Του Μάνου Αυγερίδη
Πριν από δεκαέξι και κάτι χρόνια, το μακρινό 1999, μια γενιά μαθητών έδινε τις πρώτες εισαγωγικές εξετάσεις με το «καινούργιο σύστημα»: χωρίς δέσμες δηλαδή, αλλά με κατευθύνσεις και με περισσότερα μαθήματα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Ήταν η εποχή που η κοινωνία ζούσε στην παραζάλη του χρηματιστηρίου, της ΟΝΕ και της αναπτυξιακής φούσκας που επρόκειτο να σκάσει σύντομα, αρχής γενομένης με το χρηματιστηριακό κραχ του Σεπτεμβρίου· σκάνδαλο το οποίο αποτέλεσε την αρχή του τέλους παρά την τεχνητή διατήρησή της τα επόμενα χρόνια με ολυμπιακές ντόπες, ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον και στατιστικά μαγειρέματα. Τότε, ωστόσο, το όνειρο πολλών μαθητών (ή, ακριβέστερα, πολλών γονιών) ήταν να περάσουν σε ένα τμήμα οικονομικών επιστημών και να ξεκινήσουν μια λαμπρή καριέρα στα χρηματοοικονομικά ή τη διοίκηση επιχειρήσεων. Για να συμβεί αυτό, έπρεπε να γράψουν καλά στο ειδικό μάθημα «Αρχές Οικονομικής Θεωρίας» που θα τους έδινε τη δυνατότητα να επιλέξουν τις περιζήτητες σχολές του «5ου επιστημονικού πεδίου».
Ήμουν κι εγώ ένας απ’ αυτούς. Παρά την απροθυμία μου να σπουδάσω οικονομικά, τα είχα ως εναλλακτική επιλογή και προετοιμαζόμουν κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα με τον κ. Μανώλη. Ο κ. Μανώλης ήταν οικονομολόγος (ή κάτι τέτοιο), καλός δάσκαλος και μια καλτ φιγούρα της περιοχής: κοντός, καραφλός, με μυτερή μύτη και μεγάλα έξυπνα μάτια που έμοιαζαν ακόμα μεγαλύτερα μέσα απ’ τα χοντρά γυαλιά του. Φορούσε καφέ σακάκι, κυκλοφορούσε με ένα παλιό Audi, διάβαζε μόνο Έθνος και έπαιζε φανατικά «Στοίχημα». Ο κ. Μανώλης, αν υπάρχει ακόμα η παραμικρή αμφιβολία, ήταν ΠΑΣΟΚ.
Η σχέση που αναπτύξαμε ξεπερνούσε το πλαίσιο ενός ιδιαίτερου μαθήματος. Εκτός απ’ το γεγονός ότι με βοήθησε πολύ να σκεφτώ τι θέλω, πώς να διαχειριστώ τη δύσκολη περίοδο των εξετάσεων, πώς να συμπληρώσω το μηχανογραφικό και τι να αποφύγω, συζητούσαμε για την πολιτική, τα κόμματα, την κοινωνία. Μπορεί σε πολλά να διαφωνούσα μαζί του (περισσότερο ενστικτωδώς), ωστόσο τον άκουγα με προσοχή και τον εκτιμούσα. Εκείνη την περίοδο, μάλιστα, δεν ήταν ΠΑΣΟΚ. Ανήκε σ’ αυτούς που είχαν απογοητευθεί από την μετάλλαξη του «κινήματος» και τη διαφθορά των στελεχών του σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο· είχε έτσι αποχωρήσει και κινούνταν στο χώρο του ΔΗΚΚΙ.
Ο κ. Μανώλης μιλούσε για την παρακμή της εξουσίας, τη διαπλοκή πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων, τις σχέσεις απόλυτης πελατειακής εξάρτησης με τους ψηφοφόρους· και εξιστορούσε με κάθε λεπτομέρεια τις μηχανορραφίες του τάδε και τις εξαρτήσεις του δείνα, γνωστού ή άγνωστου σε μένα, στελέχους. Ελπίδα δεν υπήρχε, τουλάχιστον όσο δεν υπήρχε μια γενιά με διαφορετική αντίληψη που θα άλλαζε ένα δομικά άρρωστο πολιτικό σύστημα. Κι αυτό γιατί στην πολιτική, όπως έλεγε, κυριαρχούσε η «μέθοδος του ασβού». Ο ασβός όταν νιώσει ότι απειλείται ή θέλει να επικρατήσει σ’ έναν συγκεκριμένο χώρο εκκρίνει από τα γεννητικά του όργανα μια αφόρητη οσμή, την οποία τα άλλα ζώα δεν μπορούν με τίποτα να αντέξουν. Και στην εξουσία, έλεγε ο κ. Μανώλης, αν δεν είσαι ασβός ή δεν αντέχεις την μπόχα τους, δεν επιβιώνεις.
Σκέφτομαι αυτήν την ιστορία καιρό, παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται ο «όλος» ΣΥΡΙΖΑ, νυν και πρώην, τα ζητήματα που έχουν ανακύψει από τη συμφωνία· τις επιλογές, την αλαζονεία και τον κιτρινισμό, τους όρους συγκρότησης των νέων συσχετισμών εντός και εκτός κόμματος. Και κυρίως αναρρωτιέμαι αν έχουμε τους τρόπους να αντισταθούμε σ’ αυτές τις πρακτικές που δεν έχουν αλλάξει και τόσο, όπως φαίνεται, απ’ το προϊστορικό 1999, όντας συγχρόνως αποτελεσματικοί στην παρέμβασή μας — ο πρώτος πληθυντικός, μες στη ρευστότητα των ημερών, ας εκληφθεί κατά το δοκούν. Δεν αρκεί, πάντως, να μην γίνουμε οι φορείς του τοξικού αερίου· δεν αρκεί ούτε το μανταλάκι στη μύτη που μάλλον ανοχή προσφέρει και τίποτ’ άλλο. Θα έλεγα πως δεν αρκεί ούτε η ιδιώτευση, αλλά τότε θα έπρεπε να ολοκληρώσω με μια πρόταση ή παρότρυνση που δεν μου αναλογεί και που πρέπει να συγκροτηθεί συλλογικά, αφού πρώτα έχουμε συμφωνήσει στα παραπάνω.
ΥΓ. Με τον κ. Μανώλη κρατήσαμε επαφή και μετά την έναρξη των σπουδών μου. Στις επόμενες δημοτικές εκλογές μου ανακοίνωσε ότι μετά από μια «πολύ τιμητική πρόταση» που δέχθηκε θα ήταν υποψήφιος με την παράταξη του επί δωδεκαετία τότε δημάρχου, προσκείμενου στο ΠΑΣΟΚ. Πήρα τις κάρτες που μου έδωσε και τις άφησα σ’ ένα συρτάρι. Ντράπηκα να του πω ότι δεν θα τις μοιράσω κι ότι δεν μπορώ καν να τον ψηφίσω.
Ενθεματα
Έργο του Φίλιπ Μεντόζα, από την εικονογράφηση του μυθιστορήματος του Κένεθ Γκράχαμ «Ο άνεμος στις ιτιές»
Πριν από δεκαέξι και κάτι χρόνια, το μακρινό 1999, μια γενιά μαθητών έδινε τις πρώτες εισαγωγικές εξετάσεις με το «καινούργιο σύστημα»: χωρίς δέσμες δηλαδή, αλλά με κατευθύνσεις και με περισσότερα μαθήματα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Ήταν η εποχή που η κοινωνία ζούσε στην παραζάλη του χρηματιστηρίου, της ΟΝΕ και της αναπτυξιακής φούσκας που επρόκειτο να σκάσει σύντομα, αρχής γενομένης με το χρηματιστηριακό κραχ του Σεπτεμβρίου· σκάνδαλο το οποίο αποτέλεσε την αρχή του τέλους παρά την τεχνητή διατήρησή της τα επόμενα χρόνια με ολυμπιακές ντόπες, ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον και στατιστικά μαγειρέματα. Τότε, ωστόσο, το όνειρο πολλών μαθητών (ή, ακριβέστερα, πολλών γονιών) ήταν να περάσουν σε ένα τμήμα οικονομικών επιστημών και να ξεκινήσουν μια λαμπρή καριέρα στα χρηματοοικονομικά ή τη διοίκηση επιχειρήσεων. Για να συμβεί αυτό, έπρεπε να γράψουν καλά στο ειδικό μάθημα «Αρχές Οικονομικής Θεωρίας» που θα τους έδινε τη δυνατότητα να επιλέξουν τις περιζήτητες σχολές του «5ου επιστημονικού πεδίου».
Ήμουν κι εγώ ένας απ’ αυτούς. Παρά την απροθυμία μου να σπουδάσω οικονομικά, τα είχα ως εναλλακτική επιλογή και προετοιμαζόμουν κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα με τον κ. Μανώλη. Ο κ. Μανώλης ήταν οικονομολόγος (ή κάτι τέτοιο), καλός δάσκαλος και μια καλτ φιγούρα της περιοχής: κοντός, καραφλός, με μυτερή μύτη και μεγάλα έξυπνα μάτια που έμοιαζαν ακόμα μεγαλύτερα μέσα απ’ τα χοντρά γυαλιά του. Φορούσε καφέ σακάκι, κυκλοφορούσε με ένα παλιό Audi, διάβαζε μόνο Έθνος και έπαιζε φανατικά «Στοίχημα». Ο κ. Μανώλης, αν υπάρχει ακόμα η παραμικρή αμφιβολία, ήταν ΠΑΣΟΚ.
Η σχέση που αναπτύξαμε ξεπερνούσε το πλαίσιο ενός ιδιαίτερου μαθήματος. Εκτός απ’ το γεγονός ότι με βοήθησε πολύ να σκεφτώ τι θέλω, πώς να διαχειριστώ τη δύσκολη περίοδο των εξετάσεων, πώς να συμπληρώσω το μηχανογραφικό και τι να αποφύγω, συζητούσαμε για την πολιτική, τα κόμματα, την κοινωνία. Μπορεί σε πολλά να διαφωνούσα μαζί του (περισσότερο ενστικτωδώς), ωστόσο τον άκουγα με προσοχή και τον εκτιμούσα. Εκείνη την περίοδο, μάλιστα, δεν ήταν ΠΑΣΟΚ. Ανήκε σ’ αυτούς που είχαν απογοητευθεί από την μετάλλαξη του «κινήματος» και τη διαφθορά των στελεχών του σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο· είχε έτσι αποχωρήσει και κινούνταν στο χώρο του ΔΗΚΚΙ.
Ο κ. Μανώλης μιλούσε για την παρακμή της εξουσίας, τη διαπλοκή πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων, τις σχέσεις απόλυτης πελατειακής εξάρτησης με τους ψηφοφόρους· και εξιστορούσε με κάθε λεπτομέρεια τις μηχανορραφίες του τάδε και τις εξαρτήσεις του δείνα, γνωστού ή άγνωστου σε μένα, στελέχους. Ελπίδα δεν υπήρχε, τουλάχιστον όσο δεν υπήρχε μια γενιά με διαφορετική αντίληψη που θα άλλαζε ένα δομικά άρρωστο πολιτικό σύστημα. Κι αυτό γιατί στην πολιτική, όπως έλεγε, κυριαρχούσε η «μέθοδος του ασβού». Ο ασβός όταν νιώσει ότι απειλείται ή θέλει να επικρατήσει σ’ έναν συγκεκριμένο χώρο εκκρίνει από τα γεννητικά του όργανα μια αφόρητη οσμή, την οποία τα άλλα ζώα δεν μπορούν με τίποτα να αντέξουν. Και στην εξουσία, έλεγε ο κ. Μανώλης, αν δεν είσαι ασβός ή δεν αντέχεις την μπόχα τους, δεν επιβιώνεις.
Σκέφτομαι αυτήν την ιστορία καιρό, παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται ο «όλος» ΣΥΡΙΖΑ, νυν και πρώην, τα ζητήματα που έχουν ανακύψει από τη συμφωνία· τις επιλογές, την αλαζονεία και τον κιτρινισμό, τους όρους συγκρότησης των νέων συσχετισμών εντός και εκτός κόμματος. Και κυρίως αναρρωτιέμαι αν έχουμε τους τρόπους να αντισταθούμε σ’ αυτές τις πρακτικές που δεν έχουν αλλάξει και τόσο, όπως φαίνεται, απ’ το προϊστορικό 1999, όντας συγχρόνως αποτελεσματικοί στην παρέμβασή μας — ο πρώτος πληθυντικός, μες στη ρευστότητα των ημερών, ας εκληφθεί κατά το δοκούν. Δεν αρκεί, πάντως, να μην γίνουμε οι φορείς του τοξικού αερίου· δεν αρκεί ούτε το μανταλάκι στη μύτη που μάλλον ανοχή προσφέρει και τίποτ’ άλλο. Θα έλεγα πως δεν αρκεί ούτε η ιδιώτευση, αλλά τότε θα έπρεπε να ολοκληρώσω με μια πρόταση ή παρότρυνση που δεν μου αναλογεί και που πρέπει να συγκροτηθεί συλλογικά, αφού πρώτα έχουμε συμφωνήσει στα παραπάνω.
ΥΓ. Με τον κ. Μανώλη κρατήσαμε επαφή και μετά την έναρξη των σπουδών μου. Στις επόμενες δημοτικές εκλογές μου ανακοίνωσε ότι μετά από μια «πολύ τιμητική πρόταση» που δέχθηκε θα ήταν υποψήφιος με την παράταξη του επί δωδεκαετία τότε δημάρχου, προσκείμενου στο ΠΑΣΟΚ. Πήρα τις κάρτες που μου έδωσε και τις άφησα σ’ ένα συρτάρι. Ντράπηκα να του πω ότι δεν θα τις μοιράσω κι ότι δεν μπορώ καν να τον ψηφίσω.
Ενθεματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου