Του Βασίλη Ξυδιά
Αναζητώντας ουσιαστικές απαντήσεις στην μετά τον ΣΥΡΙΖΑ εποχή
Μετά τη μνημονιακή μετάλλαξη του «όλου ΣΥΡΙΖΑ», που ήλθε σαν αναπόφευκτη συνέπεια της συνθηκολόγησης της ηγεσίας του -του ΣΥΡΙΖΑ-Μαξίμου, όπως λέει ο Μανώλης Γλέζος-, ξανατίθεται με επείγοντα τρόπο το ζήτημα της πολιτικής έκφρασης του αντιμνημονιακού λαϊκού ριζοσπαστισμού· της πολιτικής εκπροσώπησης του παλλαϊκού «όχι». Όμως, το να μπαίνουμε σ’ ένα νέο γύρο αγώνων μετά την αποτυχία του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ απαιτεί κάποιες προϋποθέσεις. Ένας στρατός που έχει υποστεί μια στρατηγική ήττα δεν μπαίνει ξανά σε έναν νέο κύκλο μαχών απλώς με ένα πρόχειρο συμμάζεμα των υπολειμμάτων του. Χρειάζεται ουσιαστική ανασύνταξη· πράγμα που σημαίνει ουσιαστικό απολογισμό (με ειλικρινή και σε βάθος αυτοκριτική για όσα συνέβησαν και με τη δική μας συμμετοχή και συνευθύνη)· σημαίνει πραγματική κάλυψη του προγραμματικού ελλείμματος (όχι «εύκολες» απαντήσεις που συνιστούν λήψη του ζητουμένου)· και σημαίνει επίσης ξεπέρασμα σ’ έναν κάποιο βαθμό των σχέσεων ανάθεσης τόσο μεταξύ του πολιτικού φορέα και του λαού, όσο και εντός του ίδιου του πολιτικού φορέα (χρειάζεται δηλαδή μια άλλη, καλύτερη σχέση απ’ αυτή που είχε η λαϊκή και κομματική «βάση» με τον Τσίπρα).
Στα δύο προηγούμενα φύλλα του Δρόμου της Αριστεράς επέμεινα πως το ζήτημα της πολιτικής εκπροσώπησης πρέπει να το δούμε κυρίως από τη σκοπιά του «εκπροσωπούμενου» και όχι του «εκπροσώπου» (βλ. Υπάρχει ζωή μετά τον ΣΥΡΙΖΑ; 1ο και 2ο μέρος). Θεωρώ πως η προσέγγιση αυτή μας παρέχει ένα ευρύτερο οπτικό πεδίο που επιτρέπει να ξεχωρίσουμε πιο εύκολα τις επιμέρους τεχνικότητες από την ουσία. Και πρότεινα να δούμε τη μέχρι τώρα εξέλιξη του αντιμνημονιακού αγώνα σαν μια πενταετή πορεία ωρίμασης του λαϊκού ριζοσπαστισμού, ο οποίος πέρασε από ένα πρώτο γύρο, κεντρικό χαρακτηριστικό του οποίου ήταν το ξύπνημα της αντίστασης (2011, Αγανακτισμένοι) και από ένα δεύτερο γύρο, με κεντρικό χαρακτηριστικό τη διεκδίκηση και τελικώς την πραγματοποίηση μιας αντιμνημονιακής διακυβέρνησης (2012-15, ΣΥΡΙΖΑ). Μπαίνοντας, τώρα, σ’ έναν τρίτο γύρο θα ήταν τελείως λάθος να τον αντιληφθούμε σαν την «ορθή», την «πραγματικά ριζοσπαστική» επανάληψη του δεύτερου, χωρίς υποτίθεται τα «λάθη» ή την «προδοσία» της ηγεσίας. Από την άποψη αυτή ο απολογισμός και η αυτοκριτική δεν είναι απλώς μια ηθική υποχρέωση για την «κάθαρση» των στελεχών που φιλοδοξούν να παίξουν ξανά ρόλο· είναι πολύ περισσότερο μια συμβολή στην ουσιαστική ωρίμαση του ριζοσπαστισμού, ώστε το ιστορικό «πάθημα» να γίνει συλλογικό «μάθημα».
Πού θα κριθεί ο νέος γύρος
Όπως, λοιπόν, οι Αγανακτισμένοι εξάντλησαν τα όρια του πρώτου γύρου, δείχνοντας πως η απλή διαμαρτυρία δεν αρκούσε και πως χρειαζόταν μια αντιμνημονιακή διακυβέρνηση που θα αντικαθιστούσε τα μνημόνια, έτσι τώρα η αποτυχία του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ έδειξε πως μια πραγματικά αντιμνημονιακή διακυβέρνηση δεν μπορεί να είναι υπόθεση απλώς «πολιτικής βούλησης», όπως συνήθως λέγεται, αλλά χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Ο περιβόητος Π. Μπαλτάκος αποδείχθηκε, απ’ αυτήν την άποψη, προφητικός, όταν το καλοκαίρι ήδη του 2014 προέβλεπε τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας για μια «νέα Βάρκιζα» και λέγοντας το φοβερό: «Είναι αποφασισμένοι αλλά όχι σκληραγωγημένοι» (συνέντευξη στον Β. Χιώτη, Βήμα 1/6/2014). Ο Μπαλτάκος αντιλαμβανόταν, βέβαια, την έλλειψη «σκληραγωγίας» στο επίπεδο των στελεχών. Αλλά όσο κι αν αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο, εμείς οφείλουμε να πάμε τη διαπίστωσή του σε μεγαλύτερο βάθος και να δούμε την αδυναμία των στελεχών σαν οργανική έκφραση μιας συλλογικής ανεπάρκειας· έλλειψη «σκληραγωγίας» συλλογικού χαρακτήρα. Κι αυτή είναι μια ανεπάρκεια που δεν καλύπτεται με διαβεβαιώσεις σαν αυτές που έδωσε ο Παναγιώτης Λαφαζάνης στον Μίκη Θεοδωράκη, πως «η πορεία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που κατέληξε τελικά στο μνημόνιο, ασφαλώς και δεν προδιαγράφει μια ανάλογη πορεία της Λαϊκής Ενότητας» και πως «εμείς θα ακολουθήσουμε το “όχι” μέχρι τέλος». Αυτές οι διαβεβαιώσεις είναι κενό γράμμα, εάν, όπως είπα και παραπάνω, δεν συνοδεύονται από άλλες προϋποθέσεις. Διότι ο νέος και αποφασιστικός γύρος της ιστορικής σύγκρουσης μνημονίου-αντιμνημονίου δεν θα κριθεί από την αποφασιστικότητα, αλλά από την προετοιμασία και τη συλλογική ικανότητα.
Δεν χρειάζεται να έχουμε κανένα άγχος για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των αντιμνημονιακών δυνάμεων στη νέα Βουλή. Έτσι κι αλλιώς οι μνημονιακές δυνάμεις θα είναι σ’ αυτήν κυρίαρχες (παρά τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου). Και σε έξι μήνες, έναν χρόνο, πάλι εδώ θα είμαστε. Αυτή η Βουλή δεν μπορεί να σταθεί για πολύ. Η ουσία δεν βρίσκεται στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, αλλά στην πολιτική και οργανωτική ανασύνταξη του λαϊκού ριζοσπαστισμού.
Εγχείρημα πραγματικής διεξόδου
Εύλογα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η αποτυχία της εφαρμογής του μνημονίου, η οικονομική και διοικητική κατάρρευση από τη μια, και η σκληρότητα της εφαρμογής των μέτρων από την άλλη, θα προκαλέσουν κοινωνικές εκρήξεις. Το χειρότερο απ’ όλα θα ήταν οι κοινωνικές αυτές αντιδράσεις να εκφραστούν πολιτικά από ανίκανες πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες και σε εντελώς λανθασμένες κατευθύνσεις – όπως ακριβώς συνέβη με τις απεργίες των εκπαιδευτικών και των νοσοκομειακών το φθινόπωρο του 2013. Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι η ταφόπλακα του αντιμνημονιακού αγώνα.
Για να μη συμβεί αυτό, το νέο εγχείρημα που θα φιλοδοξεί να απαντήσει στην έκφραση ή την εκπροσώπηση του «όχι», θα πρέπει να είναι εγχείρημα πραγματικής διεξόδου. Θα πρέπει να είναι σε θέση να στηρίξει την κοινωνία, κατ’ αρχάς στον αγώνα της για επιβίωση και για συλλογικοποίηση της αντίστασης στα μνημόνια (αφόρητη φορολογία, βίαια φτωχοποίηση, εξώσεις κ.λπ.). Θα πρέπει, επίσης, να είναι σε θέση να δώσει θετική προοπτική σ’ αυτούς τους αγώνες, στηρίζοντας τη θετική συλλογική ανάληψη της ευθύνης για τη λειτουργία των διοικητικών δομών στην εκπαίδευση, την υγεία κ.ά. – κι αυτή είναι μια στάση τελείως ξένη προς το δήθεν αντιθετικό, αλλά στην ουσία συμμετρικό δίπολο «κυβερνητισμός-διεκδικητισμός» που χαρακτήριζε ώς τώρα τη «δεξιά» και την «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ ως δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και τέλος, για να έχει όλη αυτή η αντίσταση και η όποια κοινωνική αυτοοργάνωση βιώσιμη προοπτική, θα πρέπει να εντάσσονται σ’ ένα σχέδιο διεξόδου της χώρας από την κρίση, και όχι να αποσκοπούν σ’ ένα αντιμνημονιακό πρόγραμμα κρατικών παροχών (όπως ήταν π.χ. η ΔΕΘ).
Χρειάζεται ένα πρόγραμμα πολιτειακής και παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας που θα μπορεί να λειτουργήσει και ως πλαίσιο κυβερνητικών μέτρων -εάν και όποτε δοθεί η δυνατότητα- αλλά και ως πλαίσιο άμεσων συλλογικών πρωτοβουλιών εθνικής κλίμακας. Κι ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή. Η οποιαδήποτε διαδικασία πολιτικής συγκρότησης απαιτεί το άνοιγμα, επιτέλους, ενός πλατύ και δημόσιου διαλόγου για ένα τέτοιο πρόγραμμα, κι όχι την υποκατάστασή του από ένα βιαστικό, τεχνοκρατικό, και γραφειοκρατικά διαμορφωμένο προεκλογικό σχέδιο. Ούτε μπορεί αυτό να υποκατασταθεί από απλοϊκές «τεχνικές» λύσεις περί το νόμισμα, ούτε από μια κρατιστική, γραφειοκρατική λογική, ούτε από μια αντικαπιταλιστική ρητορεία. Αν τίθεται σήμερα ζήτημα σχέσης με την Ευρωζώνη αυτό πρέπει να απαντηθεί στο πλαίσιο ενός γενικότερου γεωστρατηγικού αναπροσανατολισμού της χώρας· κι αν τίθεται θέμα σοσιαλιστικής μετάβασης, αυτό πρέπει να τεθεί με τους όρους της πραγματικής συλλογικής ωρίμασης της ελληνικής κοινωνίας.
Όλα αυτά περνούν, σήμερα, μέσα από το αίτημα της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας· πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά. Κι είναι η κοινωνία που θα πρέπει να διατυπώσει με τους δικούς της όρους αυτά τα αιτήματα. Πολιτική συγκρότηση για τη νέα φάση σημαίνει να βρεθούν οι τρόποι, οι διαδικασίες και οι δομές που θα δοθεί ο λόγος και η πρωτοβουλία στην κοινωνία. Μόνον έτσι -όπως λένε και οι τρεις δημοτικές παρατάξεις της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης στην κοινή τους πρόσκληση- η πολιτική εκπροσώπηση του «όχι» θα οδηγήσει «στο Μεγάλο “ναι” της δημιουργίας μιας ελεύθερης και δημοκρατικής πατρίδας».
Δρόμος της Αριστεράς
Αναζητώντας ουσιαστικές απαντήσεις στην μετά τον ΣΥΡΙΖΑ εποχή
Μετά τη μνημονιακή μετάλλαξη του «όλου ΣΥΡΙΖΑ», που ήλθε σαν αναπόφευκτη συνέπεια της συνθηκολόγησης της ηγεσίας του -του ΣΥΡΙΖΑ-Μαξίμου, όπως λέει ο Μανώλης Γλέζος-, ξανατίθεται με επείγοντα τρόπο το ζήτημα της πολιτικής έκφρασης του αντιμνημονιακού λαϊκού ριζοσπαστισμού· της πολιτικής εκπροσώπησης του παλλαϊκού «όχι». Όμως, το να μπαίνουμε σ’ ένα νέο γύρο αγώνων μετά την αποτυχία του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ απαιτεί κάποιες προϋποθέσεις. Ένας στρατός που έχει υποστεί μια στρατηγική ήττα δεν μπαίνει ξανά σε έναν νέο κύκλο μαχών απλώς με ένα πρόχειρο συμμάζεμα των υπολειμμάτων του. Χρειάζεται ουσιαστική ανασύνταξη· πράγμα που σημαίνει ουσιαστικό απολογισμό (με ειλικρινή και σε βάθος αυτοκριτική για όσα συνέβησαν και με τη δική μας συμμετοχή και συνευθύνη)· σημαίνει πραγματική κάλυψη του προγραμματικού ελλείμματος (όχι «εύκολες» απαντήσεις που συνιστούν λήψη του ζητουμένου)· και σημαίνει επίσης ξεπέρασμα σ’ έναν κάποιο βαθμό των σχέσεων ανάθεσης τόσο μεταξύ του πολιτικού φορέα και του λαού, όσο και εντός του ίδιου του πολιτικού φορέα (χρειάζεται δηλαδή μια άλλη, καλύτερη σχέση απ’ αυτή που είχε η λαϊκή και κομματική «βάση» με τον Τσίπρα).
Στα δύο προηγούμενα φύλλα του Δρόμου της Αριστεράς επέμεινα πως το ζήτημα της πολιτικής εκπροσώπησης πρέπει να το δούμε κυρίως από τη σκοπιά του «εκπροσωπούμενου» και όχι του «εκπροσώπου» (βλ. Υπάρχει ζωή μετά τον ΣΥΡΙΖΑ; 1ο και 2ο μέρος). Θεωρώ πως η προσέγγιση αυτή μας παρέχει ένα ευρύτερο οπτικό πεδίο που επιτρέπει να ξεχωρίσουμε πιο εύκολα τις επιμέρους τεχνικότητες από την ουσία. Και πρότεινα να δούμε τη μέχρι τώρα εξέλιξη του αντιμνημονιακού αγώνα σαν μια πενταετή πορεία ωρίμασης του λαϊκού ριζοσπαστισμού, ο οποίος πέρασε από ένα πρώτο γύρο, κεντρικό χαρακτηριστικό του οποίου ήταν το ξύπνημα της αντίστασης (2011, Αγανακτισμένοι) και από ένα δεύτερο γύρο, με κεντρικό χαρακτηριστικό τη διεκδίκηση και τελικώς την πραγματοποίηση μιας αντιμνημονιακής διακυβέρνησης (2012-15, ΣΥΡΙΖΑ). Μπαίνοντας, τώρα, σ’ έναν τρίτο γύρο θα ήταν τελείως λάθος να τον αντιληφθούμε σαν την «ορθή», την «πραγματικά ριζοσπαστική» επανάληψη του δεύτερου, χωρίς υποτίθεται τα «λάθη» ή την «προδοσία» της ηγεσίας. Από την άποψη αυτή ο απολογισμός και η αυτοκριτική δεν είναι απλώς μια ηθική υποχρέωση για την «κάθαρση» των στελεχών που φιλοδοξούν να παίξουν ξανά ρόλο· είναι πολύ περισσότερο μια συμβολή στην ουσιαστική ωρίμαση του ριζοσπαστισμού, ώστε το ιστορικό «πάθημα» να γίνει συλλογικό «μάθημα».
Πού θα κριθεί ο νέος γύρος
Όπως, λοιπόν, οι Αγανακτισμένοι εξάντλησαν τα όρια του πρώτου γύρου, δείχνοντας πως η απλή διαμαρτυρία δεν αρκούσε και πως χρειαζόταν μια αντιμνημονιακή διακυβέρνηση που θα αντικαθιστούσε τα μνημόνια, έτσι τώρα η αποτυχία του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ έδειξε πως μια πραγματικά αντιμνημονιακή διακυβέρνηση δεν μπορεί να είναι υπόθεση απλώς «πολιτικής βούλησης», όπως συνήθως λέγεται, αλλά χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Ο περιβόητος Π. Μπαλτάκος αποδείχθηκε, απ’ αυτήν την άποψη, προφητικός, όταν το καλοκαίρι ήδη του 2014 προέβλεπε τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας για μια «νέα Βάρκιζα» και λέγοντας το φοβερό: «Είναι αποφασισμένοι αλλά όχι σκληραγωγημένοι» (συνέντευξη στον Β. Χιώτη, Βήμα 1/6/2014). Ο Μπαλτάκος αντιλαμβανόταν, βέβαια, την έλλειψη «σκληραγωγίας» στο επίπεδο των στελεχών. Αλλά όσο κι αν αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο, εμείς οφείλουμε να πάμε τη διαπίστωσή του σε μεγαλύτερο βάθος και να δούμε την αδυναμία των στελεχών σαν οργανική έκφραση μιας συλλογικής ανεπάρκειας· έλλειψη «σκληραγωγίας» συλλογικού χαρακτήρα. Κι αυτή είναι μια ανεπάρκεια που δεν καλύπτεται με διαβεβαιώσεις σαν αυτές που έδωσε ο Παναγιώτης Λαφαζάνης στον Μίκη Θεοδωράκη, πως «η πορεία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που κατέληξε τελικά στο μνημόνιο, ασφαλώς και δεν προδιαγράφει μια ανάλογη πορεία της Λαϊκής Ενότητας» και πως «εμείς θα ακολουθήσουμε το “όχι” μέχρι τέλος». Αυτές οι διαβεβαιώσεις είναι κενό γράμμα, εάν, όπως είπα και παραπάνω, δεν συνοδεύονται από άλλες προϋποθέσεις. Διότι ο νέος και αποφασιστικός γύρος της ιστορικής σύγκρουσης μνημονίου-αντιμνημονίου δεν θα κριθεί από την αποφασιστικότητα, αλλά από την προετοιμασία και τη συλλογική ικανότητα.
Δεν χρειάζεται να έχουμε κανένα άγχος για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των αντιμνημονιακών δυνάμεων στη νέα Βουλή. Έτσι κι αλλιώς οι μνημονιακές δυνάμεις θα είναι σ’ αυτήν κυρίαρχες (παρά τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου). Και σε έξι μήνες, έναν χρόνο, πάλι εδώ θα είμαστε. Αυτή η Βουλή δεν μπορεί να σταθεί για πολύ. Η ουσία δεν βρίσκεται στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, αλλά στην πολιτική και οργανωτική ανασύνταξη του λαϊκού ριζοσπαστισμού.
Εγχείρημα πραγματικής διεξόδου
Εύλογα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η αποτυχία της εφαρμογής του μνημονίου, η οικονομική και διοικητική κατάρρευση από τη μια, και η σκληρότητα της εφαρμογής των μέτρων από την άλλη, θα προκαλέσουν κοινωνικές εκρήξεις. Το χειρότερο απ’ όλα θα ήταν οι κοινωνικές αυτές αντιδράσεις να εκφραστούν πολιτικά από ανίκανες πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες και σε εντελώς λανθασμένες κατευθύνσεις – όπως ακριβώς συνέβη με τις απεργίες των εκπαιδευτικών και των νοσοκομειακών το φθινόπωρο του 2013. Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι η ταφόπλακα του αντιμνημονιακού αγώνα.
Για να μη συμβεί αυτό, το νέο εγχείρημα που θα φιλοδοξεί να απαντήσει στην έκφραση ή την εκπροσώπηση του «όχι», θα πρέπει να είναι εγχείρημα πραγματικής διεξόδου. Θα πρέπει να είναι σε θέση να στηρίξει την κοινωνία, κατ’ αρχάς στον αγώνα της για επιβίωση και για συλλογικοποίηση της αντίστασης στα μνημόνια (αφόρητη φορολογία, βίαια φτωχοποίηση, εξώσεις κ.λπ.). Θα πρέπει, επίσης, να είναι σε θέση να δώσει θετική προοπτική σ’ αυτούς τους αγώνες, στηρίζοντας τη θετική συλλογική ανάληψη της ευθύνης για τη λειτουργία των διοικητικών δομών στην εκπαίδευση, την υγεία κ.ά. – κι αυτή είναι μια στάση τελείως ξένη προς το δήθεν αντιθετικό, αλλά στην ουσία συμμετρικό δίπολο «κυβερνητισμός-διεκδικητισμός» που χαρακτήριζε ώς τώρα τη «δεξιά» και την «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ ως δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και τέλος, για να έχει όλη αυτή η αντίσταση και η όποια κοινωνική αυτοοργάνωση βιώσιμη προοπτική, θα πρέπει να εντάσσονται σ’ ένα σχέδιο διεξόδου της χώρας από την κρίση, και όχι να αποσκοπούν σ’ ένα αντιμνημονιακό πρόγραμμα κρατικών παροχών (όπως ήταν π.χ. η ΔΕΘ).
Χρειάζεται ένα πρόγραμμα πολιτειακής και παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας που θα μπορεί να λειτουργήσει και ως πλαίσιο κυβερνητικών μέτρων -εάν και όποτε δοθεί η δυνατότητα- αλλά και ως πλαίσιο άμεσων συλλογικών πρωτοβουλιών εθνικής κλίμακας. Κι ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή. Η οποιαδήποτε διαδικασία πολιτικής συγκρότησης απαιτεί το άνοιγμα, επιτέλους, ενός πλατύ και δημόσιου διαλόγου για ένα τέτοιο πρόγραμμα, κι όχι την υποκατάστασή του από ένα βιαστικό, τεχνοκρατικό, και γραφειοκρατικά διαμορφωμένο προεκλογικό σχέδιο. Ούτε μπορεί αυτό να υποκατασταθεί από απλοϊκές «τεχνικές» λύσεις περί το νόμισμα, ούτε από μια κρατιστική, γραφειοκρατική λογική, ούτε από μια αντικαπιταλιστική ρητορεία. Αν τίθεται σήμερα ζήτημα σχέσης με την Ευρωζώνη αυτό πρέπει να απαντηθεί στο πλαίσιο ενός γενικότερου γεωστρατηγικού αναπροσανατολισμού της χώρας· κι αν τίθεται θέμα σοσιαλιστικής μετάβασης, αυτό πρέπει να τεθεί με τους όρους της πραγματικής συλλογικής ωρίμασης της ελληνικής κοινωνίας.
Όλα αυτά περνούν, σήμερα, μέσα από το αίτημα της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας· πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά. Κι είναι η κοινωνία που θα πρέπει να διατυπώσει με τους δικούς της όρους αυτά τα αιτήματα. Πολιτική συγκρότηση για τη νέα φάση σημαίνει να βρεθούν οι τρόποι, οι διαδικασίες και οι δομές που θα δοθεί ο λόγος και η πρωτοβουλία στην κοινωνία. Μόνον έτσι -όπως λένε και οι τρεις δημοτικές παρατάξεις της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης στην κοινή τους πρόσκληση- η πολιτική εκπροσώπηση του «όχι» θα οδηγήσει «στο Μεγάλο “ναι” της δημιουργίας μιας ελεύθερης και δημοκρατικής πατρίδας».
Δρόμος της Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου