Γιώργος Μπάλιας*
Οι τρεις μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις σήμερα είναι η οικονομική κρίση και οι πολιτικές λιτότητας, το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα και η κλιματική αλλαγή. Ενώ οι δύο πρώτες απασχολούν καθημερινά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η τρίτη παραμένει ώς ένα μεγάλο βαθμό στη σκιά. Η προσεχής διάσκεψη του ΟΗΕ στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 2015 για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ίσως να αποτελέσει την ευκαιρία για να λάβει το σημαντικό αυτό ζήτημα τη θέση που του αρμόζει στη δημόσια συζήτηση.
Για πρώτη φορά υπάρχει σχετική αισιοδοξία για τα αποτελέσματα της διάσκεψης, δεδομένου ότι οι στόχοι της έχουν συμφωνηθεί ήδη σε μεγάλο βαθμό (υπό τη μορφή γενικών κατευθύνσεων) στη διάσκεψη που προηγήθηκε στη Λίμα το 2014. Υπάρχει σύγκλιση αναφορικά με τις δεσμεύσεις για τη μείωση των εκπεμπόμενων ρύπων και τα μέτρα προσαρμογής, όπως επίσης και για τη χρηματοδότηση των σχετικών δράσεων.
Στόχος της Ε.Ε. (που αντιπροσωπεύει το 9% των παγκόσμιων εκπομπών) είναι η μείωση των εκπομπών έως το 2030 κατά τουλάχιστον 40% σε σχέση με το 1990, ενώ σε σχετικές ανακοινώσεις προέβησαν τόσο οι ΗΠΑ (που αντιπροσωπεύει το 11% των παγκόσμιων εκπομπών) όσο και η Κίνα (που αντιπροσωπεύει το 25% των παγκόσμιων εκπομπών). Ειδικότερα, οι ΗΠΑ έθεσαν στόχο τη μείωση των εκπομπών έως το 2025 κατά 28% σε σχέση με το 2005. Πολύ σύντομα κάτι αντίστοιχο θα γίνει και στην Κίνα.
Η διάσκεψη του Παρισιού προβλέπεται να καταλήξει στην ψήφιση ενός Πρωτοκόλλου, δηλαδή ενός νομικά δεσμευτικού κειμένου στο οποίο θα αποτυπώνονται οι παραπάνω στόχοι των κρατών («συμβολές των κρατών» σύμφωνα με την επικρατήσασα ορολογία), με απώτερη επιδίωξη τη μείωση, έως το 2050, των παγκόσμιων εκπομπών κατά τουλάχιστον 60% σε σχέση με το 2010.
Ηδη τα κράτη της G20, που αντιπροσωπεύουν το 75% των παγκόσμιων εκπομπών, έχουν δεσμευτεί ότι θα εφαρμόσουν το Πρωτόκολλο από το 2020. Με άλλες λέξεις, το Πρωτόκολλο του Παρισιού –και αυτό είναι ο βασικός νεωτερισμός του- θα αποτυπώνει την προσπάθεια συντονισμού των εθνικών πολιτικών σε αντίθεση με το ισχύον σήμερα Πρωτόκολλο του Κιότο, το οποίο αποτυπώνει μια κεντρική δέσμευση που απευθύνεται στα κράτη και τα καθοδηγεί.
Αυτή η νέα κλιματική διακυβέρνηση, που επικεντρώνεται στις εθνικές πολιτικές και δράσεις, απαιτεί και την ανάλογη χρηματοδότησή τους. Είναι γνωστό ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αποκτούν κρίσιμο χαρακτήρα για τις φτωχές χώρες. Η μέχρι τώρα, όμως, χρηματοδότηση των σχετικών δράσεων ήταν αναποτελεσματική, αφού δεν συνέβαλε στην κατάλληλη αντιμετώπιση των ιδιαιτεροτήτων των φτωχών πληθυσμών του πλανήτη σε σχέση με τις ανάγκες υλοποίησης δράσεων μετριασμού των επιπτώσεων και κυρίως προσαρμογής τους στη διαμορφούμενη νέα κατάσταση.
Για τον λόγο αυτόν η χρηματοδότηση πρέπει στο εξής να στηρίζεται σε κριτήρια επιλογής και αξιολόγησης των δράσεων που θα συναρτώνται με την ικανοποίηση των βασικών αναγκών των φτωχών πληθυσμών και τη μείωση της φτώχειας.
Γνωρίζουμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που τίθενται τέτοιοι ή ανάλογοι στόχοι. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι αυτοί δεν έχουν πραγματοποιηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει η διάσκεψη του ερχόμενου Δεκεμβρίου να αποτελέσει την αφετηρία για έναν δημόσιο διάλογο σχετικά με τις αναπαραστάσεις και τους τρόπους με τους οποίους μέχρι τώρα διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο αντιμετώπισης του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής τόσο οι επιστήμονες όσο και οι πολιτικοί.
Ο ανωτέρω διάλογος θα πρέπει να επικεντρώνεται στο κατά πόσον το κυρίαρχο μοντέλο της γραμμικής σχέσης μεταξύ επιστήμης και πολιτικής, σύμφωνα με το οποίο επιστήμη και πολιτική είναι απολύτως διακριτές περιοχές όπου η αντικειμενική επιστήμη παρέχει τις διαπιστώσεις της στην πολιτική, έχει δείξει τα όριά του.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σ’ αυτό το μοντέλο στηρίζονται όλες οι έως τώρα εκθέσεις του διακυβερνητικού πάνελ για την κλιματική αλλαγή –IPCC. Πράγματι, το IPCC δεν περιορίζεται μόνο στην καταγραφή γεγονότων αλλά συμμετέχει στην ανασύνθεση του πεδίου των ερευνών, δημιουργεί το απαραίτητο consensus και ευνοεί ορισμένες επιστημονικές απόψεις.
Η πανθομολογούμενη αποτυχία των σχετικών πολιτικών έως σήμερα οφείλεται στην κυριαρχία του παραπάνω μοντέλου, στο οποίο οι πολιτικές διαφωνίες παίρνουν τη μορφή επιστημονικών αντιπαραθέσεων. Ετσι, οι πολιτικές επιλογές αντικαθίστανται από τεχνολογικού χαρακτήρα επιλογές με αποτέλεσμα, αντί να προβάλλονται προτάσεις για αλλαγή του σύγχρονου μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης, να προτείνονται ως λύσεις διάφορες τεχνολογίες όπως η γεωμηχανική ή οι τεχνικές δέσμευσης και αποθήκευσης του διοξειδίου του άνθρακα που ενέχουν μεγάλους κινδύνους για το περιβάλλον.
Ετσι, λοιπόν, αντί να αναζητούμε το consensus μόνο στην επιστήμη και την ηγεμονία της πρέπει να ενθαρρύνουμε τον ανοιχτό δημοκρατικό διάλογο σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο που θα καλύπτει όλες τις όψεις της κλιματικής αλλαγής (κοινωνικές, πολιτικές, περιβαλλοντικές κ.λπ.). Αυτό σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε το μοντέλο τής από τα πάνω (top-down) προσέγγισης του προβλήματος και περνάμε σε εκείνο της από τα κάτω (bottom-up) αντιμετώπισής του.
Οπως επισήμανε ο Ούλριχ Μπεκ στο τελευταίο του κείμενο, μόνο εάν εντάξουμε στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων όλους όσοι υφίστανται τις επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή θα είναι δυνατή η αποτελεσματική αντιμετώπισή της. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, η κλιματική αλλαγή οδηγεί στην αλλαγή του ισχύοντος πολιτικού παραδείγματος, καθόσον τα ηθικά και υπαρξιακά ζητήματα που θέτει οδηγούν σε νέες νόρμες, κανόνες, αγορές, τεχνολογίες καθώς και σε νέα κατανόηση του κράτους και των διεθνών συνεργασιών. Εντέλει, σε μια νέα κατανόηση της δημοκρατίας.
*Επίκουρος καθηγητής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Ε-Σ
Οι τρεις μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις σήμερα είναι η οικονομική κρίση και οι πολιτικές λιτότητας, το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα και η κλιματική αλλαγή. Ενώ οι δύο πρώτες απασχολούν καθημερινά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η τρίτη παραμένει ώς ένα μεγάλο βαθμό στη σκιά. Η προσεχής διάσκεψη του ΟΗΕ στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 2015 για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ίσως να αποτελέσει την ευκαιρία για να λάβει το σημαντικό αυτό ζήτημα τη θέση που του αρμόζει στη δημόσια συζήτηση.
Για πρώτη φορά υπάρχει σχετική αισιοδοξία για τα αποτελέσματα της διάσκεψης, δεδομένου ότι οι στόχοι της έχουν συμφωνηθεί ήδη σε μεγάλο βαθμό (υπό τη μορφή γενικών κατευθύνσεων) στη διάσκεψη που προηγήθηκε στη Λίμα το 2014. Υπάρχει σύγκλιση αναφορικά με τις δεσμεύσεις για τη μείωση των εκπεμπόμενων ρύπων και τα μέτρα προσαρμογής, όπως επίσης και για τη χρηματοδότηση των σχετικών δράσεων.
Στόχος της Ε.Ε. (που αντιπροσωπεύει το 9% των παγκόσμιων εκπομπών) είναι η μείωση των εκπομπών έως το 2030 κατά τουλάχιστον 40% σε σχέση με το 1990, ενώ σε σχετικές ανακοινώσεις προέβησαν τόσο οι ΗΠΑ (που αντιπροσωπεύει το 11% των παγκόσμιων εκπομπών) όσο και η Κίνα (που αντιπροσωπεύει το 25% των παγκόσμιων εκπομπών). Ειδικότερα, οι ΗΠΑ έθεσαν στόχο τη μείωση των εκπομπών έως το 2025 κατά 28% σε σχέση με το 2005. Πολύ σύντομα κάτι αντίστοιχο θα γίνει και στην Κίνα.
Η διάσκεψη του Παρισιού προβλέπεται να καταλήξει στην ψήφιση ενός Πρωτοκόλλου, δηλαδή ενός νομικά δεσμευτικού κειμένου στο οποίο θα αποτυπώνονται οι παραπάνω στόχοι των κρατών («συμβολές των κρατών» σύμφωνα με την επικρατήσασα ορολογία), με απώτερη επιδίωξη τη μείωση, έως το 2050, των παγκόσμιων εκπομπών κατά τουλάχιστον 60% σε σχέση με το 2010.
Ηδη τα κράτη της G20, που αντιπροσωπεύουν το 75% των παγκόσμιων εκπομπών, έχουν δεσμευτεί ότι θα εφαρμόσουν το Πρωτόκολλο από το 2020. Με άλλες λέξεις, το Πρωτόκολλο του Παρισιού –και αυτό είναι ο βασικός νεωτερισμός του- θα αποτυπώνει την προσπάθεια συντονισμού των εθνικών πολιτικών σε αντίθεση με το ισχύον σήμερα Πρωτόκολλο του Κιότο, το οποίο αποτυπώνει μια κεντρική δέσμευση που απευθύνεται στα κράτη και τα καθοδηγεί.
Αυτή η νέα κλιματική διακυβέρνηση, που επικεντρώνεται στις εθνικές πολιτικές και δράσεις, απαιτεί και την ανάλογη χρηματοδότησή τους. Είναι γνωστό ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αποκτούν κρίσιμο χαρακτήρα για τις φτωχές χώρες. Η μέχρι τώρα, όμως, χρηματοδότηση των σχετικών δράσεων ήταν αναποτελεσματική, αφού δεν συνέβαλε στην κατάλληλη αντιμετώπιση των ιδιαιτεροτήτων των φτωχών πληθυσμών του πλανήτη σε σχέση με τις ανάγκες υλοποίησης δράσεων μετριασμού των επιπτώσεων και κυρίως προσαρμογής τους στη διαμορφούμενη νέα κατάσταση.
Για τον λόγο αυτόν η χρηματοδότηση πρέπει στο εξής να στηρίζεται σε κριτήρια επιλογής και αξιολόγησης των δράσεων που θα συναρτώνται με την ικανοποίηση των βασικών αναγκών των φτωχών πληθυσμών και τη μείωση της φτώχειας.
Γνωρίζουμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που τίθενται τέτοιοι ή ανάλογοι στόχοι. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι αυτοί δεν έχουν πραγματοποιηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει η διάσκεψη του ερχόμενου Δεκεμβρίου να αποτελέσει την αφετηρία για έναν δημόσιο διάλογο σχετικά με τις αναπαραστάσεις και τους τρόπους με τους οποίους μέχρι τώρα διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο αντιμετώπισης του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής τόσο οι επιστήμονες όσο και οι πολιτικοί.
Ο ανωτέρω διάλογος θα πρέπει να επικεντρώνεται στο κατά πόσον το κυρίαρχο μοντέλο της γραμμικής σχέσης μεταξύ επιστήμης και πολιτικής, σύμφωνα με το οποίο επιστήμη και πολιτική είναι απολύτως διακριτές περιοχές όπου η αντικειμενική επιστήμη παρέχει τις διαπιστώσεις της στην πολιτική, έχει δείξει τα όριά του.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σ’ αυτό το μοντέλο στηρίζονται όλες οι έως τώρα εκθέσεις του διακυβερνητικού πάνελ για την κλιματική αλλαγή –IPCC. Πράγματι, το IPCC δεν περιορίζεται μόνο στην καταγραφή γεγονότων αλλά συμμετέχει στην ανασύνθεση του πεδίου των ερευνών, δημιουργεί το απαραίτητο consensus και ευνοεί ορισμένες επιστημονικές απόψεις.
Η πανθομολογούμενη αποτυχία των σχετικών πολιτικών έως σήμερα οφείλεται στην κυριαρχία του παραπάνω μοντέλου, στο οποίο οι πολιτικές διαφωνίες παίρνουν τη μορφή επιστημονικών αντιπαραθέσεων. Ετσι, οι πολιτικές επιλογές αντικαθίστανται από τεχνολογικού χαρακτήρα επιλογές με αποτέλεσμα, αντί να προβάλλονται προτάσεις για αλλαγή του σύγχρονου μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης, να προτείνονται ως λύσεις διάφορες τεχνολογίες όπως η γεωμηχανική ή οι τεχνικές δέσμευσης και αποθήκευσης του διοξειδίου του άνθρακα που ενέχουν μεγάλους κινδύνους για το περιβάλλον.
Ετσι, λοιπόν, αντί να αναζητούμε το consensus μόνο στην επιστήμη και την ηγεμονία της πρέπει να ενθαρρύνουμε τον ανοιχτό δημοκρατικό διάλογο σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο που θα καλύπτει όλες τις όψεις της κλιματικής αλλαγής (κοινωνικές, πολιτικές, περιβαλλοντικές κ.λπ.). Αυτό σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε το μοντέλο τής από τα πάνω (top-down) προσέγγισης του προβλήματος και περνάμε σε εκείνο της από τα κάτω (bottom-up) αντιμετώπισής του.
Οπως επισήμανε ο Ούλριχ Μπεκ στο τελευταίο του κείμενο, μόνο εάν εντάξουμε στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων όλους όσοι υφίστανται τις επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή θα είναι δυνατή η αποτελεσματική αντιμετώπισή της. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, η κλιματική αλλαγή οδηγεί στην αλλαγή του ισχύοντος πολιτικού παραδείγματος, καθόσον τα ηθικά και υπαρξιακά ζητήματα που θέτει οδηγούν σε νέες νόρμες, κανόνες, αγορές, τεχνολογίες καθώς και σε νέα κατανόηση του κράτους και των διεθνών συνεργασιών. Εντέλει, σε μια νέα κατανόηση της δημοκρατίας.
*Επίκουρος καθηγητής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Ε-Σ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου