος ο Παντελής πρόλαβε και γύρισε όλο τον κόσμο. Αμερική, Ιαπωνία, Αυστραλία, Αφρική. Ελάχιστα τα μέρη που δεν πήγε. Κι είχε μια μνήμη φωτογραφική. Τις περιέγραφε τις γκέισες με τέτοια λεπτομέρεια που η Βασιλική νόμιζε ότι τις έχει μπροστά του και τις βλέπει. Έτσι το μαλλί, τέτοιο χρώμα το κιμονό, από το τάδε ξύλο φτιαγμένα τα παπούτσια τους. Η μεγάλη του αδυναμία όμως ήταν οι αραπάδες –έτσι τους έλεγε. «Θεριό, Βασιλική. Δυο μέτρα μπόι και τα μπράτσα του τρεις φορές τα δικά μου. Και να ‘ταν μόνο αυτό… Απ’ τη μέση και πάνω θεριό, απ’ τη μέση και κάτω θαύμα της φύσης», κι έβαζε τα γέλια που η Βασιλική ντρεπόταν και κατέβαζε το κεφάλι.
Όχι, δεν ήταν αθυρόστομος. Ανθρωπάκι του θεού. Ήσυχος, ευγενής, μια ζωή να περνάει απαρατήρητος. Τέτοια ήταν η φτιάξη του. Όχι τώρα, ανέκαθεν. Και έντιμος μέχρι αηδίας. Δίφραγκο να έβρισκε στο δρόμο, αντί να το βάλει στην τσέπη έψαχνε να βρει ποιος το έχει χάσει. Πολλοί, βέβαια, τον χαρακτήριζαν μονόχνωτο και αντικοινωνικό. Τον αδικούσαν. Του άρεσε η παρέα, αλλά ήταν εκλεκτικός, δεν ταίριαζε με όλους. Καλημέρα έλεγε με πολλούς, με κάποιους έλεγε και κάτι παραπάνω. Αλλά πραγματικό φίλο είχε μόνο τον Θανάση, το μακαρίτη τον άντρα της. Αυτός τον έβαλε στην ιχθυόσκαλα. Τότε που ξεμπαρκάρισε για τα μάτια της προκομμένης. Κι αυτό δεν το ξέχασε ποτέ του. Κι ο Θανάσης, που ήταν πλακατζής από τα γεννοφάσκια του, όλο τον πείραζε: «ρε Παντελή, και διευθυντή σε τράπεζα να σε είχα διορίσει τέτοια υποχρέωση δεν θα μου είχες».
Ο Παντελής δεν άλλαζε γνώμη. Ό,τι κι αν του ’λεγε ο Θανάσης, αισθανόταν απέραντα υποχρεωμένος. Όχι γιατί του βρήκε την καλύτερη δουλειά του κόσμου, αλλά γιατί τον βόηθησε να σταθεί στα πόδια του. Εκείνη ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής του. Άφραγκος και μόνος, να παλεύει με τη συνείδησή του, να ψάχνει να βρει πού έφταιξε και τον εγκατέλειψε. Ώρες, μέρες, χρόνια να σκέφτεται τα ίδια και τα ίδια. Κι όλο να καταλήγει στο συμπέρασμα πως αν είχε κάνει το ένα ή το άλλο, δεν θα την είχε χάσει. Χίλιες φορές του εξήγησαν τόσο ο Θανάσης όσο και η Βασιλική ότι δεν ήταν δικό του το φταίξιμο. Στάθηκε άτυχος στην επιλογή. Η γυναίκα αυτή δεν ήταν για σπίτι.
Δεν κατάφεραν ποτέ να τον πείσουν. Ήταν βέβαιη γι’ αυτό η Βασιλική. Κι ας ισχυριζόταν το αντίθετο. Κατά βάθος, την ευθύνη του χωρισμού την είχε χρεώσει στον εαυτό του. Κι αυτό τη φούρκιζε τη Βασιλική. Δεν φτάνει που του έφαγε μέχρι και την τελευταία πεντάρα, που τον εγκατέλειψε χωρίς να του πει το παραμικρό, τον είχε φορτώσει και με ενοχές. Άτιμη γυναίκα. Για τα λούσα και το χρήμα πουλούσε την ψυχή της στο διάβολο. Απ’ την άλλη, τον καταλάβαινε όμως. Ωραία γυναίκα. Πειρασμός για όλους τους άντρες. Κορμί λαμπάδα, μέση δαχτυλίδι κι ένα βυζί πέτρα. Και το χειρότερο ήταν που το γνώριζε. Όλο σκέρτσο και νάζι, δεν υπήρχε σερνικό που να μην το είχε κολάσει. Λίγο πριν τα χωρίσματα δε, αν έβλεπε κανέναν παραλή, έτοιμη ήταν να κατεβάσει το βρακί.
«Πουτάνα με τα όλα της, Θε μου, σχώραμε», μουρμούρισε η Βασιλική και σταυροκοπήθηκε.
-Υπάρχει συγγενής για να ειδοποιήσουμε; Την έβγαλε από τις σκέψεις της ο αστυνομικός.
-Υπάρχει μια ανιψιά, αλλά δεν είχαν επαφές. Ένα τηλέφωνο το χρόνο κι αν…
Του έδωσε τον αριθμό κι έμεινε να κοιτάζει το λαχείο που ήταν ακουμπημένο στο κομοδίνο. Το πήρε στα χέρια της κι έμεινε να το εξετάζει: «Λαϊκό λαχείο, 12η κλήρωση, αριθμός… σειρά…».
Το γύρισε από την άλλη πλευρά όπου με μεγάλα, κεφαλαία γράμματα ήταν γραμμένη η λέξη «ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ». Μεμιάς την πήραν πάλι τα κλάματα. Τούτο ήταν το πρώτο ταξίδι τους που έμεινε στη μέση. Και το τελευταίο τους. Χωρίς αυτόν δεν ήθελε να ταξιδέψει ξανά.
Έφερε το λαχείο στο στήθος της κι έκλεισε τα μάτια της. Πάσχισε να φέρει στο νου της τα όσα της περιέγραφε χθες το βράδυ. Τίποτα, κενό, λες και κάτι διέγραψε από τη μνήμη της τα πάντα: τη φωνή του, τις κινήσεις των χεριών του, τις γκριμάτσες του κάθε που εκστασιαζόταν ή προβληματιζόταν από αυτά που συναντούσαν. Άδειο το μυαλό της, τόσες αναμνήσεις, τόσα ταξίδια, τόσα ευχάριστα συναισθήματα είχαν εξαφανιστεί. Ένα μαύρο πέπλο τα είχε αντικαταστήσει όλα.
Έπιασε το δεξί του χέρι, αυτό που βρισκόταν έξω από τα σκεπάσματα. Παγωμένο. Τι κρίμα, τόσα χρόνια, που ήταν ζεστό, δεν κατάφερε να το πιάσει παρά ελάχιστες φορές. Μόνο στην κηδεία τού Θανάση τον θυμάται να της κρατάει το χέρι. Κι αυτό όταν έμειναν μόνοι τους, στο σπίτι· δεν ήθελε, της είπε μετά από μέρες, να δίνουν λαβή για σχόλια. Αυτό τους έφαγε, ο κόσμος, τι θα πει ο κόσμος. Και για να μην πει ο κόσμος, καταδίκασαν τους εαυτούς τους σ’ αυτό το αέναο μαρτύριο: να αγαπιούνται, να θέλουν ο ένας τον άλλον σαν τρελοί, αλλά να μην τολμούν να το ομολογήσουν. Η ίδια δεν άντεξε κάποιες φορές και του το είπε. Του είπε ότι τον θέλει, τον αγαπά. Είδε που τον έφερνε σε δύσκολη θέση και σταμάτησε. Ντρεπόταν, αλλά τα συναισθήματά της δεν άλλαξαν στιγμή. Σαράντα χρόνια τον γνώριζε, τα μισά και βάλε τον αγαπούσε σαν τρελή. Κι αυτός την αγαπούσε. Ένα βράδυ, που τα έπιναν οι δυο τους κι έκαναν ένα από τα συνηθισμένα ταξίδια τους, της το είπε στα ίσια. Τη θέλει, τη σκέφτεται συνεχώς, στον ύπνο και στον ξύπνο. Αλλά ο Θανάσης δεν ήταν φίλος του, ήταν αδερφός· ατιμία να του πάρει τη γυναίκα.
Από τη μια, επειδή νόμιζε ότι ποτέ δεν ξεπέρασε το χωρισμό με τη λεγάμενη, χάρηκε. Από την άλλη όμως, κατάλαβε ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Πέντε χρόνια πεθαμένος ο Θανάσης όταν της το είπε.
Στην αρχή το πάλεψε, προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει ότι ο Θανάσης έφυγε για πάντα. Κι είναι λάθος να καταστρέψουν τις ζωές τους γιατί θα προσβληθεί ο μακαρίτης. Τίποτα ο Παντελής, ανένδοτος. Τον είδε στον ύπνο του, της είπε. Κι ήταν αγριεμένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο καλύτερος φίλος του θα έκανε τέτοια ατιμία και θα του έπαιρνε τη γυναίκα.
Τα παράτησε. Δεν είχε νόημα. Ο Παντελής, όσο περνούσαν τα χρόνια, έμαθε να ζει περισσότερο με τη φαντασία. Ό,τι γινόταν μέσα στο κεφάλι του είχε μεγαλύτερη σημασία απ’ αυτά που συνέβαιναν στην πραγματική ζωή. Τον ακολούθησε κι αυτή. Έμαθε να τρώει φακές και να νομίζει ότι τρώει κρέας, να κάνει κρύο και να ζεσταίνεται, να κάθεται στην πλαστική καρέκλα της αυλής και να νομίζει ότι, αντί για το απέναντι χαμόσπιτο, βλέπει τον ινδικό ωκεανό.
Μόνο που το σώμα της δεν κατάφερε ποτέ να το τιθασεύσει. Ακόμη και τώρα, που πάτησε τα εβδομήντα, τη βασανίζει. Κοιμάται κι ονειρεύεται τα χέρια του να τη χαϊδεύουν, να τη φιλάει στο λαιμό και να της μένει η κοκκινίλα από το μουστάκι του, να νιώθει την πικρίλα του τσιγάρου στην ανάσα του. Τόσα χρόνια και δεν κατάφερε να πείσει το κορμί της να μην τον σκέφτεται. Κι ανάθεμα αν θα τα καταφέρει ποτέ…
-Συγγνώμη, αλλά ήρθε το ασθενοφόρο. Θα πρέπει να τον πάρουν, την έβγαλε πάλι από τις σκέψεις της ο νεαρός αστυνομικός.
Σηκώθηκε, σκούπισε τα μάτια της κι άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου. Έμεινε για λίγο ακίνητη κοιτώντας το, κι ύστερα με μια απότομη κίνηση το έβγαλε έξω και το άδειασε επάνω στο τραπέζι, γεμίζοντάς το με εκατοντάδες λαχεία.
-Αυτά θα τα πάρω, έκανε αποφασισμένη.
-Με φέρνετε σε δύσκολη θέση, απάντησε ο αστυνομικός. Το σπίτι πρέπει να σφραγιστεί και τα αντικείμενα…
Τον διέκοψε απότομα, πιάνοντας μια χούφτα με λαχεία και φέρνοντάς τα πλάι στο πρόσωπό του.
-Λαχεία είναι, αγόρι μου. Παλιά λαχεία. Δεν έχουν καμία αξία. Για τους άλλους, για μένα, όμως, έχουν τεράστια. Είναι η κοινή μας ζωή, όλα όσα ζήσαμε είναι γραμμένα πάνω τους, κι αφού γύρισε μερικά λαχεία από την ανάποδη του τα έδειξε.
Ο αστυνομικός έδειξε έκπληκτος. Πίσω από κάθε λαχείο ήταν γραμμένη μια χώρα: Καναδάς, Κίνα, Ρωσία, Νότιος Αφρική… Η Βασιλική θέλησε να του εξηγήσει:
-Όλοι παίζουν λαχεία για να κερδίσουν. Εμείς τα παίζαμε για να ταξιδεύουμε. Ποτέ δεν είδαμε αν κερδίζουν. Ή μάλλον όχι, στην αρχή κοιτούσα. Εγώ, ο Παντελής δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ. Τ’ αγόραζε, έγραφε πίσω τους έναν προορισμό, και το βράδυ που βρισκόμασταν με ταξίδευε εκεί. Δεν περίμενε να κερδίσει. Όλα τα λαχεία ήταν κερδισμένα… Κάθε λαχείο και ένα ταξίδι, ένα λούσο, μια απόδραση από τα στενάχωρα και ανθρώπινα. Μια σταλιά τούτος ο τόπος, πώς να χωρέσει δυο ανθρώπους π’ αγαπιούνται;
Ενώ ο νεαρός αστυνομικός την κοιτούσε αποσβολωμένος, η Βασιλική μάζεψε τα λαχεία προσεκτικά, τα έβαλε σε μια νάιλον σακούλα και βγήκε έξω.
Κοίταξε για μια στιγμή τους τραυματιοφορείς, που προσπαθούσαν να φορτώσουν το πτώμα στο ασθενοφόρο, και χώθηκε στο σπίτι της. Αφού καινούργια ταξίδια δεν προβλέπονταν, θα προσπαθούσε να θυμηθεί κάποιο από τα πολλά παλιά. Κι αν τώρα η μνήμη της είναι θολωμένη από την απώλεια, θα τα καταφέρει αργότερα. Κι αν όχι, αν χωρίς αυτόν δεν μπορεί να ταξιδέψει, θα το κάνει όταν τον ανταμώσει ξανά. Γιατί ’ταν σίγουρη πως σύντομα θα βρίσκονταν πάλι μαζί…
-Εσείς ειδοποιήσατε;
Η Βασιλική σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το νεαρό αστυνομικό. Έμεινε για λίγο ακίνητη κι ύστερα ψέλλισε ένα «ναι». Ο αστυνομικός σημείωσε κάτι στο μπλοκ που κρατούσε στα χέρια του και ρώτησε ξανά.
-Είσαστε συγγενείς;
Η Βασιλική αυτή τη φορά δεν αντέδρασε. Σαν να μην άκουσε. Πώς να του εξηγήσει; Τι θα πει συγγενής; Η δικιά τους η σχέση ήταν πάνω από συγγένειες, δεσμούς αίματος και διάφορα τέτοια. Κι ας ήταν μόνο γείτονες.
Απ’ το στόμα της βγήκε ένα ξεψυχισμένο «όχι».
Ο αστυνομικός, μολονότι αντιλήφθηκε τη δυσφορία της, συνέχισε να ρωτά. Η Βασιλική απαντούσε με κόπο και μονολεκτικά. Μαρτύριο της φαίνονταν οι ερωτήσεις του. Όχι ότι την έφερναν σε δύσκολη θέση, αλλά τούτη την ώρα ήθελε να είναι μόνη της. Μόνοι τους, για την ακρίβεια. Αυτή κι ο Παντελής. Να καθίσει πλάι του στο κρεβάτι, να πουν τα δικά τους. Όπως έκαναν χρόνια και χρόνια.
Παρακάλεσε τον αστυνομικό να σταματήσει για λίγο τις ερωτήσεις και κάθισε πλάι του· όπως τον άφησε την προηγούμενη νύχτα. Μόνο που τότε ανάσαινε ακόμη… Άπλωσε το χέρι και τον χάιδεψε στο μέτωπο: «αδικία, Παντελή», ψέλλισε, ενώ από τα μάτια της κυλούσαν δάκρυα. «Μ’ άφησες μόνη καταμεσής μιας χώρας άγνωστης. Πού ξέρω εγώ από Αργεντινές; Πού θα πάω τώρα; Τι θα κάνω;».
Με την άκρη του ματιού της διέκρινε τον νεαρό αστυνομικό να την κοιτάζει. Ντράπηκε. Δεν ήθελε να την περάσει για σαλή. Πώς να του εξηγήσει πως χθες το βράδυ είχαν ξεκινήσει ένα ταξίδι στην Αργεντινή; Όχι, δεν θα καταλάβαινε. Όπως δεν θα καταλάβαινε κανείς.
Έκλεισε τα μάτια κι έφερε στο νου της τη χθεσινή τους συνάντηση. Καθισμένοι στο τραπέζι, αντικριστά. Μπροστά τους δυο μικρά ποτήρια, μια καράφα με κόκκινο κρασί, ένα πιάτο με ντομάτα, τυρί και λουκάνικο. Κι ένα πιρούνι βαλμένο στη μέση· τη μια το έπαιρνε ο Παντελής την άλλη η Βασιλική. Ο Παντελής είχε κέφια. Κέφια και μια ζωντάνια πρωτόγνωρη. Για πότε πέρασαν το Μπουένος Άιρες και κατέληξαν στα υψίπεδα του Γκραν Τσάκο δεν κατάλαβε. Βιαζόταν ο Παντελής. Του έλεγε να κάνει λίγο κράτει, να προλάβει να δει και κάτι. Τίποτα αυτός, βιαζόταν να της δείξει την Παταγονία. «Πεδιάδες και γελάδες έχουμε κι εμείς», της έλεγε και χαμογελούσε πλατιά. Όχι, δεν τις έλεγε πεδιάδες, κάπως αλλιώς τις είπε… Α, ναι, Πάμπας, έτσι τις λένε τις πεδιάδες στην Αργεντινή.
Δέκα χρόνια μπαρκαρισμένος ο Παντελής πρόλαβε και γύρισε όλο τον κόσμο. Αμερική, Ιαπωνία, Αυστραλία, Αφρική. Ελάχιστα τα μέρη που δεν πήγε. Κι είχε μια μνήμη φωτογραφική. Τις περιέγραφε τις γκέισες με τέτοια λεπτομέρεια που η Βασιλική νόμιζε ότι τις έχει μπροστά του και τις βλέπει. Έτσι το μαλλί, τέτοιο χρώμα το κιμονό, από το τάδε ξύλο φτιαγμένα τα παπούτσια τους. Η μεγάλη του αδυναμία όμως ήταν οι αραπάδες –έτσι τους έλεγε. «Θεριό, Βασιλική. Δυο μέτρα μπόι και τα μπράτσα του τρεις φορές τα δικά μου. Και να ‘ταν μόνο αυτό… Απ’ τη μέση και πάνω θεριό, απ’ τη μέση και κάτω θαύμα της φύσης», κι έβαζε τα γέλια που η Βασιλική ντρεπόταν και κατέβαζε το κεφάλι.
Όχι, δεν ήταν αθυρόστομος. Ανθρωπάκι του θεού. Ήσυχος, ευγενής, μια ζωή να περνάει απαρατήρητος. Τέτοια ήταν η φτιάξη του. Όχι τώρα, ανέκαθεν. Και έντιμος μέχρι αηδίας. Δίφραγκο να έβρισκε στο δρόμο, αντί να το βάλει στην τσέπη έψαχνε να βρει ποιος το έχει χάσει. Πολλοί, βέβαια, τον χαρακτήριζαν μονόχνωτο και αντικοινωνικό. Τον αδικούσαν. Του άρεσε η παρέα, αλλά ήταν εκλεκτικός, δεν ταίριαζε με όλους. Καλημέρα έλεγε με πολλούς, με κάποιους έλεγε και κάτι παραπάνω. Αλλά πραγματικό φίλο είχε μόνο τον Θανάση, το μακαρίτη τον άντρα της. Αυτός τον έβαλε στην ιχθυόσκαλα. Τότε που ξεμπαρκάρισε για τα μάτια της προκομμένης. Κι αυτό δεν το ξέχασε ποτέ του. Κι ο Θανάσης, που ήταν πλακατζής από τα γεννοφάσκια του, όλο τον πείραζε: «ρε Παντελή, και διευθυντή σε τράπεζα να σε είχα διορίσει τέτοια υποχρέωση δεν θα μου είχες».
Ο Παντελής δεν άλλαζε γνώμη. Ό,τι κι αν του ’λεγε ο Θανάσης, αισθανόταν απέραντα υποχρεωμένος. Όχι γιατί του βρήκε την καλύτερη δουλειά του κόσμου, αλλά γιατί τον βόηθησε να σταθεί στα πόδια του. Εκείνη ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής του. Άφραγκος και μόνος, να παλεύει με τη συνείδησή του, να ψάχνει να βρει πού έφταιξε και τον εγκατέλειψε. Ώρες, μέρες, χρόνια να σκέφτεται τα ίδια και τα ίδια. Κι όλο να καταλήγει στο συμπέρασμα πως αν είχε κάνει το ένα ή το άλλο, δεν θα την είχε χάσει. Χίλιες φορές του εξήγησαν τόσο ο Θανάσης όσο και η Βασιλική ότι δεν ήταν δικό του το φταίξιμο. Στάθηκε άτυχος στην επιλογή. Η γυναίκα αυτή δεν ήταν για σπίτι.
Δεν κατάφεραν ποτέ να τον πείσουν. Ήταν βέβαιη γι’ αυτό η Βασιλική. Κι ας ισχυριζόταν το αντίθετο. Κατά βάθος, την ευθύνη του χωρισμού την είχε χρεώσει στον εαυτό του. Κι αυτό τη φούρκιζε τη Βασιλική. Δεν φτάνει που του έφαγε μέχρι και την τελευταία πεντάρα, που τον εγκατέλειψε χωρίς να του πει το παραμικρό, τον είχε φορτώσει και με ενοχές. Άτιμη γυναίκα. Για τα λούσα και το χρήμα πουλούσε την ψυχή της στο διάβολο. Απ’ την άλλη, τον καταλάβαινε όμως. Ωραία γυναίκα. Πειρασμός για όλους τους άντρες. Κορμί λαμπάδα, μέση δαχτυλίδι κι ένα βυζί πέτρα. Και το χειρότερο ήταν που το γνώριζε. Όλο σκέρτσο και νάζι, δεν υπήρχε σερνικό που να μην το είχε κολάσει. Λίγο πριν τα χωρίσματα δε, αν έβλεπε κανέναν παραλή, έτοιμη ήταν να κατεβάσει το βρακί.
«Πουτάνα με τα όλα της, Θε μου, σχώραμε», μουρμούρισε η Βασιλική και σταυροκοπήθηκε.
-Υπάρχει συγγενής για να ειδοποιήσουμε; Την έβγαλε από τις σκέψεις της ο αστυνομικός.
-Υπάρχει μια ανιψιά, αλλά δεν είχαν επαφές. Ένα τηλέφωνο το χρόνο κι αν…
Του έδωσε τον αριθμό κι έμεινε να κοιτάζει το λαχείο που ήταν ακουμπημένο στο κομοδίνο. Το πήρε στα χέρια της κι έμεινε να το εξετάζει: «Λαϊκό λαχείο, 12η κλήρωση, αριθμός… σειρά…».
Το γύρισε από την άλλη πλευρά όπου με μεγάλα, κεφαλαία γράμματα ήταν γραμμένη η λέξη «ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ». Μεμιάς την πήραν πάλι τα κλάματα. Τούτο ήταν το πρώτο ταξίδι τους που έμεινε στη μέση. Και το τελευταίο τους. Χωρίς αυτόν δεν ήθελε να ταξιδέψει ξανά.
Έφερε το λαχείο στο στήθος της κι έκλεισε τα μάτια της. Πάσχισε να φέρει στο νου της τα όσα της περιέγραφε χθες το βράδυ. Τίποτα, κενό, λες και κάτι διέγραψε από τη μνήμη της τα πάντα: τη φωνή του, τις κινήσεις των χεριών του, τις γκριμάτσες του κάθε που εκστασιαζόταν ή προβληματιζόταν από αυτά που συναντούσαν. Άδειο το μυαλό της, τόσες αναμνήσεις, τόσα ταξίδια, τόσα ευχάριστα συναισθήματα είχαν εξαφανιστεί. Ένα μαύρο πέπλο τα είχε αντικαταστήσει όλα.
Έπιασε το δεξί του χέρι, αυτό που βρισκόταν έξω από τα σκεπάσματα. Παγωμένο. Τι κρίμα, τόσα χρόνια, που ήταν ζεστό, δεν κατάφερε να το πιάσει παρά ελάχιστες φορές. Μόνο στην κηδεία τού Θανάση τον θυμάται να της κρατάει το χέρι. Κι αυτό όταν έμειναν μόνοι τους, στο σπίτι· δεν ήθελε, της είπε μετά από μέρες, να δίνουν λαβή για σχόλια. Αυτό τους έφαγε, ο κόσμος, τι θα πει ο κόσμος. Και για να μην πει ο κόσμος, καταδίκασαν τους εαυτούς τους σ’ αυτό το αέναο μαρτύριο: να αγαπιούνται, να θέλουν ο ένας τον άλλον σαν τρελοί, αλλά να μην τολμούν να το ομολογήσουν. Η ίδια δεν άντεξε κάποιες φορές και του το είπε. Του είπε ότι τον θέλει, τον αγαπά. Είδε που τον έφερνε σε δύσκολη θέση και σταμάτησε. Ντρεπόταν, αλλά τα συναισθήματά της δεν άλλαξαν στιγμή. Σαράντα χρόνια τον γνώριζε, τα μισά και βάλε τον αγαπούσε σαν τρελή. Κι αυτός την αγαπούσε. Ένα βράδυ, που τα έπιναν οι δυο τους κι έκαναν ένα από τα συνηθισμένα ταξίδια τους, της το είπε στα ίσια. Τη θέλει, τη σκέφτεται συνεχώς, στον ύπνο και στον ξύπνο. Αλλά ο Θανάσης δεν ήταν φίλος του, ήταν αδερφός· ατιμία να του πάρει τη γυναίκα.
Από τη μια, επειδή νόμιζε ότι ποτέ δεν ξεπέρασε το χωρισμό με τη λεγάμενη, χάρηκε. Από την άλλη όμως, κατάλαβε ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Πέντε χρόνια πεθαμένος ο Θανάσης όταν της το είπε.
Στην αρχή το πάλεψε, προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει ότι ο Θανάσης έφυγε για πάντα. Κι είναι λάθος να καταστρέψουν τις ζωές τους γιατί θα προσβληθεί ο μακαρίτης. Τίποτα ο Παντελής, ανένδοτος. Τον είδε στον ύπνο του, της είπε. Κι ήταν αγριεμένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο καλύτερος φίλος του θα έκανε τέτοια ατιμία και θα του έπαιρνε τη γυναίκα.
Τα παράτησε. Δεν είχε νόημα. Ο Παντελής, όσο περνούσαν τα χρόνια, έμαθε να ζει περισσότερο με τη φαντασία. Ό,τι γινόταν μέσα στο κεφάλι του είχε μεγαλύτερη σημασία απ’ αυτά που συνέβαιναν στην πραγματική ζωή. Τον ακολούθησε κι αυτή. Έμαθε να τρώει φακές και να νομίζει ότι τρώει κρέας, να κάνει κρύο και να ζεσταίνεται, να κάθεται στην πλαστική καρέκλα της αυλής και να νομίζει ότι, αντί για το απέναντι χαμόσπιτο, βλέπει τον ινδικό ωκεανό.
Μόνο που το σώμα της δεν κατάφερε ποτέ να το τιθασεύσει. Ακόμη και τώρα, που πάτησε τα εβδομήντα, τη βασανίζει. Κοιμάται κι ονειρεύεται τα χέρια του να τη χαϊδεύουν, να τη φιλάει στο λαιμό και να της μένει η κοκκινίλα από το μουστάκι του, να νιώθει την πικρίλα του τσιγάρου στην ανάσα του. Τόσα χρόνια και δεν κατάφερε να πείσει το κορμί της να μην τον σκέφτεται. Κι ανάθεμα αν θα τα καταφέρει ποτέ…
-Συγγνώμη, αλλά ήρθε το ασθενοφόρο. Θα πρέπει να τον πάρουν, την έβγαλε πάλι από τις σκέψεις της ο νεαρός αστυνομικός.
Σηκώθηκε, σκούπισε τα μάτια της κι άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου. Έμεινε για λίγο ακίνητη κοιτώντας το, κι ύστερα με μια απότομη κίνηση το έβγαλε έξω και το άδειασε επάνω στο τραπέζι, γεμίζοντάς το με εκατοντάδες λαχεία.
-Αυτά θα τα πάρω, έκανε αποφασισμένη.
-Με φέρνετε σε δύσκολη θέση, απάντησε ο αστυνομικός. Το σπίτι πρέπει να σφραγιστεί και τα αντικείμενα…
Τον διέκοψε απότομα, πιάνοντας μια χούφτα με λαχεία και φέρνοντάς τα πλάι στο πρόσωπό του.
-Λαχεία είναι, αγόρι μου. Παλιά λαχεία. Δεν έχουν καμία αξία. Για τους άλλους, για μένα, όμως, έχουν τεράστια. Είναι η κοινή μας ζωή, όλα όσα ζήσαμε είναι γραμμένα πάνω τους, κι αφού γύρισε μερικά λαχεία από την ανάποδη του τα έδειξε.
Ο αστυνομικός έδειξε έκπληκτος. Πίσω από κάθε λαχείο ήταν γραμμένη μια χώρα: Καναδάς, Κίνα, Ρωσία, Νότιος Αφρική… Η Βασιλική θέλησε να του εξηγήσει:
-Όλοι παίζουν λαχεία για να κερδίσουν. Εμείς τα παίζαμε για να ταξιδεύουμε. Ποτέ δεν είδαμε αν κερδίζουν. Ή μάλλον όχι, στην αρχή κοιτούσα. Εγώ, ο Παντελής δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ. Τ’ αγόραζε, έγραφε πίσω τους έναν προορισμό, και το βράδυ που βρισκόμασταν με ταξίδευε εκεί. Δεν περίμενε να κερδίσει. Όλα τα λαχεία ήταν κερδισμένα… Κάθε λαχείο και ένα ταξίδι, ένα λούσο, μια απόδραση από τα στενάχωρα και ανθρώπινα. Μια σταλιά τούτος ο τόπος, πώς να χωρέσει δυο ανθρώπους π’ αγαπιούνται;
Ενώ ο νεαρός αστυνομικός την κοιτούσε αποσβολωμένος, η Βασιλική μάζεψε τα λαχεία προσεκτικά, τα έβαλε σε μια νάιλον σακούλα και βγήκε έξω.
Κοίταξε για μια στιγμή τους τραυματιοφορείς, που προσπαθούσαν να φορτώσουν το πτώμα στο ασθενοφόρο, και χώθηκε στο σπίτι της. Αφού καινούργια ταξίδια δεν προβλέπονταν, θα προσπαθούσε να θυμηθεί κάποιο από τα πολλά παλιά. Κι αν τώρα η μνήμη της είναι θολωμένη από την απώλεια, θα τα καταφέρει αργότερα. Κι αν όχι, αν χωρίς αυτόν δεν μπορεί να ταξιδέψει, θα το κάνει όταν τον ανταμώσει ξανά. Γιατί ’ταν σίγουρη πως σύντομα θα βρίσκονταν πάλι μαζί…
Νόστιμον Ήμαρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου