Δημήτρης Τερζής
Στην ταινία «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», που γύρισε το 1969 ο Απόστολος Τεγόπουλος με πρωταγωνιστή το «λαϊκό παιδί» του κινηματογράφου Νίκο Ξανθόπουλο, το σενάριο μιλάει για τον αγώνα που κάνει ένας Ελληνας να βρει τον χαμένο πατέρα του στην Τουρκία.
Οι Ελληνες του ρεπορτάζ που δημοσιεύουμε σήμερα δεν έψαχναν κάποιον χαμένο συγγενή τους. Αντιθέτως, αναζητούσαν μια δεύτερη ευκαιρία, μια διέξοδο από την Ελλάδα της κρίσης, ένα καλύτερο αύριο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Ανθρωποι του μεροκάματου που αποφάσισαν να ξενιτευτούν και να δουλέψουν σε κουζίνες εστιατορίων, είτε για να φτιάχνουν φαγητό είτε για να δουλέψουν στη λάντζα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πτυχία ή μάστερ και δεν τους περίμενε κάποια σπουδαία δουλειά, με εντυπωσιακό μισθό και μπόνους.
Ταξίδεψαν σχεδόν στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, εμπιστευόμενοι τα γραφεία ευρέσεως εργασίας που έχουν ξεφυτρώσει σαν μανιτάρια τα τελευταία χρόνια, την ώρα που η νομιμότητα των περισσότερων εξ αυτών είναι υπό αμφισβήτηση.
Ωστόσο, δεν ήταν αυτό το χειρότερο που μπορούσε να τους συμβεί, αλλά το γεγονός ότι διαπίστωσαν από πρώτο χέρι την εργασιακή εκμετάλλευση των Ελλήνων συμπατριωτών-εργοδοτών τους εις βάρος τους.
Σ’ ένα τέτοιο γραφείο απευθύνθηκε, μέσω εφημερίδας αγγελιών, ο 38χρονος Ιωσήφ Κωνστανταρίδης. Ηταν το 2013 και η τελευταία δουλειά του ήταν βοηθός μάγειρα σε ξενοδοχείο στην Κω. «Μου ζήτησαν 300 ευρώ ως προμήθεια για τη δουλειά που θα μου έβρισκαν», λέει στην «Εφ.Συν.».
«Κατέθεσα τα χρήματα σ’ έναν λογαριασμό και λίγες μέρες μετά ένας κούριερ μου έφερε το συμβόλαιο να το υπογράψω. Μ’ αυτό δεσμεύονταν ότι θα μου έβρισκαν δουλειά σύντομα. Εκεί μου ζητήθηκαν άλλα 100 ευρώ από τον κούριερ. Πήρα τηλέφωνο την εταιρεία και μου είπαν ότι είναι τα έξοδα του συμβολαίου. Τα έδωσα κι αυτά, τι να έκανα;».
Ο Ιωσήφ μάς λέει ότι οι υπεύθυνοι του γραφείου επικοινώνησαν λίγες μέρες μετά και του είπαν να ετοιμαστεί να φύγει για τη Γερμανία, καθώς του είχαν βρει δουλειά σε ελληνικό εστιατόριο.
Να σημειωθεί πως οι υπεύθυνοι ουδέποτε τον άφησαν να επικοινωνήσει απευθείας με τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου και όλα κανονίζονταν από εκείνους.
«Εψαξα να βρω αμέσως εισιτήριο αλλά δεν τα κατάφερα για εκείνες τις μέρες. Τους ειδοποίησα να καθυστερήσω λίγο και μία ώρα μετά με παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε: Βάλε μας 386 ευρώ στον λογαριασμό, σου βρήκαμε εισιτήριο και φεύγεις αύριο από Θεσσαλονίκη για Γερμανία. Πάνω στην ανάγκη μου τα έβαλα και πήρα το τρένο ν’ ανέβω από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Στη μέση του ταξιδιού με παίρνει ο άλλος συνέταιρος του γραφείου και με ρωτάει πού θα μείνω στη Θεσσαλονίκη. Απάντησα ότι για μια νύχτα δεν με πειράζει να κοιμηθώ στο αεροδρόμιο. Σε δέκα μέρες φεύγεις, μου απαντάει. Ποια μία νύχτα; Εκεί πλέον είχα καταλάβει ότι έχω να κάνω με απατεώνες».
Ο Ιωσήφ αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Επιστρέφει στην Αθήνα, κλείνει άλλο εισιτήριο χωρίς να ενημερώσει το γραφείο και φτάνει στη Γερμανία.
«Βρέθηκα σε μια μικρή πόλη λίγο έξω από το Βερολίνο», μας λέει. «Ο ιδιοκτήτης, ένας με καταγωγή από την Κόρινθο, με ήθελε για την κουζίνα. Μισθός 1.000 ευρώ –μετά έμαθα ότι στις γερμανικές αρχές με δήλωνε για 400 ευρώ ως μερικής απασχόλησης-, τζάμπα φαγητό κι ένα δωμάτιο για να μένω, που χωρούσε ίσα ίσα ένα κρεβάτι κι ένα κομοδίνο».
Από το 2013 που πήγε για πρώτη φορά στη Γερμανία έως και πριν από ενάμιση μήνα, ο Ιωσήφ άλλαζε δουλειές σε εστιατόρια. Βερολίνο, Καϊζερσλάουτερν, Οστενμπουργκ, Λιούμπεργκ, σε μαγαζιά Ελλήνων οι οποίοι όπως φαίνεται δεν άφησαν ποτέ πίσω τους τις… ελληνικές παθογένειες και έκαναν το χειρότερο: εκμεταλλεύονταν τους συμπατριώτες τους που είχαν ανάγκη.
«Εξαντλητικά ωράρια, μερική ασφάλιση, κάποιοι δεν μας τάιζαν για… τιμωρία, επειδή μπορεί να μην είχε πάει καλά η δουλειά», λέει. «Με πλησίασαν και εδώ Ελληνες που είχαν γραφείο εύρεσης εργασίας. Μου βρήκαν μια δουλειά και ήθελαν 200 ευρώ προμήθεια μόλις έπαιρνα τον πρώτο μισθό. Η δουλειά όμως ήταν χάλια και ο τύπος δεν πλήρωνε. Εφυγα από κει. Για καιρό αυτοί οι Ελληνες με απειλούσαν για τα 200 ευρώ που δεν τους έδωσα, λέγοντάς μου ότι θα στείλουν μπράβο να με κανονίσει. Ωσπου άλλαξα πόλη και τηλέφωνο και γλίτωσα».
«Οι αρχές; Δεν σε βοήθησαν οι αρχές στη Γερμανία να βρεις το δίκιο σου απέναντι στους κακούς εργοδότες;», τον ρωτάμε.
«Τι να σου πω; Στη Γερμανία αν δεν μιλάς γερμανικά είσαι ένα τίποτα. Πήγα στην αντίστοιχη επιθεώρηση εργασίας και προσπαθούσα να τους μιλήσω αγγλικά, δεν με εξυπηρέτησαν. Εκείνη την περίοδο εργαζόμουν σε κάποιον που δεν με πλήρωνε, με πήγαινε από αύριο σε αύριο. Ελληνας κι αυτός. Είχα και τον πατέρα μου μαζί, άρρωστος άνθρωπος με την καρδιά του, καταφύγαμε στον δήμο και τελικά μας βρήκαν ένα δωμάτιο να περάσουμε τη νύχτα έναντι 23 ευρώ».
«Και τώρα; Τι κάνεις τώρα;», τον ρωτάμε. «Από τις αρχές Αυγούστου δουλεύω σ’ ένα εστιατόριο στο Μπάντεν Εσεν, έξω από το Ντόρτμουντ. Να μην το γρουσουζέψω, αλλά αυτή τη φορά φαίνεται πως πέτυχα κάτι καλό. Το αφεντικό είναι σωστό και πληρώνει κανονικά», καταλήγει.
Ο Κώστας Αργυρούδης είναι 46 ετών. Εφυγε από την Ελλάδα στις αρχές της κρίσης και πήγε να μείνει στο Λουγκάνσκ της Ουκρανίας, μια και η σύζυγός του ήταν από εκεί. «Στην αρχή ήταν καλά. Καταφέραμε και ανοίξαμε με μπόλικη δουλειά δύο μαγαζιά, μια χαρά. Μετά ήρθε ο εμφύλιος και μας κατέστρεψε», μας λέει.
«Εστειλα την οικογένεια (σύζυγος και τρία παιδιά) στη Ρωσία, σε συγγενείς τους, να είναι ασφαλείς. Γύρισα στην Ελλάδα να βρω δουλειά αλλά τίποτε. Τότε μια γνωστή που δούλευε μαγείρισσα σε ελληνικό εστιατόριο στο Λιντς, στην Αυστρία, μου είπε ότι ήθελαν λαντζέρη. Σηκώθηκα και πήγα.
»Απ’ την πρώτη στιγμή που έφτασα κατάλαβα πως κάτι δεν πάει καλά με τον μάνατζερ, τον κ. Κώστα. Λιγομίλητος, "ψαρωτικός" απέναντί μου, από τη δεύτερη μέρα ζήτησε την ταυτότητά μου για να μου βγάλει… επίσημα χαρτιά. Τελικά κατάφερα να την πάρω πίσω έπειτα από 2,5 μήνες. Την ίδια μέρα μού έδειξε το δωμάτιό μου, μια αποθήκη μ’ ένα κρεβάτι μέσα. Η συμφωνία ήταν να δουλεύουμε από τις δέκα και μισή το πρωί έως τις δυόμισι το μεσημέρι, μετά διάλειμμα για δύο ώρες και στη συνέχεια δουλειά έως τις 11 το βράδυ. Σχεδόν ποτέ δεν έγινε αυτό. Δουλεύαμε συνέχεια από το πρωί έως το βράδυ. Πολλές φορές παρουσιαζόταν επιθετικός απέναντί μας και συχνά έλεγε πως αν δεν κάναμε τη δουλειά σωστά και πως αν είχαμε παράπονα θα μας πετούσε στον δρόμο. Κάποιες φορές χρησιμοποίησε κι έναν Γεωργιανό που είχε στην κουζίνα, έναν σωματώδη τύπο, λέγοντας ότι θα μας "κανονίσει" αν πούμε κάτι προς τα έξω.
»Μπορώ να πω ότι ήταν τυπικός στη μισθοδοσία. Σ’ εμένα έδινε 1.000 ευρώ, αλλά μας είχε βάλει να υπογράψουμε ότι παίρνουμε 400. Εξι μήνες άντεξα εκεί. Ενα πρωί το σκάσαμε μαζί μ’ έναν μπάρμαν. Στο μεσοδιάστημα έμαθα ότι έτσι έκανε πάντα. Τη χρονιά που ήμουν εγώ, είχε αλλάξει 68 εργαζομένους από την Ελλάδα. Το πιστεύετε; 68!».
Ο Κώστας είχε επίσης να διηγηθεί μια εμπειρία με τα γραφεία εύρεσης εργασίας. Από την Αυστρία γύρισε στην Ελλάδα και στη συνέχεια –πάλι μέσω γνωστού– βρήκε δουλειά ως λαντζέρης στη Φρανκφούρτη.
«Πριν πάω είχα μια αντιπαράθεση με αυτούς που έχουν τα γραφεία εύρεσης εργασίας. Ζητούσαν 500 ευρώ προμήθεια και καλά, για να σου βρουν δουλειά. Υπάρχουν άπειρα τέτοια γραφεία σε Ελλάδα, Γερμανία, ακόμα και στην Ολλανδία. Εγώ όμως δεν ήθελα κανέναν νταβατζή πάνω από το κεφάλι μου. Αυτοί δεν ενδιαφέρονται πού θα σε στείλουν. Τα λεφτά τους θέλουν να πάρουν κι εσύ μπορεί να καταλήξεις σε κολαστήριο».
Σήμερα ο Χρήστος ζει κι εργάζεται στο Μόναχο. «Εφυγα από τη Φρανκφούρτη γιατί κατάλαβα πως όλα τα χαρτιά που είχε ο εργοδότης και υποτίθεται ήμασταν νόμιμοι και μας έβαζε ένσημα, ήταν πλαστά! Ασε το ωράριο, δεν υπήρχε! Τώρα στο Μόναχο είμαι καλά. Βρήκα εργοδότη που είναι νορμάλ σε όλα του, δεν έχω παράπονο», καταλήγει.
Πολλά από τα γραφεία που εξαπατούν τους ενδιαφερόμενους να βρουν μια δουλειά στο εξωτερικό λειτουργούν στη συμπρωτεύουσα. Πέρυσι η Ασφάλεια Θεσσαλονίκης εξιχνίασε 4 υποθέσεις κυκλωμάτων που εκμεταλλεύονταν ανέργους που έψαχναν για δουλειά
Μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο για εύρεση εργασίας στο εξωτερικό μάς παραπέμπει σε συνδέσμους διαφόρων γραφείων, ορισμένα εκ των οποίων υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια, αλλά και σε σειρά άρθρων που εφιστούν την προσοχή των ενδιαφερομένων, προειδοποιώντας τους για την ύπαρξη παράνομων γραφείων που έχουν στόχο την εκμετάλλευση.
Πολλά απ' αυτά τα γραφεία στεγάζονται στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, πέρυσι, η διεύθυνση Ασφάλειας Θεσσαλονίκης είχε εξιχνιάσει τέσσερις υποθέσεις κυκλωμάτων που εκμεταλλεύονταν με αυτόν τον τρόπο ανέργους που έψαχναν για δουλειά στο εξωτερικό. Η εξαπάτηση αφορούσε περίπου 300 άτομα και το ποσό που αποκόμισαν τα κυκλώματα έφτασε τα 200.000 ευρώ.
Στις καταγεγραμμένες περιπτώσεις συγκαταλέγονται γραφεία που υπόσχονταν εργασία χωρίς κανέναν έλεγχο για την ποιότητα του εργοδότη, αλλά και γραφεία-μαϊμού τα οποία έπαιρναν χρήματα από τους ενδιαφερομένους και τους έστελναν στο εξωτερικό, είτε σε διευθύνσεις ανύπαρκτες είτε σε επιχειρήσεις που δεν είχαν ιδέα για το θέμα.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, κάθε γραφείο για να είναι καθ’ όλα νόμιμο θα πρέπει να έχει ειδική άδεια διαμεσολάβησης ανθρώπινου δυναμικού και όχι απλώς συμβουλευτικής ή σύστασης βιογραφικού. Τα νόμιμα γραφεία δεν παίρνουν προμήθεια από εκείνον που αναζητά εργασία, αλλά από τις εταιρείες ή τους εργοδότες που ψάχνουν να βρουν προσωπικό.
Η σχετική λίστα των νόμιμων γραφείων υπάρχει στο site του υπουργείου Εργασίας. Εναλλακτικά, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να βρουν τη σχετική λίστα στο site του Πανελληνίου Συλλόγου Γραφείων Εύρεσης Εργασίας.
ΕΦ-ΣΥΝ
Ελληνες του μεροκάματου που ξενιτεύτηκαν αναζητώντας δουλειά εμπιστεύτηκαν αμφισβητούμενης νομιμότητας γραφεία ευρέσεως εργασίας και έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης απο συμπατριώτες μας
Στην ταινία «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», που γύρισε το 1969 ο Απόστολος Τεγόπουλος με πρωταγωνιστή το «λαϊκό παιδί» του κινηματογράφου Νίκο Ξανθόπουλο, το σενάριο μιλάει για τον αγώνα που κάνει ένας Ελληνας να βρει τον χαμένο πατέρα του στην Τουρκία.
Οι Ελληνες του ρεπορτάζ που δημοσιεύουμε σήμερα δεν έψαχναν κάποιον χαμένο συγγενή τους. Αντιθέτως, αναζητούσαν μια δεύτερη ευκαιρία, μια διέξοδο από την Ελλάδα της κρίσης, ένα καλύτερο αύριο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Ανθρωποι του μεροκάματου που αποφάσισαν να ξενιτευτούν και να δουλέψουν σε κουζίνες εστιατορίων, είτε για να φτιάχνουν φαγητό είτε για να δουλέψουν στη λάντζα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πτυχία ή μάστερ και δεν τους περίμενε κάποια σπουδαία δουλειά, με εντυπωσιακό μισθό και μπόνους.
Ταξίδεψαν σχεδόν στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, εμπιστευόμενοι τα γραφεία ευρέσεως εργασίας που έχουν ξεφυτρώσει σαν μανιτάρια τα τελευταία χρόνια, την ώρα που η νομιμότητα των περισσότερων εξ αυτών είναι υπό αμφισβήτηση.
Ωστόσο, δεν ήταν αυτό το χειρότερο που μπορούσε να τους συμβεί, αλλά το γεγονός ότι διαπίστωσαν από πρώτο χέρι την εργασιακή εκμετάλλευση των Ελλήνων συμπατριωτών-εργοδοτών τους εις βάρος τους.
Βοήθεια και προμήθεια
Τη δική του περιπέτεια που ξεκίνησε το 2013 εξιστορεί ο 38χρονος Ιωσήφ Κωνστανταρίδης |
Σ’ ένα τέτοιο γραφείο απευθύνθηκε, μέσω εφημερίδας αγγελιών, ο 38χρονος Ιωσήφ Κωνστανταρίδης. Ηταν το 2013 και η τελευταία δουλειά του ήταν βοηθός μάγειρα σε ξενοδοχείο στην Κω. «Μου ζήτησαν 300 ευρώ ως προμήθεια για τη δουλειά που θα μου έβρισκαν», λέει στην «Εφ.Συν.».
«Κατέθεσα τα χρήματα σ’ έναν λογαριασμό και λίγες μέρες μετά ένας κούριερ μου έφερε το συμβόλαιο να το υπογράψω. Μ’ αυτό δεσμεύονταν ότι θα μου έβρισκαν δουλειά σύντομα. Εκεί μου ζητήθηκαν άλλα 100 ευρώ από τον κούριερ. Πήρα τηλέφωνο την εταιρεία και μου είπαν ότι είναι τα έξοδα του συμβολαίου. Τα έδωσα κι αυτά, τι να έκανα;».
Ο Ιωσήφ μάς λέει ότι οι υπεύθυνοι του γραφείου επικοινώνησαν λίγες μέρες μετά και του είπαν να ετοιμαστεί να φύγει για τη Γερμανία, καθώς του είχαν βρει δουλειά σε ελληνικό εστιατόριο.
Να σημειωθεί πως οι υπεύθυνοι ουδέποτε τον άφησαν να επικοινωνήσει απευθείας με τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου και όλα κανονίζονταν από εκείνους.
«Εψαξα να βρω αμέσως εισιτήριο αλλά δεν τα κατάφερα για εκείνες τις μέρες. Τους ειδοποίησα να καθυστερήσω λίγο και μία ώρα μετά με παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε: Βάλε μας 386 ευρώ στον λογαριασμό, σου βρήκαμε εισιτήριο και φεύγεις αύριο από Θεσσαλονίκη για Γερμανία. Πάνω στην ανάγκη μου τα έβαλα και πήρα το τρένο ν’ ανέβω από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Στη μέση του ταξιδιού με παίρνει ο άλλος συνέταιρος του γραφείου και με ρωτάει πού θα μείνω στη Θεσσαλονίκη. Απάντησα ότι για μια νύχτα δεν με πειράζει να κοιμηθώ στο αεροδρόμιο. Σε δέκα μέρες φεύγεις, μου απαντάει. Ποια μία νύχτα; Εκεί πλέον είχα καταλάβει ότι έχω να κάνω με απατεώνες».
Ο Ιωσήφ αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Επιστρέφει στην Αθήνα, κλείνει άλλο εισιτήριο χωρίς να ενημερώσει το γραφείο και φτάνει στη Γερμανία.
«Βρέθηκα σε μια μικρή πόλη λίγο έξω από το Βερολίνο», μας λέει. «Ο ιδιοκτήτης, ένας με καταγωγή από την Κόρινθο, με ήθελε για την κουζίνα. Μισθός 1.000 ευρώ –μετά έμαθα ότι στις γερμανικές αρχές με δήλωνε για 400 ευρώ ως μερικής απασχόλησης-, τζάμπα φαγητό κι ένα δωμάτιο για να μένω, που χωρούσε ίσα ίσα ένα κρεβάτι κι ένα κομοδίνο».
Από το 2013 που πήγε για πρώτη φορά στη Γερμανία έως και πριν από ενάμιση μήνα, ο Ιωσήφ άλλαζε δουλειές σε εστιατόρια. Βερολίνο, Καϊζερσλάουτερν, Οστενμπουργκ, Λιούμπεργκ, σε μαγαζιά Ελλήνων οι οποίοι όπως φαίνεται δεν άφησαν ποτέ πίσω τους τις… ελληνικές παθογένειες και έκαναν το χειρότερο: εκμεταλλεύονταν τους συμπατριώτες τους που είχαν ανάγκη.
«Εξαντλητικά ωράρια, μερική ασφάλιση, κάποιοι δεν μας τάιζαν για… τιμωρία, επειδή μπορεί να μην είχε πάει καλά η δουλειά», λέει. «Με πλησίασαν και εδώ Ελληνες που είχαν γραφείο εύρεσης εργασίας. Μου βρήκαν μια δουλειά και ήθελαν 200 ευρώ προμήθεια μόλις έπαιρνα τον πρώτο μισθό. Η δουλειά όμως ήταν χάλια και ο τύπος δεν πλήρωνε. Εφυγα από κει. Για καιρό αυτοί οι Ελληνες με απειλούσαν για τα 200 ευρώ που δεν τους έδωσα, λέγοντάς μου ότι θα στείλουν μπράβο να με κανονίσει. Ωσπου άλλαξα πόλη και τηλέφωνο και γλίτωσα».
Πρόβλημα η γλώσσα
«Οι αρχές; Δεν σε βοήθησαν οι αρχές στη Γερμανία να βρεις το δίκιο σου απέναντι στους κακούς εργοδότες;», τον ρωτάμε.
«Τι να σου πω; Στη Γερμανία αν δεν μιλάς γερμανικά είσαι ένα τίποτα. Πήγα στην αντίστοιχη επιθεώρηση εργασίας και προσπαθούσα να τους μιλήσω αγγλικά, δεν με εξυπηρέτησαν. Εκείνη την περίοδο εργαζόμουν σε κάποιον που δεν με πλήρωνε, με πήγαινε από αύριο σε αύριο. Ελληνας κι αυτός. Είχα και τον πατέρα μου μαζί, άρρωστος άνθρωπος με την καρδιά του, καταφύγαμε στον δήμο και τελικά μας βρήκαν ένα δωμάτιο να περάσουμε τη νύχτα έναντι 23 ευρώ».
«Και τώρα; Τι κάνεις τώρα;», τον ρωτάμε. «Από τις αρχές Αυγούστου δουλεύω σ’ ένα εστιατόριο στο Μπάντεν Εσεν, έξω από το Ντόρτμουντ. Να μην το γρουσουζέψω, αλλά αυτή τη φορά φαίνεται πως πέτυχα κάτι καλό. Το αφεντικό είναι σωστό και πληρώνει κανονικά», καταλήγει.
Νέα αρχή στο Λιντς
Ο Κώστας Αργυρούδης είναι 46 ετών. Εφυγε από την Ελλάδα στις αρχές της κρίσης και πήγε να μείνει στο Λουγκάνσκ της Ουκρανίας, μια και η σύζυγός του ήταν από εκεί. «Στην αρχή ήταν καλά. Καταφέραμε και ανοίξαμε με μπόλικη δουλειά δύο μαγαζιά, μια χαρά. Μετά ήρθε ο εμφύλιος και μας κατέστρεψε», μας λέει.
«Εστειλα την οικογένεια (σύζυγος και τρία παιδιά) στη Ρωσία, σε συγγενείς τους, να είναι ασφαλείς. Γύρισα στην Ελλάδα να βρω δουλειά αλλά τίποτε. Τότε μια γνωστή που δούλευε μαγείρισσα σε ελληνικό εστιατόριο στο Λιντς, στην Αυστρία, μου είπε ότι ήθελαν λαντζέρη. Σηκώθηκα και πήγα.
»Απ’ την πρώτη στιγμή που έφτασα κατάλαβα πως κάτι δεν πάει καλά με τον μάνατζερ, τον κ. Κώστα. Λιγομίλητος, "ψαρωτικός" απέναντί μου, από τη δεύτερη μέρα ζήτησε την ταυτότητά μου για να μου βγάλει… επίσημα χαρτιά. Τελικά κατάφερα να την πάρω πίσω έπειτα από 2,5 μήνες. Την ίδια μέρα μού έδειξε το δωμάτιό μου, μια αποθήκη μ’ ένα κρεβάτι μέσα. Η συμφωνία ήταν να δουλεύουμε από τις δέκα και μισή το πρωί έως τις δυόμισι το μεσημέρι, μετά διάλειμμα για δύο ώρες και στη συνέχεια δουλειά έως τις 11 το βράδυ. Σχεδόν ποτέ δεν έγινε αυτό. Δουλεύαμε συνέχεια από το πρωί έως το βράδυ. Πολλές φορές παρουσιαζόταν επιθετικός απέναντί μας και συχνά έλεγε πως αν δεν κάναμε τη δουλειά σωστά και πως αν είχαμε παράπονα θα μας πετούσε στον δρόμο. Κάποιες φορές χρησιμοποίησε κι έναν Γεωργιανό που είχε στην κουζίνα, έναν σωματώδη τύπο, λέγοντας ότι θα μας "κανονίσει" αν πούμε κάτι προς τα έξω.
»Μπορώ να πω ότι ήταν τυπικός στη μισθοδοσία. Σ’ εμένα έδινε 1.000 ευρώ, αλλά μας είχε βάλει να υπογράψουμε ότι παίρνουμε 400. Εξι μήνες άντεξα εκεί. Ενα πρωί το σκάσαμε μαζί μ’ έναν μπάρμαν. Στο μεσοδιάστημα έμαθα ότι έτσι έκανε πάντα. Τη χρονιά που ήμουν εγώ, είχε αλλάξει 68 εργαζομένους από την Ελλάδα. Το πιστεύετε; 68!».
Ο Κώστας είχε επίσης να διηγηθεί μια εμπειρία με τα γραφεία εύρεσης εργασίας. Από την Αυστρία γύρισε στην Ελλάδα και στη συνέχεια –πάλι μέσω γνωστού– βρήκε δουλειά ως λαντζέρης στη Φρανκφούρτη.
«Πριν πάω είχα μια αντιπαράθεση με αυτούς που έχουν τα γραφεία εύρεσης εργασίας. Ζητούσαν 500 ευρώ προμήθεια και καλά, για να σου βρουν δουλειά. Υπάρχουν άπειρα τέτοια γραφεία σε Ελλάδα, Γερμανία, ακόμα και στην Ολλανδία. Εγώ όμως δεν ήθελα κανέναν νταβατζή πάνω από το κεφάλι μου. Αυτοί δεν ενδιαφέρονται πού θα σε στείλουν. Τα λεφτά τους θέλουν να πάρουν κι εσύ μπορεί να καταλήξεις σε κολαστήριο».
Σήμερα ο Χρήστος ζει κι εργάζεται στο Μόναχο. «Εφυγα από τη Φρανκφούρτη γιατί κατάλαβα πως όλα τα χαρτιά που είχε ο εργοδότης και υποτίθεται ήμασταν νόμιμοι και μας έβαζε ένσημα, ήταν πλαστά! Ασε το ωράριο, δεν υπήρχε! Τώρα στο Μόναχο είμαι καλά. Βρήκα εργοδότη που είναι νορμάλ σε όλα του, δεν έχω παράπονο», καταλήγει.
Γραφεία εύρεσης εργασίας Φάμπρικα εξαπάτησης ανέργων
Πολλά από τα γραφεία που εξαπατούν τους ενδιαφερόμενους να βρουν μια δουλειά στο εξωτερικό λειτουργούν στη συμπρωτεύουσα. Πέρυσι η Ασφάλεια Θεσσαλονίκης εξιχνίασε 4 υποθέσεις κυκλωμάτων που εκμεταλλεύονταν ανέργους που έψαχναν για δουλειά
Μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο για εύρεση εργασίας στο εξωτερικό μάς παραπέμπει σε συνδέσμους διαφόρων γραφείων, ορισμένα εκ των οποίων υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια, αλλά και σε σειρά άρθρων που εφιστούν την προσοχή των ενδιαφερομένων, προειδοποιώντας τους για την ύπαρξη παράνομων γραφείων που έχουν στόχο την εκμετάλλευση.
Πολλά απ' αυτά τα γραφεία στεγάζονται στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, πέρυσι, η διεύθυνση Ασφάλειας Θεσσαλονίκης είχε εξιχνιάσει τέσσερις υποθέσεις κυκλωμάτων που εκμεταλλεύονταν με αυτόν τον τρόπο ανέργους που έψαχναν για δουλειά στο εξωτερικό. Η εξαπάτηση αφορούσε περίπου 300 άτομα και το ποσό που αποκόμισαν τα κυκλώματα έφτασε τα 200.000 ευρώ.
Στις καταγεγραμμένες περιπτώσεις συγκαταλέγονται γραφεία που υπόσχονταν εργασία χωρίς κανέναν έλεγχο για την ποιότητα του εργοδότη, αλλά και γραφεία-μαϊμού τα οποία έπαιρναν χρήματα από τους ενδιαφερομένους και τους έστελναν στο εξωτερικό, είτε σε διευθύνσεις ανύπαρκτες είτε σε επιχειρήσεις που δεν είχαν ιδέα για το θέμα.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, κάθε γραφείο για να είναι καθ’ όλα νόμιμο θα πρέπει να έχει ειδική άδεια διαμεσολάβησης ανθρώπινου δυναμικού και όχι απλώς συμβουλευτικής ή σύστασης βιογραφικού. Τα νόμιμα γραφεία δεν παίρνουν προμήθεια από εκείνον που αναζητά εργασία, αλλά από τις εταιρείες ή τους εργοδότες που ψάχνουν να βρουν προσωπικό.
Η σχετική λίστα των νόμιμων γραφείων υπάρχει στο site του υπουργείου Εργασίας. Εναλλακτικά, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να βρουν τη σχετική λίστα στο site του Πανελληνίου Συλλόγου Γραφείων Εύρεσης Εργασίας.
ΕΦ-ΣΥΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου